3 Νοεμβρίου γιορτάζουν…

Άγιοι Ακεψιμάς, Ιωσήφ και Αειθαλάς, Όσιος Θεόδωρος ο Ομολογητής επίσκοπος Άγκυρας, Άγιος Αχαιμενίδης

by Times Newsroom
  • Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου και Ανάμνηση εγκαινίων του Ναού του στη Λύδδα της Ιόππης
  • Άγιοι Ακεψιμάς, Ιωσήφ και Αειθαλάς
  • Άγιος Γεώργιος ο νέος Ιερομάρτυρας, ο Νεαπολίτης
  • Όσιος Ακεψιμάς
  • Άγιος Αχαιμενίδης
  • Όσιος Θεόδωρος ο Ομολογητής επίσκοπος Άγκυρας
  • Ανακομιδή Ιεράς Κάρας του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Αποστόλου του νέου 
  • Οσία Άννα του Κιέβου
************************************************************************************************************
  • Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου και Ανάμνηση εγκαινίων του Ναού του στη Λύδδα της Ιόππης 

Μετά την κατάπαυση των διωγμών και την επικράτηση του χριστιανισμού σ’ όλο το Ρωμαϊκό κράτος, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί ανήγειραν μεγαλοπρεπή Ναό στη Λύδδα της Ιόππης, όπου μετακόμισαν το ιερό λείψανο του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, για να το προσκυνούν πλέον άφοβα. Έγιναν δε μετά την κατάθεση του Ιερού λειψάνου και τα εγκαίνια του Ναού στις 3 Νοεμβρίου και από τότε κάθε χρόνο η Εκκλησία μας, τελεί κατά την ήμερα αυτή την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του μεγαλομάρτυρα, προς δόξαν Θεού.

Σύντομη ιστορία του Ναού και της Λύδδας

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου μαρτυρεί την ακμή του Χριστιανισμού στη Λύδδα, που ήταν επισκοπή και μετέπειτα αρχιεπισκοπή. Σήμερα υπάρχει (τιτουλάριος) αρχιεπίσκοπος Λύδδης, που διαμένει στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Στη Λύδδα διαμένει ο ηγούμενος της Μονής.

Μέχρι σήμερα επικρατούσε η γνώμη ότι η Λύδδα είχε κτιστεί από τη φυλή του Βενιαμίν, αλλά από πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές αποδεικνύεται ότι η Λύδδα είναι κτισμένη από τους Αιγυπτίους. Οι Εβραίοι την ονομάζουν Λοντ (LOD) και οι Άραβες Λιντ (LID).

Ο Δημήτριος Νικάτωρ απέσπασε την Λύδδα από τη Σαμάρεια και την κατέταξε στην Ιουδαία. Μετά το θάνατο του Ιουλίου Καίσαρος, ο Ρωμαίος Ανθύπατος Κάσσιος, αφού τυράννησε για αρκετό χρόνο τους κατοίκους της Παλαιστίνης πούλησε τους κατοίκους της Λύδδας ως δούλους, αυτοί όμως δεν άργησαν να απελευθερωθούν και να επανέλθουν στην πόλη τους, κατόπιν διατάγματος του Αντωνίου.

Η Καινή Διαθήκη αναφέρει το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού Αινέα στη Λύδδα από τον Απόστολο Πέτρο (Πράξ. θ’ 32-35).

Μετά το Χριστό ο Ρωμαίος Ανθύπατος Κέστιος Γάλλος πέρασε από τη Λύδδα και την κατεδάφισε αλλά μετά λίγο χρόνο η πόλη επανήλθε στην πρώτη της κατάσταση, όπως φαίνεται, επειδή στη μεταγενέστερη Ιουδαία γίνεται έδρα τοπάρχου, που παραδόθηκε.

Καθώς πολλές πόλεις επί Ρωμαϊκής κυριαρχίας μετονομάστηκαν, έτσι και η λύδδα πήρε το όνομα Διόσπολις, προς τιμή του Δία. Και το όνομα υπάρχει στα νομίσματα, που χαράχθηκαν επί Σεπτιμίου Σεβήρου και Καρακάλλα.

