Έκρηξη της Τουνγκούσκα ή «Συμβάν της Τουνγκούσκα» | 30 Ιουνίου 1908 

Ήταν μια πολύ μεγάλη έκρηξη που συνέβη σε μία ακατοίκητη περιοχή κοντά στον ποταμό Τουνγκούσκα, παραπόταμο του ποταμού Γενισέι της Σιβηρίας, στο σημερινό Κράι του Κρασνογιάρσκ της Ρωσίας

by Times Newsroom

Η Έκρηξη της Τουνγκούσκα ή «Συμβάν της Τουνγκούσκα» ήταν μια πολύ μεγάλη έκρηξη που συνέβη σε μία ακατοίκητη περιοχή κοντά στον ποταμό Τουνγκούσκα, παραπόταμο του ποταμού Γενισέι της Σιβηρίας, στο σημερινό Κράι του Κρασνογιάρσκ της Ρωσίας, στις 7:14 π.μ. περίπου τοπική ώρα (3:14  θερινή ώρα Ελλάδας), στις 30 Ιουνίου 1908 (17 Ιουνίου με το παλαιό ημερολόγιο, το Ιουλιανό, που ήταν τότε ακόμα σε χρήση στη Ρωσία και στην Ελλάδα), ισοπεδώνοντας 1000 τ. χλμ δάσους, ενώ δένδρα σε ακόμα μεγαλύτερη απόσταση κυριολεκτικά φέρονταν να τσουρουφλίστηκαν.

Γενικά

Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του κέντρου της εκρήξεως είναι κατά προσέγγιση πλάτος 60°53΄09΄΄ βόρειο και μήκος 101°53΄40΄΄ ανατολικό.

Η πιθανότερη αιτία για την έκρηξη ήταν η εκρηκτική διάλυση στη γήινη ατμόσφαιρα ενός μεγάλου μετεωροειδούς, ή μικρού αστεροειδούς ή και θραύσματος κομήτη, η οποία πρέπει να έλαβε χώρα σε ύψος από 5 ως 10 χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της Γης. Υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για τις διαστάσεις του ουράνιου αυτού σώματος, γενικά πάντως συμφωνούν ότι είχε διαστάσεις μερικών δεκάδων μέτρων.

Παρότι το μετέωρο ή ο κομήτης εξερράγη στον αέρα αντί να προσκρούσει στην επιφάνεια της Γης, η ενέργεια που απελευθερώθηκε ήταν τόσο μεγάλη (από 5 ως 30 μεγατόνοι TNT ή το χιλιαπλάσιο της ατομικής βόμβας της Χιροσίμα), ώστε θέρισε περίπου 80 εκατομμύρια δέντρα σε μια έκταση πάνω από 2,15 εκατομμύρια στρέμματα. Μια έκρηξη αυτού του μεγέθους θα μπορούσε να καταστρέψει μια μεγάλη πόλη.

Η Έκρηξη της Τουνγκούσκα θεωρείται η μεγαλύτερη χερσαία πτώση μετεώρου ή αστεροειδή στη Γη στην καταγεγραμμένη Ιστορία. Πτώσεις παρόμοιου μεγέθους σε απομακρυσμένες περιοχές των ωκεανών δεν θα είχαν γίνει αντιληπτές πριν τη γενικευμένη τηλεπισκόπηση του πλανήτη από τεχνητούς δορυφόρους, την δεκαετία του 1970.

Περιγραφή

Προσεγγιστική θέση για την Έκρηξη της Τουνγκούσκα στη Σιβηρία.

Εκείνο το πρωί εντόπιοι Εβένκοι και Ρώσοι έποικοι στους λόφους βορειοδυτικά της λίμνης Βαϊκάλης αντίκρυσαν μια στήλη γαλαζωπού φωτός, λαμπρή σχεδόν όσο και ο Ήλιος, να διασχίζει τον ουρανό. Περίπου 10 λεπτά αργότερα, σημειώθηκε λάμψη και ήχος παρόμοιος με τον ήχο πυρών πυροβολικού. Ο ήχος συνοδεύθηκε από ένα ωστικό κύμα που έριξε ανθρώπους κάτω και έσπασε παράθυρα σε αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων. Οι περισσότεροι μάρτυρες ανέφεραν μόνο τους ήχους και τη δόνηση, όχι παρατήρηση της ίδιας της εκρήξεως. Οι διηγήσεις τους διαφέρουν ως προς τη σειρά και την ολική διάρκεια των γεγονότων.

Η δόνηση από την έκρηξη καταγράφηκε σε σεισμολογικούς σταθμούς σε όλη την Ευρασία. Παρότι η Κλίμακα Ρίχτερ δεν είχε επινοηθεί ακόμα, σε αρκετά μέρη η δόνηση θα είχε υπολογισθεί ισοδύναμη με σεισμό 5,0 βαθμών Ρίχτερ. Επίσης προκάλεσε διακυμάνσεις στην ατμοσφαιρική πίεση που ανιχνεύθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία. Τις επόμενες εβδομάδες ο νυχτερινός ουρανός ήταν αρκετά φωτισμένος για μεγάλο μέρος της νύχτας τόσο ώστε να μπορεί κάποιος να διαβάσει στο ύπαιθρο, εξαιτίας της σκόνης που υψώθηκε στη στρατόσφαιρα από την έκρηξη. Για τον ίδιο λόγο, στις ΗΠΑ, το Αστροφυσικό Αστεροσκοπείο Σμιθσόνιαν και το Αστεροσκοπείο του όρους Γουίλσον παρατήρησαν μια μείωση στη διαύγεια της ατμόσφαιρας που διήρκεσε αρκετούς μήνες.

