- Άγιος Ευστάθιος και η συνοδεία του, Θεοπίστη η σύζυγος του, Αγάπιος και Θεόπιστος τα παιδιά του
- Άγιος Ιλαρίων ο νέος οσιομάρτυρας, από την Κρήτη
- Άγιοι Υπάτιος ο Επίσκοπος και Ανδρέας ο Πρεσβύτερος, οι Ομολογητές
- Άγιοι Μαρτίνος Πάπας Ρώμης και Μάξιμος ο ομολογιτής ο σοφώτατος
- Άγιοι Ομολογητές Ευπρέπιος, δύο Αναστάσιοι και Θεόδωρος οι μαθητές του Αγίου Μάξιμου
- Όσιος Μελέτιος επίσκοπος Κύπρου
- Άγιοι Ιωάννης ο Αιγύπτιος και οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες
- Όσιος Ιωάννης ο Θεοφόρος από την Κρήτη
- Άγιος Ευστάθιος ο Κατάφλωρος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
- Σύναξη της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας στην Μεσσηνία
- Άγιος Ευστάθιος και η συνοδεία του, Θεοπίστη η σύζυγος του, Αγάπιος και Θεόπιστος τα παιδιά του
Όταν ο αυτοκράτωρ Τραϊανός έμαθε ότι ασπάσθηκε το χριστιανισμό, του αφαίρεσε τον ανώτερο στρατιωτικό βαθμό που είχε και τον εξόρισε με όλη του την οικογένεια. Κατά την πορεία όμως, τον χώρισαν από τη σύζυγο του Θεοπίστη και τα δύο του παιδιά, το Θεόπιστο και τον Αγάπιο. Το γεγονός αυτό, πίκρανε πολύ τον Ευστάθιο.
Μετά από χρόνια, όταν ο Τραϊανός περιήλθε σε μεγάλη πολεμική δυσχέρεια, θυμήθηκε τον ικανότατο αξιωματικό του Ευστάθιο. Τον επανέφερε λοιπόν στην υπηρεσία, και ο Ευστάθιος με τη γενναιότητα αλλά και τη στρατηγική που τον διέκρινε συνετέλεσε κατά πολύ στην νίκη. Στο δρόμο μάλιστα, βρήκε την οικογένεια του και ένοιωσε μεγάλη χαρά.
Ο διάδοχος, όμως, του Τραϊανού, Αδριανός, απαίτησε από τον Ευστάθιο να παραστεί στις θυσίες των ειδωλολατρικών θεών. Ο Ευστάθιος, βέβαια, αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να βασανιστεί αυτός και η οικογένεια του. Αλλά η αγάπη τους στο Χριστό ενδυνάμωνε την ψυχή τους στα βασανιστήρια, ενθυμούμενοι μάλιστα τους θείους λόγους, που λένε: «Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμὸν ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Επιστολή Ιακώβου, α’ 12). Πανευτυχής, δηλαδή, είναι ο άνθρωπος που βαστάει με υπομονή τη δοκιμασία των θλίψεων. Διότι έτσι γίνεται σταθερός και δοκιμασμένος, για να πάρει το λαμπρό και ένδοξο στεφάνι της αιώνιας ζωής, που υποσχέθηκε ο Κύριος σ’ αυτούς που Τον αγαπούν.
Τελικά, ο Ευστάθιος με την οικογένεια του πέθαναν μέσα σε χάλκινο πυρακτωμένο βόδι (117 μ.Χ.).
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς εὐσέβειαν ἔνδοξε, τὴ τοῦ σοὶ ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καὶ ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροίς, σὺν τὴ θεία σου συμβίω καὶ τοὶς υἱοίς, φαιδρύνων τοὺς βοώντας σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντι σὲ ἐν παντί, Ἰὼβ παμμάκαρ δεύτερον.
