Ερίκ Σατί (1866-1925), Γάλλος συνθέτης

ΆΑσκησε σημαντική επίδραση στη μουσική του 20ού αιώνα

by Times Newsroom

Πορτρέτο του Ερίκ Σατί (1893) της Σουζάν Βαλαντόν

Ο Ερίκ Σατί (17 Μαΐου 1866, Ονφλέρ Γαλλίας- 1 Ιουλίου 1925, Παρίσι, πλήρες όνομα Erik-Alfred Leslie Satie) ήταν Γάλλος συνθέτης που άσκησε σημαντική επίδραση στη μουσική του 20ού αιώνα.

Ο Ερίκ Σατί, πρωτότοκος γιός του Jules Alfred Satie και της Jane Leslie Anton, γεννήθηκε στο «Ονφλέρ του Καλβαντός, στη συνοικία Πον Λεβέκ, στις 17 Μαΐου 1866…» σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια όπως αναφέρονται σε κείμενό του. Και παρακάτω γράφει: «Η Ονφλέρ είναι μια μικρή πόλη που βρέχεται συγχρόνως -και πανθομολογουμένως- απο τα ποιητικά νερά του Σηκουάνα και τα μανιασμένα κύματα της Μάγχης». Το 1870 λόγω οικονομικών προβλημάτων η οικογένεια μετακομίζει στο Παρίσι.

Δύο χρόνια μετά η μητέρα του πεθαίνει και ο Ερίκ, μαζί με τον αδελφό του Κόνραντ, ξαναγυρίζει στο Ονφλέρ να ζήσει με τον παππού και τη γιαγιά του. Όταν η τελευταία πνίγεται, το καλοκαίρι του 1878, τα δύο αδέλφια επιστρέφουν στο Παρίσι, στον πατέρα τους. Δυστυχώς τον επόμενο χρόνο εκείνος ξαναπαντρεύεται με μια γυναίκα που ο μικρός Ερίκ αντιπαθούσε.

Στο σχολείο οι επιδόσεις του δεν ήταν καλές. Το 1879 μπαίνει στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού αλλά και εκεί οι επιδόσεις του ήταν μέτριες. Εκείνο που τον ευχαριστούσε ήταν το διάβασμα και η λογοτεχνία. Ο Χανς Άντερσεν ήταν και παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ο αγαπημένος του συγγραφέας. Δυόμιση χρόνια μετά εγκαταλείπει το Ωδείο αποφασίζοντας να καταταγεί εθελοντικά στο πεζικό.

Στις χρονιές 1884-85 αρχίζει να γράφει μικρά δικά του έργα υπογράφοντας «Erik». Επιστρέφοντας από το στρατό νοικιάζει ένα δωμάτιο στη Μονμάρτη με έξοδα του πατέρα του. Τότε γράφει τις Γυμνοπαιδιές και τις τρεις Σαραμπάντες που αποτελούν σταθμό στην ιστορία της μουσικής πρωτοπορίας. Υιοθετεί τον μποέμικο τρόπο ζωής και συχνάζει στο καμπαρέ “Μαύρος Γάτος” (Le chat noir). Το 1891 γίνεται δεύτερος πιανίστας στο «Πανδοχείο του Καρφιού» (Auberge du Clou). Εκεί γνωρίζεται με τον συνθέτη Κλωντ Ντεμπυσσύ και ξεκινά η μακρόχρονη αλλά και δύσκολη για κάποιες περιόδους φιλία τους. Αρχίζει να γίνεται κάπως ευρύτερα γνωστός. Ωστόσο εμφανίζει τάσεις απομωνοτισμού και παράνοιας. Η εποχή αυτή συμπίπτει με τη μυστικιστική του περίοδο. Μελετά τη Γρηγοριανή μουσική, τη Γοτθική τέχνη και γίνεται μέλος μιας μυστικής θρησκευτικής οργάνωσης.Στα πλαίσια της δικής του εκκλησίας το 1892 εκδίδει το περιοδικό «Χαρτουλάριον της Μητροπολιτικής Εκκλησίας της Τέχνης του Ηγεμόνα Ιησού» (Cartulaire) όπου γράφει μόνος του όλα τα άρθρα είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με ψευδώνυμο.