Εξαιτίας της περιστροφής της Γης, αν η πτώση είχε συμβεί 4 ώρες και 47 λεπτά αργότερα, θα είχε καταστρέψει εντελώς την Αγία Πετρούπολη, τότε πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Μαρτυρίες

  • Του Σ. Σεμένοφ, όπως καταγράφηκε από την αποστολή του Λεονίντ Κούλικ το 1930 (Ν. Β. Βασίλιεφ, Α.Φ. Κοβαλιέφσκι, Σ.Α. Ράζιν, Λ.Ε. Επικτέτοβα, 1981). 

«Την ώρα του πρωινού καθόμουν δίπλα στο σπίτι, στον εμπορικό σταθμό Βαναβάρα (65 χλμ. νότια από την έκρηξη), βλέποντας βόρεια. […] Ξαφνικά είδα ότι ακριβώς βόρεια, πάνω από τον δρόμο της Τουνγκούσκα του Ονκοούλ, ο ουρανός άνοιξε στα δύο και φάνηκε φωτιά πάνω από το δάσος (όπως έδειξε ο αυτόπτης, περί τις 50 μοίρες ύψος – σημ. αποστολής). Το άνοιγμα μεγάλωσε και όλη η βόρεια πλευρά καλύφθηκε με φωτιά. Εκείνη τη στιγμή ζεστάθηκα τόσο πολύ ώστε δεν μπορούσα να το υποφέρω, σαν να καιγόταν το πουκάμισό μου: από τον βοριά, όπου ήταν η φωτιά, ερχόταν δυνατή ζέστη. Ήθελα να σκίσω το πουκάμισό μου και να το πετάξω κάτω, αλλά μετά ο ουρανός έκλεισε, ένας ισχυρός γδούπος ακούστηκε και πετάχτηκα λίγα μέτρα μακριά. Για μια στιγμή έχασα τις αισθήσεις μου, αλλά τότε έτρεξε έξω η γυναίκα μου και με πήρε μέσα στο σπίτι. Μετά από αυτό ήρθε ήχος όμοιος με αυτόν που κάνουν βράχια που πέφτουν ή κανόνια που ρίχνουν, η γη σείστηκε και όσο ήμουν κάτω πίεζα το κεφάλι μου στο πάτωμα, φοβούμενος ότι θα το έσπαζαν βράχια. Και καυτός άνεμος πέρασε ανάμεσα από τα σπίτια, σαν από κανόνια, που άφησε ίχνη στο έδαφος σαν μονοπάτια και προκάλεσε ζημιές σε κάποιες φυτείες. Αργότερα είδαμε ότι πολλά παράθυρα είχαν σπάσει…”

  • Του Τσουτσάν της φυλής των Σανιαγκίρ, όπως καταγράφηκε από τον Ι.Μ. Σουσλώφ το 1926.

«Είχαμε μια καλύβα δίπλα στο ποτάμι με τον αδελφό μου Τσεκαρέν. Ξυπνήσαμε ξαφνικά την ίδια ώρα. Κάτι σαν να μας έσπρωξε. Ακούσαμε ένα σφύριγμα και αισθανθήκαμε δυνατό άνεμο. Ο Τσεκαρέν είπε: Ακούς όλα αυτά τα πουλιά που πετούν από πάνω; Μέσα στην καλύβα δεν μπορούσαμε να δούμε τι συνέβαινε απέξω. Ξαφνικά σπρώχτηκα και πάλι… Φοβήθηκα. Το ίδιο κι ο αδελφός μου. Αρχίσαμε να φωνάζουμε τους γονείς μας, αλλά κανένας δεν απάντησε. Ακουγόταν θόρυβος πέρα από την καλύβα, μπορούσαμε να ακούσουμε δέντρα να πέφτουν. Ο Τσεκαρέν κι εγώ βγήκαμε από τους υπνόσακούς μας και θέλαμε να τρέξουμε έξω, αλλά τότε σαν να χτύπησε κεραυνός. Αυτός ήταν ο πρώτος. Η γη άρχισε να σείεται, άνεμος χτύπησε την καλύβα μας και τη διέλυσε. Ρίχτηκα κάτω από τα δοκάρια, αλλά το κεφάλι μου τη γλίτωσε. Τότε είδα ένα θαύμα: δέντρα έπεφταν, τα κλαδιά τους καίγονταν, όλα ήταν πολύ φωτεινά, πώς μπορώ να το πω, σαν να υπήρχε ένας δεύτερος ήλιος, τα μάτια μου πονούσαν, έφθασα να τα κλείσω… Και αμέσως ακολούθησε μια δυνατή βροντή. Αυτός ήταν ο δεύτερος κεραυνός. Το πρωινό ήταν ηλιόλουστο, δεν υπήρχαν σύννεφα, ο Ήλιος μας έλαμπε όπως συνήθως… Ο Τσεκαρέν κι εγώ δυσκολευτήκαμε λίγο να βγούμε από τα ερείπια της καλύβας. Τότε είδαμε σε ένα άλλο μέρος του ουρανού μια άλλη λάμψη και μια δυνατή βροντή ακούστηκε. Αυτός ήταν ο τρίτος κεραυνός. Και πάλι ήρθε άνεμος, μας έσπρωξε και χτύπησε στα πεσμένα δέντρα. Κοιτάξαμε τα πεσμένα δέντρα, είδαμε κορυφές δέντρων να τσακίζονται και φωτιές. Ξαφνικά ο αδελφός μου ούρλιαξε Κοίτα πάνω! και έδειξε με το χέρι του. Κοίταξα και είδα μια άλλη αστραπή που προκάλεσε μια ακόμα βροντή. Αλλά ο ήχος ήταν λιγότερο δυνατός. Αυτό ήταν το τέταρτο χτύπημα, σαν ένας συνηθισμένος κεραυνός. Τώρα θυμάμαι καλά ότι υπήρξε και ένας ακόμα κεραυνός, αλλ’ ήταν μικρός, και κάπου μακριά, εκεί που ο ήλιος πάει να κοιμηθεί»

