17 Φεβρουαρίου γιορτάζουν…

Αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τηρωνος, Αγίας Μαριάμνης, Αγίου Αυξιβίου, επισκόπου Σολων Κυπρου, Μνήμη των αγίων μαρτύρων Ρωμύλου, Σεκουνδιανού και Δονάτου, Αγίου μάρτυρος Θεοδούλου, Οσίου Θεοστηρίκτου, Η εύρεσις των λειψάνων του αγίου Μηνά του Καλλικελάδου, Μνήμη των αγίων Μαρκιανού και Πουλχερίας, των βασιλέων, Αγίου Ευαγρίου, του εκ Γεωργίας, Οσίου Θεοδώρου, του εκ Ρωσίας, Αγίου νεομάρτυρος Θεοδώρου του Βυζαντίου, Αγίου νεομάρτυρος Μιχαήλ, του εξ Ανδριανουπόλεως, Οσίου πατρός ημών Θεοδοσίου, του εκ Τυρνόβου, Οσίου Ρωμανού, του εκ Τυρνόβου, Αγίου ιερομάρτυρος Ερμογένους, πατριάρχου Μοσχας, Αγίου ιερομάρτυρος Θεοδώρου, του εκ Γεωργίας, Οσίου Βαρνάβα της Γεθσημανή.

by Times Newsroom
  • Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων
  • Άγιοι Μαρκιανός και Πουλχερία οι βασιλείς
  • Αγία Μαριάμνη η Ισαπόστολος αδελφή του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου
  • Άγιος Αυξίβιος Επίσκοπος Σόλων Κύπρου
  • Όσιος Θεοστήρικτος
  • Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων του Αγίου Μηνά του Καλλικέλαδου
  • Άγιος Θεόδωρος ο Νεομάρτυρας ο Βυζαντινός
  • Άγιος Μιχαήλ ο Μαυροειδής από την Αδριανούπολη
  • Άγιος Ερμογένης ο Ιερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας
  • Άγιοι Ρωμύλος, Σεκουνδιανός και Δονάτος
  • Άγιος Θεόδουλος
  • Όσιος Θεόδωρος ο Σιωπηλός
  • Όσιος Ρωμανός ο εκ Τυρνόβου
  • Όσιος Βαρνάβας της Γεθσημανή

************************************************************************************************************

  • Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων

Ο Αγιος Θεόδωρος ο Τήρων καταγόταν από το χωριό Αμάσεια στη Μαύρη Θάλασσα, που ονομαζόταν Χουμιαλά, και έζησε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Μαξιμιανού (286 – 305 μ.Χ.), Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.) και Μαξιμίνου (305 – 312 μ.Χ.). Ονομάζεται Τήρων, διότι κατετάγη στο στράτευμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων, διοικούμενο υπό του πραιπόσιτου Βρίγκα.

Διαβλήθηκε στον πραιπόσιτο ως Χριστιανός και εκλήθηκε σε εξέταση. Εκεί ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό χωρίς δισταγμό. Ο διοικητής Βρίγκας δεν θέλησε να προχωρήσει στην σύλληψη και τιμωρία του Αγίου Θεοδώρου, αλλά τον άφησε να σκεφτεί και να του απαντήσει λίγο αργότερα. Πίστευε ότι ο Θεόδωρος θα άλλαζε και θα θυσίαζε στα είδωλα. Ο Μεγαλομάρτυς όχι μόνο παρέμεινε αδιάσειστος στην πίστη του, αλλά έκαψε και το ναό της μητέρας των θεών Ρέας μετά του ειδώλου αυτής. Αμέσως τότε συνελήφθη και ρίχτηκε από τους ειδωλολάτρες σε πυρακτωμένη κάμινο, όπου και ετελειώθηκε μαρτυρικά.

Η Σύναξη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος ετελείτο στο αγιότατο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή του Φωρακίου ή Σφωρακίου, το Σάββατο της Α’ εβδομάδος των Νηστειών, δηλαδή την ημέρα που ο Άγιος έκανε το θαύμα των κολλύβων σώζοντας τον ορθόδοξο λαό από τα μιασμένα ειδωλόθυτα, τα οποία επρόκειτο από άγνοια να φάει.

