Η Μάχη του Κάλοντεν από τον Ντέιβιντ Μόριερ
Η Εξέγερση των Ιακωβιτών του 1745, η οποία αναφέρεται συχνά στη βρετανική βιβλιογραφία ως “Το Σαράντα-Πέντε“, ήταν η προσπάθεια του Κάρολου Εδουάρδου Στιούαρτ να ανακτήσει το θρόνο της Σκωτίας για τον εξόριστο Οίκο των Στιούαρτ και να εγκαθιδρύσει απόλυτη μοναρχία στη Σκωτία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η εξέγερση σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Αυστριακής Διαδοχής όταν το μεγαλύτερο μέρος του βρετανικού στρατού βρισκόταν στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ, γνωστώς ευρέως ως “ο Νέος Μνηστήρας”, κατέπλευσε στη Σκωτία και έθεσε τα πρότυπα των Ιακωβιτών στο Γκλενφίναν (στα Χάιλαντς της Σκωτίας), όπου υποστηρίχθηκε από μία ομάδα αρχηγών. Η πορεία προς τα νότια ξεκίνησε με μία αρχική νίκη στο Πρέστονπανς, κοντά στο Εδιμβούργο. Ο στρατός των Ιακωβιτών, πλέον αποφασισμένος, βάδισε προς το Καρλάιλ, πέρα από τα σύνορα με την Αγγλία. Φτάνοντας στο Ντέρμπι, μερικά βρετανικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από την ηπειρωτική Ευρώπη και ο στρατός των Ιακωβιτών υποχώρησε βόρεια στην Ινβερνές, όπου η τελευταία μάχη σε σκωτσέζικο έδαφος έλαβε χώρα σ’ έναν κοντινό βάλτο στο Κάλοντεν. Η μάχη του Κάλοντεν έληξε με την τελική ήττα των Ιακωβιτών και με τον Κάρολο Εδουάρδο Στιούαρτ να διαφεύγει καταζητούμενος. Οι περιπλανήσεις του στα βορειοδυτικά Χάιλαντς και τα νησιά της Σκωτίας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του 1746, πριν τελικά σαλπάρει σε μόνιμη εξορία στη Γαλλία, έχουν εμποτιστεί με πολύ ρομαντισμό στη Σκωτσέζικη ιστορία.
Ιστορικό πλαίσιο
Η Ένδοξη Επανάσταση του 1688-1689 είχε ως αποτέλεσμα τη διαφυγή του ρωμαιοκαθολικού βασιλιά από τον Οίκο των Στιούαρτ, Ιάκωβου Β’, ο οποίος αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία όπου και βρισκόταν υπό την προστασία του Λουδοβίκου ΙΔ’. Η κόρη του Ιάκωβου και ο σύζυγός της, ο οποίος ήταν ανιψιός του Ιάκωβου, ανήλθαν στο βρετανικό θρόνο ως από κοινού ηγεμόνες (Γουλιέλμος και Μαρία). Το 1690, ο Πρεσβυτεριανισμός καθιερώθηκε ως η επίσημη θρησκεία του κράτους της Σκωτίας. Το 1701, το Κοινοβούλιο της Αγγλίας εγκαθίδρυσε ως διάδοχο του αγγλικού θρόνου τον προτεσταντικό Οίκο του Ανόβερου. Η Πράξη της Ένωσης του 1707 επέφερε την εφαρμογή της προηγούμενης απόφασης και στη Σκωτία. Μετά το θάνατο της βασίλισσας Άννας το 1714, ο εκλέκτορας του Ανόβερου, Γεώργιος Α’, ανήλθε στο θρόνο της Σκωτίας. Ο γιος του Ιάκωβου Β’, Ιάκωβος Φραγκίσκος Εδουάρδος Στιούαρτ, προσπάθησε να κερδίσει το θρόνο της Σκωτίας το 1715 αλλά απέτυχε. Η άνοδος του Γεωργίου σηματοδότησε την υπεροχή των Ουίγων, με τους συντηρητικούς (Τόρις) να στερούνται κάθε πολιτική εξουσία. Ο Γεώργιος Β’ διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1727. Το Φεβρουάριο του 1742, ο σερ Ρόμπερτ Ουόλπολ παραιτήθηκε από πρωθυπουργός μετά από σχεδόν 21 χρόνια, για να αντικατασταθεί από τον Σπένσερ Κόμπτον, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός μέχρι το θάνατό του τον Ιούλιο του 1743. Στη συνέχεια, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ουίγος Χένρι Πέλαμ μέχρι το 1754.
Το 1743 ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Βρετανίας και της Γαλλίας, ως μέρος του Πολέμου της Αυστριακής Διαδοχής. Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Λόρδος Φράνσις Σέμπιλ, εκπρόσωπος του Ιάκωβου Φραγκίσκου Εδουάρδου Στιούαρτ στη γαλλική αυλή, μετέφερε ένα μήνυμα από τους Άγγλους Τόρις προς το Γάλλο υπουργό Εξωτερικών (Ζαν-Ζακ Αμελό ντε Σαγιού) ζητώντας τη βοήθεια των Γάλλων στην αποκατάσταση των Στιούαρτ. Το μήνυμα ήταν υπογεγραμμένο από τον Δούκα του Μπωφόρ (έναν από τους τέσσερις πλουσιότερους ανθρώπους στη Βρετανία), τον Λόρδο Μπάριμορ, τον Λόρδο Όρερι, τον Σερ Ουότκιν Ουίλιαμς-Ουίν, τον Σερ Τζον Χάιντ Κότον και τον Σερ Ρόμπερτ Άμπντι. Ο Αμελό απάντησε ότι η γαλλική κυβέρνηση πριν ενεργήσει θα χρειαζόταν μία σημαντική απόδειξη της αγγλικής υποστήριξης στους Ιακωβίτες. Οι ηγέτες των Συντηρητικών είχαν ζητήσει όπλα και 10.000 Γάλλους στρατιώτες και πρότειναν να αναλάβει τη διοίκηση του γαλλικού στρατού ο Μαυρίκιος της Σαξωνίας, επειδή τους ήταν προσωπικά γνωστός και ήταν προτεστάντης. Οι Γάλλοι θα αποβιβάζονταν στο Μάλντον του Έσσεξ, ένα τμήμα της ακτής που δεν επιτηρούνταν από το Βασιλικό Ναυτικό, αποφεύγοντας τη διάβαση του ποταμού Τάμεση και βασιζόμενοι στους υποστηρικτές των Ιακωβιτών που βρίσκονταν εκεί. Παράλληλα, θα συμμετείχε κι ένα εκστρατευτικό σώμα Σκωτσέζων υπό τη διοίκηση του εξόριστου Σκωτσέζου λόρδου Τζορτζ Κιθ. Αυτά τα σχέδια κρατήθηκαν μυστικά από τον Ιάκωβο Φραγκίσκο Εδουάρδο Στιούαρτ και ήταν γνωστά μόνο στους έξι ηγέτες των Συντηρητικών και σε άλλα 9 άτομα.
