13 Αυγούστου γιορτάζουν…

Μαξίμου ομολογητού , Ευδοκίας βασιλίσσης

by Times Newsroom

Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής

  • Απόδοση της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού
  • Ανακομιδή και Μετάθεση Ιερού Λειψάνου του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητή
  • Αγία Ευδοκία η βασίλισσα
  • Όσιος Δωρόθεος
  • Όσιος Δοσίθεος ο υποτακτικός του Οσίου Δωροθέου
  • Όσιος Σέριδος ηγούμενος της Μονής στη Γάζα
  • Αγία Ειρήνη η βασιλίσσα, της διά του αγίου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσης Ξένης Mοναχής
  • Άγιος Τύχων Επίσκοπος Ζαντόνσκ
************************************************************************************************************
  • Απόδοση της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. 

Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε από τους μαθητές τον Πέτρο (βλέπε 29 Ιουνίου), τον Ιωάννη (βλέπε 26 Σεπτεμβρίου) και τον Ιάκωβο (βλέπε 30 Απριλίου) και ανέβηκε στό όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Eπήρε δε τρεις μόνους Aποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. O μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Xριστόν. O δε Iωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Xριστόν. O δε Iάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Kύριος έπιεν».

Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Όταν, ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα φορέματα Του ήταν λευκά σαν το φως. Τον περιστοίχιζαν δε και συνομιλούσαν μαζί Του δυο άνδρες, ο Μωϋσής (βλέπε 4 Σεπτεμβρίου) και ο Ηλίας (βλέπε 20 Ιουλίου). Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Έφερε δε εις το μέσον τους τον Mωυσήν και τον Ηλίαν, διά να διορθώση τας σφαλεράς υποψίας, οπού είχον οι πολλοί περί αυτού. Kαθότι, άλλοι μεν έλεγον τον Kύριον, πως είναι ο Ηλίας. Άλλοι δε, πως είναι ο Iερεμίας. Διά τούτο λοιπόν επαράστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, διά να γνωρίσουν οι μαθηταί, και διά των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ του Xριστού, και των Προφητών. O μεν γαρ Xριστός, είναι Δεσπότης. Oι δε Προφήται, είναι δούλοι. Kαι ίνα μάθουν, ότι ο Kύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής. Διά τούτο, από μεν τους αποθαμένους, έφερε τον Mωυσήν. Aπό δε τους ζωντανούς, έφερε τον Ηλίαν».

Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο πάντα ενθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μια για τον Κύριο, μια για το Μωϋσή και μια για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ’ αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Οὗτος ἐστὶν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκά, θ’ 28-36). Δηλαδή, Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε.

Οφείλουμε, λοιπόν, και εμείς όχι μόνο να Τον ακούμε, αλλά και να Τον υπακούμε. Σε οποιοδήποτε δρόμο μας φέρει, είμαστε υποχρεωμένοι να πειθαρχούμε.

Έθιμα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ως σπουδαία δεσποτική εορτή, αποτελεί εξαίρεση εθιμικά καθιερωμένης ιχθυοφαγίας, μέσα στην σύντομη αλλά αυστηρή νηστεία του Δεκαπενταύγουστου.

Σε πολλούς τόπους πιστεύουν ότι την παραμονή το βράδυ, κάποια ώρα, ανοίγουν ξαφνικά οι ουρανοί και φαίνεται το «άγιο φως», σε όσους είχαν την υπομονή και την πίστη να ξαγρυπνήσουν. Ανήμερα δε, προσφέρουν στους ναούς τα πρώτα σταφύλια της χρονιάς, για να ευλογηθούν από τον ιερέα μετά την θεία λειτουργία, και να διανεμηθούν ως ευλογία στους πιστούς. Σε ορισμένους μάλιστα τόπους προσφέρουν στον ναό το πρώτο λάδι της χρονιάς, για να ευλογηθεί, ώστε η ευλογία να επεκταθεί και στην υπόλοιπη παραγωγή.

Πρόκειται για το αρχαίο έθιμο των απαρχών, της προσφοράς δηλαδή των πρώτων καρπών στον Θεό, μια μορφή αναίμακτης τελετουργικής θυσιαστικής προσφοράς, που πέρασε και στον χριστιανισμό. Ο λαϊκός άνθρωπος, προσκομίζοντας για ευλογία τις απαρχές των καρπών και των γεννημάτων του, αναθέτει ουσιαστικά την ελπίδα της επιβίωσής του στον Θεό, από τον οποίο ζητά ευλαβικά να συνεργήσει, για να επιτύχει η σοδειά, από την οποία εξαρτάται και η επιβίωση ολόκληρης της παραδοσιακής κοινότητας.

