Μικρασιατική εκστρατεία (1919 – 1922)

Μπορεί μεν ο τελικός στόχος των Ελλήνων να ήταν η προσάρτηση περιοχών της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας (κυρίως στα παράλια, όπου το ελληνικό στοιχείο, είτε ως πλειοψηφία είτε όχι, ζούσε και δραστηριοποιούνταν έντονα), πρωταρχική όμως μέριμνα της κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν, όντως, η προστασία των ελληνικών πληθυσμών από την τουρκική αυθαιρεσία.

by Times Newsroom

Η Μικρασιατική Εκστρατεία, γνωστή διεθνώς ως Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919–1922 και στην Τουρκία ως Kurtuluş Savaşı Batı Cephesi (Δυτικό Μέτωπο του τουρκικού πολέμου της Ανεξαρτησίας) ήταν μια σειρά στρατιωτικών γεγονότων, που συνέβησαν κατά το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ Μαΐου 1919 και Οκτωβρίου 1922. Ο πόλεμος διεξήχθη μεταξύ της Ελλάδας και του Τουρκικού Εθνικού Κινήματος, που θα ίδρυε αργότερα τη Δημοκρατία της Τουρκίας.

Ο επονομαζόμενος Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919–1922, ονομάστηκε έτσι από το γενικευμένο πόλεμο των Συμμάχων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον οποίο και ενεπλάκη η Ελλάδα στη λεγόμενη Μικρασιατική εκστρατεία. Είναι επίσης γνωστός και ως Πόλεμος της Μικράς Ασίας, και για την Τουρκία αποτελεί κομμάτι του Τούρκικου πολέμου της Ανεξαρτησίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις κατοχής (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, θεωρούμενη ομοίως και η Ελλάδα), όπως και εναντίον των πιστών στο σουλτάνο, τακτικών οθωμανικών στρατευμάτων.

Το 1919, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος και η κυβέρνησή του, έχοντας την υποστήριξη των νικητών Άγγλων και Γάλλων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου [παρά τις αμφιβολίες των στρατιωτικών τους επιτελείων για την ελληνική απόβαση, π.χ. ο στρατάρχης Χένρι Ουίλσον του είπε “κατέστρεψες τη χώρα σου” ή τις εκτιμήσεις των επιτελείων -Τσόρτσιλ, υπόμνημα Φος- που σε γενικές γραμμές υπολόγιζαν ότι ο έλεγχος της Μικράς Ασίας απαιτούσε στρατό 600,000 ανδρών] διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία με συμμαχική «εντολή» την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, καθώς και την προστασία όλου του χριστιανικού (και όχι μόνο) πληθυσμού από αυθαιρεσίες.

Η Ελλάδα στην ουσία προσδοκούσε την επικείμενη συνθήκη ειρήνης επί των ηττημένων Τούρκων. Και μπορεί μεν ο τελικός στόχος των Ελλήνων να ήταν η προσάρτηση περιοχών της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας (κυρίως στα παράλια, όπου το ελληνικό στοιχείο, είτε ως πλειοψηφία είτε όχι, ζούσε και δραστηριοποιούνταν έντονα), πρωταρχική όμως μέριμνα της κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν, όντως, η προστασία των ελληνικών πληθυσμών από την τουρκική αυθαιρεσία. Μάλιστα αυτά γίνονται με νωπή την εμπειρία από την αισχρή μεταχείριση των πληθυσμών αυτών μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν δηλαδή χιλιάδες μη μουσουλμάνοι μικρασιάτες (και όχι μόνον Έλληνες) υπέστησαν απάνθρωπες πιέσεις και εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους κατά τρόπο που άγγιζε και συχνά ξεπερνούσε τα όρια της εθνοκάθαρσης.

Ο ελληνικός στρατός στάλθηκε εκεί από τους συμμάχους “δίκην χωροφύλακα”, χωρίς η Ελλάδα να έχει εξασφαλίσει απτά δικαιώματα επί της Σμύρνης και της ευρύτερης ηπειρωτικής της περιοχής. Μόνο μετά από 5 χρόνια και αφού θα διενεργείτο δημοψήφισμα, θα αποφασιζόταν η τύχη της Σμύρνης και σε ποια χώρα θα περνούσε. Προφανώς όμως η Ελλάδα πίστευε ότι, εκ των πραγμάτων, θα “κέρδιζε” το δημοψήφισμα. Η Σμύρνη εκείνη την εποχή είχε περίπου 270,000 πληθυσμό εκ των οποίων 140,000 Έλληνες (και οι λοιποί μουσουλμάνοι Τούρκοι, φραγκολεβαντίνοι, Αρμένιοι, δυτικοί και Εβραίοι). Στο βιλαέτι Σμύρνης όμως το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν πλειοψηφία.

Το 1920 υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), η οποία καθόριζε τους όρους ειρήνης των Συμμάχων με την ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία.

Και ενώ ο Σουλτάνος δέχθηκε την συνθήκη, οι Νεότουρκοι με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ ή Ατατούρκ, όπως ονομάστηκε από τους ομοεθνείς του στη συνέχεια, δεν την αναγνώρισαν, ενώ ήδη βρίσκονταν σε ανταρτοπόλεμο με την Αντάντ και τους Έλληνες συμμάχους της. Αυτό οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση στην ανάληψη δράσης προκειμένου να επιβάλει τα συμφωνηθέντα, με την προοπτική να κερδίσει πιθανώς και επιπλέον εδάφη. Έτσι, τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν το καλοκαίρι του 1920 να προελαύνουν σε εδάφη έξω απτη ζώνη Σμύρνης.

Στο μεταξύ στην Ελλάδα η κοινή γνώμη είχε αρχίσει να στρέφεται εναντίον του Βενιζέλου και στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 δεν εξελέγη ούτε καν βουλευτής, ενώ στην Τουρκία ο Μουσταφά Κεμάλ εδραιωνόταν όλο και πιο γερά. Αυτό οδήγησε στην αποδυνάμωση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, το οποίο βασιζόταν κυρίως σε βενιζελικούς αξιωματικούς, και αντίστροφα, σε ενδυνάμωση του τουρκικού. Παράλληλα η άνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο έδωσε στις ήδη διστακτικές μεγάλες δυνάμεις το πρόσχημα να απαγκιστρωθούν πλήρως από την μικρασιατική εκστρατεία, καθώς ο Κωνσταντίνος είχε άμεσες σχέσεις με την έκπτωτη βασιλική οικογένεια της ηττημένης Γερμανίας.

Το 1922 τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν την αντεπίθεση. Αφού επέτυχαν τη διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων και την αποκοπή και συντριβή μέρους αυτών, ο κεμαλικός τουρκικός στρατός ανάγκασε τον εναπομείνοντα ελληνικό να υποχωρεί διαρκώς, ενώ μαζί με τον ελληνικό στρατό έφευγαν άμαχοι Έλληνες, Αρμένιοι και Κιρκάσιοι (οι τελευταίοι είχαν πολεμήσει στο πλευρό του ελληνικού στρατού και ως εκ τούτου φοβόντουσαν αντίποινα από τους Τούρκους) για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Μ.Ασία και ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει. Με την Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), καθορίστηκαν τα νέα εδαφικά καθεστώτα του ελληνικού και τουρκικού κράτους αντίστοιχα.