Η Λύδδα των πρώτων Χριστιανικών αιώνων ήταν έδρα επισκόπου υπό το Μητροπολίτη Καισαρείας, αλλά έπειτα έγινε Αρχιεπισκοπή.

Στη Λύδδα έγινε η σύνοδος κατά του Πελαγίου, το 415 μ.Χ., που έλεγε ότι ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί με τα έργα του, χωρίς να έχει ανάγκη της θείας χάριτος.

Ποιος έκτισε το ναό του Αγίου Γεωργίου δε γνωρίζουμεν ακριβώς, επειδή δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Άλλοι αναφέρουν ως κτίτορα το Μέγα Κωνσταντίνο, κυρίως οι συναξαριστές, και άλλοι τον Ιουστινιανό. Ο επίσκοπος Τύρου, Γουλιέλμος, λέγει ότι ο ναός κτίστηκε από τον Ιουστινιανό, αλλά ο ιστορικός Προκόπιος, που έγραψε περί των κτισμάτων του Ιουστινιανού, δεν αναφέρει τίποτα. Στους πρώτους πάντως χριστιανικούς αυτούς αιώνες πήρε η Λύδδα και το όνομα Γεωργιούπολις προς τιμή του Αγίου, και όπως αναφέρουν οι συναξαριστές, στις 3 Νοεμβρίου, έγιναν τα εγκαίνια του ναού.

Επί Χοσρόη, το 614 μ.Χ., ο ναός του Αγίου Γεωργίου δεν έπαθε καμμιά καταστροφή, επειδή οι Πέρσες περιορίστηκαν να φθάσουν μέχρι την Ιερουσαλήμ.

Επί Μουσουλμανικής κυριαρχίας, τον 8ον αιώνα μ.Χ., ο Σουλεϊμάν, ο υιός του Χαλίφη Αβδού Ελ Μάλεκ, κατεδάφισε τη Λύδδα αλλά το ναό του Αγίου Γεωργίου τον άφησε ανέπαφο, επειδή οι Μωαμεθανοί σέβονται τον Άγιο και του έχουν δώσει το όνομα Χάντερ (HADER), που σημαίνει πράσινος.

Επί Χαλίφου Χάκεμ, το 1010 μ.Χ., ξέσπασε διωγμός κατά των Χριστιανών, και καταστράφηκε ο ναός της Λύδδας, αλλά πριν την έλευση των Σταυροφόρων τον ανακαίνισε κατ’ άλλους ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ή οι εντόπιοι με τη βοήθεια των Βυζαντινών και κατ’ άλλους ο Στέφανος της Ουγγαρίας.

Αναφέρεται ότι μετά την καταστροφή του Χάκεμ και την ανακαίνιση του ναού, έγινε άλλη μία καταστροφή από τους Μωαμεθανούς στο ναό, και τον ανακαίνισαν οι Σταυροφόροι. Αλλά αυτό δεν ισχύει απόλυτα, επειδή μετά τη μάχη της Αντιοχείας, οι σταυροφόροι ήλθαν στη Λύδδα για να προσκυνήσουν και να ευχαριστήσουν τον Άγιο Γεώργιο, που τους βοήθησε. Εκεί βρήκαν μεγαλοπρεπή ναό, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί της εποχής εκείνης. Μόνο ο Γουλιέλμος, αρχηγός των Σταυροφόρων, αναφέρει ότι λίγο πριν την έλευση των Σταυροφόρων, οι Μωαμεθανοί κατέστρεψαν το ναό, αλλά αυτό αντιφάσκει με τα προαναφερθέντα.

Σε όλη την διάρκεια του Σταυροφοριακού βασιλείου η Λύδδα καθώς και άλλες πόλεις ήταν υπό τους Σταυροφόρους.

Το Λατινικό Πατριαρχείο στην Ιερουσαλήμ κατά τα πρώτα έτη της επικρατήσεως των Σταυροφόρων, απετελείτο από την Ιερουσαλήμ, την Ιόππη (Γιάφφα), και τη Λύδδα.

