Μια άγια νύχτα που σκουπίζει τα δάκρυα

Τα Χριστούγεννα αποτελούν και μια ξεχωριστή γιορτή για τη λογοτεχνία, που έχει τιμήσει με ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της τη λαμπρότερη αυτή ημέρα του χρόνου.

  • Σύνθεση: Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου

«Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα
να κλαίει δίπλα.

Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία!
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.»

(Τάσος Λειβαδίτης “Η Γέννηση” 1983)

Χριστούγεννα Δεσποτική εορτή της Χριστιανοσύνης, με την οποία τιμάται «η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού».

Τα Χριστούγεννα αποτελούν και μια ξεχωριστή γιορτή για τη λογοτεχνία, που έχει τιμήσει με ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της τη λαμπρότερη αυτή ημέρα του χρόνου. Από τα βιβλία που έχουν γραφτεί τους δύο τελευταίους αιώνες για τα Χριστούγεννα επιλέγουμε τους παρακάτω τίτλους:

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Αντί περιεχομένων όμως, καταγράφουν ένα αληθινό περιστατικό:

«…Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ακρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο Σταμάτης Σταματίου δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής.

Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του. Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος στο πολυτονικό της καθαρεύουσας, όπως τον κατέγραψε ο Στ. Σταματίου:

«-Κι᾿ αὐτὰ τί νὰ τὰ κάμω; Δὲν τὰ θέλετε;

Καὶ μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πὼς ἦταν πιστοποιητικὰ ἀπορίας.

Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δὲν μᾶς χρειάζονται.

Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτὸς νὰ φύγῃ, ξαναγύρισε.

Τότε ἀφοῦ δὲν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγὼ μὲ τί δικαίωμα θὰ πληρωθῶ;

Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.

Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.

Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!…

Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε.

Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι. Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸ λογιστήριο.

Μά τί εἶναι, ἐπὶ τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε;

Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε.

Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων… καὶ ποιὸς εἶσθε σεῖς;

Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

Ο ἴδιος;

Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος!

Ἔπεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω.

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!… Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καὶ τσαλακωμένος ἄνθρωπος, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικὲς καὶ συγκινήσεις ψυχικές, ποὺ ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνοὺς κι᾿ ἀγνώστους, ποὺ τοὺς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σὰν νὰ περάσαμε μιὰ ζωὴ μαζί, αὐτὸς σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Τοῦ ἕσφιξα τὸ χέρι χωρὶς νὰ ἠμπορῶ οὔτε μιὰ λέξι νὰ προφέρω. Ἀπὸ τὴν ταραχή μου καὶ τὴ σαστιμάρα μου οὔτε τὸ φῶς δὲν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστὸ χέρι νὰ σφίγγῃ τὸ δικό μου καὶ τὸν ἔχασα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι… Ἔμεινε ὅμως πίσω μιὰ μοσχοβολιὰ κηριοῦ ποὺ λυώνει ἐμπρὸς στὶς ἅγιες εἰκόνες, κάτι ἀπὸ τοῦ καντηλιοῦ τὸ σβύσιμο, κάτι ἀπὸ θυμιατοῦ πέρασμα μακρυνό, μακρυνὸ πολύ…»

Επρόκειτο για «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη», το διήγημα που άφησε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» ο Παπαδιαμάντης.

Το εν λόγω διήγημα που εκδόθηκε πρώτη φορά το 189 διαδραμματίζεται στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, , που εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά–Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του…

«Παραμονή Χριστουγέννων» (1832) του Νικολάι Γκόγκολ.

Μια νουβέλα από την Ουκρανία όπου ο διάβολος επιχειρεί έναν τελευταίο γύρο θριάμβου προτού επιστρέψει στην κόλαση (νύχτα Χριστουγέννων γαρ), αλλά ο Θεός βρίσκει τον τρόπο να ακυρώσει όλα τα σχέδιά του και να διακηρύξει την απέραντη αγάπη του, η οποία θα αποτρέψει τους κακούς και θα φωτίσει τους δίκαιους.