Μαύρες σελίδες στην ιστορία του πολέμου αυτού αποτελούν η πυρπόληση της Σμύρνης, η οποία σύμφωνα με τους Έλληνες αλλά και αρκετούς υπηκόους ξένων κρατών της Ευρώπης και των ΗΠΑ που ήσαν αυτόπτες μάρτυρες, προκλήθηκε από τους Τούρκους (η Σμύρνη αποτελούσε τότε μεγάλο φάρο του ελληνισμού) και η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία που ξεσπίτωσε 1.650.000 Έλληνες και 570.000 Τούρκους.

Τα πραγματικά αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής παραμένουν μέχρι και σήμερα ένα περίπλοκο και πολύ αμφιλεγόμενο ζήτημα. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν πως το γενικευμένο κλίμα διχόνοιας που είχε αφήσει στην Ελληνική κοινωνία ο Εθνικός Διχασμός εκτός άλλων δημιούργησε πολιτική αστάθεια και στέρησε από τον Ελληνικό στρατό έμπειρα στελέχη. Επίσης η γενικότερη υποτίμηση των Τούρκων μετά τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων και του Πρώτου Παγκοσμίου δημιούργησαν αισθήματα έπαρσης σε μεγάλο μέρος των Ελλήνων, οι οποίοι δεν πήραν στα σοβαρά ούτε την απειλή που συνιστούσε ο Κεμάλ, ούτε τα έξοδα της εκστρατείας, αλλά ούτε και τη σταδιακή απομόνωση της χώρας σε διεθνές επίπεδο. Άλλοι πάλι όπως ο Ιωάννης Μεταξάς είχαν επιχειρηματολογήσει πως η μικρασιατική εκστρατεία θα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει εξαρχής, καθώς η Ελλάδα δεν είχε τα απαραίτητα μέσα για να κυριαρχήσει στα οροπέδια της κεντρικής Μικράς Ασίας όπου και θα κρινόταν τελικά η έκβαση του πολέμου.

Αίτια

Η αιτία για την έναρξη του πολέμου ήταν οι μυστικές συμφωνίες των Δυτικών δυνάμεων για να διαμελίσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, η Αγγλία υποσχέθηκε στους Έλληνες εδαφικές προεκτάσεις εις βάρος των Τούρκων αν συμμαχούσαν με τους Συμμάχους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα εδάφη που υποσχέθηκαν οι Άγγλοι ήταν η Ίμβρος, η Τένεδος και τα μικρασιατικά παράλια, ενώ παλαιότερα (1915) είχε προσφερθεί και η Κύπρος, αλλά η προσφορά απορρίφθηκε από την ελληνική βασιλική κυβέρνηση του Αλ. Ζαΐμη.

Αυτή την περίοδο, ο Μουσταφά Κεμάλ, στρατιωτικός και ηγέτης μίας ομάδας επαναστατών, ίδρυσε το Τούρκικο Εθνικό Κίνημα στην Μικρά Ασία. Οι επαναστάτες θέλησαν να ελευθερώσουν τα μέρη που είχαν παραδοθεί στην Ελλάδα με την απραξία της Υψηλής Πύλης.

Κατάληψη Ανατολικής Θράκης και Ζώνης της Σμύρνης

Στις 2/15 Μαΐου 1919 ελληνικά στρατεύματα της 1ης Μεραρχίας με διοικητή το στρατηγό Ζαφειρίου αποβιβάσθηκαν στη Σμύρνη και κατέλαβαν την πόλη και τις γύρω περιοχές, με την κάλυψη του Ελληνικού, Γαλλικού, Βρετανικού και Ιταλικού ναυτικού, ενώ οι Γάλλοι ήδη είχαν καταλάβει μέρος της Κιλικίας και οι Ιταλοί (από το Μάρτιο του 1919) τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας. Αργότερα (Ιούλιο του 1920) ο ελληνικός στρατός θα καταλάβει και την Ανατολική Θράκη εξουδετερώνοντας το κίνημα του Τζαφέρ Ταχιάρ.

Αιματηρά επεισόδια σημειώθηκαν από τις πρώτες στιγμές της παρουσίας του ελληνικού στρατού στην πόλη, καθώς πυροβολισμοί που ρίχτηκαν από την πλευρά των τουρκικών στρατώνων (χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί επακριβώς αν πρόκειτο για προβοκάτσια τρίτης δύναμης, αυθόρμητη ή εκ των προτέρων σχεδιασμένη τουρκική ενέργεια) έφεραν σαν άμεσο αποτέλεσμα την αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων. Υπήρξαν αρκετοί νεκροί και τραυματίες, ενώ η ελληνική διοίκηση, λίγες μέρες αργότερα εκτέλεσε δια τυφεκισμού δυο ευζώνους ως υπαίτιους από ελληνικής πλευράς. Η Διασυμμαχική Ανακριτική Επιτροπή που συστάθηκε καταλόγισε ευθύνες όμως μόνο στα ελληνικά στρατεύματα. Από τις πρώτες στιγμές παρατηρήθηκε μια γαλλική υπαναχώρηση όσον αφορά τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία, η οποία με την αλλαγή της γαλλικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1920 θα γίνει ακόμα πιο έντονη, θεωρώντας λάθος την ελληνικη απόβαση καθώς συνέβαλλε στην ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος. Η ελληνική πλευρά είχε παρ’όλα αυτά την στήριξη του Λόιντ Τζορτζ, που πίστευε στην ελληνική επικράτηση επί των κεμαλικών (έναντι των οποίων όμως καμία δύναμη της Αντάντ δεν είχε διάθεση να πολεμήσει, έχοντας ήδη πίσω τους τα 4 χρόνια παγκοσμίου πολέμου και με τον κύριο στόχο -τη Γερμανία- να έχει ηττηθεί.)

Έλληνες και Αρμένιοι της Σμύρνης υποδέχτηκαν τους Έλληνες ως σωτήρες, ενώ οι Τούρκοι έβλεπαν τους Έλληνες ως κατακτητές στον τόπο τους. Το μεγαλύτερο μέρος του τουρκικού στρατού στην περιοχή παραδόθηκε στα συμμαχικά στρατεύματα ή κατέφυγε στο εσωτερικό της Ανατολίας.

Την ίδια στιγμή οι Ιταλοί έλεγχαν τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, οι Γάλλοι βρίσκονταν στην Κιλικία, ενώ στη Ζώνη των Στενών διοικούσε Διασυμμαχική Επιτροπή (στην ουσία οι Βρετανοί).