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ πάθη Χριστοῦ, σαφῶς μιμησάμενος, καὶ τούτου πιών, πιστῶς τὸ ποτήριον, κοινωνὸς Εὐστάθιε, καὶ τῆς δόξης σύγκληρος γέγονας, παρ’ αὐτοῦ τοῦ πάντων Θεοῦ, λαμβάνων ἐξ ὕψους θείαν ἄφεσιν.
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις ἀνδραγαθῶν, καρτερίας τοῖς πόνοις ὑπεραθλῶν, νέος ἀνηγόρευσαι, Ἰὼβ Μάρτυς πανένδοξε· τῶν γὰρ τερπνῶν τοῦ βίου, παθῶν τὴν ἀφαίρεσιν, σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις, Θεῷ ηὐχαρίστησας· ὅθεν ἐπὶ τέλει, τῶν ἀγώνων ὡς νίκης, βραβεῖον παρέσχε σοι, τὴν τοῦ αἵματος πρόσχυσιν, Ἀθλοφόρε Εὐστάθιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων, ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὕμνον μοι δώρησαι ὁ Θεός μου, ἀνυμνῆσαι καὶ λέγειν νυνὶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἀθλοφόρου σου Κύριε, ὅπως εὐρύθμως ἐγκωμιάσω τὸν γενναῖον ἐν τοῖς ἄθλοις Εὐστάθιον, τὸν νικητὴν ἐν πολέμοις ἐχθρῶν γεγονότα ἀεί, τὸν μέγαν ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ χορῷ τῶν Μαρτύρων ἐκλάμψαντα· σὺν τούτοις γὰρ ψάλλει ἀπαύστως σοι, μετ’ Ἀγγέλων ὁ πάνσοφος, λαμβάνων ἐξ ὕψους θείαν ἄφεσιν.
- Άγιος Ιλαρίων ο νέος οσιομάρτυρας, από την Κρήτη
Ο Ιωάννης είχε ένα θείο γιατρό ο οποίος φεύγοντας για την Κωνσταντινούπολη τον πήρε κοντά. Μολονότι ο Ιωάννης έμεινε από μικρός μαζί του για δέκα χρόνια ούτε ιατρική τον έμαθε ο θείος ούτε ενδιαφερόταν καν για τον ανιψιό του. Γι’ αυτό ο Ιωάννης αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι του θείου του και προσελήφθη ως υπάλληλος σ’ ένα έμπορο, Χιώτη στην καταγωγή, ο οποίος απασχολούσε ήδη και κάποιο άλλο υπάλληλο. Κάποτε ο έμπορος αναγκάστηκε να λείψει από το κατάστημά του πηγαίνοντας στην ιδιαίτερή του πατρίδα τη Χίο. Όταν επέστρεψε, οι δύο υπάλληλοι απέδωσαν λογαριασμό στο αφεντικό τους για το χρονικό διάστημα που απουσίαζε. Ο έμπορος θεώρησε ότι τα χρήματα που είχαν εισπραχθεί δεν ανταποκρίνονταν στην αξία των εμπορευμάτων που είχαν πουληθεί και ότι έλειπαν τριάντα γρόσια, μολονότι δεν είχαν κάνει απογραφή των εμπορευμάτων πριν φύγει. Οι υποψίες και οι απειλές του εμπόρου στρέφονταν κατά του Ιωάννη. Απελπισμένος ο Ιωάννης ζήτησε βοήθεια από τον θείο του, ο οποίος όμως δεν τον δέχθηκε.
Μέσα στην απελπισία του πήγε στο ανάκτορο του σουλτάνου για να συναντήσει τη Βαλιδέ σουλτάνα, τη βασιλομήτορα. Πρώτα παρουσιάστηκε στον επιτετραμμένο αγά, τον Αιθίοπα Μερτζάν Αγά, που τον γνώριζε, του ανέφερε την υπόθεση και αυτός ο κάκιστος σύμβουλος άρπαξε την ευκαιρία και τον συμβούλεψε να αλλαξοπιστήσει και θα έχει πολλά πλούτη και αξιώματα.