Το ποίημα «Το παιδί με τη σάλπιγγα» έγραψε ο Νικηφόρος Βρεττάκος και μας συγκίνησε:

Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγγενα – στο τζάκι του Νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.
Να την κάνεις αγάπη.

Ο Κωστής Παλαμάς μας άφησε τους παρακάτω στίχους για «Τα χριστούγεννα»:

Α΄

Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι
οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!
Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ’βλεπαν το φωτεινό του δρόμο,
κι από τη ζήλια θα ’τρεμαν… Αστέρι, σε ποιά χώρα
του απεράντου σ’ ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη Φθορά μην έσβησε το φως σου;
Ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας;
Για όλα τ’ άστρ’ αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…
Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννά μας θά μπουν,
θαρρώ πως οι ακτίνες σου μες στην ψυχή μου λάμπουν.
Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι,
οπού στην κούνια του Θεού τους Μάγους έχει φέρει!

Β΄

Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει!
Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!
Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει,
και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει.
Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδελφές, κοπέλες
με κουβεντούλες άσωστες γλυκιές γλυκιές, δυο τρέλες,
ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου
δυο χρόνων γυναικούλα σου, ο έρως της ζωής σου.
και να σ’ αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία,
των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία…
Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει!

Γ΄

Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του,
να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι,
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία,
να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της
πώς εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο,
της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο…
Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!

Ο Ρώσος φιλόσοφος και διηγηματογράφος Φιόντορ Ντοστογιέφσκι ξετυλίγει το μυθιστόρημά του «Ένα αγόρι τα Χριστούγεννα»:

«…Όμως εγώ είμαι μυθιστοριογράφος, και μου φαίνεται ότι μια «ιστορία» από αυτές την επινόησα μόνος μου. Αλλά γιατί γράφω «μου φαίνεται», αφού ξέρω ότι την επινόησα. Γιατί έχω την εντύπωση ότι κάπου, κάποτε, ακριβώς παραμονές Χριστουγέννων, συνέβη σε μια τεράστια πόλη και με τρομερή παγωνιά.

Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπήρχε στο υπόγειο ένα αγόρι, όμως πολύ μικρό ακόμα, έξι χρονών ή μπορεί και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε το πρωί μέσα σε ένα υγρό, κρύο υπόγειο. Φορούσε κάτι σαν ρομπάκι και τουρτούριζε. Η ανάσα του έβγαινε από το στόμα του σαν άσπρος αχνός, κι εκείνο, καθισμένο πάνω σε ένα σεντούκι στη γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας τη να πετάει και να χάνεται. Όμως, ήθελε τόσο πολύ να φάει κάτι. Είχε πλησιάσει κάμποσες φορές από το πρωί το σανιδένιο κρεβάτι, όπου πάνω σε ένα λεπτό σαν φύλλο στρώμα και με έναν μπόγο για μαξιλάρι κειτόταν η άρρωστη μητέρα του. Πώς βρέθηκε άραγε εδώ; Θα πρέπει να ήρθε με το αγοράκι της από κάποια άλλη πόλη και αρρώστησε ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια των κρεβατιών την είχαν συλλάβει δυο μέρες πριν. Οι ένοικοι σκόρπισαν στα πόστα τους, λόγω γιορτών, κι ένας ακαμάτης που έμεινε κειτόταν ήδη μεθυσμένος του θανατά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς να περιμένει καν τη γιορτή. Στην άλλη άκρη του δωματίου βογκούσε μια ογδοντάχρονη γριούλα, που έζησε κάποτε, κάπου, σαν γκουβερνάντα, και τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, που άρχισε να φοβάται πια να πλησιάσει προς τη γωνιά της. Κάπου σε μια πεζούλα ανακάλυψε κάτι για να πιει, αλλά δε βρήκε ούτε μια κόρα ψωμί για να φάει, και πήγαινε τώρα για δέκατη φορά να ξυπνήσει τη μητέρα του. Τελικά, μέσα στο σκοτάδι ένιωσε να φοβάται: είχε βραδιάσει εδώ και ώρα, αλλά κανείς δεν άναψε φως. Ψηλαφώντας το πρόσωπο της μαμάς του, παραξενεύτηκε που εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου και ήταν τόσο παγωμένη όσο κι ο τοίχος.«Πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα», σκέφτηκε. Στάθηκε λίγο ακόμα, ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι του στον ώμο της μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τα δαχτυλάκια του, για να τα ζεστάνει, και ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από το κρεβάτι το κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγήκε από το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν εκεί πάνω στη σκάλα το μεγάλο σκυλί που στεκόταν ολημερίς έξω από την πόρτα των γειτόνων. Όμως, τώρα πια το σκυλί δεν ήταν εκεί, κι αυτός βγήκε γρήγορα στο δρόμο.

Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Εκεί απ’ όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να σουρουπώνει, δε θα δεις κανέναν— κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και το μόνο που ακούς είναι το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια σκυλιών, εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε μια στάλα! Και τι θόρυβος και φασαρία είναι αυτή, πόσο φως και πόσοι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου, πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να πονάνε τόσο. Δίπλα του πέρασε το όργανο της τάξης που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό.

Να κι άλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Εδώ σίγουρα μπορούν να σε ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω, αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο, και στο δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι ένα έλατο, και πάνω στο έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν. Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική που ακούγεται πίσω από το τζάμι. Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε ήδη και τα δαχτυλάκια των ποδιών, ενώ των χεριών έγιναν πια κατακόκκινα, δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε τα κλάματα και συνέχισε το δρόμο του, αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους— αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή η πόρτα και μπαίνουν απ’ έξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στα κλεφτά ο μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Οχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε ο μικρός! Το καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά φοβάται, και τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια του. Τότε τον πιάνει μια θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και τόσο απαίσια. Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε! Τι είναι αυτό πάλι; Ένα πλήθος ανθρώπων στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε ότι είναι κούκλες, έβαλε τα γέλια. Δεν είχε δει ποτέ τέτοιες κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν τέτοιες! Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες. Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι του: ένα ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του έχωσε μια κλοτσιά. Κυλίστηκε ο μικρός στο έδαφος, κάποιοι έβαλαν τις φωνές, τα έχασε τότε, πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου, άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια άγνωστη αυλή. Στάθηκε να πάρει ανάσα πίσω από ένα σωρό ξύλων.«Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα».

Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε απρόσμενα, εντελώς απρόσμενα, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Νάτος, τρεμουλιάζει ολόκληρος! Αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται! Τι ωραία να κοιμόταν εδώ. Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες», σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του, εντελώς σαν αληθινές!… Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει ένα νανούρισμα.«Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι εδώ πέρα!»

«Πάμε σπίτι μου, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγοράκι», ψιθύρισε από πάνω του μια σιγανή φωνή.

Σκέφτηκε ότι θα ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος είναι αυτός που τον καλεί, δεν τον βλέπει, όμως ναι, κάποιος έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι, και ο μικρός του έτεινε το χέρι και… και τότε, ω, τι φως! Ω, τι έλατο είναι αυτό! Μα δεν είναι καν έλατο, τέτοια δέντρα δεν είχε ξαναδεί ποτέ! Πού βρίσκεται τώρα; Όλα λάμπουν, όλα ακτινοβολούν και γύρω τόσες κούκλες, αγοράκια και κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, όλο στριφογυρνάνε γύρω του, πετάνε, τον φιλάνε, τον πιάνουν από το χέρι, τον παίρνουν μαζί τους, ναι, τώρα πετάει κι ο ίδιος, και βλέπει τη μητέρα του να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει τόσο χαρούμενη.

«Μαμά! Μαμά! Αχ, τι ωραία που είναι εδώ, μαμά!» της φωνάζει ο μικρός και ξαναφιλιέται με τα παιδάκια και θέλει να τους μιλήσει αμέσως για τις κούκλες εκείνες πίσω από το τζάμι.«Ποια είστε εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας και αγκαλιάζοντάς τα.