Μέσα σε 15 μόλις μέρες από την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, ολόκληρες οι περιοχές των σαντζακίων (διοικητική διαίρεση των Οθωμανών) Σμύρνης και Αϊδινίου (Μενεμένη, Τσεσμέ, Πέργαμος, Αϊβαλί/Κυδωνίες) είχαν καταληφθεί απο τους Έλληνες. Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε ήδη αρχίσει να κινητοποιεί τους τουρκικούς πληθυσμούς και να τους καλεί να αντισταθούν κυρίως στην ελληνική κατοχή, την οποία θεωρούσε τον μέγιστο κίνδυνο.

Ισχυροποίηση των Ελληνικών διεκδικήσεων

Παρέλαση τμήματος του Ελληνικού Στρατού στην προκυμαία της Σμύρνης, 2 Μαΐου 1919.

Τον Μάιο του 1919 η Ελλάδα (εκ των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) εξασφάλισε από τις μεγάλες δυνάμεις της «Τριπλής Συνεννοήσεως» («Αντάντ») -και χάρις στις ενέργειες του πρωθυπουργού της Ελευθέριου Βενιζέλου- την άδεια να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη. Καταλυτικό ρόλο σε αυτή την απόφαση έπαιξε η απόβαση των Ιταλών, χωρίς να λάβουν συναίνεση των συμμάχων, στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Η Αντάντ είχε μεν υποσχεθεί εδαφικά ανταλλάγματα στην Ιταλία (μαζί και με τη Σμύρνη), αλλά εκ των υστέρων δίσταζε στο να δώσει άδεια για τη κατάληψή τους, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί συνοπτικά η ελληνική κατάληψη ώστε να μη πέσει σε ιταλικά χέρια.

Οι διπλωματικές ικανότητες του Βενιζέλου είχαν άλλωστε ήδη δημιουργήσει γόνιμο έδαφος για τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, καθώς και η ανάγκη να προστατευτούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ιωνίας από δολιοφθορές των Τούρκων ατάκτων. Η κατάληψη της πρωτεύουσας της Ιωνίας έγινε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα και χωρίς αντίσταση (αν και κατά τις πρώτες ημέρες καταγράφηκαν αρκετά αιματηρά επεισόδια με ευθύνη και των δύο πλευρών), τοποθετήθηκαν ελληνικές διοικητικές αρχές που υπήχθησαν στις εντολές του αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη και ξεκίνησε η προσπάθεια να αναχαιτιστούν οι εχθρικές επιβουλές, με στρατιωτικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς τα ενδότερα. Το Φεβρουάριο του 1920 συγκροτήθηκε η «Στρατιά Κατοχής Μικράς Ασίας», αποτελούμενη από το Α΄Σώμα Στρατού και το Σώμα Στρατού Σμύρνης.

Με τη συμφωνία των Σεβρών (Αύγουστος 1920) που υπέγραψε η ηττημένη του πολέμου Οθωμανική αυτοκρατορία, αναγνωρίσθηκε η επικυριαρχία του Σουλτάνου στην περιοχή Σμύρνης, πλην όμως το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε ελληνική διοίκηση για την επόμενη πενταετία πέραν της οποίας παρεχόταν η δυνατότητα μέσω δημοψηφίσματος να περιέλθει οριστικά στην Ελληνική επικράτεια. Παράλληλα, η Ανατολική Θράκη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα έως την Τσατάλζα, λίγα χιλιόμετρα απ’την Κωνσταντινούπολη, ενώ με τη ξεχωριστή συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι, η Ιταλία είχε συμφωνήσει να αποδώσει αργότερα και τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα (η συμφωνία αναιρέθηκε το καλοκαίρι του 1920 από την Ιταλία).

Προώθηση στη μικρασιατική ενδοχώρα

Η προώθηση του Ελληνικού στρατού στην μικρασιατική ενδοχώρα

Τμήμα Ελληνικού Πεζικού στις πλαγιές του Τμώλου.

Η συμφωνία των Σεβρών που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) του 1920 αποτέλεσε μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου, την οποία όμως δεν επικύρωσε καμία από τις πλευρές που την υπέγραψαν (λόγω των μετέπειτα πολιτικών εξελίξεων), και την οποία ουδέποτε αναγνώρισε ο Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός και ως «Ατατούρκ» (περίφημος αξιωματικός του τουρκικού στρατού που είχε διακριθεί στην αντίσταση κατά των δυτικών δυνάμεων στη χερσόνησο της Καλλίπολης, όπου η Αντάντ υπέστη πανωλεθρία). Ο Κεμάλ είχε ήδη οργανώσει ανταρτικό στρατό και ήδη ορίσει την έδρα της επαναστατικής του κυβέρνησης στην Άγκυρα κηρύσσοντας αγώνα μέχρις εσχάτων. Επρόκειτο επομένως στην ουσία για “συνθήκη πολέμου” παρά για συνθήκη ειρήνης, καθώς το κέντρο εξουσίας στην Τουρκία είχε αλλάξει.

Ο Βενιζέλος, συνειδητοποιώντας πως η συνθήκη των Σεβρών κινδύνευε να παραμείνει «νεκρό γράμμα», αποφάσισε να την επιβάλει. Το καλοκαίρι του 1920 διέταξε την εντατικοποίηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων (που γρήγορα μετατράπηκαν σε ολοκληρωτικό πόλεμο με εκατέρωθεν ωμότητες) και την προώθηση του στρατού προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το καλοκαίρι του 1920, ελληνικές δυνάμεις μαζί με βρετανικές, προέλασαν και κατέλαβαν μια σειρά από πόλεις (Πάνορμο, Μουδανιά, Προύσα, Νικομήδεια (Ιζμίτ), Ουσάκ). Ήταν η μόνη επιχείρηση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία που έγινε σε συνδυασμό με συμμαχικές δυνάμεις. Στις 6 Ιουνίου του 1920 η ελληνική στρατιά άρχισε να προελαύνει προς βορρά και έως το τέλος του Οκτωβρίου είχε πετύχει να καταλάβει τη γραμμή Νικομήδεια – Προύσα – Ουσάκ.

Η εκστρατεία έγινε υπό τη διοίκηση του στρατηγού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου. Ο ελληνικός στρατός, παρά τον σκληρό ανταρτοπόλεμο των ατάκτων Τσετών κατόρθωσε να καταλάβει μια σειρά από πόλεις στις οποίες κατοικούσαν ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί και να δώσει το δικαίωμα στην πολιτική ηγεσία να ελπίζει σε περιορισμό του τουρκικού στοιχείου στην κεντρική Μικρά Ασία. Παράλληλα, μια σειρά από πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες της ελληνικής διοίκησης της Μικράς Ασίας, όπως αρχαιολογικές ανασκαφές, ιδρύσεις εκπαιδευτικών και άλλων ιδρυμάτων αποσκοπούσαν στην εμπέδωση της ελληνικής συνείδησης των κατοίκων και τη δημιουργία υποδομών για την οριστική ενσωμάτωση των απελευθερωμένων (κατακτημένων κατά την τουρκική πλευρά) περιοχών στην ελληνική επικράτεια.

