- Της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου
Δυστυχία σου Ελλάς
Με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς ηρώων χώρα
Τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα
Ο Γιώργος Σουρής έχει γράψει, ίσως, το παραπάνω ποίημα για την κακοδαιμονία της ελληνικής πολιτικής σκηνής και όλα τα ελαττώματα της φυλής μα με απαράμιλλο σαρκασμό, αυτογνωσία και γλυκόπικρο χιούμορ, ποίημα που δεν χάνει την αξία του στο χρόνο.
Καμία σχέση βέβαια με την σύγχρονη ποίηση
Ήρθαν εκλογές,
τρέχα να ψηφίσεις
περιμένουν τα λαμόγια
ξανά να τα πλουτίσεις.
«Ξέχνα φτώχεια, ανεργία!
Θα σας φτιάξω την Yγεία!»
«Ξέχνα ΔΕΚΟ και ακρίβεια!»
Η Βουλή χωρεί τριακόσιους
ψεύτες, κόλακες ανόσιους.
Βουλευτές που ρητορεύουν,
ρητορεύοντας σας κλέβουν
(Παναγιώτης Λιάκος)
Αύριο ψηφίζουμε και η πολιτική σάτιρα είναι στο μεγαλείο της.
«Ο μεγαλύτερος εχθρός της εξουσίας… είναι η περιφρόνηση, και ο πιο σίγουρος τρόπος να την υπονομεύσεις είναι το γέλιο», έγραψε η Εβραία φιλόσοφος Χάνα Αρέντ στο «Περί Βίας». Και ο Μίκαηλ Μπακτίν στο «Ο Ραμπελέ και ο Κόσμος του» υποστήριζε ότι «…το γέλιο έχει θεραπευτικές και απελευθερωτικές ιδιότητες λόγω της ικανότητάς του να ταπεινώνει την εξουσία.»
Η πολιτική, όμως, έχει δώσει γενναία το παρών και στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ξεκινώντας τον 19ο αιώνα από την πολιτική σάτιρα η οποία εξέφρασε τα κοινωνικά αιτήματα για δικαιοσύνη, ελευθερία, ελευθεροτυπία και εθνική ανεξαρτησία.
Ο Γεώργιος Σουρής (1852-1919)., ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας , που από πολλούς χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «σύγχρονος Αριστοφάνης» και προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ, συνολικά δηλαδή πέντε φορές έβαζε συχνά στο στόχαστρο τον Χαρίλαο Τρικούπη και το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα . Από την άλλη ήλεγχε τα πεπραγμένα του βασιλιά και έκρινε τη Βουλή για τις αδράνειες ή τις οπισθοδρομήσεις της, χωρίς να αφήνει έξω από το πεδίο βολής του και τους πολιτικούς, συχνά και τους ανώνυμους πολίτες.. Για τη νοοτροπία του πολιτικά αδιάφορου ανθρώπου έγραψε:
«Στον καφενέ απ᾿ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος / του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ / και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος / κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ. / Σε μία καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω / το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί / αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο / τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική».
Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) στα νεανικά κυρίως άρθρα του σατίριζε τις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις που παρακολουθούσε ως συντάκτης. Στα «Σατιρικά Γυμνάσματα μιλάει για τη δημόσια διαφθορά δίχως να βγάζει έξω από τον λογαριασμό τον εαυτό του ως εκπροσώπου της τέχνης:
«Νους, καρδιά, δικά τους. / Δέσαν το νου• την καρδιά τη ντροπιάσαν. / Να το ρουσφέτι να κι η ελληνικούρα / τ’ άρματά τους. Με κείνα μάς χαλάσαν./ Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα. / Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος. / Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα./ Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος / κάθε λογής τζουτζέδων και πιερρότων / κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος / μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων».
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) στη δική του αρθρογραφία θα καταδικάσει τον πολιτικό στόμφο και την εκλογική και μετεκλογική ρητορεία, απ’ όπου κι αν προέρχεται:
«Το καθ’ ημάς, θεωρούμεν απεναντίας ως μέγα κέρδος την απολύμανσιν του ημετέρου βήματος από τοιούτου είδους ευγλωττίας. Αύτη χάριτι θεία φαίνεται εκλείψασα οριστικώς. Κύκνειον αυτής άσμα ήτο ο παρά τίνος Πατρινού βουλευτού πανηγυρισμός του αποτελέσματος των εκλογών της 7 Απριλίου δια του απομείναντος εις την μνήμην μας βροντοφωνήματος: ‘’Από τον ουρανών κατέρχονται oι κεραυνοί του Θεού, από τας κάλπας ανέρχονται οι κεραυνοί του λαού!’’».
Ο Τίτος Πατρίκιος τον Αύγουστο του 1957 όριζε με τον ποιητικό του λόγο τις σχέσεις της Ποίησης με την Πολιτική και το ρόλο της Ποίησης στην πολιτική συνειδητοποίηση και δράση του πλήθους :
“Στίχοι που κραυγάζουν / στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες / γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα / κανένα στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες./ (Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα – ποιοι σκέφτονται τις μάζες; / Το πολύ μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη).