Στην Αγιογραφία, ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων εμφανίζεται σε τεσσάρων ειδών μορφές. Είτε μόνος με στρατιωτική στολή, είτε αντιμετωπίζοντας ένα φίδι-δράκο και μαζί με τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη όρθιοι ή πάνω σε άλογα. Πάντα φέρει στρατιωτική στολή.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος β’.
Μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπί ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρί γάρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς ἄρτος ἡδύς, τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Πίστιν Χριστοῦ ὡσεί θώρακα, ἔνδον λαβών ἐν καρδίᾳ σου, τάς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας πολύαθλε, καί στέφει οὐρανίῳ ἐστέφθης, αἰωνίως ὡς ἀήττητος.

  • Άγιοι Μαρκιανός και Πουλχερία οι βασιλείς

Η Αγία Πουλχερία γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 399 μ.Χ. και ήταν θυγατέρα των βασιλέων Αρκαδίου (395- 408 μ.Χ.) και Ευδοκίας και αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ του Μικρού (408 – 450 μ.Χ.). Το έτος 414 μ.Χ. η Πουλχερία αναγορεύθηκε Αυγούστα και ανέλαβε την εξουσία του κράτους. Ήταν ευσεβέστατη, πλήρης σωφροσύνης, χρηστότητος και σοφίας.

Όταν, κατά το έτος 429 μ.Χ., ο Πατριάρχης Νεστόριος (428 – 431 μ.Χ.) παρουσίασε τη γνωστή αίρεσή του, επικεφαλής των αντιπάλων του τάχθηκε ο Άγιος Κύριλλος, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας (τιμάται 18 Ιανουαρίου και 9 Ιουνίου). Και ο μεν Θεοδόσιος, έχοντας ήδη αναλάβει την βασιλική αρχή, υποστήριζε τον αιρεσιάρχη Νεστόριο, ωθούμενος από τον Χρυσάφιο, η δε Πουλχερία ήταν με το μέρος του Αγίου Κυρίλλου και κατόρθωσε να πείσει τον αδελφό της να συγκαλέσει την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα, το έτος 431 μ.Χ. και καταδίκασε τους αιρετικούς.

Η Αγία νυμφεύθηκε τον Μαρκιανό, ο οποίος καταγόταν από τη Θράκη και στις 25 Αυγούστου του 450 μ.Χ. διαδέχθηκε στον θρόνο τον αδελφό της Θεοδόσιο Β’. Ωστόσο η πολιτική κατάσταση ήταν ταραγμένη. Είχε ήδη γίνει στο προηγούμενο έτος η ληστρική Σύνοδος της Εφέσου, που εξόρισε τον Πατριάρχη Άγιο Φλαβιανό (τιμάται 16 Φεβρουαρίου) και η Ορθόδοξη Εκκλησία μαστιζόταν από την αίρεση του Ευτυχούς. Οι δύο ευσεβείς βασιλείς συγκάλεσαν τότε στη Χαλκηδόνα, το έτος 451 μ.Χ., την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τις αιρετικές δοξασίες του Ευτυχούς και του Διόσκουρου. Η Αγία Πουλχερία κοιμήθηκε με ειρήνη στις 10 Σεπτεμβρίου 453 μ.Χ. και ο Άγιος Μαρκιανός το έτος 457 μ.Χ.

  • Αγία Μαριάμνη η Ισαπόστολος αδελφή του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου

Η Αγία Μαριάμνη καταγόταν από την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Χριστιανή και αύτη, είχε τον ίδιο θείο ζήλο με τον αδελφό της. Φλεγόμενη από τον πόθο της ευρύτερης διάδοσης του Ευαγγελίου και της σωτηρίας περισσότερων ψυχών, ακολούθησε εκείνον σε πολλές περιοδείες του βοηθώντας τον στο φωτιστικό έργο του και συμμεριζόμενη τους κινδύνους του.

Μετά τον θάνατο του αδελφού της (βλέπε 14 Νοεμβρίου), μαζί με τον απόστολο Βαρθολομαίο (βλέπε 11 Ιουνίου) πήρε το λείψανο του Αποστόλου Φιλίππου και το έθαψε. Ο Βαρθολομαίος, αφού τακτοποίησε τα της Εκκλησίας της Ιεραπόλεως εγκατέστησε εκεί επίσκοπο κάποιο Στάχυ και συνοδευόμενος από τη Μαριάμνη προχώρησε προς τη Λυκαονία κηρύττοντας τον λόγο του Θεού. Αργότερα μετέβη στις Ινδίες όπου συνέχισε το έργο του, και όπου είχε μαρτυρικό τέλος με σταυρικό θάνατο.

