Ο Φραντσέσκο Σαβέριο Τζεμινιάνι (Francesco Saverio Geminiani, Λούκκα, 5 Δεκεμβρίου 1687 – Δουβλίνο, 17 Σεπτεμβρίου 1762), ήταν Ιταλός συνθέτης και βιολονίστας, του ύστερου Μπαρόκ. Γεννημένος στη Λούκκα της Τοσκάνης, ξεκίνησε να παίρνει μαθήματα βιολιού από τον πατέρα του, κατόπιν, με τον Λονάτι (Carlo Ambrogio Lonati) στο Μιλάνο και, στη συνέχεια στη Ρώμη, με τον Κορέλλι. Πιθανότατα, πήρε μαθήματα μουσικής από τον Σκαρλάτι στη Νάπολη. Μετά το 1707 ανέλαβε τη θέση του πατέρα του στην Καπέλα Παλατίνα (Cappella Palatina) της γενέτειράς του. Από το 1711, διηύθυνε την ορχήστρα της Όπερας στη Νάπολη, της οποίας υπήρξε και εξάρχων βιολονίστας.
Μετά από σύντομη επιστροφή στη Λούκκα, το 1714, αναχώρησε για το Λονδίνο, όπου προηγήθηκε η φήμη του ως δεξιοτέχνη του βιολιού. Στην αγγλική πρωτεύουσα, σύντομα, προσείλκυσε την προσοχή κοινού και πατρόνων -όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή-, μεταξύ των οποίων, του Ουίλιαμ Κάπελ (William Capel), 3ου κόμη του Έσσεξ, ο οποίος τον ανέλαβε στη συνέχεια. Κομβικό σημείο της καριέρας του υπήρξε το 1715, όταν έπαιξε τα κονσέρτα του στην Αυλή του Γεωργίου Α΄, με τον Χαίντελ στο πληκτροφόρο.
Ο Τζεμινιάνι εξασφάλιζε τα προς το ζην διδάσκοντας και γράφοντας μουσική, προσπαθώντας να χαλιναγωγήσει το πάθος του για τη συλλογή έργων τέχνης, όχι πάντα με επιτυχία. Μάλιστα, το 1727, ο κόμης του Έσσεξ τον έβγαλε από τη φυλακή όπου είχε καταλήξει για χρέη ύστερα από αποτυχημένη του προσπάθεια να εμπορευτεί έργα τέχνης. Πάντως, στο Δουβλίνο το 1733, γρήγορα απέκτησε καλή φήμη ως δάσκαλος, εκτελεστής, διοργανωτής συναυλιών και θεωρητικός. Κατά το ίδιο έτος, «άνοιξε» ένα σπίτι συναυλιών, χρησιμοποιώντας τις επάνω εγκαταστάσεις για μουσική και τα κάτω δωμάτια για έκθεση έργων τέχνης. Πολλοί από τους μαθητές του είχαν επιτυχή σταδιοδρομία, όπως οι Έιβισον και Φέστινγκ (Michael Christian Festing).
Έδωσε παραστάσεις στην Ιρλανδία (1737) και στο Παρίσι (1740), και επέστρεψε στη Βρετανία το 1741 όπου και παρέμεινε έως το 1749. Μετά ξαναπήγε στο Παρίσι μέχρι το 1755, οπότε ξαναγύρισε στο Λονδίνο. Το 1761, ενώ βρισκόταν στο Δουβλίνο, ένας υπηρέτης έκλεψε ένα μουσικό του χειρόγραφο στο οποίο είχε αφιερώσει πολύ χρόνο και κόπο. Λέγεται ότι στενοχωρήθηκε τόσο πολύ γι’ αυτή την απώλεια που, πέθανε λίγο αργότερα.