Ήδη στους Αποστολικούς Κανόνες επιτρέπεται η προσαγωγή στον ναό σταφυλιών, όχι όμως και άλλων οπωρικών, ενώ ο Θεόδωρος Βαλσαμών, ερμηνεύοντας τον Δ΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, ερμηνεύει την εξαίρεση αυτή των σταφυλιών από το ότι το κρασί, που προέρχεται από αυτά, χρησιμοποιείται για την παρασκευή της θείας κοινωνίας.

Έτσι, τα ευλογημένα σταφύλια μοιράζονται και τρώγονται μαζί με το αντίδωρο στην Λέσβο, ενώ στον Μοσχοπόταμο της Πιερίας άφηναν το πρώτο τσαμπί του τρύγου σε κάποιο εικόνισμα του ναού, για να πάει καλά η σοδειά. Δεν πρέπει εξ άλλου να ξεχνούμε ότι στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος είναι αφιερωμένοι οι ναοί των μεγαλύτερων και επιβλητικότερων ελληνικών φρουρίων, γεγονός που δείχνει την σημασία, θρησκευτική και εθνικά αναγεννητική, που ο λαός μας ανέκαθεν έδινε στην μεγάλη αυτή εορτή. Και φυσικά, ως σπουδαία εορτή είναι και εθιμικά καθιερωμένη αργία, η παραβίαση της οποίας, από κάποιους ασεβείς και φιλάργυρους, επέφερε την άμεση θεϊκή τιμωρία, σύμφωνα με τις παραδόσεις του ελληνικού λαού, για παραδειγματισμό και των υπολοίπων.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος βαρύς.
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος βαρύς. Αὐτόμελον.
Ἐπὶ τοῦ ὄρους μετεμορφώθης, καὶ ὡς ἐχώρουν οἱ Μαθηταί σου τὴν δόξαν σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐθεάσαντο, ἵνα ὅταν σε ἴδωσι σταυρούμενον, τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ κηρύξωσιν, ὅτι σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Θαβώρ, μετεμορφώθης ὁ Θεός, ἀναμέσον Ἠλιού, καὶ Μωϋσέως τῶν σοφῶν, σὺν Ἰακώβῳ καὶ Πέτρῳ καὶ Ἰωάννῃ, ὁ Πέτρος δὲ συνών, ταῦτά σοι ἔλεγε· Καλόν ὧδέ ἐστι, ποιῆσαι τρεῖς σκηνάς, μίαν Μωσεῖ, καὶ μίαν Ἠλίᾳ, καὶ μίαν σοὶ τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ, ὁ τότε τούτοις, τὸ φῶς σου λάμψας, φώτισον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ὁ Οἶκος
Ἐγέρθητε οἱ νωθεῖς, μὴ πάντοτε χαμερπεῖς, οἱ συγκάμπτοντες εἰς γῆν τὴν ψυχήν μου λογισμοί, ἐπάρθητε καὶ ἄρθητε εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως, προσδράμωμεν Πέτρῳ καὶ τοῖς Ζεβεδαίου, καὶ ἅμα ἐκείνοις τὸ Θαβώριον ὄρος προφθάσωμεν, ἵνα ἴδωμεν σὺν αὐτοῖς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, φωνῆς δὲ ἀκούσωμεν, ἧς περ ἄνωθεν ἤκουσαν, καὶ ἐκήρυξαν, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα.
Μεγαλυνάριον
Θέλων ἐπιδεῖξαι τοῖς Μαθηταῖς, δύναμιν ἐξ ὕψους καὶ σοφίαν παρὰ Πατρός, ἐν ὄρει ἀνῆλθες, Χριστὲ τῷ Θαβωρίῳ, καὶ λἀμψας ὡς Δεσπότης τούτους ἐφώτισας.
  • Ανακομιδή και Μετάθεση Ιερού Λειψάνου του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητή. 
Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 μ.Χ. από πλούσιους και ευγενείς γονείς. Πραγματοποίησε λαμπρές θεολογικές, φιλολογικές και φιλοσοφικές σπουδές. Για τα πνευματικά αλλά και τα διοικητικά του χαρίσματα προσλαμβάνεται ως αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Παραιτήθηκε όμως γρήγορα για να υπερασπισθεί τις αλήθειες της πίστεώς του από την αίρεση των Μονοθελητών. Γίνεται μοναχός και αρχίζει ένα σκληρό και ανελέητο αγώνα κατά των αιρετικών. Στον αγώνα του αυτό συναντά πολλά εμπόδια, κυρίως από τον αυτοκράτορα Κώνστα, ο οποίος ήταν υπέρμαχος των Μονοθελητών και έφθασε στο σημείο να συγκαλέσει ψευδο-σύνοδο, η οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε τον όσιο και τέλος τον παρέδωσε στον έπαρχο της πόλης για να τιμωρηθεί. Μαστιγώνεται και τέλος του κόβουν τη γλώσσα και το δεξί του χέρι. Το ακρωτηριασμένο του σώμα άντεξε με θαυματουργικό τρόπο τρία χρόνια στην υπηρεσία της υγείας της ψυχής και ήταν η πιο εύγλωττη μαρτυρία της πίστεως και της αφοσιώσεώς του στο Θεό. Μετά από ολιγοήμερη ασθένεια αφήνει τη μακάριά του ψυχή στον τόπο της εξορίας του (Λαζική του Πόντου, στο φρούριο Σχίμαρις) το 662 μ.Χ. Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου Αρσενίου, στη χώρα των Λαζών. Από τον τάφο του έβγαινε φως κάθε νύχτα και φώτιζε την περιοχή, γεγονός που πιστοποιούσε την αγιότητά του.
Σημείωση: Η Ανακομιδή και μετάθεση του Λειψάνου του Οσίου Μάξιμου του Ομολογητή εορτάζεται στις 13 Αυγούστου, ενώ η μνήμη του επαναλαμβάνεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τη επομβρία, ρείθρα έβλυσας, τη Εκκλησία, υπερκοσμίων δογμάτων πανεύφημε, θεολόγων δε του Λόγου την κένωσιν, ομολογίας αγώσι διέλαμψας. Πάτερ Μάξιμε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθσι ημίν το μέγα έλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Μάξιμε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τόν τῆς Τριάδος ἐραστήν καί Μέγαν Μάξιμον, τόν ἐκδιδάξαντα τρανῶς πίστιν τήν ἔνθεον, τοῦ δοξάζειν τόν Χριστόν, ἐν δύο φύσεσι, θελήσεσί τε καί ἐνεργείαις ὑπάρχοντα, ἐπαξίως ἐν ᾠδαῖς πιστοί τιμήσωμεν, ἀνακράζοντες· Χαῖρε κήρυξ τῆς Πίστεως.
  • Αγία Ευδοκία η βασίλισσα. 
Η Αγία Ευδοκία ήταν κόρη του αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου και γεννήθηκε το 401 μ.Χ. Σπούδασε κατά τον καλύτερο τρόπο τη γραμματική, τη ρητορική και τη φιλοσοφία.