Η Μαριάμνη μετά τη Λυκαονία επέστρεψε στην Παλαιστίνη στα μέρη του Ιορδάνου όπου και κοιμήθηκε ειρηνικά.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε..
Ἄμνω ἠκολούθησας τῆς σωτηρίας Χριστῷ, ἀμνὰς ὥσπερ ἄμωμος σὺν ἀποσταλῶ κλεινῶ, Φιλίππω ὀμαίμονι, πάνσεπτε Μαριάμνη, ἀλογήσασα πάντων, ὅθεν πολλοὶς ἐγένου, τῶν ψυχῶν εὐεργέτις, ζωὴν ἀνακηρύττουσα, τὴν ἐπουράνιον.

Μεγαλυνάριον
Πλάνην αποδίωξαν αφ’ ημών, Μαριάμνη θεία, και εγκαίνισον του Χριστού, Φως ημίν τοίς πόθω, σήν μνήμην εκτελούντων, και ποθώ προσκυνούντων, σεπτήν εικόνα σου.

  • Άγιος Αυξίβιος Επίσκοπος Σόλων Κύπρου 

Ο Άγιος Αυξίβιος (ή κατ’ άλλους Ευξίφιος) ο πρώτος Επίσκοπος Σόλων και φωτιστής της θεοσώστου επαρχίας Μόρφου, πατρίδα του είχε τη μεγαλούπολη της Ρώμης. Οι γονείς αυτού ήσαν πλούσιοι στα υλικά αγαθά ειδωλολάτρες όμως στη θρησκεία. Ο άγιος είχε αδελφό και τ’ όνομα αυτού Θεμισταγόρας. Ο μακάριος Αυξίβιος ήταν ωραίος στην όψη, πράος στο πνεύμα και σώφρονας στον λογισμό. Όταν, λοιπόν, έφτασε σ’ έννομο ηλικία, ηθέλησαν οι γονείς του να τον συζεύξουν με γυναίκα. Ο νέος στην ηλικία και γέροντας στο φρόνημα Αυξίβιος έχοντας νουν ένθεο και τέλειο λογισμό, στον έρωτα της σαρκός απαντούσε με έρωτα θείο. Ήκουεν περί του Χριστού και πόθον είχε μεγάλο να γενεί χριστιανός. Βλέποντας, λοιπόν, την προαίρεση των γονέων του, να τον δεσμεύσουν με τα δεσμά του γάμου, τον έκαναν ν’ αναχωρήσει από τη Ρώμη για τα μέρη της Ανατολής. Διέπλευσε τη Ρόδο, το πέλαγος της Παμφυλίας και έφθασε στην Κύπρο, στην κώμη του Λιμνίτη. Το χωρίον αυτό ευρίσκεται παρά την θάλασσα, απέχει δε από την πόλη των Σόλων τέσσερα σημεία (στάδια). Εκείνον τον καιρό ήταν η εποχή που ο Απόστολος του Χριστού Βαρνάβας (βλέπε 11 Ιουνίου) ήλθε στην πατρίδα του την Κύπρο μαζί με τον ανιψιό του Μάρκο (βλέπε 25 Απριλίου) κατά τη δεύτερη του περιοδεία, αφού χωρίστηκε από τον Παύλο (βλέπε 29 Ιουνίου). Περιερχόμενοι όλη την Κύπρο, ήλθαν στη Σαλαμίνα όπου βρήκαν τον Ηρακλείδιο (βλέπε 17 Σεπτεμβρίου), τον Αρχιεπίσκοπο της νήσου. Ο Βαρνάβας τέλεσε τον καλό δρόμο της πίστεως και εδέχθη τον στέφανο του μαρτυρίου στην Κωνσταντία. Οι Ιουδαίοι όμως αναζητούσαν και τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Αφού κατεδίωξαν αυτόν μέχρι τη Λήδρα – τη σημερινή Λευκωσία – εκρύβη ο Ευαγγελιστής του Χριστού για τρεις μέρες σ’ ένα σπήλαιο. Ήταν μαζί του οι Απόστολοι Τίμων και Ρόδων (βλέπε 28 Ιουλίου). Διέβησαν τα βουνά του Χιονώδους όρους – του Τροόδους – και έφτασαν στην παραθαλάσσια κώμη του Λιμνίτη, όπου συνάντησαν εκεί τον μακάριο Αυξίβιο. Τους αποκάλυψε ο άγιος μας ότι πόθον έχει να γίνει