Άλκης Αγγελόγλου: “Μελαγχολία” | Διήγημα

Πέρασε από το νου μου η ιδέα να καθίσω ν’ αραδιάσω τούτες τις σκέψεις μου σ’ ένα διήγημα. Πρώτη φορά αποφασίζω ένα τέτοιο πράμα. Ξέρω. Θα τις γράψω πικραμένα, ξερά, χωρίς λυρισμό. Έτσι όπως αρέσει της μελαγχολικής κοπέλας. Που είναι κι αυτή λυπημένη, απογοητευμένη. Σαν ένα μαραμένο κρίνο.

by Times Newsroom

ΑΛΚΗΣ ΑΓΓΕΛΟΓΛΟΥ

 

Μελαγχολία

Πάρε του πόνου τη σμύρνα κ’ έλα

Κ.Γ. Καρυωτάκης

Η ΖΩΗ κυλά πικρή, απαράλλαχτα ίδια. Οι μέρες φεύγουν σαν πουλιά που δεν είναι να ξανάρθουν πίσω. Είναι μια περίεργη λύπη, ανεξήγητη που παιδεύει το κορμί. Όπως τυραγνά το σκουλήκι ένα μήλο.

Μέσα εδώ, όλα φαίνονται μίζερα, μισοπνιγμένα. Το γραφείο είναι στενόμακρο, πνιχτικό. Οι φάτσες των υπαλλήλων έχουν πάρει από καιρό ένα ύφος ηλίθιο. Οι τοίχοι είναι κιτρινισμένοι, μ’ ένα χρώμα λερό, όπως η όψη των αρρώστων. Και τ’ απάνω τζάμια των παραθυριών που βλέπουν προς το ξεγυμνωμένο βουνό, είναι ελεεινά λερωμένα απ’ τις μύγες. Όλα δείχνουν αξιοθρήνητα, γελοία. Εγώ δουλεύω δω μέσα με σκοπό να τα βολέψω κάπως και να σπουδάσω. Τ’ όνομά μου είναι Δημήτρης Καλιάνης. Διόλου δεν είμαι ικανοποιημένος από τ’ όνομά μου. Στο βάθος το βρίσκω ανόητο.

Συλλογιέμαι παρατηρώντας τον ουρανό. Μέσα μου όλα είναι μαύρα, απαισιόδοξα. Σαν εφιαλτική νύχτα. Αρκετόν καιρό έζησα με τη σκέψη να ’βρω έν’ άστρο, ένα χλωμό άστρο να φέξει τη στράτα μου.

Κι η κοπέλα του Πανεπιστημίου που γνώρισα τις προάλλες έτσι είναι θλιμμένη. Ευγενικά θλιμμένη. Το ύφος της μοιάζει γλυκό, απελπισμένο. Περιμένεις ώρα την ώρα να μαραθεί. Όπως τ’ αστεράκια του όρθρου. Θέλω να τη σώσω κι είμαι τόσο ανήμπορος. Όλη την ώρα τη συλλογιέμαι απελπισμένα, κοιτάζοντας το γκρίζον ουρανό. Η μέρα είναι ωχρή, σαν αδιάθετη. Θα ήθελα να πίστευα στον έρωτα, στην ομορφιά του κόσμου, για να φιλούσα τα περίλυπα μάτια της. Ευλαβικά, αγαπημένα. Πόσο αργά ήρθε! Πόσο αργά! Τώρα όλα έχουν πεθάνει μέσα μου. Κι ένα νυχτοπούλι απόμεινε να θρηνεί γοερά πάνω στ’ αραχνιασμένα ερείπια. Απελπισμένα. Ανόρεχτη σιωπή βασιλεύει. Πού και πού να πιάσει να βήχει αυτό το αντικρινό μου γεροντάκι. Είναι χωμένο μέσα σ’ ένα βουνό χαρτιά, κι όπως βλέπω, τα μάτια του μοιάζουν σβησμένα. Βήχει όπως ένα άρρωστο κρυωμένο γατί, και το διακριτικό βηχάκι κόβει τη θλιβερή μονοτονία που βασιλεύει απελπιστικά όλη την ώρα. Τα άσαρκα μάγουλά του είναι τραβηγμένα προς τα μέσα, και μου θυμίζει ζωηρά ένα πεθαμένο θείο μου.

Κάθεται κανένας και συλλογιέται τα όνειρα που έπλασε σαν ήτανε παιδί, κοντά στην παραστιά, τα χειμωνιάτικα βράδια.

Ωχ, θεούλη μου, τι κουταμάρα.