Καθώς όμως η κεμαλική αντίσταση δεν εξασθενούσε, -αντιθέτως ο Κεμάλ είχε συνεχείς νίκες κατά Γάλλων και Αρμενίων στα ανατολικά-, το Σεπτέμβριο/Οκτώβριο του 1920 ο Βενιζέλος συνέταξε υπόμνημα προς τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόυντ Τζορτζ προτείνοντας αναθεώρηση των όρων συνθήκης ειρήνης. Πρότεινε περαιτέρω συνδυασμένες επιχειρήσεις με τους Βρετανούς, επέλαση του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα, καθώς και αποστολή στρατευμάτων στον Πόντο για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους (το ποντιακό ζήτημα έως τότε είχε υποτιμηθεί και δεν είχε συμπεριληφθεί στους όρους ειρήνης – η συνθήκη προέβλεπε οι Έλληνες του Πόντου να συμπεριληφθούν στο ευρύτερο αρμενικό κράτος, με τους Ποντίους να αντιδρούν και να απορρίπτουν αυτή τη λύση). Επίσης πρότεινε να διεθνοποιηθούν η Κωνσταντινούπολη και τα στενά με την ανακήρυξη ενδεχομένως ξεχωριστού κράτους. Οι επερχόμενες ελληνικές εκλογές, όμως και η ήττα του Βενιζέλου σε αυτές, οδήγησαν σε εγκατάλειψη του σχεδίου.

Αλλαγή κυβέρνησης – Ανοικτή μεταστροφή του διεθνούς παράγοντα

Έφοδος τμήματος του Ελληνικού Στρατού κοντά στον ποταμό Ερμό.

Στην Ελλάδα ωστόσο παρά τον ενθουσιασμό της βενιζελικής πλευράς που θεωρούσε πλέον γεγονός τη καθιέρωση της χώρας ως μία περιφερειακή δύναμη των “δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών” και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης πλέον ζήτημα χρόνου, στη πράξη η δυσαρέσκεια του κόσμου που ήταν ήδη υπαρκτή λόγω του Εθνικού Διχασμού αυξήθηκε από τις πολλές αυθαιρεσίες των βενιζελικών εναντίον των αντιβενιζελικών, εκ των οποίων πολλοί -αλλά όχι όλοι- ήταν φιλοκωνσταντινικοί. Ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο στη δυσαρέσκεια κατά του Βενιζέλου έπαιξε και ο φόνος του επιφανούς στελέχους της αντιβενιζελικής παράταξης, λογίου και πολιτικού Ίωνα Δραγούμη, που διέπραξε βενιζελικό στρατιωτικό άγημα στη διάρκεια των επεισοδίων που ξέσπασαν στην Αθήνα την επομένη της απόπειρας δολοφονίας κατά του πρωθυπουργού από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών του Παρισιού. Παράλληλα, η οργισμένη και συνασπισμένη αντιπολίτευση δήλωνε ότι θα φρόντιζε να εξασφαλίσει την επιστροφή των ταλαιπωρημένων στρατιωτών που βρίσκονταν στα όπλα από το 1912 χωρίς σχεδόν καμία διακοπή, ενώ η ξαφνική απώλεια από δάγκωμα πιθήκου του νεαρού βασιλιά (Αλέξανδρος Α’), που είχε διαδεχθεί τον έκπτωτο πατέρα του (Κωνσταντίνος Α’) και είχε αρμονική συνεργασία με το Βενιζέλο, επέτεινε την πολιτική αστάθεια.

Τον Οκτώβριο του 1920, ο ελληνικός στρατός προχώρησε στην κεντρική Μικρά Ασία με την διστακτική στήριξη των δυτικών οι οποίοι ήθελαν να επιβάλουν στην εθνικιστική τουρκική κυβέρνηση την Συνθήκη των Σεβρών, αν και παράλληλα είχαν αρχίσει να προχωρούν σε κρυφές διαπραγματεύσεις με τους νεότουρκους. Ο Βενιζέλος ύστερα από συνεχή αιτήματα της αντιπολίτευσης αποφάσισε να προσφύγει σε εκλογές (είχε προαναγγείλει ότι εκλογές θα γίνονταν μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης), όπου, χάρις στο εκλογικό σύστημα που εφαρμόσθηκε, η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» και ο επικεφαλής της Δημήτριος Γούναρης θριάμβευσαν, παρότι υπολείπονταν σε ψήφους. Έτσι οι πολεμικές επιχειρήσεις που ξεκίνησαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, συνεχίστηκαν από τις νέες φιλοβασιλικές κυβερνήσεις.

Την ίδια στιγμή, τα νέα από τα ανατολικά δεν ήταν θετικά, καθώς ο τουρκικός στρατός νικώντας τους Αρμένιους, και με σοβιετική υποστήριξη, τους ανάγκασε (με τη συνθήκη της Αλεξανδρούπολης/Γκιουμρί) να αποκηρύξουν τη συνθήκη των Σεβρών, περιορίζοντας δραστικά το αρμενικό κράτος.

Ο Βενιζέλος, χωρίς να έχει εκλεγεί βουλευτής, μετά από αυτή την εκλογική ήττα έφυγε για το Παρίσι, ενώ η νέα κυβέρνηση, ενδίδοντας και στη λαϊκή πίεση, αποφάσισε να διοργανώσει δημοψήφισμα για την επιστροφή του εξόριστου Κωνσταντίνου.

Η Ιταλία, που απ’την αρχή δυσφορούσε με την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία, και ιδίως η Γαλλία, για την οποία ο Κωνσταντίνος ήταν “κόκκινο πανί”, βρήκαν σε αυτή την εξέλιξη το πρόσχημα που αναζητούσαν για να απαγκιστρωθούν από τη μεταπολεμική συμμαχική τους “αλληλεγγύη” και κατά συνέπεια και από την Μικρά Ασία, στην οποία κατείχαν μεν σημαντικά εδάφη αλλά ήδη είχαν έλθει σε μυστικές συνεννοήσεις για την αποχώρησή τους με ανταλλάγματα, ενώ με την αποχώρηση των στρατευμάτων τους συμφωνήθηκε όλο το πολεμικό υλικό τους να έμενε στα χέρια των Τούρκων. Μάλιστα, απείλησαν την Ελλάδα ότι ενδεχόμενη παλινόρθωση του Κωνσταντίνου θα οδηγούσε σε ρήξη των σχέσεων, κάτι που όμως αγνόησε η νέα ελληνική κυβέρνηση. Το Νοέμβριο του 1920 ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από δημοψήφισμα. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία παρέδωσαν διακοινώσεις στη νέα κυβέρνηση με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους και πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχαν δρομολογηθεί προς την Ελλάδα. Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, αν και μόνο σε διπλωματικό επίπεδο, να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, καθώς ο ελληνικός στρατός λειτουργούσε ως ασπίδα για τους ίδιους στα στενά.