Στις 18 Ιανουαρίου 1893, ο Σατί συνδέεται με την ζωγράφο Σουζάν Βαλαντόν. Παρ’ όλο που την ζήτησε σε γάμο, χωρίς ανταπόκριση, μετά την πρώτη τους νύχτα, η Βαλαντόν εγκαθίσταται σε δικό της δωμάτιο στην οδό Κορτό, δίπλα στο δικό του. Μέσα στο πάθος του για την «Biqui» του, γράφει φλογερές νότες για «όλη την ύπαρξή της, τα όμορφα μάτια της, τα απαλά χέρια της και τα κομψά πόδια της» και συνθέτει προς τιμήν της τους Γοτθικούς χορούς ενώ εκείνη φτιάχνει το πορτραίτο του.

Πέντε μήνες αργότερα, στις 20 Ιουνίου, ο χωρισμός τους τσακίζει τον Σατί «με μια παγωμένη μοναξιά που γεμίζει το κεφάλι με κενό και την καρδιά με θλίψη». Δεν έχει γίνει γνωστή καμμία άλλη σχέση του τόσο σοβαρή και βαθειά. Σαν να ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό του συνθέτει τις Vexations, ένα θέμα που χτίζεται με βάση μια σύντομη μελωδία, για την οποία σημειώνει:

«Για να παίξεις 840 φορές συνεχόμενα αυτό το μοτίβο, θα είναι καλό να προετοιμαστείς ανάλογα, και μέσα σε απόλυτη σιωπή, με έντονες ακινησίες»

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1963 ο Τζων Κέιτζ οργάνωσε στο Pocket Theatre της Νέας Υόρκης την παρουσίαση της ολοκληρωμένης εκδοχής του έργου, με τη συμμετοχή πολλών πιανιστών (συνολική διάρκεια 18 ώρες και 40 λεπτά!).

Το 1898 μετακομίζει στο προάστιο Arcueil-Cachan όπου και θα παραμείνει μέχρι το θάνατό του. Πηγαινοέρχεται στο Παρίσι με τα πόδια, πίνει και συνθέτει σε διάφορα καφέ στο δρόμο, επισκέπτεται συχνά τον Ντεμπισί, γράφει τραγούδια για καμπαρέ και θεατρικά έργα. Σε ηλικία τριάντα εννέα ετών (1905) αποφασίζει να εγγραφεί στη Schola Cantorum όπου παρακολουθεί μαθήματα αντίστιξης, ανάλυσης, φόρμας, ενορχήστρωσης, σύνθεσης. Αποφοιτά τρία χρόνια αργότερα με άριστα. Το 1911 ο Μορίς Ραβέλ και άλλοι Νέοι Μουσικοί παρουσιάζουν έργα του στο κοινό της Ανεξάρτητης Μουσικής Εταιρίας. Αποκτά και οπαδούς, τους «σατιστές». Στο Αρκέιγ παρευρίσκεται σε συναντήσεις ριζοσπαστών-σοσιαλιστών και το 1908, μετά τον θάνατο του Ζαν Ζορές (31/7), μπαίνει στο Σοσιαλιστικό κόμμα. To 1915 γνωρίζεται με τον Ζαν Κοκτό ο οποίος του ζητά να συνεργαστούν. Καρπός της συνεργασίας τους είναι το μπαλέτο Παρέλαση (Parade)του οποίου η πρεμιέρα δίνεται στις 18/5/1917, σε λιμπρέτο του Κοκτό, σκηνικά-κοστούμια του Πικάσο και χορογραφία του Λεοντίτ Μασίν, από τα ρωσικά μπαλέτα του Ντιαγκίλεφ.Το έργο αυτό ένωνε τον κυβισμό, τον κινηματογράφο και το τσίρκο αλλά το πιο προκλητικό και πρωτοποριακό στοιχείο της ήταν η μουσική που είχε γράψει ο Σατί.

