Ο Βίλλυ Μπραντ (Willy Brandt, 18 Δεκεμβρίου 1913 – 8 Οκτωβρίου 1992) ήταν Γερμανός πολιτικός, ο οποίος ήταν ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) από το 1964 έως το 1987 και υπηρέτησε ως καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) από το 1969 έως το 1974.
Ο Βίλλυ Μπραντ γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1913 στη Λυβέκη. Η μητέρα του ήταν μια πωλήτρια καταστήματος και αγνώστου πατρός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χέρμπερτ Καρλ Φραμ. Το Μπραντ είναι ψευδώνυμο. Σε μικρή ηλικία εργάζεται ως μαθητευόμενος σε ένα ράφτη. Ο παππούς εργάτης σε αγροκτήματα ανήκει στους σοσιαλιστές και τον επηρεάζει. Έτσι σε νεαρή ηλικία εντάσσεται στα Κόκκινα Γεράκια τη νεολαία των σοσιαλιστών. Λαμβάνει υποτροφία για να φοιτήσει στο Λύκειο Γιόχαν Χάιμ. Εντάσσεται στη Σοσιαλιστική Νεολαία ενώ προσεγγίζει και το Κομμουνιστικό Κόμμα,χωρίς να γίνει μέλος του. Συνδέεται με τον σοσιαλιστή βουλευτή Γιούλιους Λέμπερ τόσο στενά που ο Μπραντ τον θεωρούσε ως “δεύτερο πατέρα του”.
Το 1933 εγκατέλειψε τη Γερμανία, γιατί ήταν ενάντιος στους Ναζί: οργάνωσε διαδήλωση διαμαρτυρίας για τη σύλληψη του Λέμπερ από τους Ναζί. Φεύγει κρυφά με αλιευτικό για τη Νορβηγία. Συνεργάστηκε με τη νορβηγική αντίσταση. Παράλληλα σπουδάζει Δίκαιο και Οικονομία στο Πανεπιστήμιο του Όσλο. Με το ψευδώνυμο Βίλλυ Μπραντ έρχεται ως ανταποκριτής του σκανδιναβικού τύπου στο Βερολίνο για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και να συνεργαστεί με τη γερμανική αντίσταση. Πηγαίνει στην Ισπανία και μελετά τον Φρανκισμό.
Συνεργάζεται στη δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης, της Μέτρο. Όταν συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο, έχει προλάβει να φορέσει νορβηγική στρατιωτική στολή και δεν κρατείται παρά μόνο 15 ημέρες και αφήνεται ελεύθερος. Καταφεύγει στη Σουηδία όπου ασχολείται με τη δημοσιογραφία.
Το 1945 επέστρεψε στη Γερμανία με νορβηγική υπηκοότητα και έλαβε και πάλι τη γερμανική υπηκοότητα. Εργάστηκε στη δημόσια διοίκηση του Βερολίνου και έγινε δήμαρχος το 1957. Συνέβαλε πολύ στη διαμόρφωση του προγράμματος των Σοσιαλδημοκρατών. Διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Καγκελάριος
Νικητές στις βουλευτικές εκλογές της 28ης Σεπτεμβρίου αναδείχθηκαν, με 46,1% οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ και οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) του Φραντς Γιόζεφ Στράους.
Όμως, κυβέρνηση συνασπισμού σχημάτισαν οι Σοσιαλδημοκράτες με τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), οι οποίοι υπέστησαν μεν την πρώτη μεγάλη πτώση τους -από 9,4% έπεσαν στο 5,8%- ξεπέρασαν, όμως, το απαιτούμενο 5% για την εκπροσώπησή τους στη Βουλή. Αντιθέτως, το νεοναζιστικό Εθνικοδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (NPD) έμεινε τελικά εκτός Κοινοβουλίου, μολονότι αύξησε τη δύναμή του κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. “Ο γερμανικός λαός απέδειξε με την ψήφο του ότι επιθυμεί σταθερή κυβέρνηση το ταχύτερο δυνατό με επικεφαλής την CDU και την CSU”, δήλωσε, αμέσως μετά τα αποτελέσματα, ο καγκελάριος Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, ο οποίος, ιδιαίτερα ανήσυχος, προσπάθησε να προλάβει τις ήδη ορατές στον πολιτικό ορίζοντα εξελίξεις. Παρά την αρχική βεβαιότητα ότι διατήρησε στο ακέραιο τις δυνάμεις του, ο συνασπισμός της Δεξιάς έχασε 1,5 ποσοστιαία μονάδα, σε αντίθεση με τους Σοσιαλδημοκράτες που έσπασαν το φράγμα του 40%, αυξάνοντας τη δύναμή τους από 39,3% σε 42,7% και εκλέγοντας 22 επιπλέον βουλευτές στην Μπούντεσταγκ.