Ο Τζέιμς Μπάτλερ, αξιωματούχος του Λουδοβίκου ΙΕ’, περιόδευσε στην Αγγλία δήθεν για να αγοράσει καθαρόαιμα άλογα, αλλά στην πραγματικότητα για να εκτιμήσει το μέγεθος των υποστηρικτών του Ιακωβιτισμού. Πριν φύγει για την Αγγλία, ο Γάλλος βασιλιάς τού είπε προσωπικά να διαβεβαιώσει τους ηγέτες των Συντηρητικών ότι όλα τους τα αιτήματα θα ικανοποιηθούν. Στις αρχές Αυγούστου, ο Μπάτλερ έφτασε στο Λονδίνο και είχε ιδιωτικές συνομιλίες με το Δήμαρχο της πόλης και άλλους παράγοντες. Ανέφερε στον βασιλιά ότι έδειξαν “μεγάλο ζήλο για μία επανάσταση”. Ο Τζον Σαμπλ, κατάσκοπος του Ρόμπερτ Ουόλπολ, ενημέρωσε τον Δούκα του Νιούκαστλ για τα σχέδια περί γαλλικής εισβολής και τη συμμετοχή του Σερ Ουότκιν Ουίλιαμς-Ουίν. Το Σεπτέμβριο, ο Μπάτλερ παρακολούθησε αγώνες στο Λίτσφιλντ για να συναντηθεί με τον Ουίν και άλλους Ιακωβίτες, οι οποίοι έμειναν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι όταν έμαθαν ότι ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ, ο μεγαλύτερος γιος του Ιάκωβου Φραγκίσκου Εδουάρδου Στιούαρτ, θα ήταν επικεφαλής της εισβολής. Αν και δεν υπήρξε γραπτή επικύρωση, η συμφωνία έγινε με βάση ότι ο Ιάκωβος Φραγκίσκος Εδουάρδος Στιούαρτ θα άφηνε το στέμμα στον Κάρολο και σύμφωνα με μία γαλλική πηγή αυτή ήταν προϋπόθεση για τη γαλλική υποστήριξη. Ο Μπάτλερ επέστρεψε στη Γαλλία τον Οκτώβριο και ενημέρωσε τον Λουδοβίκο ΙΕ’, ο οποίος έμεινε ικανοποιημένος. Τον επόμενο μήνα, ο Αμελότ δήλωσε επίσημα στον Φράνσις Σέμπιλ ότι ο Λουδοβίκος ΙΕ’ αποφάσισε την αποκατάσταση του Οίκου των Στιούαρτ και ότι ξεκίνησαν τα σχέδια για τη γαλλική εισβολ. Η “Διακήρυξη του βασιλιά Ιάκωβου” (γραμμένη από τους ηγέτες των Συντηρητικών) υπεγράφη από τον Ιάκωβο Φραγκίσκο Εδουάρδο Στιούαρτ στις 23 Δεκεμβρίου του 1743 και επρόκειτο να δημοσιευθεί στην περίπτωση της επιτυχούς γαλλικής απόβασης. Ο Ιάκωβος υπέγραψε επίσης μία ξεχωριστή Διακήρυξη για τη Σκωτία, καταγγέλλοντας την “υποτιθέμενη ένωση”. Στη Ρώμη, ο Ουίλιαμ Μακγκρέγκορ έδωσε στον Κάρολο Εδουάρδο Στιούαρτ τα σχέδια αυτών των διακηρύξεων και ζήτησε να φύγει αμέσως για τη Γαλλία μεταμφιεσμένος. Στις 8 Φεβρουαρίου του 1744, ο Κάρολος έφτασε στο Παρίσι και κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου ήταν με τη γαλλική δύναμη εισβολής.
Ο Μαυρίκιος της Σαξωνίας είχε ένα στρατό περίπου 12.000-15.000 Γάλλων στη Δουνκέρκη, έτοιμους για απόβαση στο Έσσεξ. Για τον Μαυρίκιο συντάχθηκε μία δήλωση του Λουδοβίκου ΙΕ’ ότι δεν είχε εδαφικές βλέψεις στην Αγγλία και ότι δεν έθεσε όρους στον βασιλιά Ιάκωβο. Επιπλέον, τα στρατεύματα του Μαυρίκιου θα αποσύρονταν αμέσως μετά την αποκατάσταση των Στιούαρτ και το εμπόριο θα έφερνε αμοιβαία ευημερία. Ωστόσο, ο Φρανσουά ντε Μπισύ, ένας ανώτερος υπάλληλος του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών, ενημέρωσε τον Δούκα του Νιούκαστλ (με ένα κωδικοποιημένο μήνυμα) σε αντάλλαγμα για 2.000 αγγλικές λίρες. Το μήνυμα αποκρυπτογραφήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου και ο Μπισύ κατονόμαζε τον Δούκα του Μπωφόρ, τον Λόρδο Μπάριμορ, τον Σερ Ουότκιν Ουίλιαμς-Ουίν και τον Σερ Τζον Χάιντ Κότον. Στις 15 Φεβρουαρίου, ο Γεώργιος Β’ ενημέρωσε το Κοινοβούλιο ότι σχεδιάστηκε γαλλική εισβολή με τη βοήθεια “δυσαρεστημένων προσώπων απ’ αυτή τη χώρα”. Στις 24 Φεβρουαρίου, μια καταιγίδα σκόρπισε τον γαλλικό και το βρετανικό στόλο. Την ίδια μέρα πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις υπόπτων Ιακωβιτών. Η προγραμματισμένη εισβολή ακυρώθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση. Τον Απρίλιο, το αγγλικό Κοινοβούλιο πέρασε ένα νόμο που απαγόρευε την αλληλογραφία με τους γιους του Ιάκωβου Φραγκίσκου Εδουάρδου Στιούαρτ.
Στη Σκωτία, ο Σύνδεσμος ήταν μία ομάδα Ιακωβιτών ευγενών παρόμοια με τον κύκλο του Δούκα του Μπωφόρ. Αυτή η ομάδα περιελάμβανε τον καθολικό Δούκα του Περθ, τον θείο του Λόρδο του Φερντάουερ, τον Λόρδο Λόβατ, τον Ντόναλντ Κάμερον και τον Λόρδο Λίντον, με τον Τζον Μάρεϊ να αποτελεί τον ενδιάμεσο μεταξύ του Σύνδεσμου και του Οίκου των Στιούαρτ.