Ο Ιωάννης ο Φωκάς, το 1185 μ.Χ., ήλθε στη Λύδδα και γράφει για το ναό του Αγίου Γεωργίου ότι κάτω από την Αγία Τράπεζα ήταν ο τάφος του Αγίου, όπως του είπαν οι κληρικοί του ναού. Ο Λατίνος επίσκοπος έβγαλε τις πλάκες του ναού και βρήκε το σπήλαιο, που ήταν ο τάφος του Αγίου Γεωργίου, αφού προηγουμένως ο τάφος δεν φαινόταν και οι προσκυνητές προσκυνούσαν μαρμάρινο στόμιο. Δύο άνθρωποι προσπάθησαν να σηκώσουν την πλάκα του τάφου, αλλά βγήκε φωτιά, που άφησε τον ένα ημικαή και τον άλλο πεθαμένο.

Μετά τη μάχη της Χαττήν, η Λύδδα καθώς και άλλες πόλεις, ήλθαν στα χέρια των Μωαμεθανών, με αρχηγό τον Σαλαχεντίν, οι οποίοι κατέστρεψαν το ναό του Αγίου Γεωργίου.

Το 1191 μ.Χ., το ίδιο έτος της καταστροφής, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέλαβε ξανά τη Λύδδα, και επισκεύασε το ναό και ήλθε σε συνθηκολόγηση με τον αρχηγό των Μωαμεθανών, Σαλαχεντίν, αλλά η συνθήκη δεν κράτησε πολύ, επειδή το 1291 μ.Χ. οι Σαρακηνοί έδιωξαν τους Σταυροφόρους από την Παλαιστίνη και κατέστρεψαν το ναό του Αγίου Γεωργίου της Λύδδας.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου έμεινε κατεστραμμένος έως το 1349 μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Κατακουζηνός, έστειλε πρέσβεις στο Σουλτάνο της Αιγύπτου, Νασρεντίν Χασάν Ίμπιν Ελ Νάσσερ, για την ανακαίνιση των ιερών προσκυνημάτων της Παλαιστίνης, όπως και ανακαινίσθηκαν.

Το 1442 μ.Χ., ξέσπασε διωγμός κατά των Χριστιανών της Παλαιστίνης επί Σουλτάνου της Αιγύπτου Αλ Μαλέκου Ντάχερ Τζάκμακ, που κατέστρεψε το ναό και το δυτικό μέρος το μετέτρεψε σε τζαμί. Τότε επίσης πρέπει να πήρε και το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, και χρησιμοποίησε πέτρες της Εκκλησίας για την κατασκευή της γέφυρας του Ντάχερ.

Όπως φαίνεται από την Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, ο ναός του Αγίου Γεωργίου ανακαινίστηκε μετά το 1517 μ.Χ. επί Σουλτάνου Σελήμ του Α’, που έδιωξε τους Μαμελούκους και έδωσε ελευθερία για την εξάσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων στους Χριστιανούς.

Για την τελευταία καταστροφή του ναού του Αγίου Γεωργίου δεν έχουμε ακριβή στοιχεία, αλλά υπάρχουν δύο πιθανότητες. Η πρώτη είναι ότι στις αρχές του 19ου αιώνα μ.Χ. καταστράφηκε από τους γενίτσαρους, επειδή τότε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων έπαθε μεγάλο πλήγμα από εκείνους. Η δεύτερη είναι όταν το 1837 μ.Χ. καταστράφηκε από σεισμό, που έγινε στην περιοχή, εξαιτίας του οποίου έπεσε η σκεπή του ναού και το ιερό του Παρεκκλησίου των Εισοδίων της Θεοτόκου.