Στην Τουρκία, ο Κεμάλ συνέχιζε τον αγώνα του κατά του Σουλτάνου (ο οποίος ήταν πρόθυμος να δεχθεί τη συμφωνία των Σεβρών, διατηρώντας τα προνόμιά του) αλλά και των ξένων στρατευμάτων (κυρίως Ελλήνων και Αρμενίων, δευτερευόντως Γάλλων και Βρετανών, ενώ κατά των Ιταλών δεν πραγματοποίησε καμία επίθεση). Η κυβέρνηση Γούναρη κρίνοντας πως η προεκλογική της υπόσχεση να αποσύρει τα στρατεύματα εν μέσω ολοκληρωτικού πολέμου θα ήταν εκ των πραγμάτων αυτοκτονική, αποφάσισε με την παρότρυνση των Άγγλων (που εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα) να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου και να κλιμακώσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ώστε να βάλει γρήγορα τέλος στη τουρκική αντίσταση, η οποία γινόταν μέρα με τη μέρα δυνατότερη. Την ελληνική ηγεσία απασχολούσε έντονα (σύμφωνα και με δηλώσεις του ίδιου του Γούναρη) η τύχη των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών, σε περίπτωση που αποφασιζόταν η διακοπή της εκστρατείας, λόγω του μεγάλου φανατισμού των κεμαλικών, οι οποίοι είχαν δείξει πολλάκις ότι δεν χαρίζονταν στους αμάχους.

Οι νέες κυβερνήσεις έκαναν στρατηγούς του ελληνικού στρατού κωνσταντινικούς, ενώ απομάκρυναν πολλούς βενιζελικούς αξιωματικούς από το στράτευμα, ιδίως όσους είχαν συμμετάσχει στο κίνημα Εθνικής Αμύνης. Η πρακτική ενώ ήταν συνηθισμένη για την εποχή και αναμενόμενη, στη πράξη δημιούργησε σύγχυση και πολλά προβλήματα, αφού πολλοί βενιζελικοί στρατιωτικοί είχαν πολυετή εμπειρία στο πεδίο της μάχης. Πολλοί αποχώρησαν μόνοι τους χωρίς εντολές (π.χ. Κονδύλης). Η Κωνσταντινούπολη έγινε το κέντρο των απόστρατων βενιζελικών που μέσω της “Δημοκρατικής Άμυνας” άρχισαν να ασκούν κριτική στις νέες κυβερνήσεις.

Οι ελληνικές δυνάμεις εν τω μεταξύ είχαν μία αποστολή. Να νικήσουν τον στρατό των κεμαλικών και να τους αναγκάσουν σε αποδοχή της συνθήκης ειρήνης.

Η εξέλιξη των επιχειρήσεων το έτος 1921

Στις 28 Δεκεμβρίου του 1920, σύμφωνα με το ανακοινωθέν που εξέδωσε ο νέος διοικητής της ελληνικής στρατιάς Μικράς Ασίας, Αναστάσιος Παπούλας, είχε επιτευχθεί πλήρως ο αντικειμενικός σκοπός των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα ενδότερα της Μικράς Ασίας. Αυτός ήταν, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια ανακοίνωση «η διασκόρπισις των προ του Σώματος Στρατού Αμύνης εχθρικών δυνάμεων, αίτινες είχον συγκεντρωθή αυτόθι με επιθετικάς κατ’ αυτόν διαθέσεις». Οι ελληνικές μονάδες, κατά το διήμερο 27 – 28 Δεκεμβρίου είχαν απωθήσει τις τουρκικές μονάδες, που υποχώρησαν άτακτα προς το Εσκή Σεχίρ. Αναφέρεται ότι υπήρξαν πολλοί αιχμάλωτοι Τούρκοι στρατιώτες, ότι στα ελληνικά χέρια περιήλθε πολεμικό υλικό (εξοπλισμός και πολεμοφόδια) και ότι καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο της τουρκικής αεροπορίας το οποίο καταστράφηκε εντελώς. Οι ελληνικές απώλειες από τη διήμερη μάχη, με βάση τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, ήταν 39 νεκροί και 138 τραυματίες. Η προώθηση των ελληνικών στρατευμάτων έφτασε έως τα οχυρά υψώματα της περιοχής Κοβαλίτσα, τα οποία καταλήφθηκαν από το 6ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους (διοικητής Σταυριανόπουλος).

Ωστόσο το γεγονός ότι οι ελληνικές μονάδες καταδίωξαν τους υποχωρούντες Τούρκους μόνο έως την περιοχή Ινονού, και εν-συνεχεία επέστρεψαν στις θέσεις τους δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού του Καράκιοϊ προς Βαγδάτη, επέτρεψε στον τουρκικό τύπο να κάνει προπαγανδιστικά λόγο για την πρώτη ελληνική ήττα. Τους παραπάνω όμως τουρκικούς ισχυρισμούς ανατρέπει δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας «Ματαίν» (1884 – 1944) η οποία παραθέτει «τηλεγράφημα εξ’ Αγκύρας, αγγέλων ότι ο Κεμάλ δι’ ανακοινωθέντος, αναγνωρίζει την νίκην του ελληνικού στρατού. Το ανακοινωθέν τονίζει, ότι η ελληνική νίκη οφείλεται εις το γεγονός, ότι αι Ελληνικαί δυνάμεις ήσαν υπέρτεραι»

Σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές, η πρώτη ήττα για τους Έλληνες ήρθε στην πρώτη μάχη του Ινονού, η οποία διεξήχθηκε από τις 6 έως και τις 11 Ιανουαρίου 1921, κάτι εντούτοις που δεν αποδεικνύεται από τα ντοκουμέντα της εποχής. Στη δεύτερη μάχη του Ινονού (23 Μαρτίου – 1 Απριλίου 1921) αντίθετα, όντως η ελληνική ολιγωρία και η έλλειψη εφεδρειών οδήγησε την ελληνική πλευρά στην πρώτη ουσιαστικά καθήλωσή της στην τοποθεσία Αβγκίν – Κοβαλίτσα από τον κεμαλικό στρατό, που πλέον εμφανιζόταν πλήρως οργανωμένος, σε αντίθεση με την εικόνα που παρουσίαζε τα προηγούμενα δύο έτη (άτακτοι). Έτσι, η δεύτερη μάχη του Ινονού κατέληξε σε επιτυχία των τούρκικων δυνάμεων που πέτυχαν να ανακόψουν την ελληνική προέλαση. Η εξέλιξη αυτή προβλημάτισε την ελληνική ηγεσία, η οποία αποφάσισε να γίνουν επιχειρήσεις για την κατάληψη των σιδηροδρομικών γραμμών της γραμμής Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ-Κιουτάχεια, με στόχο τη διακοπή του ανεφοδιασμού του εχθρού.