Μέσα στη στεναχώρια του ο Ιωάννης και με συνεργία του διαβόλου δέχθηκε. Τότε περιχαρής ο αγάς τον παρουσίασε στη μητέρα του σουλτάνου και αυτή με τη σειρά της στον σουλτάνο. Αμέσως του έκαναν περιτομή, τον έντυσαν με λαμπρά ενδύματα και τον παρέδωσαν σε κάποιον χότζα να τον διδάσκει.
Μετά τρεις ημέρες όμως ήρθε ο νέος στον εαυτό του και μετανόησε από την καρδιά του. Ζητούσε ευκαιρία να φύγει. Πράγματι κατόρθωσε και έφυγε για την Κριμαία. Έμεινε εκεί δέκα μήνες αλλά δεν μπορούσε να βρει ανάπαυση από το μεγάλο σφάλμα της άρνησης. Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να ομολογήσει τον Χριστό. Κάποιοι πνευματικοί όμως τον συμβούλευσαν να πάει στο Άγιο Όρος.
Πήγε στο Άγιο Όρος, πρώτα στην Ιβήρων κι έπειτα στη σκήτη της Αγίας Άννης, κοντά σε κάποιο ιερομόναχο Βησσαρίωνα, ο οποίος υπήρξε αλείπτης και του νεομάρτυρος Λουκά (βλέπε 23 Μαρτίου). Ο Γέροντας τον δέχθηκε και του όρισε κανόνα με αυστηρή άσκηση και νηστεία. Σε λίγο καιρό τον έκειρε μοναχό με το όνομα Ιλαρίων. Ένα πρωί ο Ιλαρίων είπε στον Γέροντά του ότι νιώθει έτοιμος να ομολογήσει τον Χριστό που είχε αρνηθεί. Ο Γέροντας συγκατένευσε στον καλό λογισμό και αναχώρησαν μαζί για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί πρώτα κοινώνησε από τον Γέροντά του τα Άχραντα Μυστήρια και μετά παρουσιάστηκε στον αγά.
Αμέσως μόλις έγινα μουσουλμάνος – του είπε – μετάνιωσα πικρά και αμέσως άφησα το σκοτάδι της πλάνης και επανήλθα στο φως της αλήθειας, γι’ αυτό αναθεματίζω την ομολογία και την πίστη σας. Χριστιανός ήμουν και είμαι και αναθεματίζω το σαλαβάτι σας. Και ρίχνοντας κάτω στη γη το σαρίκι φόρεσε τον μαύρο σκούφο που είχε κρυμμένο στο στήθος του.
Βλέποντας ο αγάς την αμετάθετη απόφασή του διέταξε να τον συλλάβουν και να τον βασανίσουν αλύπητα. Τόσο πολύ τον βασάνισαν που εξαρθρώθηκαν όλα του τα οστά.
Τελικά τον αποκεφάλισαν και έλαβε δύο στεφάνια, της ασκήσεως και του μαρτυρίου.
Κάποτε που είχαν καλέσει τον Γέροντα Βησσαρίωνα σ’ ένα χριστιανικό σπίτι και του έφεραν τα παιδιά να τα ευλογήσει, ένα από αυτά, κοριτσάκι περίπου οκτώ ετών, που είχε κρυφό δαιμόνιο, μαύρισε, έκανε άτακτες κινήσεις και τελικά έπεσε κάτω σα νεκρό. Ο Γέροντας είχε μαζί του λίγο αίμα του Αγίου αλλά, πριν ακόμα προλάβει να σφραγίσει με αυτό το κορίτσι, βγήκε το δαιμόνιο από μέσα του και σηκώθηκε γερό το παιδί.