χριστιανός. Ο Μάρκος βλέποντας ότι ο Αυξίβιος είναι άντρας πλήρης πίστεως και λόγιος, αφού τον κατήχησε, τον βάφτισε στην πηγή του τόπου εκείνου και τον χειροτόνησε Επίσκοπο Σόλων. Τον δίδαξε δε πώς να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην πόλη των Σόλων: «Επειδή η πόλις είναι γεμάτη από το σκότος των ειδώλων, δεν θα δεχθεί αμέσως το φως του Χριστού. Μην φανερώσεις στην αρχή ότι είσαι χριστιανός, αλλά να υποκριθείς τη θρησκεία των ειδώλων, διαλεγόμενος μαζί τους σαν να είναι νήπια γαλακτοτροφούμενα. Όταν γίνουν τέλειοι, τότε να μετάσχουν και της στερεάς τροφής της πίστεως». Και ο μεν Ευαγγελιστής Μάρκος απέπλευσε για την Αλεξάνδρεια, ο δε Αυξίβιος ανεχώρησε για την πόλη των Σόλων.Ο σοφός Αυξίβιος όταν έφτασε στους Σόλους, επέλεξε ως τόπο κατοικίας του την έξω της πόλεως περιοχή του Διός. Εφιλοξενείτο στον οίκου του ιερέως των ειδώλων, υποκρινόμενος τη θρησκεία εκείνου. Πέρασε ικανός χρόνος και με την προσευχή του και τη διάκρισή του, εκατανύχθη ο ιερέας των ειδώλων και εφωτίσθη πρώτος την αλήθεια του Χριστού. Με τούτον τον τρόπο συνέχισε αρκετό χρόνο και σε άλλους κατοίκους της πόλεως, έως έφτασε ο αρχιεπίσκοπος της νήσου Ηρακλείδιος. Εκείνες τις μέρες περιήρχετο ολόκληρη τη νήσο ο αγιότατος Αρχιεπίσκοπος αυτής Ηρακλείδιος και εγκαθιστούσε επισκόπους στις πόλεις κατόπιν γραπτής εντολής του Αποστόλου των εθνών Παύλου. Το μεν Επαφρά στην Πάφο, τον δε Τυχικόν στη Νεάπολη – Λεμεσό (βλέπε 8 Δεκεμβρίου). Εις τους Σόλους δεν έπρεπε να χειροτονήσει τον Αυξίβιο, γιατί αυτός κατηξιώθη της αρχιεροσύνης από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Μάρκο. Ο άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο να εισέλθει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Εκεί ο Ηρακλείδιος «διεχάραξεν τύπον εκκλησίας επί της γης». Μικρά στο μέγεθος, μεγάλη όμως σε χάριν του Χριστού. Αφού τον δίδαξε κάθε εκκλησιαστικό κανόνα, όπως αυτός διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάσθηκε «εν φιλήματι αγίω» και επορεύθη στη δική του πόλη. Ο Άγιος Αυξίβιος ευθέως, χωρίς ν’ αμελήσει, άρχισε την οικοδομή της εκκλησίας. Μετά την τελείωση αυτής εισήλθε και έρριψε τον εαυτό του εις το έδαφος και άρχισε να βοά στον Χριστό μετά δακρύων: «Δέσποτα Θεέ Παντοκράτωρ, δυνάμωσον και εμέ τον σον οικέτην και δος μοι μετά παρρησίας αφόβως κηρύξαι τον σον λόγον. Έμβαλε, Δέσποτα, εις την καρδίαν του λαού τούτου τον φόβον σου, φώτισον αυτούς τη ση χάριτι, όπως επιστρέψαντες εκ της πλάνης του διαβόλου επιγνώσουσιν δε τον μόνον αληθινόν Θεόν. Και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν…». Τελείωσεν