Κάτω στο νησί. Θα ’πρεπε να βρέχει. Μια εύθυμη βροχούλα που τραγουδούσε στους τζίγκους των παραθυριών. Σα να ’παιζε πιάνο. Η χειμωνιάτικη νύχτα απλώνονταν ήσυχη, κι η βροχή σιγανοψιχάλιζε διακριτικά, κι ένα λιοτρίβι όχι μακριά απ’ το σπίτι μας άλεθε ρυθμικά και χτυποκαρδούσε. Σαν προχωρούσε για καλά η νύχτα, αυτό σφύριζε γλυκά, όπως σφυρίζουν τα βαπόρια που φτάνουν σε λιμάνι. Η γιαγιά μάς ιστορούσε παραμύθια. Καθόμαστε και κοιτάζαμε τις φλόγες που ξελόχιζαν θυμωμένες απ’ το τζάκι. Ο πατέρας διάβαζε τις τελευταίες εφημερίδες, και κάθε τόσο στύλωνε τα γυαλιά του που πήγαιναν να πέσουν. Η μητέρα κι αυτή διάβαζε, και πάντα της άρεσε να διαβάζει την “Άννα Καρένινα” του Τολστόι. Η αδερφή μου ήταν πιο μικρή από μένα. Είναι μελαχρινή, έχει όμορφα δόντια, και τα μάγουλά της μοιάζουν σαν απριλιάτικα τριαντάφυλλα. Τα μάτια της είναι μεγάλα, μαύρα, έτοιμα να κλάψουν για το παραμικρό. Το παραμύθι ήταν γοητευτικά ωραίο. Δεν ξέρω γιατί, πάντα οι κοπέλες των παραμυθιών τής γιαγιάς φάνταζαν μελαγχολικές. Κι εγώ από τότε άρχισα να αισθάνομαι μιαν απίστευτη συμπάθεια για όλα τα μελαγχολικά κορίτσια που έβλεπα.

Πώς περνούσαν οι μέρες.

Το σπίτι υψώνονταν ανάμεσα σ’ ένα δεντρόκηπο. Εκεί αριστερά, κοντά στα κάγκελα, είναι μια κληματαριά. Κάθε χρόνο γέμιζε σιρίκια. Γλυκά, μοσχοβολημένα. Κι οι ρώγες αχτιδοβολούσαν κάτω απ’ τον ξανθόν ήλιο σα διαμαντόπετρες. Απ’ την είσοδο του κήπου λουλούδιζαν βιολέτες, χρυσάνθεμα, άσπρα και πορφυρένια, και μια πορτοκαλιά που ήταν ολογυρίς το χειμώνα φορτωμένη πορτοκάλια. Θυμάμαι ένα άγριο γιασεμί, που θέριεψε κι αγκάλιασε όλο το σαμάρι με κάτασπρους ανθούς. Απ’ την άλλη μεριά φύτρωνε μια ροδιά. Οι καρποί της ωρίμαζαν σαν έλεγε να ξεψυχήσει ο Σεπτέμβρης. Ήτανε κάτι αφράτα ρόϊδα, και τα κουνιά τους ήτανε γλυκά και τριανταφυλλιά και σα ρουμπίνια. Ο δρομάκος της αυλούλας είναι στρωμένος με λογιών-λογιών φτηνάδες. Και κει στις χαραμάδες φύτρωσε μιαν απαλή, χνουδάτη πρασινάδα. Ο δρομάκος κατηφορίζει λαφριά, κι εκεί που τελειώνει και φτάνει στο σπίτι, να μια στέρνα. Στενόμακρη. Τη θυμάμαι που ήτανε πάντα καθαρή, ασπρισμένη, και το νερό της αντιφέγγιζε τον ουρανό γαλανιάζοντας. Μια βαρκούλα έπλεε ανάλαφρα. Είναι καμωμένη από διαλεχτό πευκόφλουδο, έχει άσπρο λατίνι και ψηλά ένα μονόγραμμα που το κέντησε η αδερφή μου με θαλασσί μετάξι. Τα νερά της στέρνας έμεναν πάντα σιωπηλά, ακύμαντα. Πάνω σ’ αυτά, ταξίδεψα με τη βαρκούλα τα πρώτα μου όνειρα. Πόσες χίμαιρες! Να καθίσω τώρα να ιστορήσω δω τις ονειροφαντασιές μου, θαρρώ πως θα ’τανε τουλάχιστο ανοησία. Πιστεύω πως σωστά το συλλογίστηκα έτσι.

Τα χρόνια κυλούσαν ήσυχα, αγαπημένα.

Θυμάμαι τα καλοκαίρια. Ο κήπος γέμιζε αρώματα. Φρέσκα τριαντάφυλλα. Κι η καντιναριά άνθιζε κόκκινες φλόγες. Τα πουλιά έρχονταν να τραγουδήσουν απ’ την αυγή. Αντίκρυ απ’ το σπίτι μας θυμάμαι μια μελαχρινή κοπέλα που έβγαινε κάθε πρωί στην οξώπορτα του σπιτιού της κι έκανε ψιλοδουλίτσες. Τα μάτια της, καθώς κοιτάζουν πέρα κατά το Νοτιά, είναι συλλογισμένα, περίλυπα. Εγώ πήγαινα και τής έπιανα κουβέντα. Αυτή γελούσε μελαγχολικά. Την κρατούσα απ’ τη μέση να πηδήσει το σαμάρι του κήπου μας. Καθόμαστε κάτω απ’ την κληματαριά, τρώγαμε σιρίκια, κι αυτή με παρακαλούσε πάντα να τής διηγούμαι ιστορίες που της άρεσαν. Ήταν απίστευτα όμορφη. Σαν άνθος. Ύστερα, τι κατεργαριά! Μια μέρα δεν ήξερα τι να τής πω, κι έπιασα να τής διηγούμαι μια ψεύτικη ιστορία που την έπλασα ο ίδιος. Ήτανε μια παράξενη διήγηση, ίσως απίθανη.