  • Εφημερίδα Σιμπίρ (Sibir), 2 Ιουλίου 1908

«Στις 17η Ιουνίου, περί τις 9 το πρωί, παρατηρήσαμε ένα ασυνήθιστο φυσικό περιστατικό. Στο βόρειο χωριό Καρελίνσκι (200 βέρστια βόρεια του Κιρένσκ) οι χωρικοί είδαν προς τα βορειοδυτικά, ψηλά πάνω από τον ορίζοντα, υπέρλαμπρο (αδύνατο να το κοιτάξουν) ασπρογάλαζο ουράνιο σώμα, το οποίο επί δεκάλεπτο εκινείτο προς τα κάτω. Το σώμα εμφανιζόταν σωληνοειδές, δηλαδή κυλινδρικό στο σχήμα. Ο ουρανός ήταν αίθριος, μόνο ένα μικρό σκοτεινό σύννεφο παρατηρήθηκε στη γενική κατεύθυνση του λαμπρού σώματος. Επικρατούσε ζέστη και ξηρασία. Καθώς το σώμα πλησίαζε το έδαφος (δάσος), φάνηκε να μαυρίζει και μετατράπηκε σε ένα γιγάντιο κύμα μαύρου καπνού. Ακούστηκε ένας ισχυρός γδούπος (όχι βροντή), σαν να έπεφταν βράχια ή να ηχούσαν κανόνια, και όλα τα κτίσματα σείσθηκαν. Την ίδια ώρα το σύννεφο άρχισε να βγάζει φλόγες αβέβαιου σχήματος. Οι χωρικοί όλοι πανικοβλήθηκαν και βγήκαν στους δρόμους, γυναίκες έκλαιγαν, νομίζοντας ότι ήταν το τέλος του κόσμου. Ο συγγραφέας αυτών των γραμμών βρισκόταν στο δάσος περί τα 6 βέρστια βόρεια του Κιρένσκ και άκουσε προς τα ΒΑ σαν μπαράζ πυροβολικού που επαναλήφθηκε σε διαστήματα 15 λεπτών τουλάχιστον 10 φορές. Στο Κιρένσκ, σε λίγα κτήρια, στις βορειοανατολικές τους πλευρές τα παράθυρα έσπασαν»

  • Εφημερίδα Siberian Life, 27 Ιουλίου 1908

«Κατά την πτώση του μετεωρίτη, ισχυρές δονήσεις του εδάφους παρατηρήθηκαν και κοντά στο χωριό Λοβάτ του ουέζντ του Κανσκ ακούστηκαν δύο ισχυρές εκρήξεις, σαν από κανόνια μεγάλου διαμετρήματος.»

  • Εφημερίδα Κρασνογιάρετς (Krasnoyarets), 13 Ιουλίου 1908

«Χωριό Κεζέμσκογιε. Στις 17 (ενν. Ιουνίου με το παλ.ημερολ.) ένα ασυνήθιστο ατμοσφαιρικό γεγονός παρατηρήθηκε. Στις 7:43 ακούσθηκε ήχος παρόμοιος ισχυρού ανέμου. Αμέσως μετά ακούσθηκε ένας φρικιαστικός γδούπος, ακολουθούμενος από σεισμό που έσεισε τα κτήρια σαν να είχαν κτυπηθεί από ένα βαρύ βράχο. Ο πρώτος γδούπος ακολουθήθηκε από δεύτερο και τρίτο. Το διάστημα μεταξύ του πρώτου και του τρίτου γδούπου ακουγόταν ένα ασυνήθιστο υπόγειο κροτάλισμα, παρόμοιο με μια σιδηροδρομική γραμμή επί της οποίας δεκάδες τρένα ταξιδεύουν συγχρόνως. Στη συνέχεια, επί 5 ως 6 λεπτά ακουγόταν ήχος ακριβώς ίδιος με κανονιοβολισμούς: 50 ως 60 σε ίσα μικρά διαστήματα που προοδευτικά ελαττώνονταν σε ένταση. Μετά από 1,5 ως 2 λεπτά ακόμα έξι επιπλέον γδούποι ακούστηκαν συνοδευόμενοι από δονήσεις. Ο ουρανός, εκ πρώτης όψεως, εμφανιζόταν καθαρός. Δεν υπήρχε άνεμος ή σύννεφα. Ωστόσο, με προσεκτικότερη παρατήρηση προς τα βόρεια, δηλ. προς την κατεύθυνση των γδούπων, ένα είδος σύννεφου στάχτης φάνηκε κοντά στον ορίζοντα, που γινόταν συνεχώς μικρότερο και αραιότερο, και περί τις 2-3 μ.μ. εξαφανίσθηκε ολότελα».