Ο Τζεμινιάνι ως βιολονίστας
Ο Τζεμινιάνι, λέγεται ότι, ήταν εξαιρετικός βιολονίστας και, οι μαθητές του στην Ιταλία, τον αποκαλούσαν furibondo («παράφορο»), λόγω του έντονα εκφραστικού του παιξίματος. Μάλιστα, όταν έπαιζε ως εξάρχων βιολονίστας στην ορχήστρα της Νάπολης, φαίνεται ότι οι συνάδελφοί του είχαν κάποια δυσκολία στην παρακολούθησή του, γεγονός που οφείλεται στην αυτοσχεδιαστική δεξιοτεχνία του, ή, όπως ο ιστορικός της μουσικής Burney το έθεσε, «στις απρόσμενες επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις του» (το σημερινό rubato). Επίσης, τις σονάτες του για βιολί 1 και 4, πολύ λίγοι σύγχρονοι βιολονίστες τολμούσαν να τις παρουσιάσουν στο κοινό, λόγω της δυσκολίας τους. Μεταξύ των κινήσεων στις σονάτες υπάρχουν φούγκες, διπλές φούγκες, διανθίσματα και πολλαπλά stoppings. [i]
Η επαφή του με ξένες μουσικές κουλτούρες, διηύρυνε τις ιταλικές του ρίζες, με τάση για εκλεπτυσμό ευρωπαϊκού χαρακτήρα. Το στίλ παιξίματός του, εάν οι πηγές θεωρηθούν αξιόπιστες, μάλλον δίνει την αίσθηση ενός βιολονίστα που προαναγγέλλει τη προ-ρομαντική εποχή.
Εργογραφία
Οι πιο γνωστές συνθέσεις του Τζεμινιάνι είναι, αναμφισβήτητα, οι τρεις συλλογές των κοντσέρτι γκρόσι, έργο 2 (1732), έργο 3 (1733) και έργο 7 (1746). Σε αυτά τα έργα η βιόλα εισάγεται ως ισότιμο μέλος της ομάδας των σολιστών κοντσερτίνο, και καθίστανται «πρόδρομοι» του κουαρτέτου εγχόρδων. Τα έργα αυτά έχουν έντονα αντιστικτική γραφή, για να ευχαριστήσουν το κοινό του Λονδίνου -ακόμα «ερωτευμένο» με τα έργα του διάσημου Κορέλι-, ερχόμενα σε αντίθεσηση με τα χαρούμενου ύφους, στυλ γκαλάν έργα της εποχής, που ήταν της μόδας τότε, στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Τζεμινιάνι μετέγραψε, επίσης, τα έργα του δασκάλου του, «Σονάτες για βιολί και κοντίνουο υπ’ αριθμόν 1, 3 και 5», σε κοντσέρτι γκρόσι. Τα κυριότερα δημοσιευμένα έργα του είναι:
- 12 Σόλο για Βιολί, έργο 1 (Λονδίνο, 1716)
- 6 Κοντσέρτα για Βιολί σε επτά μέρη, έργο 2 (Λονδίνο, 1732 και Παρίσι, 1755)
- 6 Κοντσέρτα για Βιολί, έργο 3 (Λονδίνο και Παρίσι, 1775)
- 12 Σόλο για Βιολί, έργο 4 (Λονδίνο, 1739)
- 6 Σόλο για Βιολοντσέλο, έργο 5, μεταγραφές από το βιολί
- 6 Κοντσέρτα για Βιολί, έργο 6 (Λονδίνο, 1741)
- 6 Κοντσέρτα για Βιολί σε οκτώ μέρη, έργο 7 (Λονδίνο, 1732 και Παρίσι, 1755)
- 12 Σονάτες για Βιολί, έργο 11 (Λονδίνο, 1758)
- 12 Τρίο και 6 Τρίο για Βιολί, τα τελευταία μεταγραφές από το έργο 1
- 26 Κοντσέρτα για Βιολί
- 24 Τρίο Σονάτες για δύο Βιολιά και b.c.
- Το Μαγικό Δάσος (La foresta incantata), μπαλέτο-παντομίμα (Παρίσι, 1754) για δύο βιολιά, δύο τρομπέτες, δύο φλάουτα, δύο κόρνα, τσέλο, έγχορδα και τύμπανα.
