Ο Πάουλ Κλέε (Paul Klee, 18 Δεκεμβρίου 1879 – 29 Ιουνίου 1940) ήταν Γερμανο-Ελβετός ζωγράφος. Μολονότι δεν εντάχθηκε επισήμως σε καμία σχολή ή κίνημα, το έργο του είχε σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση των περισσοτέρων καλλιτεχνικών τάσεων της μοντέρνας τέχνης, ενώ υπήρξε και δάσκαλος στη σχολή Μπαουχάους (Bauhaus). Άφησε συνολικά περισσότερα από 9.000 έργα, μεταξύ αυτών υδατογραφίες, χαρακτικά και σχέδια, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων φιλοξενείται σήμερα στο Κέντρο Πάουλ Κλέε της Βέρνης.
Ο Κλέε γεννήθηκε στο Μύνχενμπουχζεε (Münchenbuchsee), κοντά στην πόλη της Βέρνης. Ο πατέρας του, Χανς Κλέε (1849-1940), καταγόταν από την ορεινή επαρχία του Ταν, στην Αλσατία και ήταν μουσικός, ενώ η μητέρα του, Ίντα Φρικ (1855-1921) είχε επίσης σπουδές στο τραγούδι. Από νωρίς, ο Πάουλ Κλέε ήρθε σε επαφή με την μουσική και τη ζωγραφική. Ξεκίνησε να παίζει βιολί σε ηλικία επτά ετών, επιδεικνύοντας τέτοιες ικανότητες ώστε στα έντεκά του χρόνια να αποτελεί μέλος της ορχήστρας της Μουσικής Εταιρείας της Βέρνης. Παράλληλα διέθετε κλίση στη ζωγραφική, αν και οι γονείς του μάλλον δεν τον ενθάρρυναν προς αυτή τη κατεύθυνση. Ο ίδιος ωστόσο επέλεξε να ασχοληθεί τελικά με τη ζωγραφική παρά τις ενστάσεις τους αποτυπώνοντας το γεγονός αυτό στα ημερολόγια του γράφοντας “Θα είχα παρατήσει το σχολείο ευχαρίστως ένα χρόνο πριν αποφοιτήσω αλλά έμεινα για χάρη των γονιών μου […] δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο παρά να ζωγραφίζω και να γράφω, ό,τι δηλαδή μου είχαν απαγορεύσει.“[19]. Τον Οκτώβριο του 1888 μετακόμισε στο Μόναχο με σκοπό να εγγραφεί στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, ωστόσο τελικά δεν έγινε δεκτός. Παρά το γεγονός αυτό, παρέμεινε στο Μόναχο για τα τρία επόμενα χρόνια, σπουδάζοντας σχέδιο στην ιδιωτική σχολή του Χάινριχ Κνιρ. Τον Οκτώβριο του 1900 έγινε δεκτός στην τάξη του Γερμανού ζωγράφου Φραντς φον Στουκ, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, ωστόσο σύντομα εγκατέλειψε το μάθημά του. Τον επόμενο χρόνο επισκέφτηκε για λίγους μήνες την Ιταλία, μαζί με τον συμφοιτητή του στο Μόναχο Χέρμαν Χάλερ. Εκεί μελέτησε το έργο των σπουδαιότερων Ιταλών ζωγράφων και επισκέφτηκε τη Φλωρεντία και τη Νάπολη. Αργότερα επέστρεψε στη Βέρνη, όπου ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα ανατομίας (ειδικά για καλλιτέχνες) και ζωγραφικής.
Τον Ιούλιο του 1903 άρχισε να επεξεργάζεται μία σειρά χαρακτικών υπό τον γενικό τίτλο Επινοήσεις (Inventionen), που υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα πρώιμα έργα του. Ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1905 και σε αυτή τη σειρά αποτυπώνεται ο πειραματισμός του Κλέε σχετικά με την επεξεργασία του γυαλιού. Ο ίδιος περιέγραψε την τεχνική του στις ημερολογιακές καταγραφές του: αρχικά κάλυπτε το γυαλί ψεκάζοντάς το με ένα στρώμα τέμπερας λευκού χρώματος ώστε να είναι λείο και στη συνέχεια το χάραζε με μία βελόνα. Μετά τη στερεοποίηση του σχεδίου, κάλυπτε την πίσω πλευρά με μαύρο ή άλλο χρώμα. Οι Επινοήσεις παρουσιάστηκαν δημόσια στην έκθεση της Απόσχισης του Μονάχου, τον Ιούνιο του 1906.