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν σταυρόν σου ἐπ᾿ ὤμων ἄρας ἀοίδιμε, ὁλψύχως Κυρίῳ κατηκολούθησας, Ἱλαρίων ἀθλητὰ γενναιότατε· καὶ νῦν οἰκεῖς τοὺς οὐρανούς, μετὰ πάντων ἀθλητῶν, τὸν κτίστην καθιλαρύνων, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἐν πίστει, ἐπιτελούντων σου τὸ μνημόσυνον.
Ἦχος β´. τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν κόσμον λιπὼν Χριστῷ ἠκολούθησας, ἀθλήσας δὲ στεῤῥός, αὐτῷ νῦν παρίστασαι, μαρτυρίου αἵματι καὶ ἀσκήσεως πόνοις καλλυνόμενος Ἱλαρίων· ὅθεν καὶ ἀνεδείχθης μαρτύρων καὶ ὁσίων ὁμόσκηνος.
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔννοιαν ἐν σῆ καρδίᾳ, φέρων ἔνδοξε τῶν ἐπιγείων, ἀντηλλάξω τὰ θεῖα καὶ μόνιμα, καὶ συγχορεύων ἀγγέλοις γηθόμενος, ἐπαπολαύεις τῆς θείας λαμπρότητος· ὅθεν ἅγιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἦχος α´. Χορὸς Αγγελικός.
Ἀσκήσει σὴν ψυχήν, καὶ δακρύων τοῖς ῥείθροις, ἁγνίσας ἐναθλῶν, Ἱλαρίων νομίμως, ἐνδόξως ἐλάμπρυνας, καὶ παρέθου τῷ κτίστῃ σου, ὡς οὖν ἔτυχες, οὗπερ ἐπόθεις δυσώπει, τὸ ἀνείκαστον, τῶν οἰκτιρμῶν αὐτοῦ πλῆθος, σωθῆναι πάντας ἡμᾶς.
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Καθελὼν του πονηροῦ, τὰς πολυπλόκους μηχανάς, ἀνδρειότητι φρενῶν, νίκης βραβεῖα ἐκ Θεοῦ, ὦ Ἱλαρίων ἀπείληφας ἐπαξίς· καὶ νῦν πρὸς οὐρανοὺς κατεσκήνωσας, Αγγέλων σὺν χοροῖς ἀγαλλόμενος, μεθ᾿ ὧν ἡμῶν μνημόνευε, τῶν πίστει ἐπιτελούντων τὴν μνήμην σου, καὶ προσκυνούντων τὴν τῶν λειψάνων θήκην ἀξιοθαύμαστε.
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς τὸν πονηρὸν συμπατήσας, ἀθλητικῶς Μάρτυς Χριστοῦ ἐδοξάσθης, καθυπομείνας βάσανα τελεἵῳ νοἵ· ὅθεν συνηρίθμησαι, τοῖς χοροῖς τῶν μαρτύρων, καὶ τὴν αἰωνίζουσαν βασιλείαν ἐκτήσω, ἐν ᾗ χορεύων μέμνησο ἡμῶν, τῶν ἐκτελούντων ἐν πίστει τὴν μνήμην σου.
Τὸν γενναῖον ἐν μάρτυσιν Ἱλαρίωνα, ἐν ἀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν οἱ φιλέορτοι. Οὗτος γἀρ ὁ καρτερόψυχος, τῇ τοῦ Χριστοῦ δυνάμει θωρακισθείς, πάντα τὰ τοῦ βίου τερπνὰ ὡς σκύβαλα ἐλογίσατο, καὶ σαρκὸς μηδόλως φεισάμενος, εἰς τὸ στάδιον τῆς ἀθλήσεως ἀπεδύσατο· ἔνθα τὴν μὲν τῶν Αγαρηνῶν ἀσέβειαν θριαμβεύσας, τὴν δὲ τοῦ Χριστοῦ ὀρθόδοξον πίστιν ἐν παῤῥησίᾳ κηρύξας, ὑπὲρ ἧς καὶ πολυειδέσι βασάνοις δοκιμασθείς, ἀνεδείχθης μαρτύρων καὶ ὁσίων ὁμόσκηνος.