Η καθοριστική αυτή μετατόπιση ισορροπιών ευνόησε τη μεταβολή του πολιτικού τοπίου. Έχοντας ετοιμάσει το έδαφος για την αναρρίχησή του στην εξουσία με την τριετή θητεία του ως υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος στην κυβέρνηση του “μεγάλου συνασπισμού”, ο Βίλλυ Μπραν έσπευσε να αποκλείσει την παράταση του προηγούμενου κυβερνητικού σχήματος και διαμήνυσε 12 ώρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στον πρόεδρο Χάινεμαν ότι είναι έτοιμος να διεκδικήσει την καγκελαρία, επικεφαλής κυβέρνησης συνασπισμού με το FDP. Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες με τη σειρά τους, τον προηγούμενο χρόνο απομάκρυναν τον πρόεδρο του κόμματος Έριχ Μέντε, εκπρόσωπο της συντηρητικής πτέρυγας, τον οποίο αντικατέστησε ο Βάλτερ Σέελ, επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας, ενορχηστρωτής της ανατροπής του Μέντε, υπέρμαχος της Οστπολιτίκ και της διευθέτησης των συνοριακών διαφορών με την Πολωνία. Στις 30 Σεπτεμβρίου η κοινοβουλευτική ομάδα της FDP αποφάσισε οριστικά την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Σοσιαλδημοκράτες. Το ίδιο βράδυ ο Βάλτερ Σέελ ενημέρωσε τον Κίζινγκερ για την απόφαση. Ενώ επιτροπές των δύο κομμάτων άρχισαν τις διαβουλεύσεις την 1η Οκτωβρίου, οι Χριστιανοδημοκράτες εξέδωσαν νέα ανακοίνωση, στην οποία τόνιζαν ότι “η οποιαδήποτε απόπειρα διαστρέβλωσης της εκπεφρασμένης επιθυμίας του εκλογικού σώματος με τη συγκρότηση κυβέρνησης “μικρού αριστερού συνασπισμού” δεν μπορεί να οδηγήσει στο σχηματισμό της σταθερής και αποτελεσματικής κυβέρνησης που χρειάζεται η χώρα”. Οι διαμαρτυρίες αποδείχθηκαν, όμως, μάταιες. Στις 3 Οκτωβρίου ο Βίλλυ Μπραντ και ο Βάλτερ Σέελ ανακοίνωσαν στον Τύπο την “πρόθεσή τους να συγκυβερνήσουν”.
Στις 15 Οκτωβρίου έληξαν οι συζητήσεις για την κατανομή των υπουργείων, στις 21 Οκτωβρίου ο Βίλλυ Μπραντ εκλέχθηκε καγκελάριος από την Μπούντεσμπαγκ και την επομένη ανακοίνωσε το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης με τρεις Ελεύθερους Δημοκράτες σε υπουργεία καίριας σημασίας: ο Βάλτερ Σέελ ανέλαβε του υπουργείο Εξωτερικών, ο Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ το υπουργείο Εσωτερικών και ο προσκείμενος στη δεξιά πτέρυγα του FDP Γιόζεφ Ερτλ το υπουργείο Οικονομικών. Το υπουργείο Άμυνας ανέλαβε ο σοσιαλδημοκράτης Χέλμουτ Σμιτ.
Η άνοδος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) του Βίλλυ Μπραντ στην εξουσία στις 22 Οκτωβρίου του 1969 επισφράγισε το τέλος μίας ιδιαίτερα σημαντικής περιόδου στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ύστερα από περίπου 20 χρόνια συνεχούς διακυβέρνησης και αφού απορρόφησαν τους μεταναζιστικούς κραδασμούς, οι Χριστιανοδημοκράτες πέρασαν στην αντιπολίτευση, για να μείνουν στην ιστορία ως θεμελιωτές της νέας Γερμανίας και του δυτικογερμανικού οικονομικού θαύματος. Ταυτόχρονα, όμως, η επιστροφή των Σοσιαλδημοκρατών 40 περίπου χρόνια μετά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αντανάκλασε με τον πλέον διαυγή τρόπο μία από τις μεγάλες ιδιαιτερότητες της δυτικογερμανικής μεταπολεμικής παράδοσης. Μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου κι ενώ Ανατολή και Δύση αναζητούσαν τρόπους συνύπαρξης, άρχισε η εποχή του Βίλλυ Μπραντ και της Οστπολιτίκ του.
Κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας του, ο Βίλλυ Μπραντ υποστήριξε τη δυτικογερμανική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και συνέβαλε στη βελτίωση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ. Η πολιτική του είχε ως στόχο το άνοιγμα της Γερμανίας προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Οστπολιτίκ), στάση που επηρέασε τη διεθνή πολιτική σκηνή.
Το 1971 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για την Οστπολιτίκ. Βοήθησε στην ανάπτυξη των χωρών του Τρίτου Κόσμου και στην εδραίωση της ειρήνης. Πέθανε από καρκίνο.
Πηγή
- Arthur Conte, «Βίλλυ Μπραντ. Μια εξέχουσα προσωπικότης της σύγχρονης ιστορίας», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.55(Ιανουάριος 1973), σελ.138-145