Μόναχο
Το Σεπτέμβριο του 1906 παντρεύτηκε την πιανίστα Λίλι Στουμπφ με την οποία εγκαταστάθηκε αργότερα στο Μόναχο. Το Νοέμβριο του επόμενου χρόνου γεννήθηκε ο γιος τους Φέλιξ και ο Κλέε ανέλαβε την μεγαλύτερη ευθύνη για την ανατροφή του, καθώς η Στουμπφ εργαζόταν ως δασκάλα του πιάνου ή δίνοντας συναυλίες. Είναι πιθανό πως μεγάλο μέρος του χρόνου του ξοδευόταν σε υποχρεώσεις που σχετίζονταν με τον Φέλιξ και τις καθημερινές οικογενειακές ανάγκες. Το καλλιτεχνικό έργο του δεν είχε να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες, με εξαίρεση την παρουσίαση μερικών έργων του σε μεγάλες εκθέσεις και μία ατομική έκθεση με 56 έργα του στις πόλεις της Βέρνης, της Ζυρίχης και του Βίντερτουρ.
Το 1911 υπήρξε χρονιά κατά την οποία πραγματοποίησε σημαντικές επαφές με άλλους καλλιτέχνες, όπως τον Αουγκούστ Μάκε και κυρίως το Βασίλι Καντίνσκι, ο οποίος τον σύστησε σε αρκετούς ζωγράφους της Νέας Καλλιτεχνικής Ένωσης του Μονάχου (Neue Künstlevereinigung Mϋnchen), μεταξύ των οποίων βρίσκονταν ο Φραντς Μαρκ και ο Αλεξέι φον Γιαβλένσκι. Την ίδια περίοδο, ο Καντίνσκι και ο Μαρκ ετοίμαζαν την έκδοση Der Blaute Reiter (Ο Γαλάζιος Καβαλάρης), το οποίο φιλοδοξούσαν να αποτελέσει ένα σημείο αναφοράς για κάθε τομέα της τέχνης. Η πρώτη έκθεση του Γαλάζιου Καβαλάρη διοργανώθηκε το Δεκέμβριο του 1911 και ο Κλέε έγραψε μία κριτική για αυτή στο μηνιαίο έντυπο Die Alpen, δηλώνοντας την συμπαράστασή του στις ιδέες των καλλιτεχνών του νέου ρεύματος. Όταν το Φεβρουάριο του 1912 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη έκθεση της ομάδας, ο Κλέε συμμετείχε με 17 έργα του, ενώ τον επόμενο χρόνο, ο Καντίνσκι και ο Μάκε του ανέθεσαν την εκπροσώπηση της Ελβετίας στο πρώτο Φθινοπωρινό Γερμανικό Σαλόνι που οργανώθηκε το 1913 στη γκαλερί Der Sturm του Βερολίνου. Αν και δεν βρισκόταν στην κορυφή της πρωτοπορίας της εποχής, μέσα από τις αυξανόμενες επαφές του με καλλιτεχνικές ομάδες, ο Κλέε σταδιακά εξήλθε της καλλιτεχνικής απομόνωσης των προηγούμενων χρόνων.
Τυνησία
Τον Απρίλιο του 1914, ο Κλέε ταξίδεψε στη Τυνησία, μαζί με τον Αουγκούστ Μάκε και τον Λουί Μουαγιέ. Το ταξίδι αυτό υπήρξε καθοριστικό στην εξέλιξη του έργου του, καθώς κατά τη διάρκεια του πειραματίστηκε με τη χρήση των χρωμάτων. Στις 16 Απριλίου ολοκλήρωσε τον πίνακα με τίτλο Μπροστά στις πύλες του Καϊρουάν και την ίδια ημέρα σημείωσε στο ημερολόγιο του “Το χρώμα και εγώ είμαστε ένα. Είμαι ζωγράφος”. Πραγματοποίησε αρκετές υδατογραφίες με κύριο χαρακτηριστικό την ποικιλία του χρώματος. Χρησιμοποιούσε πολλαπλά στρώματα χρώματος και για την απόδοση των αντικειμένων επιχειρούσε τη χρήση βασικών μόνο γεωμετρικών σχημάτων, αποσκοπώντας σε μία περισσότερο αφαιρετική γραφή.