– Μα γίνονται όλ’ αυτά; ρώτησε.

Τα θλιμμένα της μάτια με κοίταζαν γεμάτα αθωότητα, απορία. Όμως εγώ δε θυμάμαι τι τής αποκρίθηκα. Πέρα ο κάμπος απλώνονταν βελουδένιος. Κι ύστερα η θάλασσα. Ήτανε απέραντη, γαλανή, κι ένα σωρό άσπρα πανάκια αρμένιζαν ήσυχα. Η ζωή άρχιζε σαν ένα όραμα απίστευτα όμορφο. Γοητευτικό, εξαίσιο. Κι όλος αυτός ο καιρός πέρασε γοργά. Όπως περνά ένα όνειρο. Η μια οπτασία μέσα από ένα υγρό κήπο με λουλούδια , που τον πρόφτασε το χινοπωριάτικο σούρουπο.

Απ’ τα θολά λερωμένα τζάμια παρατηρώ τον ουρανό. Φαντάζει μολυβής, συλλογισμένος. Απ’ το πρωί θέλει να κλάψει, να κλάψει, έτσι που να ξελαφρώσει. Έχεις την εντύπωση πως δε μπορεί. Και για τούτο είναι κατσουφιασμένος. Σαν άνθρωπος. Και το καλοκαίρι αργεί.. Πόσο αργεί. Ίσως να μην έρθει κιόλας. Τα φύλλα των δέντρων σιγανά ψυχορραγούν. Όλα είναι πένθιμα. Εδώ αντίκρυ, στέκει περήφανα μια κάτασπρη πολυκατοικία. Σε μοντέρνο στυλ και με κεντρική θέρμανση. Εδώ μέσα στ’ αραχνιασμένο γραφείο όλα κρυώνουν. Δεν έχει σημασία. Κάποιος παίζει πιάνο σ’ ένα δωμάτιο της πρόσοψης, κι οι νότες που φτάνουν ώς εδώ ξεψυχισμένες είναι αφάνταστα λυπητερές.

– Καλιάνη! τη δουλειά σου, τη δουλειά σου. Σαν αφηρημένο σε βλέπω πάλι, γκρινιάζει ο προϊστάμενος.

Γυρίζω και τον βλέπω σαστισμένος, έντρομος. Όπως όταν μας ξυπνήσουν από βαθύ ύπνο. Αυτός τρύπωσε ώς εδώ χωρίς να τον πάρω μυρουδιά. Η φάτσα του δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο. Μοιάζει σαν αποκριάτικη μουτσούνα. Το μουστάκι του είναι γκρίζο, και κει στη μέση καψαλιασμένο απ’ το κάπνισμα. Είναι ένας άθλιος άνθρωπος, κακός, που για ψύλλου πήδημα μας κόβει πρόστιμο. Σκύβω πάλι στα χαρτιά μου γράφοντας. Αυτός περπατά πέρα-δώθε. Έχει τα χέρια κλειδωμένα πίσω στη ράχη. Ύστερα φεύγει προς την πόρτα. Λέει από κει:

– Δεν μπορούμε να σε κρατήσουμε. Αχά! Εσύ όλη την ώρα χαζεύεις. Αχά! Πρέπει να το ξαναπώ στον κ. Διευθυντή.

Πάλι το γεροντάκι ξανάπιασε να βήχει.

Ο Διευθυντής είναι ψηλός, γέρος πια, και φορεί μιαν ομορφούτσικη καστανή περούκα. Όλοι εδώ τον λογαριάζουν για παράξενο άνθρωπο. Δε γελά καθόλου, και μιλά μια μπερδεμένη καθαρεύουσα γεμάτη ασυνταξίες. Τότες το στόμα του γεμίζει σάλια και σου ’ρχεται η επιθυμία να μπήξεις τα γέλια. Η φάτσα του είναι ψυχρή και αυστηρή. Όσο δεν παίρνει αυστηρή. Και σα σε κοιτάζει, πιστεύεις πως τα μάτια του είναι γυάλινα.

– Δημήτρη Καλιάνη, λέει. Μανθάνω πως αφαιρείσαι περί όλην την ώραν, ότι έχεις παράξενους ιδέας, απείθαρχος ων. Καθόλου δεν μου αρέσουν εμένα αυτά. Δεν μου είναι δύσκολον να σε αποπέμψω. Ήκουσες;

– Με συγχωρείτε, κύριε Διευθυντά, λέω γω με πρόθεση να τον κοροϊδέψω. Αλήθεια, ξέρετε…

Πάνω στο καθαρό γραφείο του είναι ένα ωραίο πουλί από μάρμαρο. Είναι ένα κάτασπρο περιστέρι, οι φτερούγες του μισάνοιχτες, και το ράμφος του φαίνεται έτοιμο να τσιμπήσει.

Το πιάνο εξακολουθεί να παίζει, πάντα στο ίδιο λυπημένο μοτίβο.

Πάνω απ’ την πόρτα, ένα παλιό, παμπάλαιο ρολόι μετρά τις θλιβερές ώρες που φεύγουν αγύριστα. Οι δείχτες κινούνται αργά, και σαν από κάποια ανέκφραστη ανάγκη.