Το 1871 μ.Χ., ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Κύριλλος ο Β’, ανακαίνισε το ναό και επιπλέον μαρμαρόστρωσε το πάτωμα και τον τάφο του Αγίου Γεωργίου. Εκείνη η ανακαίνιση ήταν η τελευταία. Έκτοτε γίνονται μικρές ανακαινίσεις.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, τροπαιοφόρε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ.δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ὑπερμάχῳ καὶ ταχείᾳ ἀντιλήψει σου, προσπεφευγότες οἱ πιστοὶ καθικετεύομεν, λυτρωθῆναι παρὰ τοῦ Χριστοῦ Ἀθλοφόρε, τῶν σκανδάλων τοῦ ἐχθροῦ τοὺς ἀνυμνούντας σε, καὶ παντοίων ἐκ κινδύνων καὶ κακώσεων· ἵνα κράζωμεν, Χαίροις Μάρτυς Γεώργιε.
Ὁ Οἶκος
Μέγας ἐν προστασίαις ἐπὶ γῆς ἀνεδείχθης, τοῦ Κυρίου θεράπον καὶ φίλε· τὸν πιστὸν γὰρ λαὸν περισκέπων, σῴζεις ἀεὶ Ἔνδοξε· διὸ πίστει καὶ πόθῳ βοῶμέν σοι πολύαθλε.Χαῖρε, δι’ οὗ φρυκτωρεῖται ὁ κόσμος, χαῖρε, δι’ οὗ ὁ στρατὸς καταλάμπει.
Χαῖρε, τῶν πιστῶν αἰχμαλώτων ἡ λύτρωσις, χαῖρε, δεσμωτῶν ἡ ὀξεῖα ἀντίληψις.
Χαῖρε, ὕψος τῶν ἐκ πίστεως προστρεχόντων σοι θερμῶς,
χαῖρε, πλοῦτος τῶν ποθούντων σε, καὶ ἐν θλίψει χαρμονή.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις βασιλέων τὸ τεῖχος, χαῖρε, ὅτι παρέχεις ἐν πολέμοις τὸ νῖκος.
Χαῖρε, ἀστὴρ φωτίζων τοὺς πλέοντας, χαῖρε, λυτὴρ παντοίας κακώσεως.
Χαῖρε, εἰς ὃν πᾶς πιστὸς καταφεύγει, χαῖρε, δι’ οὗ εὐφημεῖται ὁ πλάστης.
Χαίροις, Μάρτυς Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον
Πλῆρες εὐωδίας ἁγιασμοῦ, δίκην μυροθήκης, ἐκ λαγόνων ὤφθη τῆς γῆς, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, Γεώργιε παμμάκαρ, ἀρωματίζον κόσμῳ, θαυμάτων χάριτας.
  • Άγιοι Ακεψιμάς, Ιωσήφ και Αειθαλάς 
Ο Άγιος Ακεψιμάς ήταν επίσκοπος, ο Ιωσήφ πρεσβύτερος και ο Αειθαλάς διάκονος. Και οι τρεις μαρτύρησαν για το Χριστό, όταν βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Σαπώρ ο Β’ (περί το 330 μ.Χ.). Ο Ακεψιμάς άφησε την τελευταία του πνοή, αφού χτυπήθηκε σκληρά με ακανθωτά ραβδιά από ροδιά. Ο Ιωσήφ – αφού διέσχισαν τις σάρκες του – υπέστη μαρτυρικό θάνατο δια λιθοβολισμού. Ο Αειθαλάς μαστιγώθηκε σκληρά και έπειτα τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω, μέχρι πού παρέδωσε και αυτός τη μακάρια ψυχή του.
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ὡς θεράποντες, τῆς εὐσέβειας, στῦλοι ὤφθητε, τῆς Ἐκκλησίας, πυρσολατρῶν καθελόντες τὸ φρύαγμα, Ἀκεψιμᾶ Ἱεράρχα πολύαθλε, Ἀειθαλᾶ Ἰωσὴφ τὲ μακάριοι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, στεφάνους ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἔκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον, ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ θεῖα σοφέ, σεπτῶς ἐμυσταγώγησας, θυσία δεκτὴ ἐγένου Παμμακάριστε· τοῦ Χριστοῦ γὰρ ἔπιες, τὸ ποτήριον ἐνδόξως Ἅγιε, Ἀκεψιμᾶ σὺν τοῖς συνάθλοις σου, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἰωσὴφ ὁ γενναῖος ἀγωνιστής, Ἀκεψιμᾶς ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής, Ἀειθαλᾶς ὁ Ἔνδοξος, ἀθλητὴς καὶ ἀήττητος, οἱ φαιδροὶ ἀστέρες, τῆς πίστεως ᾄσμασιν, ἐπαξίως ὄντως ὑμνείσθωσαν σήμερον· οὗτοι γὰρ τὴν δόξαν, τῶν Περσῶν ἀμαυροῦντες, ἡλίῳ οὐκ ἔθυσαν, οὐ τὸ πῦρ ἐσεβάσθησαν. Οἷς ἐν πίστει βοήσωμεν· Πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ὁ Οἶκος
Τὴν χερσωθεῖσάν μου καρδίαν πολλοῖς πταίσμασιν, Ἰησοῦ παντοδύναμε, ὄμβροις τῆς σῆς ἀγαθότητος, δεῖξον καρποφόρον ἀρεταῖς, καὶ παράσχου φωτισμὸν γνώσεως τῇ διανοίᾳ μου, ἵνα ὑμνήσω γηθόμενος, τόν, Ἱεράρχην καὶ Ἀθλοφόρον, Ἀκεψιμᾶν τὸν μέγαν σὺν Ἀειθαλᾷ τῷ γενναίῳ, καὶ Ἰωσὴφ τῷ πανολβίῳ· ἐν σοὶ γὰρ θαρροῦντες, ποικίλων βασάνων ἀνδρείως κατετόλμησαν· διὸ καὶ παρέχουσι νοσοῦσι τὴν ἴασιν, ὡς χάριν δεξάμενοι, πρεσβεύοντες ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