Ιστορία

Τα χρόνια που ακολούθησαν την έκρηξη υπήρξε μικρή επιστημονική περιέργεια για το γεγονός, πιθανώς εξαιτίας της απομονώσεως της περιοχής Τουνγκούσκα. Αν υπήρξε κάποια αποστολή στην περιοχή τότε, οι καταγραφές της πιθανώς να χάθηκαν κατά τα επόμενα χαοτικά χρόνια — Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ρωσική Επανάσταση, Ρωσικός εμφύλιος πόλεμος.

Η πρώτη αποστολή που γνωρίζουμε έφθασε στον τόπο της εκρήξεως πάνω από μία δεκαετία αργότερα: Το 1921 ο Ρώσος ορυκτολόγος Λεονίντ Κούλικ επισκέφθηκε τη λεκάνη της Τουνγκούσκα ως μέρος επιθεωρήσεως από τη Σοβιετική Ακαδημία Επιστημών και συμπέρανε από τοπικές αφηγήσεις του γεγονότος ότι η έκρηξη είχε προκληθεί από ένα γιγάντιο μετέωρο. Ο Κούλικ έπεισε τη σοβιετική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει μια εξερευνητική αποστολή στην περιοχή με επιπλέον επιχείρημα την προσδοκία να ανακαλυφθεί μετεωρικός σίδηρος, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει τη βιομηχανία της χώρας.

Φωτογραφία από την αποστολή της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών υπό τον Λεονίντ Κούλικ (1927)

Η νέα αποστολή, πάλι υπό τον Κούλικ, έφθασε στην περιοχή το 1927. Προς έκπληξη των επιστημόνων, δεν βρέθηκε κανένας κρατήρας. Υπήρχε μία περιοχή καμένων δένδρων διαμέτρου περίπου 50 χιλιομέτρων. Κοντά στο υπόκεντρο λίγα δέντρα παραδόξως στέκονταν όρθια, αλλά απογυμνωμένα από τα κλαδιά κι από τον φλοιό τους. Τα δέντρα στη γύρω περιοχή είχαν πέσει κάτω προς τις κατευθύνσεις που έδειχναν μακριά από το κέντρο.

Στα επόμενα 10 χρόνια έγιναν τρεις ακόμα αποστολές στην περιοχή. Ο Κούλικ βρήκε ένα μικρό βαθούλωμα με βούρκο που σκέφθηκε ότι ίσως ήταν ο κρατήρας, αλλά μετά από κοπιαστική αποστράγγιση του βούρκου, ανακαλύφθηκαν αρχαία κούτσουρα δένδρων στον πυθμένα, αποκλείοντας την πιθανότητα ότι ήταν κρατήρας. Το 1938 ο Κούλικ οργάνωσε μια αεροφωτογράφηση της περιοχής, η οποία απεκάλυψε ότι η έκρηξη είχε ρίξει τα δέντρα σε μια τεράστια περιοχή με προσεγγιστικό σχήμα πεταλούδας. Παρόλα αυτά, δεν φαινόταν πουθενά κρατήρας.

Μεταπολεμικές αποστολές στην περιοχή (1950-1970) ανακάλυψαν μικροσκοπικά υαλώδη σφαιρίδια μετά από κοσκίνισμα του εδάφους. Χημική ανάλυση αυτών των σφαιριδίων έδειξε ότι περιείχαν μεγάλες ποσότητες νικελίου και ιριδίου, στοιχεία που βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε μετεωρίτες, υποδεικνύοντας εξωγήινη προέλευση.

Λεπτομερείς και συστηματικές συνεντεύξεις από αυτόπτες μάρτυρες άρχισαν να συλλέγονται πολύ καθυστερημένα (1959), από πολλούς ιθαγενείς που είχαν βρεθεί σε αποστάσεις μικρότερες των 100 χιλιομέτρων από την έκρηξη. Οι περισσότερες διηγήσεις ισχυρίζονταν ότι οι εντόπιοι είχαν βγάλει φλύκταινες στο δέρμα τους μετά την έκρηξη και ότι πέθαναν ολόκληρες οικογένειες. Οι γιατροί που συνόδευαν την αποστολή συμπέραναν ότι η έκρηξη είχε συμπέσει τυχαία με μία επιδημία ευλογιάς στην περιοχή.

Το ουράνιο σώμα

Μετεωρική εναέρια έκρηξη

Στους επιστημονικούς κύκλους, η κυρίαρχη εξήγηση για την έκρηξη είναι η εκρηκτική διάλυση στη γήινη ατμόσφαιρα ενός μεγάλου μετεωροειδούς, 5 ως 10 χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της Γης.