Σα βγει ο μήνας, παίρνω μιστό ένα χιλιάρικο. Όλα είναι μετρημένα, αφάνταστα στενά. Και τούτο το μήνα χωρίς λόγο μού έβαλαν πρόστιμο. Ίσια-ίσια που ξεκαθάρισα οχτακόσιες δραχμές. Τι να κάμεις μ’ οχτακόσιες δραχμές;

Έξω η μέρα είναι πάντα ωχρή. Τα σύννεφα στον ουρανό κυλούνε βαριά, απελπιστικά βαριά.

Πώς φυλλορρόησαν τα όνειρα.

Το νησί με τα ρόδα και τα γινωμένα σιρίκια βούλιαξε μια χρυσαυγή. Βούλιαξε αβρά, χωρίς κλάματα. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα, και σα βγήκε, δεν υπήρχε τίποτα πια. Όλα χάθηκαν. Ο πατέρας, η μητέρα, η γιαγιά. Κι η μικρή αδερφή με τα μεγάλα μάτια και τ’ απριλιάτικα τριαντάφυλλα ξενιτεύτηκε. Πίσω από ατέλειωτες θάλασσες . Αφρισμένες και βουερές. Μήτε με θυμάται πια. Ο κόσμος είναι τόσο μεγάλος. Απέραντος και κακός μαζί.

Να με λοιπόν και γω. Μια μέρα που ξύπνησα ανάμεσα σ’ αγνώστους, απελπιστικά μόνος, ανακάλυψα πως τα παραμύθια και τα όνειρα είναι ψέματα. Τι απογοήτεψη.

Και τώρα θέλω να φύγω μες απ’ αυτούς τους βρώμικους τοίχους. Θέλω να φύγω και δεν έχω πού να πάω, κι έχω βαρεθεί πια ν’ ακούω το αγαθό γεροντάκι να βήχει σε μικρές δόσεις τη ζωή του. Η ζωή κυλά ανόρεχτη. Χωρίς χαρές. Συλλογιέται κανένας αν πρέπει να ζει. Οι άνθρωποι που αντάμωσα στη ζωή μού φάνηκαν κακοί. Κι έχω την εντύπωση πως όλοι οι άνθρωποι έτσι είναι. Ο προϊστάμενος είναι κακός, ο διευθυντής το ίδιο, κι οι αγαπημένοι φίλοι που έπιασα γρήγορα με πρόδωσαν. Έπαψα να πιστεύω στο αίσθημα. Μήτε έχω καμιά πίστη. Τα ωραία βιβλία. Α, πώς. Αυτά είναι γεμάτα κουταμάρες, γλυκόπικρους ρομαντισμούς. Η πραγματικότητα είναι πάντα τόσο διαφορετική. Κι άθλια. Κανένα βιβλίο δεν είδα να μιλά γι’ αυτήν.

Το ρολόι κούτσα-κούτσα δείχνει μια και κάρτο. Καλά θα κάμω να πεταχτώ σε λίγο να μασήσω κάτι. Συχνά τρώω με το κατώτερο προσωπικό. Αυτοί τρώνε, ωραίες μου κυρίες, μέσα σ’ ένα θαμπόφωτο υπόγειο, κάτω από τα γραφεία που δουλεύουμε. Εκεί μέσα είναι σκοτεινά, ένα σωρό φριχτές αναθυμιάσεις αναδίνονται, κι όλα ζουν σε μιαν ατμόσφαιρα κακού βραχνά. Τρώνε αράδα σε μια στενόμακρη τράπεζα, που ξεχνιέται πάντα βρώμικη. Απολείμματα φαγιών είναι κολλημένα πάνω σ’ αυτή, και κάτι προχτεσινά μακαρόνια ξεράθηκαν και κιτρίνιασαν και τώρα μοιάζουν σαν πεθαμένα σκουλήκια. Είναι πολύ ανόητο που θυμάμαι τέτοιες στιγμές τις πρώτες χινοπωριάτικες μέρες, που βγαίναμε περίπατο κάτω στο νησί για να κορφολογήσουμε κυκλάμινα. Τ’ αγαπούσα εξαιρετικά αυτά τα λεπτεπίλεπτα λουλούδια. Συγκινητικά τ’ αγαπούσα. Θυμάμαι, τα πεύκα μύριζαν φρέσκια ρετσίνα, το βρεμένο χώμα μοσχοβολούσε απ’ το χάδι τής Σεπτεμβριάτικης βροχής, και τα τελευταία στουρνέλια έφεγγαν πάνω στις συκιές σα φλουριά.

Μαζί τους τρώει και το Γιωργάκι. Αυτός δουλεύει πορτιέρης και συχνά τον στέλνουν για θελήματα. Είναι ένας τόσος δα πιτσιρίκος. Το μούτρο του είναι στρογγυλό και σα σταρένιο ψωμί. Είναι ένα έξυπνο παιδί, τα μάτια του λάμπουν αθώα, όπως όλων των παιδιών. Πολλές φορές, σαν είναι να φύγω τα βράδια, έρχεται και με βρίσκει και μου πιάνει κουβέντα. Σαν εξομολόγηση, ο καημός του είναι απλός, μεγάλος. Όπως ο κόσμος.