Την άνοιξη του 1744, ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ έστειλε τον Ουίλιαμ Μακγκρέγκορ σε μία μυστική αποστολή στην Αγγλία. Ο Μακγκρέγκορ ανέφερε ότι οι Άγγλοι Ιακωβίτες Συντηρητικοί επιθυμούσαν τον Κάρολο να έρθει όσο το δυνατόν συντομότερα. Στις 24 Ιουλίου, ο Κάρολος έγραψε στον Λουδοβίκο ΙΕ’ ότι πληροφορήθηκε πως μπορεί να ανακτήσει την Αγγλία χωρίς εμφύλιο πόλεμο καθώς ο μεγαλύτερος όγκος των στρατιωτικών δυνάμεων έλειπε από τη χώρα. Τον Αύγουστο, συνάντησε στο Παλάτι του Κεραμεικού τον Τζον Μάρεϊ, ο οποίος του είπε ότι δεν θα έχει την υποστήριξη περισσότερων από 4.000 Χαϊλάντερς και ότι πρέπει να εγκαταλείψει τα σχέδιά του να έρθει στη Σκωτία. Όταν ο Μάρεϊ ανέφερε ότι η γαλλική υποστήριξη ήταν εξαιρετικά απίθανη, δεδομένης της αμυντικής τους θέσης στη Φλάνδρα, ο Κάρολος απάντησε ότι είναι αποφασισμένος να έρθει το επόμενο καλοκαίρι στη Σκωτία ακόμα και μ’ έναν υπηρέτη. Στις αρχές του 1745, ο Σύνδεσμος έγραψε ότι αντιτίθεται σε μία εξέγερση των Ιακωβιτών αν δεν υποστηριχθεί από 6.000 Γάλλους στρατιώτες, ωστόσο ο Λόρδος Λίντον δεν μπόρεσε να βρει έναν ασφαλή τρόπο μεταφοράς της επιστολής στον Κάρολο. Ο Κάρολος πήγε ξανά στο Παρίσι, παρά την απαγόρευση της παρουσίας του εκεί από τη γαλλική κυβέρνηση, αποφασισμένος να πάει στη Σκωτία για να αναγκάσει τους Γάλλους να τον υποστηρίξουν. Ο συνταγματάρχης Τζον Ουίλιαμ Ο’Σάλιβαν έγραψε:
Ο Πρίγκιπας δυσαρεστημένος από την αντιμετώπιση που είχε από την αυλή της Γαλλίας και συνειδητοποιώντας ότι το Γαλλικό Υπουργείο δεν είχε πραγματικό σχεδιασμό για την επανεγκαθίδρυση του Βασιλιά, αποφάσισε να δει τι θα μπορούσε να προκύψει από την παρουσία του μεταξύ φίλων στην πατρίδα του, χωρίς οποιαδήποτε άλλη αρωγή, σκεπτόμενος την ίδια στιγμή ότι αν μπορούσε να βγει μπροστά και είχε κάποιες επιτυχίες ή πλεονέκτημα, τότε θα μπορούσε να εμπλακεί η Γαλλική Αυλή στέλνοντάς του πραγματική συμπαράσταση. Η άφιξη του Τζον Μάρεϊ στο Παρίσι επιβεβαίωσε, όπως λέγεται, την απόφαση του Βασιλιά και τον διαβεβαίωσε, όπως μου είπαν, ότι οι φίλοι του Βασιλιά θα τον υποδεχθούν με ανοιχτές αγκάλες και ότι, παρόλο που δεν είχε καμία αμφιβολία, θα εξέπλητταν όλα τα φρούρια και τα κάστρα της Σκωτίας, τα οποία θα τον προμήθευαν όπλα και πυρομαχικά και υπό αυτή την έννοια θα γινόταν κυρίαρχος της Σκωτίας, χωρίς να χρειαστεί να σηκώσει ξίφος.
Ο Κάρολος στη Σκωτία
Ο Κάρολος δανείστηκε 40.000 γαλλικές λίβρες από τον Παριζιάνο τραπεζίτη Τζορτζ Ουόλτερς (ο οποίος αργότερα αύξησε την πίστωση του Καρόλου στις 120.000 λίβρες) για να αγοράσει σπαθιά. Ο διοικητής της Ιρλανδικής Ταξιαρχίας του Γαλλικού στρατού, Τσαρλς Ο’Μπράιαν, σύστησε τον Κάρολο στους Ιρλανδούς πλοιοκτήτες οι οποίοι συμφώνησαν να τον βοηθήσουν να μεταβεί στη Σκωτία με χρήματα, εθελοντές και όπλα. Ο Σερ Ουόλτερ Ράτλιντζ έδωσε στον Κάρολο το βρετανικό πολεμικό πλοίο Ελισάβετ, το οποίο είχε 700 εθελοντές από την Ιρλανδική Ταξιαρχία, 1.500 μουσκέτα και 1.800 ξίφη. Το πλοίο του Καρόλου θα ήταν το Ντουτέλ, το οποίο είχε επίσης μουσκέτα, ξίφη και 4.000 λουδοβίκια. Στο ταξίδι του προς τη Σκωτία, ο Κάρολος συνοδευόταν από επτά άνδρες: τον τραπεζίτη Ίνιας ΜακΝτόναλντ, τον Φράνσις Στρίκλαντ, έναν Άγγλο και πρώην δάσκαλο του αδελφού του Καρόλου, Ερρίκου Βενέδικτου Στιούαρτ, και τέσσερις Ιρλανδούς (τον Σερ Τόμας Σέρινταν, τον αιδεσιμότατο Τζορτζ Κέλι, τον Σερ Τζον ΜακΝτόναλντ και τον Τζον Ουίλιαμ Ο’Σάλιβαν).
Το Ντουτέλ σάλπαρε από τη Νάντη στις 22 Ιουνίου του 1745, συνάντησε το Ελισάβετ στη Βρετάνη στις 4 Ιουλίου και στη συνέχεια ταξίδεψαν μαζί για τη Σκωτία. Στις 9 Ιουλίου, το βρετανικό πολεμικό πλοίο Λάιον επιτέθηκε στα δύο πλοία 100 μίλια από το ακρωτήριο Λίζαρντ στην Κορνουάλη, με το Ελισάβετ να έχει σχεδόν βυθιστεί και να επιστρέφει στη Γαλλία. Οι Βρετανοί αξιωματικοί του Λάιον νόμιζαν ότι τα πλοία είχαν προορισμό τη Βόρεια Αμερική και γι’ αυτό δεν ενημέρωσαν την κυβέρνηση. Το Ντουτέλ συνέχισε την πορεία του και ο Κάρολος αποβιβάστηκε στο νησί Έρισκεϊ στις 23 Ιουλίου.
Η βρετανική κυβέρνηση δεν ήταν σίγουρη για τη σχεδιαζόμενη άφιξη του Καρόλου. Στις 5 Ιουνίου, ο Νόρμαν του κλαν των Μακλάουντ στη νήσο Σκάι έγραψε στον Ντάνκαν Φορμπς, Λόρδο Κάλοντεν, να αγνοήσει την “εντυπωσιακή φήμη” που φέρει τον Κάρολο να έρχεται στα Χάιλαντς. Στις 15 Ιουλίου έγραψε και πάλι, λέγοντας ότι “καθώς δεν έχω ακούσει τίποτα περισσότερο σ’ αυτά τα μέρη παρά ηρεμία κι ησυχία, νομίζω ότι μπορείς να βασιστείς πλήρως σ’ αυτό, ότι είτε δεν υπήρξε ποτέ ένα τέτοιο πράγμα, ή αν υπήρξε, το σχέδιο συντρίφθηκε και τινάχθηκε στον αέρα”. Λαμβάνοντας υπόψη τις φήμες για εξέγερση των Ιακωβιτών, ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Αύγουστος (δούκας του Κάμπερλαντ και γιος του Γεωργίου Β’), ο οποίος συμμετείχε στις πολεμικές συγκρούσεις στην ήπειρο, έγραψε στο δούκα του Νιούκαστλ στις 28 Ιουλίου:
Επιθυμώ πως αν αυτό το υποτιθέμενο σχέδιο εισβολής συνεχίσει, να μου επιτρέψετε να επιστρέψω στην πατρίδα με όσα στρατεύματα θεωρούνται απαραίτητα, καθώς θα είναι φριχτό να απασχολούμαι στο εξωτερικό όταν η πατρίδα μου είναι σε κίνδυνο και, πραγματικά, θα πρέπει να θεωρηθεί ορθό να αποσπαστούν στην Αγγλία στρατεύματα επαρκή για να την εξασφαλίσουν καθώς δεν θα μείνει κανένας για να σώσει αυτό το μικρό περίσσευμα χώρας που έχουμε ακόμα εδώ, στις Αυστριακές Κάτω Χώρες.