  • Άγιος Γεώργιος ο νέος Ιερομάρτυρας, ο Νεαπολίτης 
Ο Άγιος Γεώργιος ήταν Ιερέας και καταγόταν από τη Νεάπολη της Μικράς Ασίας, που τούρκικα λέγεται «Νέβ Σεχήρ». Διέπρεπε σαν εφημέριος στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Νεάπολη «ἐν ἀληθείᾳ καὶ ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ, πορευόμενος ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτος». Κατά το 1797 μ.Χ. προσκλήθηκε από τους χριστιανούς του χωρίου Μαλακωτή να Ιερουργήσει, αναπληρώνοντας τον εφημέριο τους, που τον καταδίωκαν οι Τούρκοι. Ο Ιερέας Γεώργιος ευχαρίστως δέχτηκε και αναχώρησε για το χωριό. Ξαφνικά όμως, κοντά στη θέση «Κόμπια-Ντερέ», συνελήφθη από εξαγριωμένους βοσκούς Τούρκους, οι όποιοι τον λήστεψαν, τον βασάνισαν και τελικά τον αποκεφάλισαν. Το Λείψανο του Νεομάρτυρα Γεωργίου ανακομίσθηκε «σῶον καί ἀκέραιον καί ἄφθαρτον καί πλῆρες οὐρανίου εὐωδίας καί χάριτος», μετά από εμφάνισή του «ἐν ὀράματι εἰς τινα γυναῖκα χήραν, εὐλαβῆ καί φοβουμένην τόν Θεόν». Αρχικά φυλάχθηκε στην κατοικία του συνεφημερίου του, Νεοφύτου, και μετά τον θάνατό του στον ενοριακό ναό της Νεαπόλεως. Εκεί το προσκύνησαν και «οἱ ἀείμνηστοι Μητροπολῖται Καισαρείας Παϊσιος, Κλεόβουλος καί Ἰωάννης, οἵτινες τακτικῶς ἤρχοντο εἰς Νεάπολιν καί ἐθαύμαζον καί ὡμολόγουν τήν χάριν τήν ὁποίαν ἔλαβεν παρά Θεοῦ, ἀναδειχθείς θαυματουργός». Μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 μ.Χ., το Ιερό Λείψανο μεταφέρθηκε στην Ελλάδα (με την ευκαιρία της ανταλλαγής των πληθυσμών, το 1924 μ.Χ.), από τον τότε εφημέριο Νεαπόλεως Αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο και κατατέθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Ευσταθίου Περισσού Αττικής, όπου και σήμερα φυλάσσεται, σε αρίστη κατάσταση.
  • Όσιος Ακεψιμάς 
Ο Όσιος Ακεψιμάς έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. κατά την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’ του Μεγάλου. Μετά από μία ζωή κοινωνική, κατά την οποία διακρίθηκε για την ευσέβειά της, κατέφυγε στον ερημικό βίο. Έκτισε την οικία του εντός ενός σπηλαίου. Τρεφόταν από τα πενιχρά προϊόντα της φύσεως. Ενίοτε του έφερναν τρόφιμα περαστικοί και ευσεβείς άνθρωποι. Ο Όσιος κρατούσε λίγα, μόνο τα άκρως απαραίτητα για τη σίτισή του και τα άλλα τα έδινε στους φτωχούς. Έπειτα προσκαλούσε τους ευεργέτες του στο σπήλαιο που ζούσε. Εκεί ο Ακεψιμάς ανταπέδιδε την καλοσύνη τους με διδασκαλία στο λόγο του Θεού. Ο Όσιος πραγματοποίησε πολλά θαύματα. Παρέδωσε εν ειρήνη το Πνεύμα του στον Κύριο.
  • Άγιος Αχαιμενίδης 
Ο Άγιος Αχαιμενίδης έζησε στα χρόνια του βασιλιά του Βυζαντίου Θεοδοσίου του μικρού και του Ισθιγέρδου βασιλιά των Περσών (περί το 410 μ.Χ.). Ήταν γιος επιφανούς Περσικής οικογένειας, διέθετε πλούτο και αξιώματα. Δεν άργησε να μάθει για την Χριστιανική πίστη και να προσέλθει στους κόλπους της, εγκαταλείποντας την πατρογονική θρησκεία και περιουσία. Το γεγονός αυτό το πληροφορήθηκε ο βασιλιάς, ο οποίος κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να τον πείσει να ασπαστεί την αρχική του θρησκεία. Όταν είδε ότι δεν μπορούσε να τον δελεάσει, διέταξε τον βασανισμό του και τον δημόσιο εξευτελισμό του. Βλέποντας ο βασιλιάς ότι μετά από όλα τα μαρτύρια που υπέστη δεν απαρνιόταν τον Χριστιανισμό άφησε τον Αχαιμενίδη ελεύθερο, υπό τον όρο ότι θα φύγει από την Περσία. Ο Άγιος Αχαιμενίδης απεβίωσε εν ειρήνη.
  • Όσιος Θεόδωρος ο Ομολογητής επίσκοπος Άγκυρας 
Ο Όσιος Θεόδωρος μάλλον υπήρξε υπέρμαχος των αγίων εικόνων και ίσως έδωσε και το αίμα του για τη σωστή θέση τους στην Ορθοδοξία.
  • Ανακομιδή Ιεράς Κάρας του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Αποστόλου του νέου. 

Η Ανακομιδή της Ιεράς Κάρας του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Αποστόλου του νέου από την Κωνσταντινούπολη στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου έγινε το 1796 μ.Χ. Ο Άγιος Απόστολος ο Νέος, γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου το 1667 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Κώστας Σταματίου και η μητέρα του Μέλω. Σε ηλικία 15 χρονών έμεινε ορφανός και το 1682 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργαζόταν σ’ ένα καπηλιό.

Ενώ ο άγιος είχε ήδη τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, συνέβη το εξής γεγονός στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι κάτοικοι του Αγίου Λαυρεντίου και της περιοχής, επειδή καταπιέζονταν σκληρά από τη βαριά και άδικη φορολογία, αποφάσισαν να προσφύγουν στους επιτρόπους του Σουλτάνου, η οποία όριζε τα χωριά εκείνα. Πράγματι επέτυχαν κάποια μείωση της φορολογίας και επέστρεψαν. Ο Βοεβόδας όμως όχι μόνο δεν αναγνώρισε τα έγγραφα των επιτρόπων και τα απέρριψε ως πλαστά αλλά συνέλαβε και τρεις από την επιτροπή των κατοίκων, που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη, τους έδεσε ως κακούργους, τους πήγε ο ίδιος στην Πόλη και ενήργησε να φυλακιστούν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας.