– Κύριε Δημήτρη, λέει, δε θέλω κι εγώ να παίξω σαν παιδί; Δεν είμαι γω παιδί;

Η φωνούλα του βγαίνει ψιλή, ραγισμένη, γεμάτη συγκρατημένο παράπονο. Του χαϊδεύω τα μαλλιά.

– Είσαι μικρός και δεν κάνει να λυπάσαι. Μεθαύριο, σα μεγαλώσεις, θα μάθεις πολλά πράματα. Τώρα πρέπει να μάθεις να υποφέρεις.

Ποτές μου δεν έχω δώσει συμβουλές. Όμως καταλαβαίνω τι κουταμάρες αχρείαστες είπα στο παιδί. Ας είναι. Θέλω να κλάψω κει μπροστά του, να κλάψω όπως ένα μωρό παιδί, και πεισμώνω που δεν μπορώ.

Η κοπέλα που τής διηγόμουνα ιστορίες πέθανε κι αυτή ένα πρωινό. Όπως φυλλορροεί μια μικρούλα βυσσινιά. Εγώ δεν έχω ερωτευτεί ποτές μου. Μα πάντα σα συλλογίζομαι την αγάπη, δεν ξέρω γιατί, φέρνω στο νου μου τα περίλυπα μάτια της. Αναθυμιέμαι που τη σήκωνα από τη μέση να περάσει στον κήπο μας. Ήτανε λαφριά, μοσχομύριστη, όπως ένα μπουκέτο φρέσκα γαρούφαλα. Απ’ αυτά που ανθίζουν στα παράθυρα κάτω στο νησί, σε κάτι λησμονημένες γειτονίτσες. Θυμάμαι τα δρομάκια τους, είναι παστρικά, μια βρύση γλυκαναβρύζει ξένοιαστα, και μια ανθισμένη βαγιά ραίνει το στενοσόκακο δαφνοκούκουτσα. Γιατί άραγε πέθανε; Ο κόσμος είναι τόσο αλλότροπος, τόσο περίεργος. Τι παράξενο! Όλοι οι άνθρωποι που πίστεψα σ’ αυτούς έφυγαν αγύριστα. Όλοι.

Λοιπόν, τώρα, μαζί μ’ όλα αυτά, να κι η θλιμμένη κοπελίτσα του Πανεπιστημίου. Ένα απόγεμα δεν είχα δουλειά, και πηγαίνοντας ν’ ακούσω μια παράδοση, τη γνώρισα τυχαία. Καθόμασταν πλάι-πλάι. Να πω την αλήθεια, ποτές μου δεν τις έκανα γούστο τις φοιτήτριες. Αυτές μιλούνε για το Φρόιντ όπως για τα νυχτικά τους, και ενδιαφέρονται πάρα πολύ για την εξίσωση “των δυο φύλων”. Αυτό. Είναι και κάμποσες άλλες που κάνουν λογοτεχνία και γράφουν θαυμάσια ερωτικά πεζοτράγουδα. Ακόμα και στίχους. Ξέρω μια που αντάλλαξε τα χάδια της για να της δώσουν να δημοσιέψει με τ’ όνομά της ένα διήγημα. Λοιπόν, ο καθηγητής είναι ψηλός. Όπως μιλά, το μούτρο του γίνεται κόκκινο. Βέβαια, η ρέι βιντικάτσιο. Λαμπρά. Ο Πλάτωνας έλεγε πως η Νομική Επιστήμη κλείνει μέσα της όλες τις αρετές. Ο μασκαράς. Κι εγώ βρίσκω πως δεν είναι τίποτ’ άλλο από μιαν απλή κατεργαριά. Τι σημασία έχει…

Λοιπόν…

Έξω, η χειμωνιάτικη νύχτα έπεφτε ανήσυχη και βρεμένη. Η μεγάλη σάλα τής οδού Σίνα μελιχρά σίχλιασε και σχεδόν αμέσως άναψαν τα φώτα. Γύρισα και είδα το μουτράκι της. Είχε μια θλιμμένη ομορφιά, απίστευτα θλιμμένη. Κάτω απ’ το πλούσιο φως έδειχνε λαφριά ωχρούλα. Τα μαλλιά της ήτανε μαύρα, χωρισμένα στη μέση. Μια πλεξίδα στεφάνωνε το κεφάλι της, έτσι ολότελα ξένοιαστα, με μια παιδιάστικη αφέλεια. Είδα και τα μάτια της. Λάμπανε καστανά, υγρά, περίλυπα. Όπως της πεθαμένης κοπελίτσας του νησιού. Όλες οι παλιές μου αναμνήσεις πέρασαν απ’ το νου μου, ωχρές και φευγαλέες. Ήταν απ’ αυτές τις μελαγχολικές κοπέλες, που ζωντάνεψαν αναπάντεχα από κείνα τα παραμύθια που μας ιστορούσε η γιαγιά έναν περασμένον καιρό. Έπιασα να την προσέχω. Φορούσε ένα κοντό γκρίζο παλτό, κι ένα δυο φορές την άκουσα που αναστέναξε λαφριά. Σαν πουλί. Τα χεράκια της, άσπρα σαν κρίνος, έπαιζαν αργά μ’ ένα βιβλίο. Το βιβλίο ήτανε του Γκόγκολ και τα χεράκια της μικρά, λεπτοκαμωμένα. Όπως τα χέρια μιας ακριβής κούκλας. Δεν είχα καμιά διάθεση ν’ αρχίσω σαχλαμάρες μαζί της. Όμως το περίλυπο ύφος της μού ήτανε συμπαθητικότατο. Όσο την έβλεπα, αδιάκοπα την προσόμοιαζα με την πεθαμένη βυσσινίτσα του νησιού. Με την πρώτη και τελευταία μου αγάπη, όπως θα λέγανε κι οι ποιητές.