Ο δούκας του Νιούκαστλ συμβούλεψε τον Κάμπερλαντ να αιτηθεί από τον Γεώργιο Β’ τη διοίκηση των στρατευμάτων στη χώρα. Ωστόσο, ο Γεώργιος υποτίμησε την απειλή των Ιακωβιτών και ήθελε τον Κάμπερλαντ να παραμείνει στη Φλάνδρα και ν’ αφήσει την άμυνα της χώρας στους 6.000 Ολλανδούς στρατιώτες που υπηρετούσαν στη Βρετανία έπειτα από συνθήκη.
Ο Κάρολος πέρασε τη νύχτα στο Έρισκεϊ και επέστρεψε στο Ντουτέλ το επόμενο πρωί. Εκεί τον επισκέφτηκε ο Αλεξάντερ ΜακΝτόναλντ του Μπόισντεϊλ, νεώτερος αδελφός του επικεφαλής ΜακΝτόναλντ του Κλανράναλντ. Ο Μπόισντεϊλ ήταν Ιακωβίτης αλλά πίστευε ότι η σχεδιαζόμενη εξέγερση δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας και είπε στον Κάρολο να επιστρέψει στο σπίτι του. Ο Κάρολος απάντησε: “Είμαι σπίτι μου, κύριε, και δεν έχω καμία σκέψη να επιστρέψω στο μέρος απ’ όπου ήρθα. Είμαι πεπεισμένος ότι οι πιστοί μου Χαϊλάντερς θα σταθούν στο πλευρό μου”. Ο Κάρολος έπλευσε προς τη Λοχ Ναν Ουμ και έμεινε στο αγρόκτημα των Κλανράναλντ. Στις 29 Ιουλίου, το Ντουτέλ συνέχισε προς το Μόινταρτ. Ο ΜακΝτόναλντ των Κλανράναλντ και ο ΜακΝτόναλντ του Κινλοχμόινταρτ επισκέφθηκαν τον Κάρολο στο πλοίο για να τον αποτρέψουν από την εξέγερση. Συνέχισαν να λογομαχούν μέχρι που ο μικρότερος αδερφός του Κινλοχμόινταρτ, Ράναλντ ΜακΝτόναλντ, άρπαξε το σπαθί του και βλέποντάς τον ο Κάρολος τον ρώτησε: “Δεν θα με βοηθήσεις;”. Ο Ράναλντ απάντησε: “Θα το κάνω! Θα το κάνω! Ακόμα κι αν κανένας άλλος άνδρας στα Χάιλαντς δεν τραβήξει σπαθί, εγώ είμαι έτοιμος να πεθάνω για σένα!”. Ο Κάρολος απάντησε με δάκρυα ότι εύχεται όλοι οι Χαϊλάντερς να ήταν σαν κι αυτόν. Οι δύο αρχηγοί αποφάσισαν τότε να υποστηρίξουν τον Κάρολο. Στις 11 Αυγούστου το Ντουτέλ έπλευσε προς τον κόλπο Γκλενούιγκ και από κει ο Κάρολος ταξίδεψε δια ξηράς προς το Κινλοχμόινταρτ. Το φορτίο του Ντουτέλ μεταφέρθηκε στο σπίτι των ΜακΝτόναλντ του Κινλοχμόινταρτ. Μετά απ’ αυτό, ο Κάρολος διέταξε το πλήρωμα του Ντουτέλ να επιστρέψει στη Γαλλία. Στις 18 Αυγούστου, ο Κάρολος άφησε το Κινλοχμόινταρτ και οι ΜακΝτόναλντς βοήθησαν να μεταφερθούν τα πράγματα του Καρόλου στο Γκλενφίναν, όπου ο Κάρολος προγραμμάτισε μία συνάντηση των αρχηγών των φυλών.
Με 400 περίπου σωματοφύλακες, ως επί το πλείστον από τους ΜακΝτόναλντς, ο Κάρολος συναντήθηκε στις 19 Αυγούστου στο Γκλενφίναν με τον επικεφαλής του κλαν Κάμερον, ο οποίος είχε μία συνοδεία 800 ανδρών. Τότε υψώθηκε η σημαία των Ιακωβιτών, ένα πανό από κόκκινο μετάξι μ’ ένα λευκό χώρο στο κέντρο. Ο καθολικός επίσκοπος Χιου ΜακΝτόναλντ ευλόγησε τη σημαία και ο Μαρκήσιος του Ταλιμπαρντίν διάβασε δυνατά στις συγκεντρωμένες φυλές τη Διακήρυξη του βασιλιά Ιάκωβου, τη δέσμευση του Ιάκωβου για τον ορισμό του Κάρολου ως πρίγκηπα-αντιβασιλέα καθώς και το μανιφέστο του Κάρολου (με ημερομηνία 16 Μαΐου 1745). Σ’ αυτό το μανιφέστο, ο Κάρολος δήλωνε ότι εκτελούσε τη θέληση του πατέρα του στη διεκδίκηση του αδιαμφισβήτητου δικαίωματός του στο θρόνο των προγόνων του. Μετά απ’ όλα αυτά, οι Χαϊλάντερς πέταξαν τα σκουφιά τους στον αέρα, φώναξαν τρεις φορές και ζητωκραύγαζαν υπέρ του βασιλιά Ιάκωβου, του πρίγκηπα Κάρολου και της ευημερίας της Σκωτίας.
Στις 3 Αυγούστου η εφημερίδα London Gazette εκτύπωσε μία ανακοίνωση της βρετανικής κυβέρνησης βάζοντας μία αμοιβή ύψους 30.000£ για τη σύλληψη του Καρόλου. Στο άκουσμα της επικήρυξης, ο Κάρολος εξέδωσε στις 20 Αυγούστου μία επικήρυξη προσφέροντας το ίδιο ποσό για τη σύλληψη του Γεωργίου Β’. Τελικά, κανείς δεν πρόδωσε τον Κάρολο για να πάρει την αμοιβή.