Όταν πέθανε ο Λεόντιος, άφησε όλη την περιουσία του στους γιους του, και σ’ αυτή άφησε μόνο 100 χρυσά νομίσματα. Όταν, λοιπόν, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει τα κληρονομικά της δικαιώματα, παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο τον Β’, μέσω της αδελφής του Πουλχερίας, που είχε κατενθουσιαστεί από τα σπάνια χαρίσματα της αθηναίας κόρης. Έτσι βαπτίστηκε χριστιανή και πήρε το όνομα Ευδοκία, από Αθηναΐδα που την έλεγαν πρώτα.
Η Ευδοκία από τη φύση της γυναίκα σεμνή, δεν ανακατεύθηκε καθόλου με τις βασιλικές υποθέσεις. Την είλκυσε περισσότερο η αλήθεια του Χριστού, γι’ αυτό και επεδίωξε να επισκεφθεί τους Άγιους Τόπους. Όταν ο σκοπός της πραγματοποιήθηκε, αισθάνθηκε την ψυχή της να φτερουγίζει στο θρόνο του Θεού.
Η επιστροφή της, όμως, στη Βασιλεύουσα, επεφύλασσε εκπλήξεις. Οι σχέσεις της με τον Θεοδόσιο ψυχράνθηκαν, λόγω συκοφαντιών. Γι’ αυτό, με την άδεια του επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Και με προσευχή, μελέτη και «ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι» (Α’ πρός Τιμόθεον, 6.2), τελείωσε τη ζωή της.
  • Όσιος Δωρόθεος.
Ο αββάς (πατήρ) Δωρόθεος είναι μεγάλη ασκητική μορφή του 6ου αιώνος μ.Χ., που όμως στον πολύ κόσμο παραμένει άγνωστη. Σε νεαρή ηλικία εγκαταβίωσε σε κοινόβιο Μοναστήρι, στο οποίο ηγούμενος ήταν ο αββάς Σέριδος. Σε κοντινή απόσταση από το Μοναστήρι ζούσαν τότε οι δυο μεγάλοι ασκητές Βαρσανούφιος και Ιωάννης, οι οποίοι είναι γνωστοί από το βιβλίο «Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου», που περιέχει τις σοφές απαντήσεις που έδιδαν σε διάφορα ερωτήματα πνευματικής φύσεως. Επειδή ήσαν έγκλειστοι, ελάμβαναν γραπτώς τις ερωτήσεις και πάλι γραπτώς έδιναν τις απαντήσεις. Ο Όσιος Δωρόθεος, αυτούς τους αγίους ησυχαστάς, τους ευλαβείτο πάρα πολύ και με την σύμφωνη γνώμη του ηγουμένου Σερίδου τους συμβουλευόταν για κάθε σοβαρό θέμα, που είχε σχέση με την πνευματική του πορεία και χωρίς την σύμφωνη γνώμη τους τίποτα δεν έπραττε. Στο συναξάρι του οσίου Δωροθέου αναφέρονται ερωτήσεις του προς τους μεγάλους αυτούς ασκητές, καθώς και οι σοφές απαντήσεις που λάμβανε. Αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα. Κάποτε ο λογισμός τον ξεσήκωσε να φύγει από το Μοναστήρι και να πάει στην έρημο, για να ζήσει με περισσότερη ησυχία και προσευχή, αφού στο Νοσοκομείο της Μονής, όπου διακονούσε, είχε πολλούς περισπασμούς και δεν εύρισκε ησυχία και αρκετό χρόνο για προσευχή και ανησυχούσε μήπως έτσι «χάσει την ψυχή του». Φανέρωσε τον λογισμό του στον αββά Ιωάννη, όπως το συνήθιζε, και στην συνέχεια του έκανε υπακοή. Η πραγματικά θεόπνευστη συμβουλή του μεγάλου ασκητού σημάδεψε την ζωή και την μεγάλη πνευματική πορεία του νεαρού τότε μοναχού Δωροθέου. Του είπε ότι ησυχία είναι το να φυλάσσει κανείς την καρδιά του από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας και των λοιπών ενεργειών. Για να δρέψει τους καρπούς της ησυχίας πρέπει πρώτα να βγάλει φύλλα της ασκήσεως και της πρακτικής ζωής. Δηλαδή να κάνει υπακοή και υπομονή. Αλλά και ο αββάς Βαρσανούφιος, που είχε και αυτός ερωτηθεί, έδωσε την ίδια απάντηση. Έτσι ο Δωρόθεος παρέμεινε στην υπακοή, την διακονία και την υπομονή και σημείωσε μεγάλη πρόοδο στην πνευματική ζωή.
Όταν όμως ήλθε το «πλήρωμα του χρόνου», αναχώρησε στην έρημο, σε ώριμη πλέον πνευματική ηλικία. Ήθελε να ζήσει και να τελειώσει την ζωή του ως ησυχαστής. Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν, αφού τον ήθελε ποιμένα και οδηγό ψυχών. Όσο απέφευγε την ευθύνη, τον περισπασμό και την δόξα, τόσο αυτά τον καταδίωκαν. Γύρω του μαζεύτηκε ένας μεγάλος αριθμός μοναχών, γεγονός που τον ανάγκασε να συστήσει Μοναστήρι. Ο Όσιος Δωρόθεος αφού έζησε ασκητικά, απεβίωσε ειρηνικά. Λόγοι του Οσίου Δωρόθεου, βρίσκονται στης «Κατηχήσεις» του Θεοδώρου του Στουδίτου ενώ σώζονται και αρκετά συγγράμματα του.
Στο συλλογικό έργο «Αββά Δωροθέου – Έργα ασκητικά», αναφέρονται οι λόγοι και οι διδασκαλίες προς τους μαθητές του. Οι διδασκαλίες αυτές είναι μάλλον προφορικές ομιλίες, που μας διασώθηκαν με χειρόγραφα των ακροατών του, οι οποίοι αρχικά κατέγραψαν τα κεντρικότερα σημεία και νοήματα κάθε θέματος και αργότερα με την επίβλεψή του τα ανέπτυξαν. Μερικές από αυτές είναι: «Για την αποταγή», «για την ταπεινοφροσύνη», «για την συνείδηση», «για το κτίσιμο και αρμολόγημα των αρετών της ψυχής», «για το ότι πρέπει να φροντίζουμε να κόβουμε γρήγορα τα πάθη πριν εξοικειωθεί μαζί τους η ψυχή», «για τις άγιες νηστείες» κ.λ.π. Πρόκειται για καταπληκτικές ομιλίες, που δίνουν απάντηση σε μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, δημιουργούν έμπνευση, αλλά και έφεση για βίωση της ορθόδοξης πνευματικής ζωής.
  • Όσιος Δοσίθεος ο υποτακτικός του Οσίου Δωροθέου.
Ο Όσιος Δοσίθεος ήταν υποτακτικός του αββά Δωροθέου (βλέπε ίδια ημέρα). Αναδείχθηκε και αυτός στην ασκητική πάλη και αφού έζησε κατά το παράδειγμα του γέροντα του, απεβίωσε ειρηνικά.
  • Όσιος Σέριδος ηγούμενος της Μονής στη Γάζα. 
Ο μεγάλος αυτός ασκητής, υπήρξε ηγούμενος του μεγάλου κοινοβίου, που βρισκόταν κοντά στη Γάζα, όπου έλαμψαν με την πνευματική τους άσκηση ο Βαρσανούφιος με τον μαθητή του Ιωάννη, καθώς και ο μέγας αββάς Δωρόθεος. Ο Όσιος Σέριδος απεβίωσε ειρηνικά.
    • Αγία Ειρήνη η βασιλίσσα, της διά του αγίου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσης Ξένης Mοναχής. 