Ἦχος α΄ .
Τὸν λαμπρὸν ἀριστέα τοῦ Χριστοῦ, Ἱλαρίωνα τὸν ἔνδοξον, συνελθόντες ὦ φιλόχριστοι, μαρτυρικοῖς ἐγκωμίοις, καταχρέως εὐφημήσωμεν. Οὗτος γὰρ τὸν πρὸς ἐχθροὺς ἀοράτους πόλεμον ὑπελθών, καὶ νομίμως ἀθλήσας, τὸν τῆς νίκης στέφανον ἀξίως ἐδέξατο· καὶ νῦν ἐν οὐρανοῖς μετ’ ἀγγέλων χορεύων, αἰτεῖται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἦχος α΄ .
Γενναῖε μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἱλαρίων, ἐπαξίως εὐφημοῦμεν τὴν μνήμην σου, σὲ γὰρ οὐ βίαι τυραννικαί, οὐ θωπεῖαι ἀπατηλαί, οὐ βασάνων ἐπιφοραί, οὐδ’ αὐτὸς ὁ ἐπίπονος θάνατος τῆς πρὸς Χριστὸν ἀγάπης χωρίσαι ἴσχυσαν, καὶ νῦν ἐν οὐρανοῖς παριστάμενος τῷ θρόνῳ τῆς θείας δόξης αὐτοῦ, καὶ τῆς ἐκεῖθεν ἀποῤῥεούσης δόξης τε καὶ λαμπρότητος, πλουσίως ἐμπιπλάμενος, αἴτησαι δωρηθῆναι καὶ ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
- Άγιοι Υπάτιος ο Επίσκοπος και Ανδρέας ο Πρεσβύτερος, οι Ομολογητές
- Άγιοι Μαρτίνος Πάπας Ρώμης και Μάξιμος ο ομολογιτής ο σοφώτατος
- Άγιοι Ομολογητές Ευπρέπιος, δύο Αναστάσιοι και Θεόδωρος οι μαθητές του Αγίου Μάξιμου
- Όσιος Μελέτιος επίσκοπος Κύπρου
- Άγιοι Ιωάννης ο Αιγύπτιος και οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες
- Όσιος Ιωάννης ο Θεοφόρος από την Κρήτη
- Άγιος Ευστάθιος ο Κατάφλωρος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τοὶς χάρισι, κεκοσμημένος λαμπρῶς, ποιμὴν ἐνθεώτατος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Εὐστάθιε, Ὅθεν Θεσσαλονίκη, ἡ ἁγία σου ποίμνη, ὕμνοις σὲ μακαρίζει καὶ συμφώνως βοᾷ σοι. Ἱκέτευε Χριστὸν τὸν Θεόν, ὑπὲρ ἠμῶν Πάτερ ὅσιε.
- Σύναξη της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας στην Μεσσηνία
Στη συμβολή των ορέων της Ιθώμης και της Εύας (Ἁγίου Βασιλείου) και ενδιάμεσα στα χωριά Αρχαία Μεσσήνη (Μαυρομμάτι) και Βαλύρα του Δήμου Ιθώμης, υψώνεται τεράστιο και μεγαλοπρεπές το Ιστορικό Μοναστήρι του Βουλκάνου, το οποίο ιδρύθηκε το 17ο αιώνα μ.Χ. Το όνομά του «Βουλκάνος» και παλαιότερα «Βουρκάνο», «Δορκάνο» και «Βουλκάνη», το οφείλει κατά πάσα πιθανότητα σε βυζαντινό άρχοντα ή κτίτορα, στον οποίο ανήκε η περιοχή πέριξ του όρους Ιθώμη.