Μικρότεροι μετεωροειδείς εισέρχονται στη γήινη ατμόσφαιρα από το διάστημα κάθε μέρα, με ταχύτητες συνήθως πάνω από 10 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Πού και πού έρχεται και κάποιος μεγαλύτερος από μερικά εκατοστά. Η θερμότητα που παράγεται από τη συμπίεση και την τριβή του αέρα μπροστά από το σώμα όταν αυτό εισέλθει μέσα στην ατμόσφαιρα, οπότε και ονομάζεται πλέον μετέωρο, είναι τεράστια και τα περισσότερα μετέωρα καίγονται ή εκρήγνυνται πριν φθάσουν στο έδαφος. Από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά, η στενότερη παρακολούθηση της γήινης ατμόσφαιρας οδήγησε στην ανακάλυψη ότι τέτοιες εκρήξεις συμβαίνουν αρκετά συχνά. Πετρώδης μετεωροειδής διαμέτρου της τάξεως των 10 μέτρων μπορεί να δώσει μια έκρηξη των 20 κιλοτόνων, παρόμοιας ενέργειας δηλαδή με τις πυρηνικές βόμβες που ρίφθηκαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι τέτοιες εκρήξεις συμβαίνουν ψηλά στην ανώτερη ατμόσφαιρα σχεδόν κάθε χρόνο. Γεγονότα παρόμοια με της Τουνγκούσκα, των μερικών μεγατόνων, είναι πολύ σπανιότερα. Ο Γιουτζήν Σουμέικερ εκτίμησε ότι τέτοια γεγονότα συμβαίνουν μία φορά κάθε 300 χρόνια.

Επιπτώσεις στο έδαφος

Τα αποτελέσματα της εκρήξεως πάνω στα δέντρα επαναλήφθηκαν σε περιπτώσεις πυρηνικών δοκιμών στον αέρα κατά την περίοδο 1950-1968. Αυτά τα αποτελέσματα προκαλούνται από το ωστικό κύμα που παράγεται σε κάθε μεγάλη έκρηξη. Τα δέντρα ακριβώς κάτω από την έκρηξη χάνουν τα κλαδιά τους καθώς το κύμα κινείται καθέτως προς τα κάτω, ενώ τα δέντρα μακρύτερα ρίχνονται κάτω επειδή το ωστικό κύμα ταξιδεύει πιο κοντά στην οριζόντιο όταν φθάνει σε αυτά.

Το 1965 οι Ιγκόρ Ζότκιν και Μιχαήλ Τσικιλίν της Επιτροπής Μετεωριτών της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίοι ανακοίνωσαν στο περιοδικό Soviet Physics-Doklady την επίδραση της έκρηξης στην Τονγκούσκα σε ένα μοντέλο μικρότερης κλίμακας. Οι επιστήμονες αυτοί άναψαν ένα εκρηκτικό κορδόνι με κλιση 30 μοιρων από το επίπεδο ενός μοντέλου με πολλά δένδρα για να προσομοιώσουν τις επιδράσεις από τη δίοδο ενός σώματος από την ατμόσφαιρα. Το εκρηκτικό κορδόνι είχε στην άκρη του τετραπλή εκρηκτική ισχύ για να προσομοιώσει την τελική έκρηξη του σώματος. Το μοντέλο τους προσομοίωσε ακριβέστατα τον τρόπο με τον οποίο είχαν πέσει τα δέντρα στην Τουνγκούσκα, ακόμα και τη συστάδα των δέντρων που έμειναν όρθια στο κέντρο ακριβώς κάτω από την έκρηξη. Η εργασία τους έδειξε πως το αντικείμενο πλησίασε στην περιοχή από την ανατολική-νοτιοανατολική διεύθυνση (65 μοίρες ανατολικά του νότου)

Αστεροειδής ή κομήτης;

Η σύσταση του ουράνιου σώματος της Τουνγκούσκα παραμένει διαμφισβητούμενη. Το 1930 ο Βρετανός αστρονόμος Φράνσις Τζον Ουέλς Ουίπλ πρότεινε ότι ήταν ένας μικρός κομήτης. Αποτελούμενο κυρίως από πάγο και σκόνη, ένα τέτοιο σώμα θα μπορούσε να είχε τελείως εξατμισθεί από την τριβή με τη γήινη ατμόσφαιρα, χωρίς να αφήσει προφανή ίχνη. Η κομητική υπόθεση στηρίζεται και από την αυξημένη φωτεινότητα του νυκτερινού ουρανού που παρατηρήθηκε σε όλη την Ευρώπη επί πολλές νύχτες μετά την έκρηξη, και ερμηνεύεται από τη σκόνη και τον πάγο που θα είχε διαχυθεί από την ουρά του κομήτη στην ανώτερη ατμόσφαιρα. Η κομητική υπόθεση κέρδισε γενική αποδοχή ανάμεσα στους Σοβιετικούς ερευνητές της εκρήξεως κατά την δεκαετία του 1960.

Το 1978 ο Σλοβάκος αστρονόμος Λιουμπόρ Κρεσάκ πρότεινε πιο συγκεκριμένα ότι το σώμα ήταν ένα θραύσμα του βραχείας περιόδου Κομήτη του Ένκε, στον οποίο οφείλεται η βροχή μετεώρων Βήτα Ταυρίδες: το συμβάν της Τουνγκούσκα συνέπεσε με μία έξαρση αυτής της βροχής, ενώ και η προσεγγιστική τροχιά του σώματος της Τουνγκούσκα ταυτίζεται με την αναμενόμενη ενός τέτοιου θραύσματος.