Η Αγία Ειρήνη έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ. και ήταν κόρη ωραία και ενάρετη. Αυτό το παρατήρησε ο βασιλιάς Αλέξιος ο Κομνηνός και την πάντρεψε με το γιο του Ιωάννη, τον επονομαζόμενο Καλοϊωάννη λόγω των πολλών του αρετών. Η ενάρετη λοιπόν βασίλισσα Ειρήνη, ξόδευε με απλοχεριά σε φιλανθρωπικά έργα, μόνη μάλιστα πήγαινε σε φτωχικές καλύβες, για να δώσει όχι μόνο χρήματα, αλλά και ανώτερη ενίσχυση και παρηγοριά της ελπίδας στο Χριστό. Επίσης έκτισε γηροκομεία και ξενώνες, και άφησε σ’ αυτά μεγάλα χρηματικά ποσά για την ασφαλή και άνετη συντήρηση τους. Στη συνέχεια όμως, η Ειρήνη δοκίμασε μεγάλες θλίψεις. Ο άντρας της σε μια εκστρατεία του στη Συρία το 1143 μ.Χ., πέθανε. Αργότερα το ίδιο συνέβη και με τα δύο από τα τέσσερα παιδιά της. Τότε η Ειρήνη, θέλησε να βρει ανακούφιση στις θλίψεις της μέσα στη μοναχική ζωή. Αφού λοιπόν πήρε και τη συγκατάθεση του βασιλιά γιου της Μανουήλ, αποσύρθηκε στη μονή Παντοκράτορος, όπου και έγινε μοναχή, μετονομασθείσα Ξένη. Εκεί τη βρήκε ο θάνατος και την κήδευσαν με μεγάλη απλότητα, όπως η ίδια το επιθυμούσε. Διότι λίγο πριν πεθάνει έλεγε, ότι η βασίλισσα Ειρήνη είχε πεθάνει προ πολλού, και δεν έμενε πλέον παρά μόνο η μοναχή Ξένη.