Οι δυτικές δυνάμεις εν τω μεταξύ ήθελαν να επισπεύσουν τον διπλωματικό διάλογο φοβούμενες χειροτέρευση της κατάστασης και επιδιώκοντας πλέον ειρήνευση και όχι εξόντωση του κεμαλικού στρατού. Στις 8 Φεβρουαρίου 1921 συγκλήθηκε στο Λονδίνο διεθνής διάσκεψη με πρωτοβουλία των Δυνάμεων και εκπροσώπηση της ελληνικής πλευράς από τον πρωθυπουργό Ν. Καλογερόπουλο και της τουρκικής από το Μπεκήρ Σαμή, προκειμένου να αναζητηθεί κάποια λύση. Μετά από διάφορες αμφιταλαντεύσεις της στάσης των Συμμάχων οι οποίες έφτασαν έως του σημείου να προταθεί, αφενός, δημογραφικός έλεγχος από διασυμμαχική επιτροπή σε Θράκη και Σμύρνη, αφετέρου ακόμη και αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, η Διάσκεψη διακόπηκε απότομα στις 3 Μαρτίου 1921 χωρίς να ληφθεί απόφαση, ενώ η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε επιστράτευση. Στις 10 Μαρτίου 1921 άρχισε νέα επιθετική ενέργεια από ελληνικής πλευράς. Οι ελληνικές δυνάμεις αφού πρώτα κατέλαβαν το Αφιόν – Καραχισάρ, έφτασαν τελικά προ του Εσκισεχίρ συναντώντας επίμονη τουρκική αντίσταση. Οι Βρετανοί, αν και ήταν με το μέρος της Ελλάδος, αρνήθηκαν την στρατιωτική στήριξη, για να μην προκαλέσουν την Γαλλική κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, η Τουρκία έλαβε σημαντική στρατιωτική και χρηματική βοήθεια από την Σοβιετική ένωση.

Η ελληνική κυβέρνηση είχε αντιληφθεί ότι η προεκλογική δέσμευσή της για τον τερματισμό της Μικρασιατικής εμπλοκής δεν μπορούσε να τηρηθεί εκ των πραγμάτων, έτσι αποφάσισε τη συνέχεια των επιχειρήσεων. Μάλιστα, στις 16 Απριλίου του 1921, ο πρωθυπουργός Γούναρης έφτασε στη Σμύρνη, συνοδευόμενος από τον υπουργό επί των Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη και είχε συνεργασία με τον αρχιστράτηγο Αν. Παπούλα, τον αρχηγό του επιτελείου Β. Δούσμανη και τον επιτελάρχη Ξ. Στρατηγό. Επίσης, συναντήθηκε με το Μητροπολίτη Χρυσόστομο και με τον Αρμοστή Αρ. Στεργιάδη. Νέα συμβιβαστική πρόταση των Δυνάμεων, απορρίφθηκε από την κυβέρνηση Γούναρη το Μάιο του 1921. Στις 29 Μαίου του 1921 (σε μία συμβολικά επιλεγμένη χρονική στιγμή, 468 χρόνια από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης) ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη και συμμετείχε σε ευρεία στρατιωτική σύσκεψη, όπου ορίστηκε ως στόχος η κατάληψη της Άγκυρας και η καταστροφή του σταθμού ανεφοδιασμού του εχθρού, ενέργεια η οποία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ελληνικού επιτελείου θα οδηγούσε τον Κεμάλ σε συνθηκολόγηση. Έπειτα ανέλαβε τυπικά την αρχιστρατηγία του εκεί Ελληνικού Στρατού, αντικαθιστώντας εν μέρει τον Αναστάσιο Παπούλα. Η κατάσταση της υγείας του όμως επιδεινώθηκε και επέστρεψε στην Αθήνα.

Στις 28 Ιουνίου του 1921 και ενώ είχε σταματήσει κάθε διπλωματική πρωτοβουλία, η ελληνική επίθεση επαναλήφθηκε από 4 σημεία: 4 Μεραρχίες που εξόρμησαν από την Προύσα προσέβαλαν τους τομείς Ουσάκ, μοίρα αεροπλάνων βομβάρδισε την Κιουτάχεια, ενώ τα ελληνικά τμήματα έδωσαν σφοδρή μάχη γιά το Εσκή Σεχίρ, με αποτέλεσμα τελικά αυτό να πέσει στα χέρια των Ελλήνων στις 6 Ιουλίου, εν συνεχεία δε, οι ίδιες δυνάμεις -ενισχυμένες από 2 ακόμη μεραρχίες πεζικού και την ταξιαρχία Ιππικού που είχαν εξορμήσει από Τουμλού Μπουνάρ και Ουσάκ- αφού προηγουμένως (4 Ιουλίου) είχαν καταλάβει την Κιουτάχεια, ενώ από την 30 Ιουνίου κρατούσαν ήδη το Αφιόν Καραχισάρ, κατέλαβαν με τη Μάχη του Εσκί Σεχίρ και το σημαντικότατο αυτόν σιδηροδρομικό κόμβο.

Εκστρατεία Σαγγαρίου-Άγκυρας

Λαϊκή εικόνα της εποχής που εικονίζει την Μάχη του Σαγγάριου.

Σε πολεμικό συμβούλιο που έγινε στην Κιουτάχεια, η ελληνική ηγεσία αποφάσισε τη συνέχιση της προέλασης προς κατάληψη της Άγκυρας.

Η προέλαση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος (120.000 άνδρες) μέσω της Αλμυρής Ερήμου ξεκίνησε την 1 Αυγούστου 1921 με τη συμμετοχή των Α΄, Β’ και Γ΄ Σωμάτων και της Ταξιαρχίας Ιππικού (συνολικά 9 Μεραρχίες) και έφερε τις ελληνικές δυνάμεις προ των πυλών της Άγκυρας, στις 8 Αυγούστου με τη διάβαση του ποταμού Σαγγαρίου. Εκεί, στην κρίσιμη μάχη που ακολούθησε τον Αύγουστο του 1921 με έναρξη τις 11 Αυγούστου, ο ελληνικός στρατός παρότι διέσπασε τις δυο πρώτες αμυντικές ζώνες των Τούρκων αλλά όχι και την τρίτη και τελευταία, αναγκάσθηκε να καθηλωθεί, καθώς οι αντίπαλοι Τούρκοι στρατιώτες -έχοντας εντολές απαγορευσης υποχώρησης, με απειλή θανάτου- προέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση. Διαθέτοντας επίσης πολλές μονάδες ιππικού, προέβαιναν σε καταδρομικές επιθέσεις μέχρι τα μετόπισθεν της Ελληνικής Στρατιάς, χτυπώντας εφοδιοπομπές, σιδηροδρομικούς σταθμούς καί νοσοκομεία. Μάλιστα την 14η Αυγούστου τρία τουρκικά συντάγματα ιππικού επετέθηκαν στό Αρχηγείο της Στρατιάς που βρισκόταν στό χωριό Ουζούνμπεη, με τον Αρχιστράτηγο, τον συνταγματάρχη και Διάδοχο Γεώργιο, το επιτελείο τους και δύο χειρουργεία εκστρατείας πλαισιωμένα και με Αθηναίες εθελόντριες νοσοκόμες. Στις 28 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός αντεπιτέθηκε με δύναμη[48] και τη νύχτα της 30ης προς 31η Αυγούστου η ελληνική στρατιά αναγκάσθηκε να συμπτυχθεί (τακτική υποχώρηση), επιστρέφοντας στις θέσεις εξόρμησής της (Νικομήδεια-Εσκή Σεχίρ-Σεϊντί Γαζή-Κιουτάχεια-Αφιόν Καραχισάρ-ποταμός Μαίανδρος). Παράλληλα, ο Κεμάλ -που σύμφωνα με τους βιογράφους του ήταν έτοιμος να οπισθοχωρήσει και να μεταφέρει το κέντρο επιχειρήσεων στην Καισάρεια- αναθάρρησε και συνέχισε τον ανεφοδιασμό, τη στρατολόγηση νέων ανδρών (που συνέρρεαν στις τάξεις του) και τις μυστικές συμφωνίες, τόσο με τη νεοπαγή Σοβιετική Ένωση (καθώς οι Μπολσεβίκοι, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο περιοχών που θα τους απέδιδε ο Κεμάλ μετά από ενδεχόμενη επικράτησή του επί των Ελλήνων, του παραχώρησαν πολύτιμο εξοπλισμό), όσο και με Κούρδους αυτονομιστές.