Στις 14 Αυγούστου ο βρετανικός στρατός έστειλε ενισχύσεις στο Φορτ Γουίλιαμ. Όταν το έμαθε αυτό, ο Κάρολος ενημέρωσε τους υποστηρικτές του και οι 60 στρατιώτες του λοχαγού Τζον Σουίτενχαμ αιχμαλωτίστηκαν από τους ΜακΝτόνελς του Κέποχ. Η πρώτη αψιμαχία μεταξύ Ιακωβιτών και βρετανικού στρατού έλαβε χώρα στο Χάιμπριτζ στις 16 Αυγούστου. Ο λοχαγός Τζον Σκοτ οδηγούσε τους άνδρες του στο Φορτ Ογκάστας όταν άκουσε τον ήχο μίας γκάιντας στο Χάιμπριτζ. Ένας λοχίας κι ένας υπηρέτης, που στάλθηκαν για να ερευνήσουν την περιοχή, αιχμαλωτίστηκαν γρήγορα από τους Ιακωβίτες του Ντόναλντ ΜακΝτόνελ. Ο Σκοτ αποφάσισε να υποχωρήσει πίσω στο Φορτ Ογκάστας, 29 χιλιόμετρα μακριά. Εκεί έφτασαν οι Κέποχ με μία δύναμη Ιακωβιτών περίπου 50 ανδρών, καταδίωξαν τις δυνάμεις τους Σκοτ, τις οποίες περικύκλωσαν στο Λάγκαν. Στην επακόλουθη αψιμαχία ο Σκοτ έχασε 6 άνδρες πριν παραδοθεί στους Κέποχ.
Στις 31 Αυγούστου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ επέστρεψε στο Λονδίνο από το Αννόβερο. Στις 4 Σεπτεμβρίου, ο Δούκας του Νιούκαστλ έγραψε στον Δούκα του Κάμπερλαντ, ζητώντας του 10 τάγματα Βρετανών στρατιωτών:
Αν και έβλεπα συνεχώς την πραγματικότητα και τον κίνδυνο αυτής της προσπάθειας να εισβάλουν στις κτήσεις της Αυτού Μεγαλειότητος, δεν φαντάστηκα ότι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ο γιος του Μνηστήρα, μ’ ένα στρατό 3.000 ανδρών, θα ήταν μεταξύ των στρατευμάτων και της Αγγλίας και λίγες μέρες δρόμο από το Εδιμβούργο. Μερικοί σκέφτονται ότι σύντομα θ’ ακούσουμε ότι είναι εκεί και ότι μπορεί να συγκαλέσει ένα Κοινοβούλιο. Άλλοι υποθέτουν ότι θα προχωρήσει με το στρατό του μέσα στην Αγγλία, όπου δεν υπάρχουν τακτικά στρατεύματα για να τον εμποδίσουν, μέχρι να έρθει προς το Λονδίνο.
Στις 5 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση δήλωσε ότι πρέπει να επιβληθούν οι ποινικοί νόμοι κατά των καθολικών.
Στις 15 Σεπτεμβρίου, οι Ιακωβίτες έφτασαν στο Εδιμβούργο. Μετά την αποτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων, οι πύλες της πόλης έμειναν ανοιχτές στις 17 Σεπτεμβρίου και οι Ιακωβίτες μπήκαν στην πόλη: ο Κάρολος συνάντησε ένα εμψυχωτικό πλήθος 20.000 ανθρώπων. Ωστόσο, το Κάστρο του Εδιμβούργου αντιστεκόταν στους Ιακωβίτες. Την άλλη μέρα το πρωί, νέα και πολλά στρατεύματα των Άγγλων περικύκλωσαν την πόλη. Τότε οι τραχείς ορεινοί (Χαϊλάντερς), που οι περισσότεροι ήταν οπλισμένοι μόνο με τσεκούρια, όρμησαν ατρόμητοι κατ’ απάνω στα κανόνια των Άγγλων, με άγριες πολεμικές κραυγές και θούρια. Οι Άγγλοι πανικοβλήθηκαν από την ορμή και την αυτοθυσία των Σκώτων και διέλυσαν την παράταξή τους. Η υποχώρησή τους όμως ήταν αδύνατη, γιατί πίσω τους υψώνονταν τα τείχη της πόλης. Έτσι, δεν τους έμενε άλλη διέξοδος από την παράδοσή τους. Στις 18 Σεπτεμβρίου, ο Ιάκωβος ανακηρύχθηκε βασιλιάς, ως Ιάκωβος Η’, και ο Κάρολος αντιβασιλέας του. Ο Κάρολος έμεινε στο Ανάκτορο Χόλιρουντ για πέντε εβδομάδες.
Οι Γάλλοι ανέθεσαν σε τέσσερις κουρσάρους να μεταφέρουν στους Ιακωβίτες 5.000£ σε χρυσό, 2.500 μουσκέτα και 12 Γάλλους πυροβολητές υπό την επίβλεψη του Τζέιμς Γκραντ, ενός Γαλλοσκωτσέζου αντισυνταγματάρχη. Έφτασαν στο Μόντροουζ και στο Πίτερχεντ μεταξύ 9 και 19 Οκτωβρίου. Ο προσωπικός εκπρόσωπος του Λουδοβίκου ΙΕ’, Αλεξάντρ ντε Μπουαγιέ, Μαρκήσιος του Εγκίγ, εμφανίστηκε στο Χόλιρουντ στις 14 Οκτωβρίου.
Ο αντιστράτηγος Τζον Κόουπ, διοικητής του βρετανικού στρατού στη Σκωτία, ήταν σε αναζήτηση του Καρόλου. Στις 20 Σεπτεμβρίου, ο Κάρολος έθεσε τον εαυτό του επικεφαλής του δικού του στρατού, παρουσίασε το ξίφος του και διακήρυξε σε ζητωκραυγές: “Φίλοι μου, έχω πετάξει μακριά τη θήκη!”. Έμαθε ότι ο Κόουπ βρισκόταν στην περιοχή του Πρέστονπανς και ξεκίνησε για το Φόλσαϊντ Χιλ, για το οποίο πίστευε ότι ήταν καλό μέρος για μάχη. Η Μάχη του Πρέστονπανς στις 21 Σεπτεμβρίου έληξε με νίκη των Ιακωβιτών εναντίον των δυνάμεων του Κόουπ, σε μία μάχη που δεν κράτησε περισσότερο από 15 λεπτά. Η είδηση της νίκης των Ιακωβιτών έφτασε στο Λονδίνο στις 24 Σεπτεμβρίου και συντάραξε την κυβέρνηση. Ο Τσαρλς Γιορκ (μετέπειτα Λόρδος Καγκελάριος) έμεινε έκπληκτος που ο Κάρολος, παρά το γεγονός ότι αποβιβάστηκε σχεδόν μόνος του σε μία απομακρυσμένη γωνιά της Σκωτίας, μπόρεσε να καταφέρει τόσα πολλά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα: “Είναι πράγματι μία φοβερή και καταπλητική σκέψη ότι η δημιουργία τόσης τέχνης και κόστους όπως η Επανάσταση [του 1688] και οι επακόλουθες συνέπειές της, βρίσκονται σε κίνδυνο να υπερκεραστούν από την έκρηξη ενός σύννεφου, το οποίο φαινόταν, στην πρώτη του συγκέντρωση, όχι μεγαλύτερο από το χέρι ενός ανθρώπου”. Το γεγονός οδήγησε επίσης σε έξαρση της αντικαθολικής βίας στην Αγγλία: “… οι γενναίοι καραβομαραγκοί του Γουίτμπι… ενημερωμένοι ότι οι παπικοί του Έγκτον στους βάλτους έκαναν μεγάλες χαρές για την ήττα των δυνάμεων του βασιλιά…πήραν τις αξίνες και τους μπαλτάδες τους…για να πελεκίσουν και να κόψουν τους εν λόγω παπιστές σε κομμάτια και με εξαιρετική δυσκολία τούς έφεραν πίσω στο Γουίτμπι αφού είχαν βαδίσει δύο μίλια προς τους εχθρούς τους”.