Θεωρητικό έργο
Ο Τζεμινιάνι εξέδωσε το 1731 την εξαιρετική πραγματεία του «Η Τέχνη του Παιξίματος του Βιολιού» («The Art of Playing the Violin»), που δημοσιεύθηκε στο Λονδίνο, η οποία είναι η γνωστότερη σύνοψη της ιταλικής μεθόδου εκτέλεσης του συγκεκριμένου οργάνου, κατά τον 18ο αιώνα. Το έργο αποτελεί πολύτιμη πηγή για τη σπουδή των τεχνικών και της πρακτικής του βιολιού, στην μετα-Μπαρόκ εποχή και θεωρείται η πρώτη ολοκληρωμένη μέθοδος για βιολί που εκδόθηκε ποτέ. Το βιβλίο είναι σε μορφή 24 ασκήσεων που συνοδεύονται από σχετικά σύντομο αλλά εξαιρετικά κατατοπιστικό κείμενο, δίνοντας λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με την άρθρωση, τις τρίλιες και άλλα στοιχεία διανθισμού, τις αλλαγές θέσεων και άλλες πτυχές της τεχνικής του βιολιού, τόσο για το αριστερό όσο και για το δεξί χέρι.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, οι οδηγίες σε αυτή την πραγματεία έρχονται σε αντίθεση με αυτές που εκφράζονται από τον Λέοπολντ Μότσαρτ στην δική του «Μέθοδο για τις Θεμελιώδεις Αρχές Παιξίματος του Βιολιού» (1756), σε διάφορα θέματα, συμπεριλαμβανομένου του κρατήματος του δοξαριού, της χρήσης του βιμπράτο και, κυρίως, τον λεγόμενο «κανόνα του δοξαριού-κάτω» (καθοδική κίνηση του δοξαριού προς τα κάτω), όπου αναφέρεται ρητά ότι, η πρώτη κίνηση (θέση) σε κάθε μέτρο, πρέπει να γίνεται με το δοξάρι προς τα κάτω (συμβολίζεται με Π).
Ο Τζεμινιάνι έγραψε επίσης τα έργα «Η Τέχνη της Συνοδείας» («The Art of Accompaniment»), Η Τέχνη του Παιξίματος της Κιθάρας» («The Art of Playing the Guitar», 1760), «Συνοδεία στο Αρπίχορδο» («Accompaniment on the Harpsichord»), «Μαθήματα για το Αρπίχορδο» («Lessons for the Harpsichord»), «Όργανο» («Organ», 1754), καθώς και μερικά άλλα μικρότερης σημασίας.
Το πρώτο, γνωστό και ως Guida Harmonica (εκδ. 1752, με προσθήκη του 1756) είναι από τις πιο ασυνήθιστες πραγματείες αρμονίας του ύστερου Μπαρόκ, που χρησιμεύει ως ένα είδος «εγκυκλοπαίδειας» σχημάτων και εκτέλεσης του μπάσο κοντίνουο. Υπάρχουν 2.236 (!) σχήματα και στο τέλος του καθενός υπάρχει μια αναφορά αριθμού σελίδας για κάποιο πιθανό επόμενο μοτίβο. Έτσι, ένας σπουδαστής μελετώντας το βιβλίο, θα αποκτήσει μια ιδέα για όλες τις επακόλουθες δυνατότητες που υπάρχουν μετά από κάθε δεδομένη γραμμή στο μπάσο.
Μουσικολογικά στοιχεία
Οι συνθέσεις του Τζεμινιάνι έχουν επαινεθεί για τη φαντασία, την έκφραση και τη «ζεστασιά» τους, αλλά έχουν επικριθεί για την έλλειψη πειθαρχίας και την ελλιπή ανάπτυξη στα θέματά τους. Μάλιστα ο παλαιός Άγγλος ιστορικός της μουσικής Charles Burney τον κατηγόρησε για παράτυπες μελωδικές δομές.
Σημειώσεις
i. ^ Με την ονομασία stopping υπονοείται το ταυτόχρονο παίξιμο τουλάχιστον δύο χορδών στα έγχορδα της ομάδας του βιολιού, οπότε υπάρχουν διπλά, τριπλά ή και τετραπλά stoppings.
Πηγές
- «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
- Baroquemusic.org
- Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1991, τόμος 39.
- Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
- Halbreich, Harry. Concerti Grossi, Op. 7 (LP Record). I Solisti Veneti conducted by Claudio Scimone. New York: Musical Heritage Society. MHS 1142.