Το 1983 ο αστρονόμος Ζντένεκ Σεκανίνα δημοσίευσε μία εργασία που ασκούσε κριτική στην κομητική υπόθεση. Υπεστήριξε ότι ένα σώμα με κομητική σύσταση που ταξιδεύει στην ατμόσφαιρα σε μια τόσο πλάγια τροχιά θα έπρεπε να είχε διαλυθεί ήδη σε πολύ μεγάλο ύψος, ενώ το σώμα της Τουνγκούσκα προφανώς «επεβίωσε» άθικτο μέχρι την τροπόσφαιρα. Ο Σεκανίνα επιχειρηματολόγησε υπέρ ενός συμπαγούς και βραχώδους σώματος, που πιθανώς ήταν ένας μικρός αστεροειδής. Αυτή η υπόθεση υποστηρίχθηκε και το 2001, σε μία μελέτη των Φαρινέλια, Φοσκίνι, κ.ά. που υποστήριξαν ότι το σώμα είχε έρθει από την κατεύθυνση της Ζώνης των Αστεροειδών.

Υπέρμαχοι της κομητικής υπόθεσης έχουν προτείνει ότι το σώμα ήταν ένας παλιός κομήτης με πετρώδη μανδύα, που του επέτρεψε να διεισδύσει βαθύτερα στην ατμόσφαιρα.

Η κυριότερη δυσκολία στη θεωρία του αστεροειδούς είναι ότι ένα τόσο μεγάλο βραχώδες σώμα θα έπρεπε να είχε φθάσει μέχρι το έδαφος και να είχε δημιουργήσει ένα μεγάλο κρατήρα στο σημείο της προσκρούσεως, αλλά δεν βρέθηκε κάποιος τέτοιος κρατήρας. Μόνη λύση είναι ότι η διάβαση του αστεροειδούς μέσα από την ατμόσφαιρα προκάλεσε αυξημένες πιέσεις και θερμοκρασίες μέχρι σημείου εκρήξεως. Η διάλυση θα πρέπει να ήταν πλήρης, ώστε να μη σωθούν υπολείμματα κάποιου μεγέθους. Μοντέλα που δημοσιεύθηκαν το 1993 δείχνουν ότι το σώμα είχε διάμετρο περί τα 60 μέτρα, με φυσικές ιδιότητες μεταξύ απλού και ανθρακούχου χονδρίτη.

Κατά την δεκαετία του 1990, Ιταλοί ερευνητές εξήγαγαν ρητίνη από το εσωτερικό δέντρων της περιοχής της εκρήξεως, για να εξετάσουν αιχμαλωτισμένα σωματίδια από την έκρηξη. Βρήκαν υψηλές συγκεντρώσεις υλικών που βρίσκονται συνήθως σε βραχώδεις αστεροειδείς και σπανιότερα σε κομήτες.

Η Λίμνη Τσέκο

Τον Ιούνιο του 2007 ανακοινώθηκε ότι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Μπολόνια είχαν επισημάνει μία λίμνη στην περιοχή ως πιθανό κρατήρα από το συμβάν της Τουνγκούσκα. Η Λίμνη Τσέκο είναι μια μικρή και κυκλική λίμνη γύρω στα 8 χιλιόμετρα Β-ΒΔ του υποκέντρου. Η υπόθεση αυτή όμως έχει αμφισβητηθεί από άλλους ειδικούς στο αντικείμενο. Εξάλλου μια έρευνα του 1961 είχε αποκλείσει μία νεότερη προέλευση της λίμνης, καθώς η παρουσία ιζήματος πάχους άνω των δύο μέτρων στον πυθμένα υποδεικνύει ηλικία τουλάχιστον 5.000 ετών.

Αναπόδεικτες υποθέσεις

Η επιστημονική κατανόηση της συμπεριφοράς των μετεώρων στη γήινη ατμόσφαιρα ήταν κατά πολύ πιο ατελέστερη κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και συνακόλουθα εμφανίσθηκαν και πολλές άλλες υποθέσεις για την ερμηνεία της εκρήξεως, καμιά από τις οποίες δεν γίνεται δεκτή από την επιστημονική κοινότητα.

Νίκολα Τέσλα

Υπό μια εκδοχή το συμβάν στην Τουνγκούσκα οφείλεται σε πείραμα του Νίκολα Τέσλα ο οποίος ενεργοποίησε την «ακτίνα θανάτου» του σημαδεύοντας την περιοχή της Αρκτικής με σκοπό να γίνει αντιληπτό κάποιο φαινόμενο και να ειδοποιηθεί από μια αποστολή που εκείνη την εποχή έπλεε στον Βόρειο Πόλο. Αντ’ αυτού, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, έγινε λάθος στη σκόπευση και η ακτίνα προχώρησε πέραν της περιοχής της Αρκτικής και χτύπησε στην προέκτασή της την περιοχή της Τουνγκούσκα.