Ένα-δυο φορές ανταμώθηκαν κι οι ματιές μας. Είχα την εντύπωση πως να, τώρα θ’ αρχίσει να κλαίει.

Έξω είχε πιάσει να βρέχει ραγδαία, μ’ ένα έξαλλο πείσμα, και σαν τέλειωσε το μάθημα, μείναμε κει αποκλεισμένοι.

Φυσούσε μανιασμένα, κι η βροχή έδερνε τα τζάμια μ’ ανθρώπινη κακία, κι αυτά άφηναν κάτι λυγμούς που μοιάζανε με κλάματα. Έτσι χωρίς λόγο πιάσαμε να μιλούμε. Τι να κάναμε; Είχε ένα ύφος γλυκό, απελπισμένο. Όλη την ώρα σήκωνε με το δείκτη του δεξιού της χεριού το μακρύ μανίκι του παλτού της που σκέπαζε ένα μικροσκοπικό ρολογάκι. Όλες της οι κινήσεις ήτανε θλιμμένες, αργές. Ένα-δυο φορές που γέλασε, γέλασε λυπητερά, κι εγώ θαρρούσα πως άκουγα μια μακρινή πένθιμη αρμονία.

Μιλήσαμε για τη ζωή. Αυτή την έβρισκε πληχτικιά, ανούσια. Σε μια στυμμένη λεμονόκουπα πεταμένη στο δρόμο. Όλα την είχαν απογοητέψει. Έτσι όπως και μένα. Κι αυτή η πολύχρωμη κίνηση των δρόμων της έφερνε ανία. Βέβαια και διάβαζε. Μισούσε το λυρισμό, τους στίχους που γράφουν οι ρομαντικοί ποιητές. Της άρεσαν τα παράξενα διηγήματα του Έντγαρ Πόε και συχνά διάβαζε της “Νεκροψία” τής Άντα Νέγκρι.

Η βροχή σα να ’παψε. Περπατήσαμε μαζί κάμποσο. Ο αγέρας κάπως είχε πέσει, μα πάντα ερχόντανε απ’ τη μεριά του Υμηττού υγρός, παγωμένος. Οι δρόμοι είχανε γεμίσει λάσπες, ένα αίσθημα αηδίας σε κυρίευε. Κι εγώ περπατούσα πλάι σε μια απελπισμένη κοπελίτσα, αγιάτρευτα απελπισμένη, κι έβλεπα πόσο μού συγγένευε. Κλεφτά γύριζα να δω το προφίλ της. Οι γραμμές ήτανε τραβηγμένες λεπτά, καλλιτεχνικότατα. Σα να ’πλεαν μέσα σ’ ένα όνειρο. Ήτανε ένα πράμα αραχνοΰφαντο, ασύλληπτο. Όπως μια υψηλή ιδέα. Να με λοιπόν εγώ, ένας αηδιασμένος απ’ τη ζωή, ένας κουρασμένος, που λίγο έλειψε να ενθουσιαστώ. Τι λέω; Αυτό μας έλειψε.

Γύρισα σπίτι λίγο ανήσυχος, διαφορετικός. Το φως της κάμαράς μου μού φάνηκε λιγοστό. Όλα ήταν άθλια, πρώτη φορά μού ήρθε στο νου πως θα ’πρεπε να ’ταν καλύτερα. Όπου και να ’ριχνα το βλέμμα μου, αντίκριζα, σαν πίσω από μαλακιά καταχνιά, δυο ματάκια περίλυπα. Ήταν έτοιμα να κλάψουν ευγενικά, σιωπηλά. Και χωρίς δάκρυα. Άνοιξα το παράθυρο. Ο αγέρας που μπήκε, παγωμένος και φρέσκος, κάπως με συνέφερε. Σα να κρύωνα. Ύστερα πάλι ξαναϊδωθήκαμε στο Πανεπιστήμιο. Περπατήσαμε μαζί σ’ ένα δρόμο ρομαντικό, που είχε απ’ τη μια κι απ’ την άλλη από μια σειρά πιπεριές. Ήτανε δείλι. Κι αυτή πάντα έδειχνε απογοητευμένη. Είχα ξεχάσει τον εαυτό μου ολότελα, κι άρχισα να λυπάμαι βαθιά αυτό το νέο κορίτσι που πρόωρα απελπίστηκε. Ήθελα να την έσωζα. Θα ήμουν ευτυχισμένος, όσο δε γίνεται ευτυχισμένος. Έπρεπε να ζήσει, να χαρεί. Είχε όλα τα δικαιώματα. Τι ήταν αυτά που έλεγε;

Έπιασα ν’ ανησυχώ. Δεν ξέρω πώς, πέρασε απ’ το νου μου πως ένα μεγάλο κακό θα πάθαινε. Ίσως να πεθάνει. Όπως η μαραμένη, η αγαπημένη βυσσινίτσα του νησιού. Όλα τα πίστευα. Όλ’ αυτά που έλεγε μού ήταν απόλυτα γνώριμα.. Δικά μου. Όμως αυτή έπρεπε να χαρεί.