την προσευχή του και επορεύθη σε δημόσιον τόπον της πόλεως και άρχισε να διδάσκει την καλήν αυτού διδασκαλία. Εδόθη δε σ’ αυτόν η χάρις της ιάσεως των ασθενών και εξεδίωκεν τ’ ακάθαρτα πνεύματα. Όσοι δε είχον αρρώστους, τους έφερον προς αυτόν και τους εθεράπευε με τη δύναμη του ονόματος του Χριστού. Εξήλθε η αγία φήμη του εις τα περίχωρα των Σόλων και μετέφερον τους ασθενείς των χωρίων εις την πόλη και, αφού τους εθεράπευε τας νόσους, επίστευαν και τους εβάπτιζε εις τ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ένας τέτοιος αγαθός άνθρωπος από το χωριόν Σολοποτάμιον, που ονομάζετο και αυτός Αυξίβιος, ήλθε και έρριψε τον εαυτό του στα πόδια του Αγίου Ιεράρχου, ζητώντας του τη σφραγίδα του Χριστού. Εβαπτίσθη, εφωτίσθη και έμεινε για πάντα στον Επίσκοπο του, προκόπτοντας σε σοφία και χάρη, μιμούμενος κατά πάντα τον διδάσκαλό του. Αργότερα, η κατά Θεόν προκοπή του νεότερου Αυξιβίου, φανερώθηκε στον μεγάλο ιεράρχη με τούτο το σημείο. Ενώ ύπνωσε στο ύπαιθρο ο νεότερος να ξεκουρασθεί στη σκιά ενός δέντρου, πέρασε ο Επίσκοπος Αυξίβιος και είδε πλήθος μυρμήγκων να έχουν σχηματίσει ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του νεότερου Αυξιβίου. Εθαύμασε ο ιεράρχης το γεγονός και αντελήφθη ότι ο στέφανος των μυργήκων προεμήνυε την αξία της ιεροσύνης, ότι έμελλε ο μαθητής να καθίσει εις τον θρόνο του καλού διδασκάλου. Μετά από αυτά έφτασαν από τη μεγάλη πόλη της Ρώμης ο Θεμισταγόρας – αδελφός του αγίου Αυξιβίου – μαζί με τη γυναίκα του τη μακαρία Τιμώ. Αφού τους βάπτισε και αυτούς, τους χειροτόνησε και τους δύο διακόνους της Εκκλησίας. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των Σόλων επίστευσαν στον Θεόν του Αυξιβίου και έβλεπε ο άγιος ότι ο πρώτος ναός ήταν μικρός για το μεγάλο του ποίμνιο. Συνεργούντος του Θεού, ανήγειρε ναό μέγα και θαυμαστό, που έγινε ονομαστός σ’ ολόκληρη την Κύπρο.Αφού όλα καλώς τα έκανε και την αρχιεροσύνη ετίμησε για πενήντα ολόκληρα χρόνια, έφτασε ο Μέγας Αυξίβιος στο τέλος του βίου του. Ο μεγάλος φωτιστής της επαρχίας των Σόλων και κατοπινής Θεομόρφου – Μόρφου, εκάλεσε κοντά του τον θεοτίμητο Αυξίβιο, τον πιστό μαθητή του, στον οποίο ανέθεσε την επισκοπή των λογικών προβάτων λέγοντας: «Σε εξελέξατο ο θεός ιερέα. Συ έση ποιμαίνων την ποίμνην του Χριστού». Την Τρίτη ημέρα «ακοή εγένετο εις πάσαν την πόλιν ότι Αυξίβιος ο πατήρ ημών μέλλει καταλύειν τον ανθρώπινον βίον». Συναθροίσθησαν όλοι στην Επισκοπή μετά κλαυθμού και οδυρμού μεγάλου και, αφού ασπάσθηκε έναν έκαστο, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριον και Θεό του Ιησού Χριστό. 