Η ομάδα των Έξι

Λίγο μετά από αυτή την συνεργασία αναλαμβάνει το ρόλο του μέντορα μιας ομάδας νέων μουσικών, που έμειναν γνωστοί ως οι Έξι. Οι μουσικοί αυτοί ήταν οι Ζορζ Ορίκ, Φρανσίς Πουλένκ, Ντάριους Μιγιό, Λουί Ντυρέ, Αρτίρ Χόνεγκερ και Ζερμέν Ταϊγφέρ. Το 1920 οι Εξι θα παρουσιάσουν το μοναδικό ομαδικό τους έργο Οι παντρεμένοι του Πύργου του Άιφελένα ντανταϊστικό μπαλέτο[13]. Σε μία διάλεξή του για τους Έξι ο Σατί είχε πει:

«Οι Έξι με την αισθητική τους,
…ανήκουν στο Νέο Πνεύμα…
…Τι είναι το Νέο Πνεύμα;…
…ο Γκιγιόμ Απολινέρ γράφει: «Το Νέο Πνεύμα βρίσκεται στην έκπληξη…»
Για μένα,… είναι κυρίως η επιστροφή στην κλασική φόρμα -με σύγχρονη ευαισθησία…»

— Ερίκ Σατί Εκτός ήχου , σελ. 38, 39, 40

Το 1918 γράφει το αριστούργημά του Σωκράτης (Socrate), μετά από παραγγελία της πριγκίπισσας ντε Πολινιάκ, για τέσσερις σοπράνο και ορχήστρα δωματίου, το οποίο βασίζεται σε τρεις διαλόγους του Πλάτωνα (Συμπόσιο, Φαίδρο και Φαίδωνα). Στην πρεμιέρα της παράστασης, που δόθηκε στο Παρίσι το 1920, ο Σατί είχε μοιράσει μια προειδοποίηση: «Όσοι δεν καταλάβουν, παρακαλούνται να τηρήσουν στάση απόλυτης υποταγής και κατωτερότητας». Τέλη του 1919 έρχεται σε επαφή με τους Ντανταϊστές του Τριστάν Τζαρά. Συχνάζει σε πιο ακραίους κύκλους και χαίρεται να σοκάρει την υψηλή κοινωνία. Το 1921 γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα.

Το τέλος

Τα πέντε τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ γόνιμα. Τελευταία έργα του η μουσική για το σουρεαλιστικό μπαλέτο Παύση (Relache) των Φρανσίς Πικαμπιά και Μαρσέλ Ντισάν και για το φιλμ Διάλειμμα (Entr’acte) σε σκηνοθεσία του Ρενέ Κλαιρ. Όλοι οι συντελεστές της παράστασης έκαναν ό,τι μπορούσαν για να προκαλέσουν το κοινό. Ωστόσο ο Σατί έλεγε: «Προτιμώ να τους ακούω να φωνάζουν παρά να χειροκροτούν». Στο ξεκίνημα της χρονιάς του 1925 η υγεία του επιδεινώνεται. Εκτός από την χρόνια κίρρωση του ύπατος από την οποία υποφέρει έχει και πλευρίτιδα. Την 1η Ιουλίου της ίδιας χρονιάς πεθαίνει στο νοσοκομείο Σεν-Ζοζέφ.