Περπατούσαμε. Προς τη μεριά της δύσης ο ουρανός είχε γίνει χρυσοκόκκινος, και κάμποσα σύννεφα έμοιαζαν με χιλιάδες μαδημένα τριαντάφυλλα.. Μια στιγμούλα μού φανέρωσε τρομερά πράγματα. Μου είπε πως πήγαινε ταχτικά και παρακολουθούσε μαθήματα ιατροδικαστικής. Πήγαινε στις πρώτες σειρές. Έβλεπε με φριχτήν απάθεια να νεκροτομούνε τα πτώματα. Ένα γύρο ήταν χυμένη η μυρουδιά της φορμόλης, που την ευχαριστούσε εξαιρετικά. Τι ήτανε όλ’ αυτά; Τι ήτανε;

Οι φυλλωσιές κάτι σιγοψιθυρίζουν. Μοιάζει σαν κάτι υποβλητικά πένθιμο κι ακαθόριστο. Κι όλ’ αυτά μου φαινόντανε απίστευτα, μακριά. Όπως τα όνειρα.

Ύστερα, έλεγε, όλ’ αυτά τα πτώματα πήγαιναν σπίτι της. Κάθονταν ζαρωμένη στο κρεβάτι της και περίμενε. Περνούσανε το διάδρομο μ’ ένα πεθαμένο θόρυβο, κι άνοιγαν την πόρτα της. Αρχινούσανε να φωνάζουν, να κλαίνε, να κάνουν πράματα φρικαλέα και τρομερά. Οι κοιλιές τους ήτανε ανοιγμένες με χειρουργικά νυστέρια. Τα σπλάχνα τους, όπως χόρευαν, κουνιόντανε πέρα-δώθε.

Περπατούσαμε πάντα. Εκεί προς τη δύση, ο ήλιος είχε κάμποση ώρα που χάθηκε. Κι ο ορίζοντας ραίνει ρόδα και βύσσινα. Κι εγώ τ’ αγαπούσα και τα ’νιωθα έναν καιρό

Την άκουγα που μιλούσε με μια μελαγχολική απάθεια που με τρόμαζε Διηγόντανε αυτά τα απαίσια πράματα, ωραία, απλά, εύκολα. Σαν ένας συγγραφέας με δικό του ύφος. Σίγουρα, αν αποφάσιζε να γράψει, θα’ γραφε ωραία πράματα. Ένιωθα εξαιρετικά δυστυχισμένος. Έπρεπε κάτι να κάμω να τη σώσω. Ήταν ωραία, ευγενικιά. Ήθελα να της πω πως όπου και να ’ναι έρχονταν η Άνοιξη. Έπρεπε να ερωτευθεί. Κι εγώ, τι κρίμα, δεν μπορώ να της προσφέρω τη χαρά που θα την έσωζε. Ήθελα να ’μουνα γω ο οδηγητής της.

Ύστερα, όλα τα πρόσωπα που αγάπησα και πίστεψα χάθηκαν σιωπηλά. Όχι. Είχε παρεξηγήσει το νόημα της ζωής. Έπρεπε να την πείσω. Οι άνθρωποι είναι καλοί. Σαν καλοί άγγελοι. Ο έρωτας ομορφαίνει ό,α τα πράματα της γης. Μεθαύριο θα ’ρχονταν τα λουλούδια, ο αγέρας θα γινότανε ανοιξιάτικα διάφανος, γεμάτος χελιδονίσματα. Φλύαρα, ερωτικά. Έπρεπε ν’ αγαπήσει, να τρέξει νια χαρεί τις απριλιάτικες νύχτες που ήτανε στη μακριά λεωφόρο κι έρχονταν προς το μέρος της. Όπου και να ’ναι έφτασαν. Δεν τις βλέπει;; Πότε πρόφτασε να ζήσει; Όλα τ’ άλλα είναι ψέματα, ανόητα. Τι μπορεί να περιμένει από μένα. Μέσα στην ψυχή μου φώλιασε από καιρό ένας κατσούφης αβασίλευτος χειμώνας.

Την κοίταζα σωπαίνοντας. Έτσι όλη την ώρα. Βράδυ-βράδυ χωρίσαμε. Είχανε πιάσει ν’ ανάβουν τα φώτα. Σιωπηλά. Πέρα-δώθε, ο ουρανός κεντήθηκε με λιγοστά άστρα, που τρέμανε σα να κρύωναν. Τίποτα δε μπόρεσα να της πω.

Και χτες βράδυ έγιναν αυτά: Πήγαμε σε μια διάλεξη. Ένα παρδαλό πλήθος είχε γεμίσει την αίθουσα. Σε μια γωνίτσα βρήκαμε μια καρέκλα, κι αυτή κάθισε. Έμεινα κοντά της, ακουμπώντας στον τοίχο να τη βλέπω. Σίγουρα έπρεπε κάτι να κάμω να τη σώσω. Το δίχως άλλο. Ο ομιλητής κάτι βέβαια έλεγε, που μου φαίνονταν γελοία και ανόητα. Και βέβαια έπρεπε να τη βοηθήσω. Γύρισε και με είδε.