  • Άγιος Τύχων Επίσκοπος Ζαντόνσκ. 

Ο Άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ δικαίως θεωρείται ο Χρυσόστομος της Ρωσίας. Όλα τα έργα του είναι γεμάτα από ζωντανή εμπειρία της κοινωνίας με το Χριστό που εκφράζεται με μιά πολύ ζωντανή και ποιητική γλώσσα η οποία κυριολεκτικά ευωδιάζει μ’ αυτή την εμπειρία. Είναι ο θεωρητικότατος εκκλησιαστικός συγγραφέας της Ρωσίας. Τα έργα του συναρπάζουν τον αναγνώστη και με ένα θαυμαστό τρόπο τον μυούν στις θείες εμπειρίες του συγγραφέα.

Ο Άγιος Τύχων (κατά κόσμον Τιμόθεος Σοκολώφ) γεννήθηκε το 1724 μ.Χ. στο χωριό Κόροτσκτου νομού του Νόβγκοροντ στην οικογένεια του διακόνου Σαβελλίου.

Η οικογένειά του ήταν μεγάλη. Ο Τιμόθεος είχε άλλους τρεις αδελφούς και δύο αδελφές. Ο πατέρας του πέθανε πολύ νωρίς και γι’ αυτό ο Τιμόθεος δεν τον θυμόταν. Η οικογένεια ζούσε μέσα σε μεγάλη φτώχεια. Γι’ αυτό ο Τιμόθεος αναγκάστηκε από νωρίς να αρχίσει να δουλεύει σ’ έναν πλούσιο αγρότη, που του έδινε για αμοιβή μόνο λίγο ψωμί.