«Αυτό είναι το Δέντρο του Χριστού», του απαντάνε. «Στο σπίτι του Χριστού πάντα τη μέρα αυτή υπάρχει ένα δέντρο για τα μικρά παιδάκια που δεν έχουν δικά τους δέντρα…»

Έμαθε τότε ότι τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδάκια σαν κι αυτόν, που κάποια ξεπάγιασαν μέσα στα καλαθάκια τους, όταν τα εγκατέλειψαν στα σκαλιά των σπιτιών των αξιωματούχων της Πετρούπολης, άλλα πέθαναν στο βρεφοκομείο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στο στεγνό στήθος της μητέρας τους (την εποχή του λοιμού της Σαμάρας), και κάποια άλλα έσκασαν στα βαγόνια της τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, κι όλα είναι τώρα εδώ, όλα είναι τώρα άγγελοι, κοντά στον Χριστό, κι Εκείνος, ανάμεσά τους, τους απλώνει το χέρι και τα ευλογεί, όπως και τις αμαρτωλές μητέρες τους… Ναι, οι μητέρες των παιδιών στέκονται εδώ δίπλα στην ακρούλα και κλαίνε. Όλες αναγνωρίζουν το αγοράκι τους ή το κοριτσάκι τους, το πλησιάζουν και το φιλάνε, του σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χέρια τους και του ζητάνε να μην κλαίει, γιατί εδώ είναι καλά τώρα…

Κάτω, το πρωί, οι οδοκαθαριστές βρήκαν το μικρό πτωματάκι του ξεπαγιασμένου αγοριού πίσω από τα ξύλα. Αναζήτησαν και τη μητέρα του… Εκείνη είχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στον Κύριο και Θεό, στους ουρανούς.»

Για να πει ο Ντοστογιέφσκι εν κατακλείδι:

«Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και μάλιστα ημερολόγιο συγγραφέα; Είχα υποσχεθεί στους εκδότες μερικά διηγήματα, για αληθινά γεγονότα κατά προτίμηση! Όμως, ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα: μου φαίνεται πως όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια— δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα ξύλα και εκεί, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν ξέρω πια πώς να το πω, μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι… Αλλά γι’ αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα…»

Συνεχίζουμε με την «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» (πρωτότυπος τίτλος: A Christmas Carol) , μια νουβέλα του Άγγλου συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1843 και αμέσως έγινε μεγάλη επιτυχία. Μόλις την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του πούλησε 6.000 αντίτυπα, ασύλληπτο νούμερο για την εποχή εκείνη.

Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, ένας ηλικιωμένος τσιγκούνης, που δεν αισθάνεται συμπόνια για κανέναν από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Στο μυαλό του οι άνθρωποι υπάρχουν μόνο για να του προσφέρουν χρήματα, ενώ απεχθάνεται τα Χριστούγεννα, καθώς θεωρεί ότι προσθέτουν ένα ακόμα χρόνο στην πλάτη του, χωρίς να τον κάνουν πλουσιότερο.

Την παραμονή κάποιων Χριστουγέννων, ο Σκρουτζ δέχεται έναν απρόσκλητο επισκέπτη. Είναι το φάντασμα του νεκρού συνεργάτη του Τζέικομπ Μάρλεϊ, τσιγκούνη και μίζερου, όπως ο Σκρουτζ, που τον προειδοποιεί να αλλάξει χαρακτήρα για να μην έχει την ίδια κατάληξη με αυτόν. Στη συνέχεια, τον επισκέπτονται τα τρία φαντάσματα των Χριστουγέννων και του υποδεικνύουν τα λάθη του, βοηθώντας τον να αγγίξει τη μετάνοια. Μετά την εμπειρία αυτή, ο πρώην εκμεταλλευτής Σκρουτζ αλλάζει άρδην τη συμπεριφορά του και μετατρέπεται στον μεγαλύτερο ευεργέτη της πόλης του.

Το βιβλίο διατρέχουν τα δύο θέματα, που έχουν κομβική σημασία στο έργο του Ντίκενς: η κοινωνική αδικία και η συνακόλουθη φτώχεια, δύο από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της βικτωριανής Αγγλίας, που βίωνε τον άκρατο καπιταλισμό της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ο σπουδαίος άγγλος συγγραφέας το έγραψε σε μία περίοδο, που βρισκόταν και αυτός σε εξαιρετικά άσχημη οικονομική κατάσταση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δεθεί συναισθηματικά με τους ήρωες της ιστορίας του, δίνοντας εξαιρετική ζωντάνια στην αφήγηση. Μάλιστα, ο ίδιος έλεγε, ότι καθώς έγραφε γελούσε κι έκλαιγε ξανά και ξανά.