ἈπολυτίκιονἮχος α’. Ἀποστόλων τὴν χάριν ὡς τοῦ Πνεύματος ὄργανον, διὰ Μάρκου τοῦ θείου, θησαυρίσας, Αὐξίβιε, ἐδείχθης Ἱεράρχης εὐκλεής, καὶ πρόεδρος τῶν Σόλων καὶ ποιμὴν διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱερὰν τιμῶμεν ἀνακράζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

Όσιος Θεοστήρικτος. Ο Όσιος Θεοστήρικτος, όπως μαθαίνουμε από κάποιο Εξαποστειλάριο, που περισώθηκε στον Παρισινό Κώδικα 259 φ. 97β, έζησε επί των εικονομάχων και άθλησε υπέρ των ιερών εικόνων. Στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου, σημειώνεται ότι πέθανε ειρηνικά. Ίσως είναι ο ίδιος με αυτόν πού γιορτάζουμε στις 10 Νεομβρίου, όπου αναφέρεται και ως ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία. 

  • Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων του Αγίου Μηνά του Καλλικέλαδου

Κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450 – 457 μ.Χ.) ο Άγιος Μηνάς ο Καλλικέλαδος (κοιμήθηκε 10 Δεκεμβρίου) εμφανίσθηκε μια νύχτα σε κάποιον άνδρα που λεγόταν Φιλομμάτης, ο οποίος είχε καταταγεί στη στρατιωτική σχολή των Ικανάτων και του υπέδειξε τον τόπο όπου έκειτο το άγιο λείψανο αυτού.

Το γεγονός έφτασε στις βασιλικές ακοές του Μαρκιανού, ότι δηλαδή κάτω στον αιγιαλό της Νικομήδειας, κατά την ακρόπολη, κρύπτονταν κάτω από τη γη τα τίμια λείψανα του Αγίου. Πράγματι, στρατιώτες έσκαψαν στον τόπο εκείνο και βρήκαν σιδερένια λάρνακα, μέσα στην οποία υπήρχε το ιερό λείψανο. Στη λάρνακα ήταν κολλημένη μια πλάκα, στην οποία ήταν χαραγμένη επιγραφή που έλεγε ότι εκεί είχε εναποτεθεί το λείψανο του Αγίου, καθώς και σε ποιον τόπο έπρεπε να κατατεθεί.

  • Άγιος Θεόδωρος ο Νεομάρτυρας ο Βυζαντινός

Ο Άγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος καταγόταν από το Νεοχώρι της Κωνσταντινουπόλεως. Γονείς ήταν ο Χατζη-Αναστάσιος και η Σμαραγδού και αδελφοί του ο Αντώνιος και ο Γεώργιος, αναγνώστης της Μεγάλης Εκκλησίας και μετέπειτα Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως με το όνομα Γρηγόριος (1830 – 1840 μ.Χ.). Ο Θεόδωρος ήταν ζωγράφος και εργαζόταν στα ανάκτορα. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να τον προσελκύσουν στην μουσουλμανική θρησκεία και το επέτυχαν. Ο Άγιος όμως ανάνηψε και μετανόησε γι αυτό. Έτσι κατέφυγε στη Χίο και έμεινε κοντά σε ένα πνευματικό πατέρα, τον Άγιο Μακάριο το Νοταρά (βλέπε 17 Απριλίου). Εκεί καθημερινά εμελετούσε τα μαρτύρια των Αγίων και βιβλία ψυχοφελή και κατανυκτικά. Από ημέρα σε ημέρα ηύξανε σε αυτόν η κατάνυξη και ο πόθος του μαρτυρίου. Έτσι έφθασε στη Μυτιλήνη, όπου ενώπιον των αρχών ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και απεκήρυξε την μωαμεθανική θρησκεία. Ο Άγιος Θεόδωρος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και πάσχει από τους βασανισμούς, τους δαρμούς, τους λακτισμούς και άλλα απάνθρωπα μαρτύρια. Του έδεσαν τα πόδια σε ξύλο και του επέρασαν στο λαιμό βαριά αλυσίδα. Του ετύλιξαν το κεφάλι με ένα σχοινί και του έβαλαν στους κροτάφους δύο κομμάτια από τούβλο. Έπειτα με ένα ξύλο έσφιγγαν την κεφαλή του τόσο πολύ, μέχρι που βγήκαν οι βολβοί των οφθαλμών του έξω από τον τόπο τους. Ο δε του Χριστού στρατιώτης έλεγε: «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι». Το πρωί του Σαββάτου ο Άγιος εζήτησε από ένα Χριστιανό υπηρέτη καλαμάρι και έγραψε προς τον Επίσκοπο, για να του στείλει τη Θεία Κοινωνία. Αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως, στον οποίο έτρεχε με μεγάλη προθυμία. Εκεί υπέστη τον δι’ αγχόνης θάνατο το 1774 μ.Χ. (ή κατά άλλους το 1795 μ.Χ.). Μετά τρεις ημέρες οι Χριστιανοί παρέλαβαν το ιερό λείψανο αυτού και το ενταφίασαν στο νότιο μέρος του ναού της Παναγίας της Χρυσομαλλούσας. Το έτος 1798 μ.Χ. το ιερό λείψανο του Μάρτυρος ανακομίσθηκε και μεταφέρθηκε στην κρύπτη του μητροπολιτικού ναού της Μυτιλήνης. 