Τότε στο Νόβγκοροντ άνοιξε μια καινούργια Ιερατική Σχολή, όπου εγγράφηκε και ο Τιμόθεος. Σε λίγο χρόνο πέθανε η μητέρα του. Τις σπουδές του ο Τιμόθεος πραγματοποίησε με έξοδα του δημοσίου, γ’ αυτό πάντοτε είχε μεγάλη ανάγκη. Ο ίδιος θυμόταν ότι όταν έπαιρνε το ψωμί του, έτρωγε μόνο το μισό και το άλλο μισό το πούλαγε για να αγοράζει κερί να μπορεί να διαβάζει.

Στην Ιερατική Σχολή ο Τιμόθεος υπέφερε από τις κοροϊδίες και τα πειράγματα των συμμαθητών του. Όπως διηγείται ο ίδιος: «Οι συμμαθητές μου βγάζανε τις βέργες από παλαιά τσαρούχια και μετά γέλαγαν με μένα και με έσειαν με αυτές τις βέργες, ψάλλοντας Μεγαλύνομέν σε…

Όταν χειροτονήθηκα επίσκοπος και ήρθα στο Νόβγκοροντ, οι ίδιοι μ’ επισκέφθηκαν για να πάρουν, κατά την συνήθεια, ευλογία. Τότε του είπα: Εσείς, αδελφοί, τότε όταν ήμασταν παιδιά στην Ιερατική Σχολή, με περιγελούσατε και με σείατε με τις βέργες από τα παλαιά τσαρούχια, και τώρα θα με θυμιατίζετε με θυμιατό – επειδή μερικοί από αυτούς ήταν ιερείς και άλλοι διάκονοι. Και αυτοί μου είπανε: συγχώρησέ μας Δέσποτα άγιε. Και εγώ τους είπα: Αστειεύομαι, αδελφοί μου».

Στην Ιερατική Σχολή ο Τιμόθεος παρουσίασε τόσες ικανότητες στα μαθήματα, ώστε πριν ακόμη να τελειώσει τις σπουδές του η Διεύθυνση να τον διορίσει δάσκαλο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Και όταν αποφοίτησε από την Σχολή τον Ιούλιο του 1754 μ.Χ., επίσημα πιά διορίστηκε δάσκαλος της ρητορικής.

Στις 10 Απριλίου του 1758 μ.Χ. εκάρη μοναχός με το όνομα Τύχων. Στις 27 Αυγούστου του ιδίου έτους διορίστηκε δάσκαλος της φιλοσοφίας. Τη 13 Ιανουαρίου του 1759 μ.Χ. έγινε επιθεωρητής της Ιερατικής Σχολής. Την 26 Αυγούστου του ιδίου έτους εγκαταστάθηκε στην επισκοπή της Τβερ, όπου τοποθετήθηκε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ζόλτικοβ και αργότερα της Ιεράς Μονής Ότροτς. Ταυτόχρονα εκτελούσε χρέη σχολάρχη και δασκάλου της θεολογίας στην Ιερατική Σχολή της Τβερ.

Ο ίδιος ο Άγιος διηγείται πως εξελέγη επίσκοπος: «Όταν ήμουν ηγούμενος στην Τβερ και υπάλληλος στο αρχιερατικό γραφείο και σχολάρχης της ιερατικής Σχολής, την ημέρα του Αγίου Πάσχα συλλειτούργησα στον καθεδρικό ναό με τον επίσκοπο Αθανάσιο. Και λοιπόν τι συνέβη; Όπως και πάντοτε στη Θεία Λειτουργία, την οποία εκτελεί αρχιερέας, την ώρα του Χερουβικού, όταν ο αρχιερέας βγάζει μερίδες από το πρόσφορο υπέρ υγείας, πλησίασα το θυσιαστήριο και είπα: Μνήσθητί μου, Δέσποτα Άγιε. Ο αρχιερέας έπρεπε να πει: Της ιερωσύνης σου, αλλά αντί αυτού είπε: Της αρχιερωσύνης σου μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη βασιλεία αυτού. Μετά χαμογέλασε και μου είπε: Να σας ευλογήσει ο Θεός να γίνετε επίσκοπος. Μετά έμαθα ότι την ίδια μέρα του Πάσχα στην Πετρούπολη ο Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, ο Μητροπολίτης Δημήτριος Σέτσενοβ, μαζί με τον Επιφάνιο της Σμολένσκ, πραγματοποίησαν εκλογή νέου επισκόπου με τη μέθοδο της κληρώσεως. Είχαν γράψει επτά ονόματα. Τότε ο επίσκοπος της Σμολένσκ πρότεινε στο Μητροπολίτη: Επιτρέψτε να γράψουμε ακόμη ένα όνομα, του σχολάρχη της Τβερ Τύχωνα. Ο Δημήτριος όμως αντέτεινε: Είναι ακόμη πολύ νέος. Δεν ήρθε ο καιρός του. Όμως γράψε το, – είπε στον υπηρέτη του. Και το όνομά μου ήταν όγδοο. Τράβηξαν κλήρο τρεις φορές και κάθε φορά έβγαινε το δικό μου όνομα. Ο μητροπολίτης τότε είπε: Λοιπόν, έτσι θέλει ο Θεός, να γίνει επίσκοπος. Τον ήθελα όμως για αλλού. Αργότερα ο μητροπολίτης μου εκμυστηρεύθηκε ότι ήθελε να με κάνει ηγούμενο της Λαύρας του Αγίου Σεργίου».