Καθήλωση και αδράνεια

Μετά την εγκατάσταση του Ελληνικού Στρατού σε ενεργητική άμυνα γύρω από το Εσκί Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ, για ένα ολόκληρο χρόνο συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, με τους Τούρκους να απορρίπτουν προτάσεις των Δυνάμεων της Αντάντ για ειρήνη και απαιτώντας την συνθηκολόγηση και αποχώρηση της Ελληνικής στρατιάς, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα την επίθεσή τους. Ταυτόχρονα, ο Κεμάλ με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (Συνθήκη της Αγκύρας, 20 Οκτωβρίου του 1921) ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι απέκτησαν πλέον και αεροπλάνα.

Κατάρρευση του μετώπου και γενοκτονία – Η Μικρασιατική Καταστροφή

Υπερέκταση και αποδυνάμωση – απόπειρα κατάληψης της Κωνσταντινούπολης

Στις 5 Απριλίου 1922 η Ιταλία εκκένωσε τις κτήσεις της στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, ουσιαστικά εξαναγκάζοντας έτσι τον Ελληνικό στρατό να στείλει μέρος των στρατευμάτων για τη κατάληψή τους. Τον Μάιο του 1922 ο διοικητής της Στρατιάς Αναστάσιος Παπούλας υπέβαλε την παραίτηση του, διαφωνώντας με την πολιτική της κυβέρνησης στη Μικρά Ασία και ιδιαίτερα με τον Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη και αντικαταστάθηκε από τον Γεώργιο Χατζανέστη. Μετά από ένα χρόνο αδράνειας είχε γίνει σαφές πως ήταν αδύνατο ο Κεμάλ να νικηθεί δια των όπλων, τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες, ενώ η παραμονή των στρατευμάτων στη Μικρά Ασία χωρίς κανένα εδαφικό ή στρατηγικό κέρδος συνέχιζε να αποδυναμώνει οικονομικά το Ελληνικό κράτος και να εκθέτει τη χώρα διεθνώς. Σε μία ύστατη προσπάθεια να παγιώσουν τις κτήσεις τους στην Ανατολή οι κυβερνώντες κατέληξαν πως ο μόνος τρόπος να αναγνωριστούν διπλωματικά ως οι κυρίαρχοι της Δυτικής Μικράς Ασίας ήταν να καταλάβουν τη Κωνσταντινούπολη η οποία βρισκόταν υπό κατοχή της Αντάντ, εξαναγκάζοντας έτσι τις Μεγάλες Δυνάμεις να συμβιβαστούν με την ύπαρξη της Μεγάλης Ελλάδας. Την ιδέα αυτή είχε προτείνει σε επιστολή προς τη κυβέρνηση ο Ιωάννης Μεταξάς τον Απρίλιο του 1921, αλλά μέχρι τότε την απέρριπταν ως έσχατη λύση.

Σε συννενόηση με τους κυβερνώντες ο Χατζανέστης παρά το γεγονός ότι ο στρατός βρισκόταν ήδη σε υπερέκταση, επέτρεψε στα τέλη Ιουνίου τη μεταφορά τριών συνταγμάτων και δυο ταγμάτων από την Ανατολία στη Θράκη, όπου ενίσχυσαν την ελληνική παρουσία εκεί αλλά ταυτόχρονα αποδυνάμωσαν περεταίρω το μικρασιατικό μέτωπο. Ο Γεώργιος Μπαλτατζής, είχε ήδη ενημερώσει τους αντιπροσώπους των συμμαχικών δυνάμεων στην Αθήνα, πως μόνο μια ελληνική κατοχή της Οθωμανικής πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολης) θα έφερνε την ειρήνη. Ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης ορίστηκε η 16η Ιουλίου. Το σχέδιο προέβλεπε την ταχεία κατάληψη της νοητής γραμμής που ένωνε τη λίμνη Δέρκων με το Μπουγιούκ Τσεκμετζέ και την ταχύτατη προέλαση προς την Κωνσταντινούπολη. Με την επικείμενη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης αυξήθηκε πολύ η πίεση προς τους Κεμαλικούς. Ο Άγγλος Βουλευτής Γκλην πήρε τηλεγράφημα από τον Άγγλο στρατηγό Τάουνσεντ από την Άγκυρα που ανάφερε ότι ο «Κεμάλ είναι διατεθειμένος διαπραγματευτεί ειρήνην» σε περίπτωση που οι Έλληνες καταλάμβαναν τη Πόλη. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ τόνιζε ότι: “…η Ελλάς ζήτησε από τους Συμμάχους την άδεια να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν οι Έλληνες σε θέση να το κάνουν και μόνη δε η απειλή της επιχείρησης κατετάραξε τους Τούρκους στην Άγκυρα…”.

Ωστόσο, ενώ η Ελληνική κυβέρνηση υπολόγιζε στην σχετική αδιαφορία των συμμάχων μπροστά στο σχέδιο τους, καθώς εκτός άλλων τα συμμαχικά στρατεύματα στην ουδέτερη ζώνη ήταν λιγοστά σε σχέση με τα Ελληνικά, οι τελευταίοι σύσσωμοι και κυρίως η Γαλλία και η Ιταλία απαγόρευσαν την εισβολή των Ελληνικών στρατευμάτων, δίνοντας στα λίγοστά μεν αλλά ταυτόχρονα συμμαχικά στρατεύματα την εντολή να υπερασπιστούν τη Πόλη δια των όπλων. Ο Βρετανικός τύπος αποδοκίμασε τη στάση της Αντάντ και της κυβέρνησής τους, χωρίς ωστόσο κάποιο αποτέλεσμα. Τελικά στις 18 Ιουλίου αποφασίστηκε η οριστική εγκατάλειψη του σχεδίου καθώς η κυβέρνηση δε θέλησε να βρεθεί αντιμέτωπη με την οργή των Μεγάλων Δυνάμεων, ρίχνοντας ταυτόχρονα το ηθικό όλων των Ελλήνων και ιδίως αυτών που βρίσκονταν στο Μικρασιατικό μέτωπο. Ταυτόχρονα, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις δυνάμεις τις Αντάντ είχαν γίνει πιο τεταμένες από ποτέ, καθώς από άλλοτε συμμαχικές τώρα είχαν φτάσει στο παραπέντε να συγκρουστούν έξω από τη Κωνσταντινούπολη. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με τις διάφορες συμφωνίες που είχε συνάψει η Γαλλία και η Ιταλία με τους Νεότουρκους ίσως μπορεί να εξηγήσει εν μέρει την παγερή στάση ουδετερότητας που ακολούθησαν μπροστά στις σφαγές και ιδιαίτερα στην καταστροφή της Σμύρνης.