Το βιβλίο του Ντίκενς ζέστανε τις καρδιές των ανθρώπων και συνεισέφερε στην αναζωογόννηση των Χριστουγέννων ως γιορτή αγάπης και συμπόνιας, σε μια περίοδο απόλυτης ένδειας για την εργατική τάξη της Αγγλίας. Ο ίδιος πίστευε σε μία «φιλοσοφία Χριστουγέννων», δηλαδή ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων πρέπει να κυριαρχεί όλο τον χρόνο στις σχέσεις των ανθρώπων.

Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία γνώρισε πολλές μεταφορές στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, το θέατρο και την όπερα. Ο Σκρουτζ Μακ Ντακ, ο πάμπλουτος τσιγγούνης ήρωας του Γουόλτ Ντίσνεϊ, έχει σημείο αναφοράς τον Εμπενίζερ Σκρουτζ.

Η «Άγια Νύχτα» είναι ίσως το πιο γνωστό χριστουγεννιάτικο τραγούδι σ’ όλο τον κόσμο. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Βέρντι, ο Βάγκνερ, ο Πουτσίνι και άλλοι, το αναγνώρισαν ως ένα βαθιά θρησκευτικό τραγούδι, με μια παράξενη δύναμη που φτάνει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων. Κατά καιρούς, η πατρότητά του αποδόθηκε στον Μότσαρτ, στον Χάιντν ή στον Μπετόβεν.

Η αλήθεια είναι πως η «Άγια Νύχτα» δημιουργήθηκε από τους Γιόζεφ Μορ και Φραντς Γκρούμπερ, και εψάλη για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1818 στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο μικρό χωριό Όμπερντορφ της Αυστρίας.

Ο Μορ είχε γράψει τους στίχους δύο χρόνια νωρίτερα. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1818 ζήτησε από τον Γκρούμπερ να συνθέσει μία μελωδία για να συνοδεύσει το τραγούδι με την κιθάρα του. Σύμφωνα με την παράδοση, το εκκλησιαστικό όργανο του ναού δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, καθώς τα ποντίκια είχαν καταστρέψει κάποια εξαρτήματά του.

Η ιστορία αυτή ήταν γνωστή, ωστόσο επιβεβαιώθηκε πολύ αργότερα, το 1995, όταν ανακαλύφθηκε μία παρτιτούρα που ανήκε στον Μορ, με τον Γκρούμπερ να υπογράφει τη σύνθεση. Στίχοι και μουσικοί όμως φαίνεται να γράφτηκαν μαζί, το 1816.

Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η «Άγια Νύχτα» τραγουδήθηκε τα μεσάνυχτα εκείνων των Χριστουγέννων και μετά ξεχάστηκε. Το 1825 ένα επισκευαστής εκκλησιαστικών οργάνων ανακάλυψε την παρτιτούρα και «ξαναζωντάνεψε» το τραγούδι. Σήμερα, υπολογίζεται πως έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 300 γλώσσες.

Οι ελληνικοί στίχοι

Άγια νύχτα, σε προσμένουν,
με χαρά οι Χριστιανοί
και με πίστη ανυμνούμε
το Θεό δοξολογούμε
μ’ ένα στόμα, μια φωνή.
Ναι με μια φωνή.

Η ψυχή μας φτερουγίζει,
πέρα στ’ άγια τα βουνά
όπου ψάλλουν οι αγγέλοι
απ’ τα ουράνια θεία μέλη
στον Σωτήρα «ωσαννά».
Ψάλλουν «ωσαννά».

Στης Βηθλεέμ ελάτε
όλοι στα βουνά τα ιερά
και μ’ ευλάβεια μεγάλη
κει που άγιο φως προβάλλει
προσκυνήστε με χαρά.
Ναι με μια χαρά.