Με αυτό τον τρόπο ο Άγιος Τύχων χειροτονήθηκε στις 13 Μαΐου του 1761 μ.Χ. στην Αγία Πετρούπολη χωρεπίσκοπος της επισκοπής της Νόβγκοροντ, σε ηλικία 37 χρονών. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1763 μ.Χ. έγινε επίσκοπος της Βορόνεζ, όπου υπηρέτησε 4 χρόνια και 7 μήνες. Με μεγάλο ζήλο εκτελούσε τα καθήκοντά του στην έδρα αυτή. Μεριμνούσε για τη βελτίωση της πνευματικής καταστάσεως της επισκοπής του. Υπέδειξε π.χ. στους ιερείς να έχει ο καθένας μαζί του το Ιερό Ευαγγέλιο και να το διαβάζει συχνά. Φρόντιζε οι ιερείς του να τελούν ορθά τα ποιμαντικά και ιερατικά τους καθήκοντα. Ίδρυσε στη Βορόνεζ μια Ιερατική σχολή και πολλά κατώτερα εκκλησιαστικά σχολεία σε διάφορες πόλεις. Φρόντιζε με εξαιρετικό ζήλο το ποίμνιό του. Του άρεσε πολύ να κηρύττει το λόγο του Θεού.

Ο μητροπολίτης του Κιέβου Ευγένιος Μπολχοβίτινοβ, ο οποίος πρώτος συνέταξε το βίο του Αγίου Τύχωνος, έγραψε σχετικά για τη δράση του Αγίου στην έδρα του:Ο Άγιος «ποτέ δεν ήταν αργόσχολος, και όταν χρειαζόταν να εκτελέσει το ποιμαντικό καθήκον του, συχνά περνούσε τις νύχτες του χωρίς ύπνο και δεν επέτρεπε στον εαυτό του να αναπαυθεί προτού να τελειώσει τη δουλειά του. Το πρωί συνήθως ασχολούνταν με υποθέσεις της επισκοπής και έδειχνε άριστη αμεροληψία στις κρίσεις του. Το απόγευμα, μετά από σύντομο ύπνο, σχεδόν πάντοτε μέχρι τα μεσάνυχτα συνέτασσε τις νουθεσίες και τους λόγους του για τους ιερείς και το λαό. Αντί να ξεκουράζεται, μελετούσε τους Αγίους Πατέρες και ιδιαίτερα το Χρυσόστομο…Πάντοτε ήταν πολύ προσιτός στους φτωχούς. Η ευαίσθητη καρδιά του δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο τόσο πολύ όσο με το να βοηθήσει τους φτωχούς και να παρηγορεί τους θλιμμένους. Γι αυτόν δεν ήταν αρκετό να δέχεται συχνά τους φτωχούς στο σπίτι του, αλλά κάθε φορά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και κάποιες άλλες ημέρες, π.χ. την Κυριακή των Απόκρεω, έστελνε χρήματα στα φτωχοκομεία, τις φυλακές και αλλού . Μερικές φορές ο ίδιος φορούσε ένα απλό μοναχικό ράσο και το βράδυ επισκεπτόταν τις φυλακές. Όταν έδινε στους κρατουμένους βοήθεια, τους απηύθυνε ταυτόχρονα νουθεσίες και τους παρηγορούσε».