Το «Τέλος του Κόσμου»

«Πιθανότατα η πρώτη θεωρία που γνώρισε πλατιά εξάπλωση για την έκρηξη της Τουνγκούσκα ήταν ότι επίκειτο το τέλος του κόσμου. Καθώς ο καιρός περνούσε, αυτή η θεωρία υποχωρούσε, μέχρι που σήμερα δύσκολα θα βρίσκαμε κάποιον που να πιστεύει ότι ο κόσμος τέλειωσε εκείνο το πρωί του Ιουνίου 1908…» (Κ. Τσάνλε, Nature 383, 674-75, 1996)

Φυσική βόμβα υδρογόνου

Το 1989 οι Ντ’Αλέσιο και Χαρμς πρότειναν ότι ποσότητα δευτερίου από κομήτη που εισήλθε στη γήινη ατμόσφαιρα ίσως υπέστη πυρηνική σύντηξη, με την πυρηνική και μηχανική δυναμική του συμβάντος να αφήνει ένα χαρακτηριστικό ίχνος με τη μορφή άνθρακα-14. Καταλήγουν όμως ότι η όποια απελευθέρωση πυρηνικής ενέργειας θα ήταν αμελητέα. Ανεξάρτητα, το 1990, ο Σεζάρ Σιρβάν συμπλήρωσε ότι ένας «κομήτης δευτερίου», δηλ. κομήτης με ασυνήθιστα υψηλή συγκέντρωση δευτερίου, θα μπορούσε να είχε εκραγεί ως μία φυσική βόμβα υδρογόνου, παράγοντας την περισσότερη από την ενέργεια που απελευθερώθηκε. Η σειρά των γεγονότων θα ήταν πρώτα μία μηχανική έκρηξη, η οποία θα πυροδοτούσε μία θερμοπυρηνική αντίδραση. Αυτή η πρόταση είναι ασύμβατη με τη γνώση τόσο της συστάσεως των κομητών, όσο και των συνθηκών θερμοκρασίας και πιέσεως που είναι απαραίτητες για την έναρξη πυρηνικής συντήξεως.

Μαύρη τρύπα

Το 1973 οι Άλμπερτ Α. Τζάκσον και Μάικλ Π. Ράιαν, φυσικοί στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, πρότειναν ότι η έκρηξη της Τουνγκούσκα προκλήθηκε από μια μικρή (περί τα 1020  ως 1022  γραμμάρια) μαύρη τρύπα, που πέρασε μέσα από τη Γη (“Was the Tungus Event due to a Black Hole?” Nature, τ. 245, 14/9/1973, σσ. 88-89). Αυτή η υπόθεση δεν εξηγεί γιατί δεν υπήρξε ένα αντίστοιχο «γεγονός εξόδου», μία δεύτερη έκρηξη που θα συνέβαινε καθώς η μαύρη τρύπα θα εξερχόταν από την άλλη πλευρά της Γης συνεχίζοντας το ταξίδι της στο διάστημα, ούτε το γιατί απουσίασαν οι συνεχείς σεισμικές διαταραχές που θα συνέβαιναν κατά μήκος της τροχιάς της μαύρης τρύπας μέσα στον μανδύα.

Αντιύλη

Το 1965 οι Κόουαν, Ατλούρι και Λίμπι πρότειναν ότι η έκρηξη της Τουνγκούσκα προκλήθηκε από την εξουδετέρωση μιας ποσότητας αντιύλης που έπεσε από το διάστημα (Κόουαν, Σ., Ατλούρι, Σ.Ρ. και Λίμπι, “Possible Anti-Matter Content of the Tunguska Meteor of 1908”, Nature τ. 206, σσ. 861-865 (29/5/1965)). Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τις άλλες υποθέσεις που περιγράφονται σε αυτή την ενότητα, έτσι και αυτή δεν ερμηνεύει το ιρίδιο και το νικέλιο σε υαλώδη σφαιρίδια στην περιοχή.

Συντριβή ΑΤΙΑ

Αρκετοί οπαδοί των UFO έχουν ισχυρισθεί ότι το συμβάν της Τουνγκούσκα ήταν το αποτέλεσμα της εκρήξεως ενός εξωγήινου διαστημοπλοίου ή ακόμη και ενός εξωγήινου όπλου που εξερράγη «για να σώσει τη Γη από μια επικείμενη απειλή». Αυτοί οι ισχυρισμοί φαίνεται ότι προήλθαν από ένα διήγημα επιστημονικής φαντασίας του Σοβιετικού μηχανικού Αλεξάντερ Καζάντσεφ το 1946, στο οποίο ένα κινούμενο με πυρηνική ενέργεια αρειανό διαστημόπλοιο, αναζητώντας γλυκό νερό από τη λίμνη Βαϊκάλη, ανατινάχθηκε στον αέρα. Ο Καζάντσεφ εμπνεύσθηκε αυτή την ιστορία από την επίσκεψή του στη Χιροσίμα στα τέλη του 1945. Πολλά στοιχεία στην ιστορία του αναμίχθηκαν με τα πραγματικά γεγονότα στην Τουνγκούσκα. Η θεωρία του πυρηνοκίνητου ΑΤΙΑ υιοθετήθηκε από τους Τόμας Άτκινς και Τζον Μπάξτερ στο βιβλίο τους The Fire Came By (1976). Η τηλεοπτική σειρά του 1998 The Secret KGB UFO Files (Phenomenon: The Lost Archives) («Οι μυστικοί φάκελοι των ΑΤΙΑ της Κα-Γκε-Μπε – Φαινόμενο: τα χαμένα αρχεία») που μεταδόθηκε από τον σταθμό Turner Network Television, αναφερόταν στο συμβάν της Τουνγκούσκα ως «το ρωσικό Ρόσγουελ» και ισχυριζόταν ότι συντρίμματα ΑΤΙΑ είχαν βρεθεί στην περιοχή.