– Κάτσε λιγάκι να ξεκουραστείς, είπε.

Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της. Έπιασε το χέρι μου κι εγώ κάθισα στη θέση της χωρίς να καταλάβω τι έκανα. Την έβλεπα άβουλος, σα μέσα από βυθό που μας ρίχνει ο πυρετός. Μου ήρθε να κλάψω, να πάρω τα χέρια της μέσα στις φλογισμένες μου φούχτες, να της μιλήσω για τον έρωτα, για την άνοιξη, και δεν έκαμα τίποτα από δαύτα. Τίποτα. Τι άνθρωπος είμαι!

***

Το πιάνο έχει πια σωπάσει. Πριν να πάψει, είχε παίξει ένα κομμάτι εύθυμο, πεταχτούλικο. Δεν καταλαβαίνω και πολλά πράματα από μουσική. Όμως μου φάνηκε πως έλεγε: “Τι ωραία που είναι η ζωή”. Σωστά. Δεν έχω καμιά αντίρρηση.

Λοιπόν, συλλογιέμαι αυτά, και ξαφνικά-ξαφνικά, χωρίς να καταλάβω πώς, πέρασε από το νου μου η ιδέα να καθίσω ν’ αραδιάσω τούτες τις σκέψεις μου σ’ ένα διήγημα. Πρώτη φορά αποφασίζω ένα τέτοιο πράμα. Ξέρω. Θα τις γράψω πικραμένα, ξερά, χωρίς λυρισμό. Έτσι όπως αρέσει της μελαγχολικής κοπέλας. Που είναι κι αυτή λυπημένη, απογοητευμένη. Σαν ένα μαραμένο κρίνο.

Κάμποσες στιγμές, νιώθω, πώς να το πω, ευτυχισμένος. Φαίνεται να ’ναι ωραίο πράμα να νιώθει κανένας ευτυχισμένος. Όμως, γρήγορα, με συνεπαίρνει η γνώριμη, η αγαπημένη μελαγχολία. Έρχεται και με τυλίγει σαν πυκνή καταχνιά. Τα πρόσωπα των υπαλλήλων δείχνουν πάντα ηλίθια. Δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία πως ζούνε. Δεν είναι πεθαμένοι. Κι ας μοιάζουν έτσι. Το γεροντάκι που κάθεται αντίκρυ μου, έχει κάμποση ώρα που δεν έβηξε. Περίεργο. Οι δείχτες του ρολογιού σα να στάθηκαν κι αυτοί από πλήξη. Όπου και να ’ναι, θα με φωνάξει ο Διευθυντής. Γρήγορα παρατούμαι κι από την έγνοια του διηγήματος. Πολύ καλά έκανα. Έχω ακούσει πως, γι’ αυτή τη δουλειά, χρειάζεται ταλέντο, ένα σωρό άλλα πράματα.

Θαρρώ πως έπιασε να βρέχει έξω. Καλύτερα…

  • Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος ΙΒ΄, τόμος 23ος, τεύχος 273, 1 Μαΐου 1938

_________________________________________________

ΑΛΚΗΣ ΑΓΓΕΛΟΓΛΟΥ (1915 – 1990)

Ο Άλκης Αγγελόγλου γεννήθηκε στη Σάμο, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός. Μετά την αποφοίτησή του από το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο της Σάμου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1940. Εργάστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών και στο Υπουργείο Προεδρίας. Από το 1953 ως το τέλος της ζωής του έζησε στο Λονδίνο, εργαζόμενος στο B.B.C. και στη συνέχεια στο Γραφείο Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας, θέση από την οποία παραιτήθηκε αμέσως μετά την κήρυξη της Απριλιανής δικτατορίας του 1967. Στην Ελλάδα επέστρεψε για έξι μόνο χρόνια, από το 1975 ως το 1981, οπότε συνταξιοδοτήθηκε από τη θέση του Μορφωτικού Συμβούλου που κατείχε. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1937 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στα περιοδικά Πνευματική Ζωή, Νεοελληνικά Γράμματα και Νέα Εστία αλλά και σε περιοδικά της Σάμου. Πέντε χρόνια αργότερα εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Εαρινό. Συνεργάστηκε με τον Αστέρη Κοββατζή στην έκδοση και σύνταξη των περιοδικών Φιλολογικά Χρονικά (1946) και Ελληνική Δημιουργία (1948), όπου δημοσίευσε κριτικά άρθρα και δοκίμια για τη λογοτεχνία, καθώς επίσης με τις εφημερίδες Ελευθερία και Η Καθημερινή. Το λογοτεχνικό έργο του Άλκη Αγγελόγλου τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Άλκη Αγγελόγλου βλ. Γιάκος Δημήτρης, «Αγγελόγλου Άλκης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας1. Αθήνα, Χάρη Πάτση, 1968, Στεργιόπουλος Κώστας, «Άλκης Αγγελόγλου», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67Β΄, σ.8-26. Αθήνα, Σοκόλης 1988, χ.σ., «Αγγελόγλου Άλκης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983, και χ.σ., «Άλκης Αγγελόγλου», Νέα Εστία128, ετ.ΞΔ΄, 1/10/1990, αρ.1518, σ.1343.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

 

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com