Πρόδρομος βέβαια, αυτού του μοναστηριού είναι η Μονή της Παναγίας της «Κορυφής» ή της Παναγίας «Επανωκαστριτίσσης», η σήμερα ονομαζομένη «Καθολικόν» και ευρισκομένη στην κορυφή του όρους Ιθώμη, εκεί που άλλοτε υπήρχε η Ακρόπολις της Αρχαίας Μεσσήνης.
Υπάρχει παράδοση ότι η Μονή της Κορυφής κτίστηκε στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ., γύρω στο 725 μ.Χ. από εικονολάτρες Μοναχούς, εκεί όπου ευρέθη η σεπτή Εικόνα τη Παναγίας μας, κρεμασμένης σ’ ένα πουρνάρι και με τη συντροφιά ενός αναμένου καντηλιού αλλά και άλλη παράδοση, που αναφέρει ότι κτίτοράς της είναι ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος (1282 – 1328 μ.Χ.) χωρίς όμως και οι δύο να επιβεβαιώνονται ιστορικά. Ο Ναός της παλαιάς μονής είναι τρίκλιτη θολωτή βασιλική, σήμερα δίκλιτη, μέ πολλές μεταγενέστερες παρεμβάσεις και έχει κτισθεί επάνω στο χώρο του ειδωλολατρικού ναού του «Ιθωμάτα» Δία αφού χρησιμοποίησαν ογκόλιθους απ΄αυτόν. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του Ναού που έχουν ζωγραφηθεί από τους Ναυπλιώτες αδελφούς Δημήτριο και Γεώργιο Μόσχου, το έτος 1608 μ.Χ. Στη συμβολή της μεσημβρινής με τη δυτική πτέρυγα των κελλιών του μοναστηρίου υπάρχει το βυζαντινό Φωτάναμα, που ήταν ειδικός χώρος με εστία φωτιάς και πεζούλια γύρω απ’ αυτή, στα οποία κάθονταν οι μοναχοί και ζεσταίνονταν κατά το χειμώνα. Για την ιστορία αναφέρεται, ότι Φωτανάματα στην Εκκλησία της Ελλάδος υπάρχουν 11 συνολικά.
Το μοναστήρι της Κορυφής εγκατέλειψαν οι Πατέρες το έτος 1625 μ.Χ. λόγω του αβάσταχτου ψύχους των χειμερινών μηνών αλλά και της δυσκολίας των προσκυνητών να φτάσουν σ’ αυτό κι έτσι αναζήτησαν τόπο νοτιότερα και τον βρήκαν στο σημερινό χώρο του νέου μοναστηριού αφού τον αγόρασαν από τον πατέρα του Τούρκου αγά της Ανδρούσης αντί 10.500 γροσίων. Στον αγορασθέντα τόπο βρήκαν μια πηγή ύδατος, τη γνωστή έως και σήμερα «Μάνα του νερού» κι έναν διώροφο πύργο, που έγινε η αρχή του νέου μοναστηριού αφού συνέχεια αυτού έκτισαν το σημερινό επιβλητικό συγκρότητα με τα χαγιάτια και τις καμάρες.
Ο Ναός της νέας κάτω μονής ανηγέρθη το 1701 μ.Χ. και είναι Βυζαντινού ρυθμού σταυροειδής μετά τρούλλου. Τιμάται στο Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου καθ’ όσον ο Ναός της παλαιάς μονής τιμάται στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, που αποτελεί την κεντρική πανήγυρι και των δύο μοναστηριών.
Παλλάδιο και θησαυρός του μοναστηριού είναι η θαυματουργός Εικόνα της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας, πού φέρει την επιγραφή «Η Οδηγήτρια η επονομαζομένη τω όρει Βουλκάνω». Στο μοναστήρι ακόμη φυλάσσονται Ιερά Λείψανα πολλών Αγίων της Εκκλησίας μας, μεταξύ των οποίων του Αγίου Νεομάρτυρος Ιωάννου του Μονεμβασιώτου (βλέπε 21 Οκτωβρίου), του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου (βλέπε 3 Οκτωβρίου) και του Καλαματιανού Αγίου Ηλία του Αρδούνη (βλέπε 31 Ιανουαρίου). Στη δε πλούσια βιβλιοθήκη του υπάρχουν παλαιά και νέα βιβλία, ιδιόχειρα συγγράμματα, Τουρκικά έγγραφα και 4 Σιγίλλια των κατά καιρούς Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, που αναγνωρίζουν ή επικυρώνουν τα προνόμιά του.