Μέχρι τώρα ο Κάρολος έχει ξοδέχει τα 4.000 λουδοβίκια και, παρόλο που κατείχε 3.000£ από τη χρηματοδότηση του Κόουπ, χρειαζόταν περισσότερα χρήματα κι έτσι παρέλαβε από τη Γλασκώβη 5.000£ σε μετρητά και 500£ σε αγαθά.
Μια επιστολή προς τον Κάμπερλαντ, με ημερομηνία 19 Οκτωβρίου, τον ενημέρωνε ότι ο Γεώργιος τον ήθελε πίσω στη Βρετανία. Ο Κάμπερλαντ επέστρεψε στο Λονδίνο στις 28 Οκτωβρίου, μεταφέροντας 25 τάγματα πεζικού, 23 ίλες ιππικού και 4 πυροβολαρχίες.
Στις 30 Οκτωβρίου, συγκλήθηκε το Συμβούλιο του Κάρολου και συζήτησε το ενδεχόμενο της εισβολής στην Αγγλία. Ο Κάρολος ήθελε να εισβάλει στην Αγγλία από τα βορειοανατολικά. Ο Μάρεϊ και οι περισσότεροι από τους αρχηγούς ήθελαν να παραμείνουν στη Σκωτία για να εδραιώσουν τη θέση τους και να εξαλείψουν τις κυβερνητικές δυνάμεις προκειμένου να περιμένουν τη γαλλική βοήθεια. Ο Κάρολος και οι υποστηρικτές του πίστευαν ότι ο στρατός τους δημιουργήθηκε για να μετακινείται και ότι μόνο μέσω της κατάκτησης της Αγγλίας θα μπορούσε να κερδίσει ο Κάρολος το βρετανικό θρόνο για τον πατέρα του. Το Συμβούλιο αποφάσισε με μία ψήφο να προχωρήσουν προς την Αγγλία, ενώ ο Μάρεϊ τούς έπεισε να εισβάλουν από τα βορειοδυτικά, καθώς θα τους βοηθούσαν οι γαλλικές αποφάσεις στη δυτική ακτή της Αγγλίας ή της Ουαλίας. Ο στρατός των Ιακωβιτών που έφυγε από το Εδιμβούργο αποτελούνταν από περισσότερους από 5.000 πεζηκάριους και 500 ιππείς.
Εισβολή στην Αγγλία
Στις 8 Νοεμβρίου, ο Κάρολος, με τη συνοδεία Ουσάρων, εισήλθε στην Αγγλία. Στις 9 Νοεμβρίου, οι Ουσάροι έστειλαν έναν αιχμάλωτο χωρικό στο Καρλάιλ, ζητώντας να τους δώσουν καταυλισμό για 13.000 πεζηκάριους και 3.000 ιππείς αλλιώς η πόλη θα καεί. Μία σειρά κανονιοβολισμών ήρθε από τα τείχη της πόλης και οι Ουσάροι υποχώρησαν. Τότε οι δυνάμεις των Ιακωβιτών πολιόρκησαν το Καρλάιλ, μέχρι που παραδόθηκε στις 15 Νοεμβρίου. Οι υπερασπιστές της πόλης συμπέραναν ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να αντιμετωπίσουν την πολιορκία όταν ενημερώθηκαν ότι οι δυνάμεις του στρατάρχη Ουέιντ δεν ήταν σε θέση να τους βοηθήσουν (στην πραγματικότητα ο Ουέιντ βάδισε από το Νιούκαστλ στο Καρλάιλ στις 16 Νοεμβρίου αλλά ήταν πλέον πολύ αργά). Οι όροι της παράδοσης ήταν ότι οι υπερασπιστές του Καρλάιλ συμφωνούσαν να μην πολεμήσουν εναντίον των Ιακωβιτών για ένα έτος και η πολιτοφυλακή να παραδώσει τα όπλα της. Στις 16 Νοεμβρίου, ο δήμαρχος του Καρλάιλ παρέδωσε τα κλειδιά της πόλης στον Κάρολο. Στις 18 του μηνός, ο Κάρολος εισήλθε στην πόλη πάνω σ’ ένα λευκό άλογο, μαζί με 100 άνδρες που έπαιζαν γκάιντες και υπό τις επευφημίες των Χαϊλάντερς κατά μήκος του δρόμου. Χαιρετισμοί με κανόνια και μουσκέτα συνόδευαν τις καμπάνες που χτυπούσαν συνέχεια. Η πόλη παρέδωσε στους Ιακωβίτες 1.500 μουσκέτα, 160 βαρέλια πυρίτιδας, 500 βομβίδες και περίπου 120 άλογα. Ο Κάμπερλαντ πίστευε ότι “η παράδοση του Καρλάιλ στους επαναστάτες ήταν η πηγή όλης της αγωνίας που ένιωσε αυτό το μέρος του βασιλείου και είχε τόσο σκανδαλώδη χαρακτήρα που αξίζει αυστηρή έρευνα και τιμωρία”.
Στις 23 Νοεμβρίου, ο Έντουαρντ Στάνλεϊ, λόρδος του Ντέρμπι, εγκατέλειψε την άμυνα του Μάντσεστερ καθώς στην πόλη δημιουργήθηκε ένα ισχυρό σύνταγμα 300 Ιακωβιτών. Στις 26, οι Ιακωβίτες εισήλθαν στο Πρέστον υπό τις επευφημίες του πλήθους. Ανακηρύχθηκε ο Ιάκωβος ως βασιλιάς και ο Κάρολος έκανε μία πομπή μέσα στην πόλη “υπό τη δυνατότερη βοή ανθρώπων που μπορείτε να φανταστείτε”.