Η υπερέκταση των Ελληνικών γραμμών που είχε διαμορφωθεί, τα οποία δηλαδή εκτείνονταν σε μία τεράστια απόσταση χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη αλληλοκάλυψη των τμημάτων, σε συνδυασμό με την εξάντληση των στρατιωτών από την πολύχρονη παραμονή τους σε κατάσταση εκστρατείας μέσα σε ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον πολύ μακριά από τα φιλικά παράλια, η ενδυνάμωση του αντιπάλου και οι σχεδόν εχθρικές σχέσεις με τους πρώην “συμμάχους” ήταν τα άμεσα αίτια που οδήγησαν στην ξαφνική αλλά και απολύτως λογική κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο. Όπως περιέγραψε ο βρετανός στρατηγός Τιμ Χάρινγκτον, τα ελληνικά στρατεύματα κατέρρευσαν “σαν τραπουλόχαρτα”.

Η Μικρασιατική Καταστροφή

Στις 13 Αυγούστου του 1922 και ενώ δύο ημέρες πριν είχε εκδηλωθεί παραπλανητική επίθεση στην τοποθεσία του Ντερέκιοϊ της περιοχής Μελετζίκ, ο ενισχυμένος Κεμαλικός στρατός πραγματοποίησε την κύρια προσβολή των ελληνικών γραμμών με γενική επίθεση στην πλέον αδύναμη θέση τους, στο νότιο τομέα και ΒΔ του Αφιόν Καραχισάρ. Τα Α΄και Β΄ Σώματα Στρατού προέβαλαν σκληρή αντίσταση αλλά την επομένη ημέρα (14 Αυγούστου 1922) η γραμμή του μετώπου διασπάστηκε και ξεκίνησε η σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων. Ωστόσο, πολύ γρήγορα κάποιες από τις ελληνικές δυνάμεις περικυκλώθηκαν, υποχρεούμενες είτε να παραδοθούν και να υποστούν ταπεινωτική αιχμαλωσία, είτε να υποχωρήσουν άτακτα προς τα παράλια, καταδιωκόμενα από τις εχθρικές μονάδες. Αντίθετα, το Γ΄ Σώμα Στρατού και η 6η Μεραρχία που κάλυπταν το βόρειο τομέα του μετώπου υποχώρησαν συντεταγμένα καθώς δεν είχαν δεχτεί ιδιαίτερη πίεση. Οι τουρκικές μονάδες εισήλθαν στην Προύσσα και την ανακατέλαβαν στις 24 Αυγούστου σύμφωνα με ανακοινωθέν του ειδησεογραφικού σταθμού «Χόρσεϊ» του Λονδίνου, το οποίο εκδόθηκε την 23η βραδυνή ώρα. Το τουρκικό επιτελείο ανακοίνωσε ότι η πρώτη φάση των επιθετικών του ενεργειών ολοκληρώθηκε με την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και του Ουσάκ, όπως μετέδωσε το γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων «Βορδώ» του Παρισιού, στις 24 Αυγούστου 1922. Οι ίδιες, επίσημες πηγές της Άγκυρας ανέφεραν ότι ο ελληνικός στρατός πυρπόλησε, αποχωρώντας, τη μουσουλμανική συνοικία του Αφιόν Καραχισάρ. Πανικόβλητη, η κυβέρνηση των Αθηνών υπό τον Π. Πρωτοπαπαδάκη αποφάσισε την αντικατάσταση του αρχιστράτηγου Χατζανέστη με τον αντιστράτηγο Πολυμενάκο και διέταξε εκκένωση της Μικράς Ασίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία τμήματα του Ελληνικού Στρατού εγκατέλειψαν την Μικρά Ασία.

Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 ξεκίνησε η καταστροφή. Οι νικητές προέβησαν σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες και ωμότητες εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού όλης της Μικράς Ασίας. Η γενοκτονία των Ελλήνων που ξεκίνησε το 1906 από τη Θράκη ολοκληρωνόταν στη Σμύρνη από τους Νεότουρκους. Οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες της Σμύρνης παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ οι κάτοικοί τους αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς το Αιγαίο, κάτω από τα αδιάφορα (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) βλέμματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων τα οποία τηρούσαν στάση αυστηρής ουδετερότητας (όπως είχαν διαταχθεί) μπροστά στη σφαγή, ενώ καταγράφηκαν και περιπτώσεις όπου οι άνδρες των πληρωμάτων ράβδιζαν τα χέρια των ικετεύοντων χριστιανών που προσπαθούσαν να ανεβούν στα καταστρώματα για να σωθούν, συμμετέχοντας έτσι στο έγκλημα των Τούρκων. 

Η αρνητική έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας οδήγησε στη μεγάλη καταστροφή, την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και την προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου άλλων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού των περιοχών, αλλά που κυριαρχούσαν οικονομικά, είχαν δε καταφέρει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά, παρ’ ότι αποτελούσαν μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον, έχοντας 2.177 σχολεία με 177.505 μαθητές και 4.596 δασκάλους, καθώς και 2.232 εκκλησίες.

Οι διασωθέντες έφτασαν στο Βασίλειο της Ελλάδας ως πρόσφυγες και τραγικές αποδείξεις μιας ανολοκλήρωτης πορείας. Ερωτηματικό παραμένει ως σήμερα, ο μεγάλος αριθμός κρυπτοχριστιανών οι οποίοι παραμένουν ως και σήμερα, αφανείς. Στα συντρίμια της Σμύρνης τερματίσθηκε η ελληνική παρουσία 2.500 ετών στη Μικρά Ασία και ενταφιάστηκε η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία είχε αποτελέσει επί σχεδόν έναν αιώνα τον κεντρικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη βασική πηγή τροφοδότησης της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας.

Πηγές

  • Δημήτρης Κιτσίκης, Συγκριτική Ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ο αιώνα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 3η έκδοση, 1998.
  • «Σύντομη ιστορία της νεώτερης Ελλάδος» (Richard Clogg)
  • Ένθετο «Ιστορικά» (Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»)
  • «Τρεις αιώνες, μια ζωή» (Φιλιώ Χαϊδεμένου και «Λιβάνης»)
  • «Πως έζησα την καταστροφή της Σμύρνης» (Μιχ. Βαζλαβάνης και «Κωστόγιαννος» 1998)
  • «Δακρυσμένη Μικρασία» (Βασίλης Τζανακάρης και «Μεταίχμιο» 2007)

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com