Ιδιαίτερη προσοχή και λατρευτικό ενδιαφέρον από μέρους του ευσεβούς λαού ελκύουν οι εορτές και πανηγύρεις της μονής τόσο τον Δεκαπενταύγουστο με τη μεταφορά της Εικόνος της Παναγίας στο θρόνο Της, στο μοναστήρι της Κορυφής και την έναρξη των εορταστικών ιερών ακολουθιών όσο και τη νύκτα της 19ης προς 20ήν Σεπτεμβρίου με την Κάθοδο της Βουλκανιώτισσας στην πόλη της Μεσσήνης, σε ανάμνηση θαυματουργικής επεμβάσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν φοβερή επιδημία πανούκλας είχε απλωθεί σε όλη σχεδόν τη Μεσσηνία και είχε σκορπίσει το θάνατο και τη δυστυχία γύρω στα 1755 μ.Χ. και τότε πρωτολιτανεύτηκε η Αγία Εικόνα Της. Αυτή τη νύχτα, χιλιάδες άνθρωποι οδοιπορούν και ανάμεσά τους πολλά νέα παιδιά, συνοδεύοντας τη Βουλκανιώτισσα Κυρά και διανύοντας απόσταση 20 χιλιομέτρων πεζοπορίας. Η Κάθοδος αυτή ξεκινά στις 2 το πρωί από το Βουλκάνο και καταλήγει στη «Μαυροματέϊκη Παναγίτσα» γύρω στις 7.30 το πρωί της 20ης Σεπτεμβρίου. Η επίσημη υποδοχή της Εικόνος γίνεται στις 9.30 π.μ. στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, παρά την είσοδο της Μεσσήνης, από τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας, τις αρχές του τόπου και πλήθος λαού. Πάνδημη είναι και η Λιτανεία στους κεντρικούς δρόμους της πόλεως για να καταλήξει στο Βουλκανιώτικο Μετόχι της Πανηγυρίστρας, όπου και εναποτίθεται η Ιερά Εικόνα. Ακολουθεί οκταήμερο προσκύνημα μέχρι της 28ης Σεπτεμβρίου, οπότε την 5η απογευματινή αυτής της ημέρας άρχεται η άνοδος της Εικόνος για το μοναστήρι της, πρώτα με λιτάνευσή της εντός της Μεσσήνης και στη συνέχεια με πορεία προς το Βουλκάνο, όπου καταλήγει τη 12η νυχτερινή.
Η Μονή Βουλκάνου ανέκαθεν υπήρξε ανδρική και ποτέ δεν σταμάτησε η λειτουργία της. Σήμερα αποτελεί το μοναδικό ανδρώο Κοινόβιο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας.
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μεσσηνίας ἁπάσης προσκυνοῦμεν τὸ καύχημα, τὴν θαυματουργόν Σου Εἰκόνα, Βουλκανιώτισσα Δέσποινα, βλυστάνουσαν ἀφθόνως δωρεάς, χαρίτων οὐρανίων τοῖς πιστοῖς, καὶ φρουροῦσαν πανταχόθεν τὴν Σὴν Μονήν, τῷ πόθῳ καυχωμένην Σοι. Δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ σκέπῃ Σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς Σου ἀγαθῇ, προνοία Ἄχραντε.