«Ο Καρυοθραύστης» του Έτα Χόφμαν

Όταν η Μαρία παίρνει δώρο χριστουγεννιάτικο έναν Καρυοθραύστη, δεν φαντάζεται καθόλου τις συναρπαστικές περιπέτειες που την περιμένουν!

Τη μάχη του Καρυοθραύστη με τον Βασιλιά των Ποντικών, την ιστορία της πριγκίπισσας Πιρπιλάτης με το σκληρό καρύδι .

Η ιστορία του Χόφμαν, με την υπέροχη μουσική του Τσαϊκόφσκι είναι ένα από τα δημοφιλέστερα μπαλέτα το οποίο ανεβαίνει την περίοδο των Χριστουγέννων σε όλες τις μεγάλες σκηνές του κόσμου.

O Καρυοθραύστης από το Royal Ballet- To βαλς των χιονονιφάδων Βαθιά χρώματα, μεθυστικές μυρωδιές, μυστηριώδη πρόσωπα, μαγεία, αγάπη και αυτοθυσία υφάνθηκαν από τον Γερμανό ρομαντικό συγγραφέα Ε.Τ.Α. Χόφμαν σ’ ένα παραμύθι που εδώ και 180 χρόνια παραμένει μία από τις πιο αγαπημένες χριστουγεννιάτικες ιστορίες.

“Ο Καρυοθραύστης” κάνει τη φαντασία να βγάζει φτερά, την περιέργεια να ερεθίζεται, την αγωνία να ανεβαίνει, τα μάτια να παρακολουθούν τα πιο περίτεχνα και εντυπωσιακά παιχνίδια, τις πιο ονειρικές χώρες του κόσμου, τις πιο σκληρές μάχες μεταξύ των μοχθηρών ποντικών και των γενναίων παιχνιδιών την όσφρηση να απολαμβάνει μυρωδιές από έλατα, αρώματα από πούδρες κι από γλυκίσματα των Χριστουγέννων την καρδιά να χτυπάει με τα παθήματα του ατρόμητου πρίγκιπα-καρυοθράυστη και με την τρυφεράδα και την αφοσίωση της Μαρί χάρη στην οποία λύθηκαν τα μάγια.

Τη μυστηριώδη γοητεία της ιστορίας του Χόφμαν αναδεικνύει ακόμη περισσότερο η ζωγραφική του Ρώσου Γκενάντι Σπίριν, του βραβευμένου με δεκάδες χρυσά μετάλλια και πάμπολλες σπουδαίες διακρίσεις εικονογράφου. (από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Μια χριστουγεννιάτικη ανάμνηση» του Τρούμαν Καπότε.

Αυτοβιογραφικό διήγημα που αναφέρεται στη δεκαετία του 1930, εξυμνώντας το αγαθοεργό πνεύμα των Χριστουγέννων.

Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Mademoiselle τον Δεκέμβριο του 1956 και από τότε έχει συμπεριληφθεί σε πολλές εκδόσεις και ανθολογίες.

Η υποβλητική αφήγηση εστιάζει στη φιλία, και τη χαρά της προσφοράς κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, αλλά αγγίζει καυστικά τα θέματα της μοναξιάς και της απώλειας.

To διήγημα μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο, ηχογραφήθηκε και έγινε ταινία πολλές φορές.

«Το Χριστουγεννιάτικο έλατο» του Χανς Κρίστιαν ΄Αντερσεν.

Βαθιά μέσα στο δάσος, σ ένα ήσυχο μέρος που το ζέσταινε ο ήλιος και το δρόσιζε το αεράκι, μεγάλωνε ένα μικρό έλατο. Δεν ήταν όμως ευτυχισμένο. Ευχόταν να ζήσει κάποτε μια θαυμάσια περιπέτεια, τα Χριστούγεννα στην πόλη.

Τι θα συμβεί όμως όταν το όνειρό του γίνει πραγματικότητα;

Μια κλασική χριστουγεννιάτικη ιστορία για ένα μικρό έλατο που θέλει να γίνει μεγάλο, να φύγει από το δάσος και να βρεθεί σε ένα σαλόνι, στολισμένο για τα Χριστούγεννα.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com