Όταν το έμαθαν αυτό οι συμπατριώτες τους στέλνουν αμέσως στην Πόλη μια επιτροπή σκοπεύοντας να απευθυνθούν στην ίδια την βασιλομήτορα για να ελευθερώσουν τους δεσμώτες. Καθώς δεν γνώριζαν πως και που θα έπρεπε να απευθυνθούν, προθυμοποιήθηκε ο Άγιος Απόστολος να τους βοηθήσει, αφού γνώριζε καλά και την τουρκική γλώσσα. Πήρε μάλιστα ο ίδιος την αναφορά και την έδωσε σε ανώτατο αξιωματούχο του Σουλτάνου. Εκείνος όμως είχε ήδη δεχθεί τις διαβολές του Βοεβόδα του Πηλίου. Διέταξε αμέσως εξαγριωμένος να συλληφθεί ο Άγιος και να παραδοθεί στον Βοεβόδα για να τιμωρηθεί για την αυθάδειά του. Ο Βοεβόδας διέταξε να τον δέσουν με αλυσίδες και του ζήτησε χαράτσι τεσσάρων ετών για όσο χρόνο έλειπε από το χωριό του. Ωστόσο, επειδή φοβόταν μήπως προσφύγουν οι υπόλοιποι της επιτροπής στην ίδια τη βασιλομήτορα, σκεφτόταν ν’ απολύσει τελικά τους τέσσερις κρατούμενους. Κάποιος όμως συμπατριώτης του Αγίου, ζηλότυπος γέρος, από φθόνο μήπως ένα ασήμαντο και φτωχό παιδί θεωρηθεί ευεργέτης του τόπου του, τον συκοφάντησε ότι αυτός υποκίνησε την όλη υπόθεση και ότι αν τον ελευθέρωνε σίγουρα θα καταμήνυε τον Βοεβόδα στην βασιλομήτορα. Έτσι ο Βοεβόδας διέταξε να τον βασανίσουν σκληρά μέχρι θανάτου.

Ενώ ο άγιος βασανιζόταν άσπλαχνα κάποια μέρα κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και προσπάθησε αργοπατώντας να δραπετεύσει. Τον αντιλήφθησαν όμως από τον θόρυβο των αλυσίδων και τον συνέλαβαν. Ο Βοεβόδας ήρθε τότε και άρχισε να τον χτυπά με ένα τσεκούρι. Ο άγιος του λέγει: «τι με χτυπάς με τόση σκληροκαρδία; Ή δεν γνωρίζεις ότι είμαι και από σένα και από τους υπηρέτες σου καλύτερος»; Αυτό θεωρήθηκε ομολογία πίστεως στο ισλάμ, ότι δήθεν ο Άγιος έλεγε πως είναι καλύτερος μωαμεθανός από αυτούς και αμέσως ο Βοεβόδας διέταξε να περιτμηθεί. Ο Άγιος αντιστεκόταν γενναία λέγοντας: «εγώ Χριστιανός είμαι και δεν αρνούμαι την αγία μου πίστη». Τον βασάνισαν τότε και τον έκλεισαν στη φυλακή των κακούργων. Κατόπιν τον οδήγησαν στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων και τους άλλους αξιωματούχους οι οποίοι άρχισαν με κολακείες και υποσχέσεις για αξιώματα, πλούτη, τιμές την προσπάθεια για εξισλαμισμό. Επειδή ο άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του τον οδήγησαν στον βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε και αυτός με τη σειρά του να εξισλαμίσει τον μάρτυρα με ακόμα μεγαλύτερες υποσχέσεις. Ο άγιος ούτε καν πρόσεχε τα λόγια τους αλλά τους έλεγε: «Μην αργοπορείτε και χάνετε τον καιρό σας, ό,τι είναι να κάνετε κάντε το γρήγορα. Οποιονδήποτε θάνατο και αν μου δώσετε θα τον δεχθώ προθυμότατα για χάρη του Χριστού μου. Μην αργοπορείτε λοιπόν. Θέλετε να με κάψετε; Να μαζέψω εγώ τα ξύλα και να ετοιμάσω την φωτιά. Θέλετε να με απαγχονίσετε; Να ετοιμάσω με τα ίδια μου τα χέρια τη θηλειά. Θέλετε να με αποκεφαλίσετε; Δώστε μου το ξίφος να το ακονίσω εγώ όσο χρειάζεται». Μη μπορώντας να τον ανεχθούν άλλο διέταξε ο βεζύρης τον αποκεφαλισμό του. Αφού όλη εκείνη τη νύχτα τον βασάνισαν, πριν ακόμη ξημερώσει τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Κάποιους Χριστιανούς που συνάντησαν τους χαιρέτισε ταπεινά και ζήτησε να τον συγχωρήσουν. Εκείνοι κατάλαβαν τον λόγο, ακολούθησαν φοβισμένοι από μακριά και υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του τέλους του. Σην πύλη του Γενή τζαμιού προς τον Κεράτιο ο Άγιος γονάτισε και περίμενε τον δήμιο. Οι άπιστοι προσπάθησαν και αυτή την τελευταία στιγμή να κάμψουν το φρόνημά του, μάταια όμως. Ο δήμιος για να κάνει οδυνηρότερη την εκτέλεση τον χτύπησε τρεις φορές στο λαιμό με το ξίφος και μετά αρπάζοντας με το αιμοβόρο του χέρι τα μαλλιά του αγίου τον αποκεφάλισε. Ήταν δεκαεννέα ετών.

Ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα καθόταν λίγο πιο πέρα από το άγιο λείψανο, ένα αστέρι από τον ουρανό κατέβηκε, στάθηκε πάνω από το άγιο λείψανο και σχημάτιζε σταυρό. Συγχρόνως πλήθος ανθρώπων εμφανίστηκε και περικύκλωνε τον μάρτυρα. Νομίζοντας ότι το πλήθος εκείνο είναι Χριστιανοί που ήρθαν να κλέψουν το λείψανο όρμησαν κατά κει αλλά πλησιάζοντας δεν είδαν τίποτα πέρα από το ιερό σώμα του αγίου.

Επειδή ξημέρωνε και άρχισε η κίνηση, φοβήθηκαν οι εκτελεστές μήπως αντιληφθούν οι Χριστιανοί τι συνέβαινε και ζητήσουν να πάρουν τον άγιο να τον θάψουν και να τον τιμούν. Έριξαν αμέσως το σώμα στη θάλασσα, την δε κεφαλή πήγαν στον βεζύρη ως απόδειξη της εκτέλεσης. Το άγιο λείψανο αντί να βυθισθεί βγήκε πλέοντας από τον Κεράτιο αλλά μένει άγνωστο το που προσορμίστηκε. Την αγία κεφαλή ζήτησαν μέσω του Πατριαρχείου οι Χριστιανοί που είχε συναντήσει ο άγιος στο δρόμο, για να την θάψουν δήθεν. Την έβαλαν σε αργυρή θήκη και την κατέθεσαν στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα. Αργότερα ο Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης του μάρτυρος, την έστειλε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο σπίτι του, που είχε ανοικοδομηθεί σε ναό, μετά από θαυμαστή προτροπή του ίδιου του Αγίου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα τῆς Θεσσαλίας, νέον καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Ἀπόστολε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ ἀθλήσας στερρότατα, τῆς εὐσέβειας τὴν δόξαν ἐτράνωσας. Ἄλλα πρέσβευε Κυρίω τῷ Σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἤμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ φρονήματι, ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ, διαπρέπον ἔνδοξε, ὡς στρατιώτης τοῦ Λόγου, ᾔσχυνας, τῶν ἐναντίων τὰς ἐπινοίας, ἤθλησας, μέχρι θανάτου γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Μεγαλομάρτυς Χριστοῦ Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, καὶ τῆς Λαυρεντίου, κωμοπόλεως ἀρωγός· χαίροις ὁ τῷ αἷμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐκχέας, Ἀπόστολε παμμάκαρ, πιστῶν βοήθεια.
  • Οσία Άννα του Κιέβου 
Η Οσία Άννα ήταν θυγατέρα του Μεγάλου Ηγεμόνα του Κιέβου Βζέβολοντ Γιαροσλάβιτς (1078 – 1093 μ.Χ.) του οποίου η γυναίκα ήταν κόρη του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου του Μονομάχου. Χάριν της Ιεραποστολής στη Ρωσία επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη. Μετά την επιστροφή της έγινε μοναχή στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας της. Το παράδειγμά της έφερε και άλλες ευσεβείς ψυχές στο Μοναχισμό. Θέσπισε το κοινοβιακό σύστημα σε όλες τις μονές του Κιέβου και ο ρόλος της στην διδασκαλία του Ρωσικού λαού υπήρξε σημαντικός. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 1112 μ.Χ. (ή 1113 μ.Χ. ή 1116 μ.Χ.). Το Λείψανό της ανακομίσθηκε αδιάφθορο. Μετά την Επανάσταση του 1917 μ.Χ., δεν υπάρχουν πληροφορίες για την τύχη του.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com