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Το πάντιμον λείψανον του Θεοδώρου, πιστοί, ενδόξως τιμήσωμεν ως θησαυρών τιμαλφή, και πάντες βοήσωμεν, Σώσον εκ των κινδύνων τους πιστώς σε υμνούντας, ως πότε σύ ερρύσω εκ πανώλους την πόλιν και πάντας περιφρούρησον ταις ικεσίαις σου.

  • Άγιος Μιχαήλ ο Μαυροειδής από την Αδριανούπολη

Ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ καταγόταν από την Αδριανούπολη και ανήκε στους επιφανείς και εύπορους κατοίκους αυτής. Διαβλήθηκε στον δικαστή της Αδριανουπόλεως από φανατικούς Τούρκους, ότι περιφρόνησε το όνομα του θεού αυτών. Ο δικαστής, που γνώριζε την εντιμότητα του Αγίου, τον απέλυσε, αλλά οι συκοφάντες τον απείλησαν ότι θα καταγγείλουν αυτόν στον Σουλτάνο ως ολιγωρούντα της πίστεως αυτών. Ο δικαστής φοβήθηκε και έδωσε εντολή να φυλακίσουν τον Άγιο. Παράλληλα γνωστοποίησε στον Σουλτάνο τα γενόμενα και ανέμενε τις εντολές αυτού. Η διαταγή ήταν σαφής: ή να αρνηθεί την πατρώα πίστη του ή να καεί ζωντανός. Παρά τις υποσχέσεις και τις απειλές ο Μάρτυρας παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του στον Χριστό, γι’ αυτό και αποκεφαλίσθηκε το έτος 1490 μ.Χ.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης καλεί τον Μάρτυρα Μαυρουδή και ορίζει την μνήμη του στις 10 Μαρτίου, ενώ ο Παρισινός Κώδικας καλεί αυτόν Μαυροειδή και σημειώνει τη μνήμη του στις 17 Φεβρουαρίου. Ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης θεωρεί ότι δεν είναι άλλος ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο εξ Αδριανουπόλεως και άλλος ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο Μαυρουδής, που καταγόταν από την Γρανίτσα της Ευρυτανίας και εορτάζει στις 21 Μαρτίου, αλλά πρόκειται περί ενός και του αυτού προσώπου. Η νεωτέρα έρευνα θεωρεί ότι δεν πρόκειται περί του αυτού προσώπου, αλλά περί δύο ξεχωριστών Αγίων.

  • Άγιος Ερμογένης ο Ιερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας

Ο Άγιος Ερμογένης, κατά κόσμο Ερμόλαος, γεννήθηκε στη Μόσχα το έτος 1530 μ.Χ. και έζησε στη μονή Μεταμορφώσεως του Καζάν. Το 1579 μ.Χ. χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και διορίσθηκε εφημέριος του ναού του Αγίου Νικολάου Καζάν. Η διακονία του εκεί τον συνέδεσε με την ανακάλυψη της ιεράς εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου του Καζάν. Το έτος 1583 μ.Χ. χήρευσε και έγινε μοναχός στη Μονή Μεταμορφώσεως, της οποία ανεδείχθη ηγούμενος. Η Σύνοδος του 1589 μ.Χ.τον εξέλεξε Μητροπολίτη Καζάν.

Ως ποιμενάρχης ο Άγιος ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δραστηριότητα. Φρόντισε κυρίως για την στερέωση του φρονήματος και της εκκλησιαστικής ζωής των νεοφώτιστων της επαρχίας του. Το έτος 1592 μ.Χ. πραγματοποίησε τη μετακομιδή των ιερών λειψάνων ενός εκ των προκατόχων του, του Αγίου Γερμανού (τιμάται 6 Νοεμβρίου).

Όταν την εξουσία ανέλαβε ο Βασίλειος Ιβάνοβιτς Σούισκυ (1606 – 1610 μ.Χ.), ο Άγιος Ερμογένης εξελέγη Πατριάρχης Μόσχας. Στην ταραγμένη εποχή του αγωνίστηκε ιδιαιτέρως κατά της ιησουιτικής προπαγάνδας και επεσήμανε τους σοβαρούς κινδύνους για την Ορθοδοξία.