Οι Ιακωβίτες έφτασαν στο Ντέρμπι στις 4 Δεκεμβρίου. Το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου συγκλήθηκε συνεδρίαση του Συμβουλίου. Ο λόρδος Τζορτζ Μάρεϊ ξεκίνησε με το επιχείρημα της υποχώρησης στη Σκωτία, αναφέροντας τα τρία βρετανικά στρατεύματα στην Αγγλία: του Κάμπερλαντ, του Ουέιντ και ενός στρατού που υποτίθεται ότι βρισκόταν βόρεια του Λονδίνου. Ο Μάρεϊ υποστήριξε ότι αν οι Ιακωβίτες νικούσαν τις δυνάμεις του Κάμπερλαντ, θα έχαναν περίπου 1.000 με 1.500 στρατιώτες, γεγονός που θα καταστούσε το στρατό ακατάλληλο για περαιτέρω συγκρούσεις. Αν χάνανε τη μάχη, τότε οι απώλειες θα ήταν τεράστιες και μία υποχώρηση στη Σκωτία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Ο Κάρολος, μετά από μία μακρά παύση, μίλησε για την προετοιμασία της πορείας της επόμενης μέρας. Ο Μάρεϊ τον διέκοψε θέτοντας ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητα της κίνησης αυτής. Ο Κάρολος απευθύνθηκε στους άλλους αξιωματικούς, οι οποίοι αποφάνθηκαν υπέρ του Μάρεϊ. Ο Κάρολος τους επέκρινε ότι παραιτούνται μίας εγγυημένης νίκης και της αποκατάστασης των Στιούαρτ. Ο Μάρεϊ απάντησε ότι όλοι είναι υπέρ της αποκατάστασης των Στιούαρτ και έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτό το σκοπό, αλλά είναι βέβαιο ότι θα πεθάνουν όλοι τους αν προχωρήσουν.
Δύο λόρδοι συμφώνησαν με τον Μάρεϊ και δήλωσαν ότι ο στρατός των Ιακωβιτών δεν θα μπορούσε να νικήσει δύο ή τρεις στρατούς διαδοχικά και ως εκ τούτου ήταν πιθανό είτε να σκοτωθεί ο Κάρολος είτε να συλληφθεί. Ο Κάρολος απαντώντας τόνισε την ευνοϊκή στρατηγική θέση του στρατού των Ιακωβιτών και το ηθικό του. Επιπλέον, είπε ότι οι Άγγλοι Ιακωβίτες θα έβγαιναν τελικά να τον υποστηρίξουν στην περίπτωση που βάδιζε κατά του Λονδίνου και ότι οι Γάλλοι θα πραγματοποιούσαν απόβαση στο Κεντ ή στο Έσσεξ, επικαλούμενος μία επιστολή που τον διαβεβαίωνε για τη γαλλική υποστήριξη. Ο Μάρεϊ είπε ότι η επιστολή αποδείκνυε ότι οι Γάλλοι θα βοηθούσαν τους Ιακωβίτες στη Σκωτία, όχι στην Αγγλία, και ότι θα ήταν σοφό να υποχωρήσουνε στη Σκωτία και να ενωθούνε με τους άλλους στρατούς των υποστηρικτών τους. Μία προέλαση στο Λονδίνο θα μπορούσε να είναι επιτυχής μόνο με την υποστήριξη των Άγγλων Ιακωβιτών ή των Γάλλων. Ο Κάρολος ισχυρίστηκε ότι πιστεύει πως οι Άγγλοι Ιακωβίτες θα εξεγερθούν, αλλά παραδέχθηκε ότι δεν ήταν σε επαφή μαζί τους. Επίσης είπε ότι αν οι Ιακωβίτες διατηρούσαν τη θέση τους στο Λονδίνο, η κυβέρνηση των Ουίγων θα παρέλυε. Ο Μάρεϊ απάντησε λέγοντας ότι ο Κάρολος στηρίζεται στο γεγονός ότι οι Ιακωβίτες θα κερδίσουν τις μάχες μέχρι το Λονδίνο. Ακόμα και αν οι Ιακωβίτες νικούσαν τον Κάμπερλαντ, τα υπολείμματα του στρατού του θα αποδεκάτιζαν το στρατό των Ιακωβιτών μέχρι να φτάσει στο Λονδίνο και θα συνδέονταν και με άλλους στρατιώτες στην πρωτεύουσα. Μία μάχη ενός κουρασμένου στρατού Ιακωβιτών δεν θα έκανε τους Λονδρέζους Ιακωβίτες να τους υποστηρίξουν εναντίον δύο βρετανικών στρατών που βρίσκονται ακόμα στην Αγγλία.
Ο Κάρολος υποστηρίχθηκε μόνο από τον Ράναλντ Κλανράναλντ, τον Τζον Ο’Σάλιβαν και τον δούκα του Περθ. Όταν ο Μάρεϊ του Μπρότον μπήκε στο Συμβούλιο, ο Κάρολος ζήτησε την άποψή του και ο Μάρεϊ αποφάνθηκε υπέρ της υποχώρησης. Ο λόρδος Τζορτζ Μάρεϊ και ο λόρδος Όγκιλβι υποστήριξαν ότι οι Λονδρέζοι θα καθιστούσαν δύσκολο για τους Ιακωβίτες να καταλάβουν την πρωτεύουσα, και ακόμα και αν το κατάφερναν τότε θα πολιορκούνταν με τη σειρά τους από τα στρατεύματα του Ουέιντ και του Κάμπερλαντ. Μία πρόταση του δούκα του Περθ να ανασυνταχθούν στην Ουαλία, απορρίφθηκε επίσης με το σκεπτικό ότι θα ήταν αποκομμένοι από τη Σκωτία. Το Συμβούλιο αποσύρθηκε μέχρι το απόγευμα. Το απόγευμα, ο Κάρολος επισκέφθηκε την τοπική ανώτερη τάξη, προκειμένου να τους πείσει να τον υποστηρίξουν, αλλά απέτυχε. Κατάφερε μόνο να πείσει τον δούκα του Περθ και τον μαρκήσιο του Ταλιμπαρντίν να υποστηρίξουν την πορεία προς το Λονδίνο.
Στο βραδινό Συμβούλιο ο λόρδος Τζορτζ Μάρεϊ πρότεινε τον κατά τη γνώμη του καλύτερο τρόπο για να υποχωρήσουν στη Σκωτία. Ο δούκας του Περθ διαφώνησε, υποστηρίζοντας μία άμεση επίθεση στον Κάμπερλαντ, αλλά όταν ο Μάρεϊ του Μπρότον εξέφρασε τη συμφωνία του, κλήθηκε να τη δώσει γραπτώς και όταν αυτός αρνήθηκε τότε σιώπησε. Ο Κάρολος επισήμανε ότι αν ο στρατός των Ιακωβιτών υποχωρούσε, θα βρισκόταν σε αυξημένο κίνδυνο επειδή θα ήταν ανάμεσα στον Ουέιντ και τον Κάμπερλαντ και ότι, ωστόσο, ο Ουέιντ δεν θα αποτελούσε άμεσο κίνδυνο εάν βάδιζαν προς το Λονδίνο. Το επιχείρημα αυτό το αντέκρουσαν κάποιοι από τους αρχηγούς, υποστηρίζοντας ότι οι Χαϊλάντερς θα μπορούσαν να βαδίσουν πιο γρήγορα από τον Κάμπερλαντ και ότι θα μπορούσαν να νικήσουν τον Ουέιντ αν προσπαθούσε να τους αναχαιτίσει στο δρόμο για τη Σκωτία. Τότε ο Ντάντλεϊ Μπράντστριτ εισήλθε στο Συμβούλιο για να τους πληροφορήσει για ένα νέο στοιχείο: ότι υπήρχε κι άλλος στρατός με 9.000 στρατιώτες, ο οποίος βρισκόταν ανάμεσα σ’ αυτούς και το Λονδίνο. Τότε ο Ράναλντ Κλανράναλντ και ο μαρκήσιος του Ταλιμπαρντίν απέσυραν την υποστήριξή τους στην πορεία προς το Λονδίνο, με αποτέλεσμα ο Κάρολος να πει: “Με καταστρέφετε, με εγκαταλείπετε και με προδίδετε αν δεν συνεχίσετε”. Ωστόσο, έδωσε τελικά τη συγκατάθεσή του στην απόφαση του Συμβουλίου να υποχωρήσουν.