Ο Κ. Καβάφης με τον συμβουλευτικό του λόγο στηλιτεύει την υπέρμετρη φιλοδοξία και κενότητα των αρχόντων:
«Αν είσαι απ΄ τους αληθινά εκλεκτούς, / την επικράτησί σου κύτταζε πως αποκτάς./ Όσο κι αν δοξασθείς, τα κατορθώματά σου /…όσο κι αν διαλαλούν η πολιτείες, / όσα ψηφίσματα τιμητικά…/ μήτε η χαρά σου, μήτε ο θρίαμβος θα μείνουν, / μήτε ανώτερος –τι ανώτερος; – άνθρωπος / θα αισθανθείς,…» («Ο Θεόδοτος» Κ. Καβάφης).
Εξάλλου σε ένα από τα κατεξοχήν πολιτικά ποιήματα του με τον τίτλο «Ας φρόντιζαν» στηλιτεύεται ο πολιτικός αμοραλισμός ενός πολίτη και η απουσία πολιτικής συνείδησης. Στο μονόλογό του κάποιο πρόσωπο εξομολογείται τον προγραμματισμό του και τις προσπάθειές του για την κατάληψη μιας θέσης στον κρατικό μηχανισμό:
«…Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κι είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τί φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.»
Ο Μιχάλης Κατσαρός καταγράφει την απογοήτευση αλλά ταυτόχρονα και τη διαμαρτυρία του πολίτη- ψηφοφόρου για τον τρόπο με τον οποίο οι ηγέτες του χρησιμοποιούν την εξουσία τους. Το παράπονο του ποιητή εστιάζεται στο γεγονός πως οι άρχοντες ξεχνούν πως είναι οι «εντολοδόχοι» και όχι οι «εντολείς» σε μια δημοκρατία. Συνιστά τον απόλυτο εκφυλισμό της δημοκρατίας όταν οι ηγέτες και οι άρχοντες του λαού χρησιμοποιούν την εξουσία τους – φανερά ή κρυφά – εναντίον του λαού επικαλούμενοι ειρωνικά το «καλό» του:
«Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις / κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα / φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα / …εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου- / η θέλησή μου που καταπατήθηκε / τόσους αιώνες» («Κατά Σαδδουκαίων», Μ. Κατσαρός).
Ο ποιητής προτρέπει τους πολίτες στην «αντίσταση» ενάντια στους ίδιους τους φορείς της εξουσίας, αλλά και εναντίον όλων εκείνων που λειτουργούν ως «Ηρακλειδείς» της κάθε εξουσίας.
«Αντισταθείτε…στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις / από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό / αρχηγό τους» («Η διαθήκη μου»).
Από την άλλη υπάρχουν και υποψήφιοι που αντιστέκονται στη λατρεία του πλήθους και στην κενότητα των κριτηρίων των ψηφοφόρων. Σχετικά ο ποιητής Γ. Αλεξανδρής γράφει:
“…μα κείνος σώπαινε στην περιφορά σε πλατείες και σοκάκια / ανέκφραστα μάτια, ασάλευτα χείλη και πεπεισμένος νους / πως έχει ο χρόνος γύρισμα κι αντιγραφές η ιστορία / στη δοκιμασία του κενού και στην πλάνη της λατρείας” («Ο συνοδοιπόρος»).
Εκπρόσωπος της πεζογραφίας ο Μιχαήλ Μητσάκης (1868-1916), που στο πολυσυζητημένο διήγημά του «Εις Αθηναίος χρυσοθήρας», ο κεντρικός ήρωας ονόματι Μεγγλίδης, ένας αμόρφωτος αλλά πολυθεσίτης μέσος Έλληνας, γνωρίζεται με τον Γεωργιάδη, δικηγόρο και εκλεκτό μέλος της κοινωνίας. Οι δυο τους συνεταιρίζονται για να βρουν χρυσάφι, υπό την επήρεια του πυρετού της εποχής και της ιστορίας των Λαυριακών, μιας τεράστιας κερδοσκοπικής επιχείρησης, που εξαπάτησε ένα εντυπωσιακά μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δημιουργώντας και το πρώτο … χρηματιστήριο. Παράλληλα ο Μητσάκη έκανε κάνει λόγο για τη δημόσια διαφθορά και τον τρόπο που ορισμένοι τουλάχιστον πολιτικοί δημιουργούσαν τις πελατειακές τους σχέσεις:
« Όσοι νιώθουν απογοητευμένοι από την πολιτική και τους εκφραστές της δεν πρέπει να κακίζουν μόνον τους ταγούς της εξουσίας, αλλά να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν και τις δικές τους ευθύνες στο βαθμό που ανέχτηκαν ή αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα τις επιλογές και τις αποφάσεις των “αρχόντων” τους.»