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αρχικά δεν βρήκε αντίθετο τον Κλέε. Όπως διαφαίνεται από την αλληλογραφία του με τον Καντίνκσι, πίστευε πως η Γερμανία θα επικρατούσε γρήγορα, ελπίζοντας πως “η εθνική ανάταση θα μας εξασφαλίσει ξανά τα μέσα (το χρήμα και την εύνοια από τους προστάτες των τεχνών), που έχουμε τόσο στερηθεί τα τελευταία χρόνια”. Αργότερα η γνώμη του άρχισε να διαφοροποιείται, εκφράζοντας μεγαλύτερο σκεπτικισμό, επηρεασμένος και από τους θανάτους του Μάκε και του Μαρκ στο μέτωπο του πολέμου. Συνέχισε να ζωγραφίζει και να εξελίσσεται καλλιτεχνικά, συμμετέχοντας σε εκθέσεις μέχρι το Φεβρουάριο του 1916, όταν κρίθηκε τελικά στρατεύσιμος και κλήθηκε να υπηρετήσει στο γερμανικό στρατό. Ακολούθησε τη βασική εκπαίδευση στο Λάντσουτ και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο 2ο Εφεδρικό Σύνταγμα Πεζικού στο Μόναχο. Λίγους μήνες αργότερα μετατέθηκε σε μονάδα της αεροπορίας, όπου έβαφε τα γερμανικά αεροπλάνα, χωρίς να σταλεί ποτέ στο μέτωπο.
Ο πόλεμος υπήρξε το κυρίαρχο θέμα σε αρκετούς από τους πίνακες που ολοκλήρωσε από το 1914, ωστόσο στα τέλη του 1915 φαίνεται πως σταδιακά εγκατέλειψε τη θεματολογία αυτή. Συμμετείχε σε δύο εκθέσεις της γκαλερί Der Sturm, το Μάρτιο του 1916 και το 1917 και τα έργα του – κυρίως υδατογραφίες – σημείωσαν αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία, ενώ παράλληλα αρκετοί κριτικοί τον θεωρούσαν έναν από τους σημαντικότερους γερμανούς ζωγράφους, ειδικά μετά το θάνατο του Μαρκ. Οι αυξημένες πωλήσεις των έργων του, τον ώθησαν να συνεργαστεί με τον έμπορο έργων τέχνης Χανς Γκολτζ, ο οποίος τον επόμενο χρόνο διοργάνωσε αναδρομική έκθεση με 326 έργα του Κλέε. Παράλληλα, εκδόθηκαν δύο μονογραφίες του, βασισμένες στα ημερολόγια που διατηρούσε συστηματικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1910, αποτελούσε έναν αναγνωρισμένο και καταξιωμένο καλλιτέχνη.
Μπάουχάους
Στις 29 Οκτωβρίου του 1920, ο διευθυντής της σχολής του Μπαουχάους, Βάλτερ Γκρόπιους, πρότεινε επίσημα στον Κλέε να διδάξει στη σχολή της Βαϊμάρης. Εκείνος δέχτηκε τον διορισμό του στις αρχές του 1921 καθώς ήταν ταυτισμένος με τις γενικές αρχές και ιδέες του Μπαουχάους. Υπήρξε αρχικά “δάσκαλος των μορφών” στο εργαστήριο της βιβλιοδεσίας, για έναν περίπου χρόνο. Για το χειμερινό εξάμηνο, προετοίμασε μία σειρά διαλέξεων με θέμα την καλλιτεχνική φόρμα, οι οποίες αργότερα εκδόθηκαν και σε μορφή βιβλίου. Αργότερα, είχε την επίβλεψη των εργαστηρίων τοιχογραφίας και υαλογραφημάτων. Η διδασκαλία στη σχολή είχε για τον Κλέε πάντα δευτερεύουσα σημασία, προσπαθώντας να μην αποτελεί τροχοπέδη στις δημιουργικές του δραστηριότητες. Παρέμεινε στη σχολή για περίπου δέκα χρόνια και την εγκατέλειψε το 1930, έπειτα από πρόταση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Ντύσελντορφ να διδάξει εκεί. Στην Ακαδημία διέθετε λιγότερους μαθητές και απαλλαγμένος από οικονομικές έγνοιες είχε τη δυνατότητα να αφιερωθεί στο καλλιτεχνικό του έργο.
Τελευταία χρόνια
Με την άνοδο του ναζισμού, ο Κλέε έχασε την θέση του στην Ακαδημία. Σύμφωνα με το νόμο που απέκλειε από τις δημόσιες υπηρεσίες και θέσεις όσους δεν ανήκαν στην άρεια φυλή, υποχρεώθηκε να αποδείξει την καταγωγή του. Παρά το γεγονός πως κατέθεσε τα σχετικά έγγραφα δεν κατάφερε να διατηρήσει τελικά τη θέση του καθηγητή καθώς κρίθηκε ικανός για μελλοντική δράση ενάντια στα συμφέροντα του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους, εξαιτίας του πολιτικού του παρελθόντος. Το φθινόπωρο του 1933, ο Κλέε εγκατέλειψε οριστικά του Ντύσελντορφ μαζί με την οικογένειά του, αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσχέρειες. Εξαιτίας της εβραϊκής του καταγωγής, ο Άλφρεντ Φλέτχαϊμ, που είχε αναλάβει αποκλειστικά τις πωλήσεις έργων του Κλεε, αδυνατούσε πλέον να εργαστεί, με αποτέλεσμα ο Κλέε να υπογράψει νέο συμβόλαιο με τον Ντανιέλ-Ανρί Κανβάιλερ. Το 1933, αποτέλεσε μία ιδιαιτέρως παραγωγική χρονιά για τον Κλέε, καθώς καταγράφονται σε αυτό το διάστημα συνολικά 482 έργα του. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει μία αυτοπροσωπογραφία του υπό τον τίτλο Von der Liste gestrichten (Διαγράφεται από τη λίστα, Μουσείο Κλέε, 1933, 424) που αναφέρεται εμφανώς στην διαγραφή του από την Ακαδημία αλλά και την καλλιτεχνική σκηνή της Γερμανίας γενικότερα, και απεικονίζει ένα μεγάλο Χ στο αριστερό μέρος του κεφαλιού.