Από τους πρώτους μήνες της πατριαρχίας του ο Άγιος Ερμογένης υπεραμύνθηκε των δικαιωμάτων του αυτοκράτορα Βασιλείου Σουίσκυ. Μάταια, όμως. Ο λαός ανέτρεψε τον αυτοκράτορα Βασίλειο στις 17 Ιουλίου 1610 μ.Χ. Τότε ο Ερμογένης επεδίωξε μάταια να εκλεγεί αυτοκράτορας ο νεαρός Μιχαήλ Ρομανώφ, ο οποίος πράγματι εξελέγη το 1613 μ.Χ. και συμμερίστηκε το σχέδιο ορισμένων ευγενών, το οποίο προέβλεπε την ανάδειξη στο Ρώσικο θρόνο του Βλαδίσλαου, υιού του βασιλέως της Πολωνίας Σιγιμούνδου, υπό τον όρο ότι ο πρίγκιπας θα ασπαζόταν την ορθόδοξη πίστη. Οι Πολωνοί, θέλοντας να παρακάμψουν τον όρο αυτό, προσέκρουσαν στην ακαμψία του Πατριάρχου. Ο Άγιος ως μόνος αναμφισβήτητος εκκλησιαστικός άνδρας κύρους στη Ρωσία κατ’ εκείνη την ώρα, κατόρθωσε να εμποδίσει τον ρωμαιοκαθολικό Βλαδίσλαβο, να γίνει επίσημα αυτοκράτορας της Ρωσίας. Η κατοχή της πρωτεύουσας υπό του Πολωνικού στρατού δεν λύγισε τον Πατριάρχη. Αντίθετα, ο Άγιος Ερμογένης, βλέποντας την κακοπιστία του βασιλέως της Πολωνίας, στράφηκε ανοικτά κατά του ξένου επιδρομέως και επεδίωξε με όλα τα μέσα την συγκρότηση του αναγκαίου στρατού για την απελευθέρωση της πατρίδας του. Ο Άγιος συνελήφθη και καθαιρέθηκε από την θέση του Πατριάρχου. Τον έκλεισαν στο Μετόχι του Αγίου Κυρίλλου, όπου πέθανε, από πείνα ίσως, στις 17 Ιανουαρίου 1612 μ.Χ. Η μνήμη του Αγίου Ερμογένη επαναλαμβάνεται στις 12 Μαΐου.

  •  Άγιοι Ρωμύλος, Σεκουνδιανός και Δονάτος

Οι Άγιοι Μάρτυρες Ρωμύλος, Σεκουνδιανός και Δονάτος μαρτύρησαν στη Βενετία το έτος 304 μ.Χ. επί αυτοκρατορων Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285 – 305 μ.Χ.).

  • Άγιος Θεόδουλος

Ο Άγιος Μάρτυς Θεόδουλος μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), το έτος 308 μ.Χ., στην Καισάρεια της Παλαιστίνης.

  • Όσιος Θεόδωρος ο Σιωπηλός

Ο Όσιος Θεόδωρος έζησε κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ. και μόνασε στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Η μεγάλη άσκησή του ήταν η σιωπή, γι’ αυτό και επονομάζεται «Σιωπηλός». Ο Θεός τον αξίωσε με το χάρισμα της θαυματουργίας.

  • Όσιος Ρωμανός ο εκ Τυρνόβου

Ο Όσιος Ρωμανός ο ησυχαστής καταγόταν από το Τύρνοβο της Βουλγαρίας και έζησε κατά τον 14ο αιώνα μ.Χ. Κοιμήθηκε με ειρήνη περί το έτος 1370 μ.

  • Όσιος Βαρνάβας της Γεθσημανή

Ο Όσιος Βαρνάβας, κατά κόσμος Βασίλειος Ίλιτς Μέρκουλωφ, γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1831 μ.Χ. στο χωριό Προυντίσκι της επαρχίας Τούλα της Ρωσίας. Το έτος 1851 μ.Χ. εισήλθε στη μονή της Λαύρας του Κιέβου και εκάρη μοναχός. Ασκήτεψε θεοφιλώς στην έρημο της Γεθσημανή κοντά στον στάρετς Δανιήλ και στον ιερομόναχο Γρηγόριο και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1906 μ.Χ.

Πηγή: saint.gr

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com