Οι οπαδοί της θεωρίας του ΑΤΙΑ δεν μπόρεσαν ποτέ να δώσουν κάποια απόδειξη των ισχυρισμών τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η τοποθεσία, ως ευρισκόμενη ανατολικά του Κοσμοδρομίου του Μπαϊκονούρ, έχει δεχθεί πολλές φορές ρωσικά διαστημικά συντρίμματα, με μεγαλύτερα αυτά από την αποτυχημένη εκτόξευση της πέμπτης δοκιμαστικής πτήσεως Βοστόκ στις 22 Δεκεμβρίου 1960. Το διαστημικό όχημα έπεσε κοντά στην περιοχή της εκρήξεως της Τουνγκούσκα και μία ομάδα μηχανικών στάλθηκε εκεί για να ανακτήσει την κάψουλα και τα δύο σκυλιά επιβάτες της (που επέζησαν).

Παρόμοια συμβάντα

Η έκρηξη της Τουνγκούσκα είναι η ισχυρότερη, αλλά όχι η μοναδική αξιόλογη έκρηξη μετεώρου στην πρόσφατη Ιστορία. Ακολουθεί μία επιλογή παρόμοιων συμβάντων με πρώτη την έκρηξη της Τουνγκούσκα.

Ημερομηνία Τόπος Ενέργεια που απελευθερώθηκε (ισοδύναμο σε τόνους ΤΝΤ) Εκτιμώμενο ύψος της εκρήξεως Σχόλια
30 Ιουνίου 1908 60 km NNW της Βαναβάρα, 60°53’09”N, 101°53’40”E (Kundt, 2003) στο Κράι Κρασνογιάρσκ 10–15 εκατομ. 8,5 km Έκρηξη της Τουνγκούσκα
13 Αυγούστου 1930 Περιοχή ποταμού Κουρουσά, Αμαζονία, Βραζιλία 0,1-1,0 εκατομ.
31 Μαΐου 1965 Νοτιοανατολικός Καναδάς 600 13 km Βρέθηκε 1 γραμμάριο μετεωρικής ύλης
17 Σεπτεμβρίου 1966 Λίμνη Χιούρον, Μίτσιγκαν, ΗΠΑ 600 13 km Δεν βρέθηκε μετεωρική ύλη
5 Φεβρουαρίου 1967 Βίλνα Αλμπέρτα, Καναδάς 600 13 km Δύο πολύ μικρά θραύσματα βρέθηκαν: 48 και 94 χιλιοστά του γραμμαρίου
22 Σεπτεμβρίου 1979 Νότιος Ινδικός Ωκεανός 2.000
19 Ιανουαρίου 1993 Λούγκο, βόρεια Ιταλία > 10.000
6 Ιουνίου 2002 Μεσόγειος Θάλασσα μεταξύ Λιβύης και Ελλάδας 26.000
25 Σεπτεμβρίου 2002 Μποντάιμπο, Ρωσία 500 – 5.000

Πηγές

  • Παύλος Λασκαρίδης, Στα ίχνη των UFO. Μαρτυρίες,θεωρίες και απόψεις για το πρόβλημα της ζωής στο σύμπαν,εκδ.Δίαυλος, Αθήνα, 2002
  • Baxter, John & Atkins, Thomas: The Fire Came By: The Riddle of the Great Siberian Explosion, Macdonald and Jane’s, Λονδίνο 1975. ISBN 0-446-89396-X.
  • Brown, J.C. & Hughes, D.W.: Nature 268, 512-514 (1977)
  • Furneaux, Rupert: The Tungus Event, Nordon Publications, Νέα Υόρκη 1977. ISBN 0-586-04423-X.
  • Gallant, Roy A.: The Day the Sky Split Apart: Investigating a Cosmic Mystery, Atheneum Books for Children, Νέα Υόρκη 1995. ISBN 0-689-80323-0.
  • Krinov, E. L.: Giant Meteorites, μετάφρ. J.S. Romankiewicz (Part III: The Tunguska Meteorite), Pergamon Press, Οξφόρδη 1966
  • Kundt, W.: “The 1908 Tunguska catastrophe” Current Science, 81, 399-407 (2001)
  • Kundt, W.: TUNGUSKA 1908 Chin. J. Astron. Astrophys., 3, Suppl., 545-554 (2003)
  • Morgan, J., Phipps, Ranero, C.R., Reston, T.J.: Earth and Planetary Science Letters, 217, 263-284 (2004)
  • Lerman, J.C., Mook, W.G., Vogel, J.C.: Nature, Effect of the Tunguska Meteor and Sunspots on Radiocarbon in Tree Rings, (9/12/1967) | doi:10.1038/216990a0; 216, 990–1 (1967)
  • Ol’khovatov, A.Yu.: Earth, Moon and Planets, τ. 93, σσ. 163-173 (2003)
  • Stoneley, Jack: Cauldron of Hell: Tunguska, Simon & Schuster, Νέα Υόρκη 1977. ISBN 0-671-22943-5.
  • Verma, Surendra: The Tunguska Fireball: Solving One of the Great Mysteries of the 20th century, Icon Books, Cambridge 2005. ISBN 1-84046-620-0.
  • Verma, Surendra: The Mystery of the Tunguska Fireball, Icon Books, Cambridge 2006. ISBN 1-84046-728-2.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή