Η ναυμαχία των Σπετσών και το κανονιοστάσιο στην είσοδο του Παλιού Λιμανιού υπό τις εντολές του Χατζηγιάννη Μέξη (Ιωάννης Κούτσης, ελαιογραφία του 1887).
Η Ναυμαχία των Σπετσών ή αλλιώς Ναυμαχία του Ναυπλίου που έγινε από τις 8 έως 13 Σεπτεμβρίου 1822 ήταν μια σημαντική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Τα γεγονότα πριν τη ναυμαχία
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1822 ο οθωμανικός στόλος, προερχόμενος από τη Μονεμβασιά, κίνησε προς ανεφοδιασμό του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο, το οποίο πολιορκούσαν από στεριάς δυνάμεις του Δημητρίου Υψηλάντου και από θαλάσσης δυνάμεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.
Εν τω μεταξύ, ο ηλικιωμένος άρχοντας των Σπετσών Χατζηγιάννης Μέξης είχε αποφασίσει να οργανώσει την άμυνα του νησιού. Στην απόφασή του αυτή τον ακολούθησαν ο γιος του Νικόλαος, οι γαμπροί του Ιωάννης Γ. Κούτσης, Δημήτριος Λάμπρου (ή Λεωνίδας) και Νικόλαος Λαζάρου, καθώς και 53 ακόμη Σπετσιώτες. Έτσι κάτω από τις διαταγές του Μέξη είχαν κατασκευαστεί τρία κανονιοστάσια με πιο ισχυρό εκείνο στην είσοδο του Παλιού Λιμανιού.
Οι δυνάμεις των Οθωμανών, που αποτελούνταν από 84 πλοία υπό τον ναύαρχο Μεχμέτ Αλί Πασά, φθάνοντας στον κόλπο του Ναυπλίου βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον στόλο των Ελλήνων υπό τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος αποτελούνταν από 56 πλοία και 16 πυρπολικά. Ο ναύαρχος του ελληνικού στόλου έδωσε διαταγή να κινηθεί ο στόλος προς το εσωτερικό του Αργολικού Κόλπου παρά την ακτή της Πελοποννήσου, για να εγκλωβίσει εκεί τους πολυαριθμότερους και καλύτερα εξοπλισμένους Τούρκους.
Ναυμαχία
Από κακή συνεννόηση όμως ή επειδή νόμισαν πως ο Μιαούλης ήθελε να αποφύγει τη σύγκρουση, οι πλοίαρχοι Ανάργυρος Λεμπέσης, Λεονάρδος Θεοδωρής, Λάζαρος Παναγιώτας καθώς και ο Υδραίος Αντώνιος Κριεζής, αγνόησαν το σήμα του Ανδρέα Μιαούλη και αντί να τον ακολουθήσουν, επιτέθηκαν εναντίον του οθωμανικού στόλου, αιφνιδιάζοντας τόσο τον εχθρό όσο και τους συμπολεμιστές τους. Σε λίγη ώρα είχε γενικευθεί η ναυμαχία η οποία επεκτάθηκε από την ανατολική πλευρά του πορθμού και στη δυτική. Εκεί κινδύνευσαν ολιγάριθμα ελληνικά πλοία και ο μπουρλοτιέρης Ανδρέας Πιπίνος, για να τα σώσει, επιχείρησε να κολλήσει το πυρπολικό που κυβερνούσε σε ένα αλγερινό πλοίο. Η απόπειρά του δεν πέτυχε γιατί γύρω στους 50 ναύτες του αλγερινού πλοίου πήδησαν πάνω στο μπουρλότο και κατάφεραν να το αποκολλήσουν, σύμφωνα με την αφήγηση του Αντώνη Μιαούλη, γιού του Έλληνα ναυάρχου. Όλοι όμως αυτοί κάηκαν από το φλεγόμενο πυρπολικό ή πνίγηκαν ενώ από τους συντρόφους του Πιπίνου πληγώθηκαν δύο ναύτες.
Η αποτυχημένη απόπειρα του Πιπίνου οδήγησε στην απομάκρυνση του κινδύνου για τα ελληνικά πλοία στη δυτική πλευρά. Στην ανατολική όμως, συνέχισε να μαίνεται η ναυμαχία για πολλές ώρες. Τα ελληνικά πλοία βοηθούσαν τα κανόνια των Σπετσών τα οποία με τις βολές τους εμπόδιζαν τους Τούρκους στο να στραφούν προς τον Αργολικό κόλπο. Καθώς ερχόταν το βράδυ, και ενώ η ναυμαχία συνεχιζόταν χωρίς ξακάθαρο αποτέλεσμα, ο ελληνικός στόλος επιχείρησε για δεύτερη φορά να χρησιμοποιήσει πυρπολικό. Με τις προτροπές «του ευπατρίδου πρεσβύτου Χατζηγιάννη Μέξη επικαλουμένου […] πατρίδαν, θρησκείαν και τιμήν», εφόρμησε με το πυρπολικό του κατά της οθωμανικής ναυαρχίδας ο ηρωϊκός πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης (1792–1887). Σύμφωνα με τον ιστορικό Αναστάσιο Ορλάνδο, η προσπάθεια του Κοσμά Μπαρμπάτση να πυρπολήσει την οθωμανική ναυαρχίδα ήταν καθοριστική για την έκβαση της ναυμαχίας, διότι η ναυαρχίδα μαζί με τον υπόλοιπο οθωμανικό στόλο υποχώρησαν αμέσως και τράπηκαν σε φυγή.
Στις 12 Σεπτεμβρίου ο εχθρικός στόλος κινήθηκε πάλι κατά του ελληνικού. Η ναυμαχία που έγινε βαθιά μέσα στον Αργολικό κόλπο, κράτησε μόλις τρεις ώρες και στο τέλος οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν καθώς τα πυρπολικά προκάλεσαν τρόμο στους πλοιάρχους των τουρκικών καραβιών.
Στις 13 Σεπτεμβρίου ο Μεχμέτ πασάς έστειλε για τελευταία φορά ένα αυστριακό πλοίο γεμάτο τροφές και πολεμοφόδια για να εφοδιάσει το Ναύπλιο. Ο Μιαούλης έστειλε τότε δύο πλοία τα οποία, ύστερα από ναυμαχία με το εχθρικό πλοίο, το συνέλαβαν.
Ο τούρκικος στόλος επέστρεψε στην Κρήτη και από εκεί (τον Οκτώβριο) επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Σημασία της νίκης
Η υποχώρηση του οθωμανικού στόλου σήμανε την ματαίωση των σχεδίων του για την καταστροφή των δύο ελληνικών ναυτικών βάσεων στις Σπέτσες και την Ύδρα και κατέστησε αδύνατο τον ανεφοδιασμό των Τούρκων του Ναυπλίου. Έτσι, λίγο αργότερα, το Ναύπλιο πέρασε στα χέρια των Ελλήνων αγωνιστών.
Βιβλιογραφία
- Varfis, Konstantinos (Ιανουάριος 1997). «Andreas Miaoulis, From Pirate to Admiral (1769 – 1835)». Στο: Sweetman, Jack. The Great Admirals: Command at Sea, 1587–1945. U.S. Naval Institute Press. σελίδες 216–240. ISBN 978-0-87021-229-1. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2013.
- Ορλάνδος, Αναστάσιος Κ. (1869). Ναυτικά: ήτοι Ιστορία των κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Αγώνα πεπραγμένων υπό των Τριών Ναυτικών Νήσων, ιδίως δε των Σπετσών. τόμος Α΄. Αθήνα. σελίδες 308–310.
- Τρικούπης, Σπυρίδων (1853–1857). Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. τόμος Α΄. Λονδίνο. σελ. 329.
- Χατζηαναργύρου, Ανάργυρος Ανδρ. (1926). Τα Σπετσιωτικά. τόμος Γ΄. Πειραιάς. σελ. 283.