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὴν παναλκῆ Σου, χεῖρα Κόρη Βουλκανιώτισσα, μὴ ἀντανέλῃς ἀφ’ ἡμῶν ἐκδυσωποῦμέν Σε, τὰς πολλάς Σου ἀνυμνοῦντες θαυματουργίας, ἀλλ’ ὡς πάλαι τὸν λαὸν Μεσσήνης ἔσωσας, οὕτω δίδου καθ’ ἑκάστην τὰ συμφέροντα, τοῖς βοῶσί Σοι· Χαῖρε πάντων βοήθεια.
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν
Βουλκάνου ἀληθῶς, τὴν Μονὴν ἀγλαΐζεις, Παρθένε Μαριάμ, Σῆς Μορφῆς τῇ εἰκόνι, πρὸς Ἣν καταφεύγομεν, τῶν πιστῶν πλήθη κράζοντα· Βουλκανιώτισσα, ἡμῶν ἐλπίδων τὸ σκάφος, καθοδήγησον, εἰς γαληνούς Σου λιμένας, ἡμᾶς θαλαττεύοντας.
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν
Κατεπλάγησαν Ἁγνή, τῶν Μεσσηνίων οι χοροί, καθορῶντες θαυμαστήν, θαυματουργίας σου σπουδήν, ὅτε λοιμοῦ τε ἐῤῥύσω θανατηφόρου, πόλιν τὴν αὐτῶν, κινδυνεύουσαν, ὅθεν νῦν σεπτῶς, τὴν ἀνάμνησιν, ποιοῦμεν Κόρη, θείαν Σου εἰκόνα, ἐν τῇ νυκτὶ λιτανεύοντες, καὶ μαρτυροῦμεν Σὴν προστασίαν, παναλκῆ τοῖς καλοῦσί Σε.
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ἐπεφάνη χάριτος, πλήρης γλυκείας, ἡ εἰκών Σου Δέσποινα, χαροποιοῦσα τὰς ψυχάς, τῶν Μεσσηνίων βοώντων Σοι· Χαίροις Παρθένε, Βουλκάνου τὸ καύχημα.
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὀσμῇ μύρων ἔδραμε τῆς εὐδοκίας τῆς Σῆς, Μονὴ ἡ τιμῶσά Σε τῆς τοῦ Βουλκάνου ἁγνή, ἣ κόλποις κατέχουσα, θείαν Σου τὴν εἰκόνα, Βουλκανιώτισσα Κόρη, ὅλη ἀγαλλομένη θέα ταύτης κραυγάζει· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ Σοῦ.
Ἄγγελοι ἀοράτως, τὴν σεπτήν Σου εἰκόνα, ὀψὲ ἐν χαρᾷ περικυκλοῦσιν, ἡμεῖς δὲ ἐν νυκτὶ εὐλαβῶς μετὰ δέους λιτανεύοντες Βουλκανιώτισσα, ὑμνοῦμέν σου τὰς χάριτας, καὶ πόθῳ βοῶμέν Σοι ταῦτα·Χαῖρε, τὸ κλέος τῆς Μεσσηνίας· χαῖρε, ἡ πύλη τῆς εὐσπλαγχνίας.
Χαῖρε, νοσημάτων παντοίων ἐλάτειρα· χαῖρε, Ἐκκλησίας ἁπάσης ἡ πρέσβειρα.
Χαῖρε, ὅτι κατεκόσμησας, τοῦ Βουλκάνου τὴν Μονήν· χαῖρε, ὅτι κατεφαίδρυνας, τῆς Μεσσήνης τὸν λαόν.
Χαῖρε, οὐρανίων ἐρώτων φίλτρον τὸ θεῖον· χαῖρε, εὐχῆς νοερᾶς οὐράνιον ταμεῖον.
Χαῖρε, καλῶς βρῦσις ἡ ἀείῤῥυτος· χαῖρε, ἐλπὶς ἡμῶν ἀνενδοίαστος.
Χαῖρε, ἐν ᾗ Ἀδὰμ ἐνεδύθη· χαῖρε, δι’ ἧς Σατὰν ἐγυμνώθη.Χαῖρε πάντων βοήθεια.