Στις 23 Δεκεμβρίου του 1933, εγκαταστάθηκε στη Βέρνη όπου συνέχισε να ζωγραφίζει με πιο αργούς ρυθμούς. Δύο χρόνια αργότερα διοργανώθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση, η οποία μεταφέρθηκε επίσης στις πόλεις της Βασιλείας και της Λουκέρνης. Την ίδια περίοδο ο Κλέε αρρώστησε σοβαρά. Αρχικά διαγνώστηκε ιλαρά αλλά τελικά διαπιστώθηκε πως έπασχε από σκληροδερμία μία σπάνια νόσο που συχνά επιφέρει το θάνατο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, παρά το τέλμα που είχε παρατηρηθεί την προηγούμενη περίοδο στην καλλιτεχνική του παραγωγή, υπήρξε πολύ παραγωγικός ολοκληρώνοντας 489 έργα το 1938 και 1.254 το 1939, περισσότερα από κάθε άλλη χρονιά. Ένα από τα σημαντικότερα έργα της περιόδου αυτής αποτέλεσε ο πίνακας με τίτλο Η εξέγερση του υδραγωγείου, που έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό έργο και συμβολή του Κλέε στον αγώνα κατά του φασισμού. Ο Κλέε φιλοτέχνησε τον πίνακα αυτό το 1937, την ίδια χρονιά που διοργανώθηκε η έκθεση “Παρακμιακής Τέχνης” από το ναζιστικό καθεστώς, η οποία περιλάμβανε 17 έργα του.
Το 1939, έχοντας συμπληρώσει πέντε χρόνια συνεχούς διαμονής στην Ελβετία, υπέβαλε αίτηση για να αποκτήσει ελβετική υπηκοότητα, η οποία έγινε τελικά δεκτή λίγο μετά το θάνατό του, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε εξαιτίας των πολιτισμικών και πολιτικών προεκτάσεων του έργου του. Υπέβαλε επίσης αίτηση για να γίνει δημότης της Βέρνης, ωστόσο η επιθυμία του αυτή έμεινε ανεκπλήρωτη εξαιτίας του θανάτου του, στις 29 Ιουνίου του 1940, στο Τιτσίνο της Ιταλίας όπου βρισκόταν για θεραπεία. Η τέφρα του μεταφέρθηκε στη Βέρνη το 1946 και ο γιος του Φέλιξ ζήτησε να χαραχθούν στον τάφο του τα λόγια του: “Δεν περιορίζομαι στο εδώ και τώρα, ανήκω τόσο στους νεκρούς όσο και στους αγέννητους. Πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας από τους περισσότερους, όχι όμως και αρκετά κοντά ακόμη.”
-
Senecio 2, 1922, Βασιλεία, Kunstmuseum
-
Γάτα και πουλί, 1928, Νέα Υόρκη, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης
-
Μικρός γελωτοποιός σε έκσταση, 1929, Κολωνία, Museum Ludwig
-
Θάνατος και φωτιά, 1940, Βέρνη, Zentrum Paul Klee
-
Χειροποίητη μαριονέτα χωρίς τίτλο (αυτοπροσωπογραφία), 1922, Zentrum Paul Klee
Βιβλιογραφία
-
- Paolo Cappelletti, L’inafferrabile visione. Pittura e scrittura in Paul Klee, Jaca Book (2003) ISBN 88-16-40611-9
- Susanna Pratsch, Paul Klee, Taschen (2005) ISBN 9602357010
- Πάουλ Κλέε, Τα ημερολόγια 1898-1918, τόμος Ι, εκδόσεις Νεφέλη (1985)
- Πάουλ Κλέε, Τα ημερολόγια 1898-1918, τόμος ΙΙ, εκδόσεις Νεφέλη (1986)
-