Η 6η Δεκεμβρίου, ημερομηνία που έμεινε γνωστή ως “Μαύρη Παρασκευή”, ήταν η ημέρα που οι κάτοικοι του Λονδίνου πανικοβλήθηκαν στο άκουσμα της είδησης ότι οι Ιακωβίτες ήταν στο Ντέρμπι. Το Λονδίνο ήταν “σε τέτοια αναταραχή που δεν μπορεί να εκφραστεί και είναι δύσκολο να τη φανταστεί κανείς”. Σύμφωνα με τον Τζέιμς Τζονστόουν, ο δούκας του Νιούκαστλ παρέμεινε απρόσιτος στο σπίτι του ολόκληρη την ημέρα, σταθμίζοντας στο μυαλό του ποιανού το μέρος θα ήταν πιο συνετό να πάρει. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο και τα αρχεία δείνουν ότι ο δούκας του Νιούκαστλ εκείνη την ημέρα υπαγόρευε διαταγές και επίσημες επιστολές. Ούτε υπάρχουν αποδείξεις ότι ο βασιλιάς Γεώργιος παρήγγειλε να υπάρχει έτοιμο ένα βασιλικό γιοτ στον Τάμεση για να διαφύγει, αντιθέτως υπάρχουν στοιχεία ότι ετοιμαζόταν να τεθεί επικεφαλής των στρατευμάτων του. Τα αποθέματα μειώθηκαν γρήγορα, αλλά δεν υπήρξε καμία κίνηση για την Τράπεζα της Αγγλίας όπως συνέβη μετά τη μάχη του Πρέστονπανς. Στις 6 Δεκεμβρίου, λοιπόν, ο δούκας του Νιούκαστλ έγραψε στον λόρδο Δήμαρχο λέγοντάς του την επιθυμία του Γεωργίου για την εσωτερική ασφάλεια του Λονδίνου, συμπεριλαμβανομένης και της ενθάρρυνσης εκείνων που προσφέρθηκαν εθελοντικά να δώσουν ένοπλη υποστήριξη. Ο δούκας εφάρμοσε επίσης τους ποινικούς νόμους εναντίον των καθολικών και δήλωσε ότι οι Ιησουίτες και άλλοι ιερείς θα έφευγαν από το Λονδίνο στις 9 Δεκεμβρίου. Επιπλέον, από εκείνη την ημερομηνία θα δίνονταν 100£ σε εκείνους που θα ανακάλυπταν ιερέα σε ακτίνα 10 μιλίων (16 χιλιομέτρων) από το Λονδίνο. Ένας εφημέριος της πρεσβείας της Πορτογαλίας φυλακίστηκε στο Νιουγκέιτ.
Η ήττα και οι συνέπειες
Ο στρατός των Ιακωβιτών βρισκόταν μόνο 130 μίλια από το Λονδίνο όταν άρχισε να υποχωρεί διστακτικά. Ο Κάρολος είχε πάρει την απόφαση: αφού δεν μπορούσε να πάρει την κορώνα της Αγγλίας θα περιοριζόταν τουλάχιστον να κρατήσει το θρόνο της Σκωτίας. Στο μεταξύ, όμως, οι Άγγλοι δεν έμειναν αδρανείς. Είχαν συγκεντρώσει στρατό και παρακολουθούσαν την ομαλή υποχώρηση του Κάρολου.
Στις 28 Δεκεμβρίου, κι ενώ υποχωρούσε ο στρατός των Ιακωβιτών, ενεπλάκη σε αψιμαχία νικώντας τις βρετανικές δυνάμεις στο Κλίφτον της Κάμπριας. Στη συνέχεια έχασε τον έλεγχο του Καρλάιλ έπειτα από μία πολιορκία που διήρκησε από τις 21 έως τις 30 Δεκεμβρίου. Στις 17 Ιανουαρίου του 1746 οι Ιακωβίτες νίκησαν πάλι, στη μάχη του Φόλκερκ. Από τις 20 Μαρτίου έως τις 3 Απριλίου πολιόρκησαν ανεπιτυχώς το Φορτ Γουίλιαμ και στις 15 Απριλίου γνώρισαν την ήττα στη μάχη του Λιτλφέρι. Στις 16 Απριλίου, μία χιονισμένη ημέρα στο Κάλοντεν, κοντά στην πόλη Ινβερνές, ο στρατός του Ανόβερου (που περιλάμβανε και πολλούς Σκωτσέζους, επομένως το ζήτημα δεν ήταν εθνικιστικό), νίκησε αποφασιστικά τους Ιακωβίτες. Ο αγώνας των Ιακωβιτών χάθηκε.
Το Κάλοντεν υπήρξε καμπή στην ιστορία των Χάιλαντς λόγω των σκληρών και καταπιεστικών μέτρων που επιβλήθηκαν μετά τη μάχη. Η βρετανική κυβέρνηση θέλησε να εξασφαλίσει ότι δεν θα πραγματοποιούνταν καμία άλλη εξέγερση των Ιακωβιτών. Έτσι, το 1746 με ειδική νομοθετική πράξη αφαιρέθηκαν από τους Σκωτσέζους λόρδους οι κληρονομικές δικαιοδοσίες, ενώ με άλλο νόμο απαγορεύτηκε στους Σκωτσέζους να φορούν τις παραδοσιακές τους στολές, να παίζουν γκάιντα και να οπλοφορούν. Οι συγγενικοί δεσμοί μεταξύ του αρχηγού και του λαού διακόπηκαν και ο τρόπος ζωής τους άλλαξε ριζικά.
Ο Κάρολος ήταν καταζητούμενος για έξι μήνες, αλλά παρότι τον είχαν επικηρύξει με το ποσό των 30.000 λιρών, δεν τον πρόδωσε ποτέ κανείς. Ο γενναίος πρίγκηπας διέφυγε στη νήσο Ουίστ. Εκεί για ν’ αποφύγει την αιχμαλωσία, μεταμφιέστηκε σε υπηρέτρια. Κατόπιν, κατέφυγε στο νησί Σκάι και από εκεί, επειδή είχαν ανακαλυφθεί τα ίχνη του, πέρασε στην ηπειρωτική Σκωτία και κρύφτηκε για λίγο καιρό σε μία σπηλιά. Τέλος, διέφυγε στη Γαλλία όπου πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, φτωχός και απογοητευμένος και με το όνειρο να ξαναγυρίσει στο θρόνο του.