Η μουσική του

Αναμνηστική πινακίδα έξω από το σπίτι του Ερίκ Σατί στη Μονμάρτη

Παρ’ όλο που ο Σατί απορρίφθηκε από κάποιους μουσικούς της εποχής του που παρεξήγησαν το μη συμβατικό ύφος,την εκκεντρικότητα και την ελαφράδα των έργων του, αντιπροσωπεύει το πρώτο οριστικό ρήγμα με τον γαλλικό Ρομαντισμό του 19ου αιώνα και είναι πρόδρομος μεταγενέστερων ρευμάτων στην τέχνη όπως ο μινιμαλισμός, ο σουρεαλισμός και η επαναληπτική μουσική. Εργάστηκε για να απαλλάξει τη μουσική από την επιτήδευση και τον συναισθηματισμό, βασικά στοιχεία του Ρομαντισμού, και να αναδείξει έτσι την βαθύτερη ουσία της. Απορρίπτοντας τα μεγαλειώδη αισθήματα και νοήματα, παντρεύει τη ζωή και την τέχνη σε ένα παράξενο αλλά ενιαίο σύνολο.

Η μουσική του είναι στενά συνδεδεμένη με τον Ντανταϊσμό και τον Σουρεαλισμό όπως φαίνεται και από τους τίτλους που έχουν μερικά έργα του: Τρία κομμάτια σε σχήμα αχλαδιού (Trois morceaux en forme de poire) ή Αποξηραμένα έμβρυα (Embryons Desseches). Το μπαλέτο του Παρέλαση περιέχει κομμάτια γραμμένα για γραφομηχανές, σειρήνες, προπέλες αεροπλάνων, τηλέγραφο και έναν τροχό λοταρίας. Έχει ενδιαφέρον να αναφέρθεί ότι στις σημειώσεις του Γκιγιόμ Απολινέρ για το πρόγραμμα της Παρέλασης χρησιμοποιείται για πρώτη φορά η λέξη «Σουρεαλισμός».

Το 1913, πολύ πριν εμφανιστεί το κίνημα των Ντανταϊστών, γράφει το έργο Η Παγίδα τού Μέδουσα, κωμωδία σε μία πράξη του κ. Έρίκ Σατί (με μουσική του ίδιου κυρίου) (κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο κόμης Meduse), το οποίο αποτελεί απόδειξη, όπως και πολλά άλλα έργα του, της ικανότητάς του να είναι πρωτοπόρος και να δημιουργεί έργα που αργότερα θα αποτελέσουν νεοτερικά αισθητικά κινήματα στη μουσική. Κορόιδευε τον Ιμπρεσιονισμό όπως φαίνεται και από τις οδηγίες που δίνει στον εκτελεστή: «με μεγάλη νοσηρότητα» ή «ελαφρύ σαν αυγό»! Σε πρώιμα κομμάτια για πιάνο, όπως τα Τρεις Σαραμπάντες (1877) και Τρεις Γυμνοπαιδίες (1888) χρησιμοποιεί νεωτεριστικές για την εποχή του συγχορδίες που τον καθιστούν πρωτοπόρο της αρμονίας καθώς και στοιχεία από την τζαζ πολύ πριν από τον Στραβίνσκι και άλλους μουσικούς. Ο Σατί δεν έγραψε ποτέ μεγάλα συμφωνικά έργα ή όπερες. Χαρακτηριστικό της μουσικής του, αλλά και των γραπτών του, ήταν η συντομία και η αποσπασματικότητα.

Σατί και Σεφέρης

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ελληνικά πράγματα έχει το γεγονός ότι το 1935 ο ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης γράφει τις δικές του Γυμνοπαιδίες. Ο Σεφέρης πήγε στο Παρίσι 18 ετών για να σπουδάσει νομικά, αλλά ασχολήθηκε πολύ με την ποίηση και αρκετά με την μουσική. Ο Ντεμπυσύ ήταν ο αγαπημένος του συνθέτης. Γνωρίζουμε ότι στο Λονδίνο όπου εργάστηκε από το 1931 έως το 1934, άκουγε ήδη τις Γυμνοπαιδίες του Σατί. Οι τίτλοι των δύο ποιημάτων του είναι: «Σαντορίνη» και «Μυκήνες» και είχαν «φιλοδοξίες χορικής ποίησης» όπως είχε πει ο ίδιος ο Σεφέρης.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com