Όμως από τα παιδικά του χρόνια ο Άγιος Τύχων αγάπησε την ερημική ζωή, γι’ αυτό κουραζόταν πολύ από την εκτέλεση των αρχιερατικών του καθηκόντων. Ο ίδιος έλεγε: «Εάν ήταν δυνατόν, θα αποχωρούσα από την αρχιερωσύνη μου. Και όχι μόνο από την αρχιερωσύνη, αλλά και από την κουκούλα και το μανδύα μου και θα έλεγα στους άλλους ότι είμαι απλός αγρότης και θα έφευγα στο πιο μακρινό μοναστήρι και θα εκτελούσα εκεί οποιαδήποτε δουλειά: θα έκοβα ξύλα, θα έφερνα νερό, θα κοσκίνιζα αλεύρι, θα έφτιαχνα ψωμί και λοιπά. Αλλά το κακό είναι ότι αυτό είναι αδύνατο στη Ρωσία». Επίσης πολλές φορές μιλούσε για το Άγιο Όρος: «Πολλοί αδελφοί μας επίσκοποι έχουν αφήσει τις επισκοπές τους και μένουν εκεί στα μοναστήρια στη μοναξιά».

Τελικά ο Άγιος Τύχων κατάφερε να αποσυρθεί από την έδρα του. Εκτός από την αγάπη του για τον ερημιτικό βίο άλλος σοβαρός λόγος που τον ώθησε στην απομάκρυνσή του από την επισκοπή ήταν η υγεία του. Στα μέσα του 1767 μ.Χ. απηύθυνε στην Ιερά Σύνοδο μια αίτηση παραιτήσεως, η οποία ικανοποιήθηκε προς το τέλος του ιδίου έτους.

Ο Άγιος εγκαταστάθηκε στην αρχή στην Ιερά Μονή της Τόλσεβοκ και μετά στη Μονή της Ζαντόνσκ, όπου εγκαταβίωσε παραπάνω από 13 χρόνια, μέχρι την κοίμησή του.

Αυτή η περίοδος ήταν η πιο καρποφόρα στη ζωή του, και από πνευματική και από συγγραφική άποψη. Στην αρχή όμως είχε κάποιους πειρασμούς. Τον πρώτο χρόνο της ζωής του στο μοναστήρι τον κατέλαβε ανία και μελαγχολία. Τον ενοχλούσε ο λογισμός ότι παίρνει την σύνταξή του χωρίς να το αξίζει και ότι θα μπορούσε κι άλλο να ωφελήσει το ποίμνιό του.

Ο λογισμός τον έσερνε πάλι στην έδρα του. Πολεμώντας αυτόν τον λογισμό, μερικές φορές αισθανόταν τόσο άσχημα, ώστε ολόκληρες μέρες να μην βγαίνει από το κελί του. Μετά πάροδο ενός έτους, μια μέρα ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και σκεφτόταν για το ίδιο θέμα. Ξαφνικά σηκώθηκε και κραύγασε αποφασιστικά: «Κύριε! Ακόμη κι’ αν πεθάνω, δεν θα φύγω».

Και από τότε ο λογισμός αυτός υποχώρησε και δεν τον ενοχλούσε πια τόσο πολύ.

Για την ζωή του Αγίου την περίοδο αυτή μας διηγούνται δύο πρόσωπα που έζησαν κοντά του. Ο πρώτος ήταν ο υπηρέτης του Βασίλειος Ιβάνοβιτς Τσεμποταρέβ, και ο άλλος ο Ιβάν Ευθύμωφ (αργότερα εκάρη μοναχός με το όνομα Τύχων) που έζησε κοντά στον Άγιο ιδιαίτερα στη δεύτερη περίοδο παραμονής του στη Μονή.

Ο πρώτος γράφει ότι ο Άγιος Τύχων είχε τη συνήθεια την ώρα γεύματος να ακούει αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη. Κατά την διάρκεια της ανάγνωσης πολύ σπάνια δεν έκλαιγε, ιδιαιτέρως δε όταν διάβαζαν το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα. Μερικές φορές παρακαλούσε τον αναγνώστη μοναχό να ξαναδιαβάσει το ίδιο κεφάλαιο και τότε άφηνε το κουτάλι του και έκλαιγε.

«Είχε την συνήθεια – γράφει ο Βασίλειος Τσεμποταρέβ – να περνάει τις νύχτες του χωρίς ύπνο και πήγαινε στο κρεβάτι μόνο τα ξημερώματα. Τη νύχτα έκανε προσευχές με μετάνοιες. Και οι προσευχές του δεν ήταν ψυχρές, αλλά πολύ θερμές και προέρχονταν από συντριβή της καρδιάς, γι αυτό και πολλές φορές φώναζε δυνατά: Κύριε ελέησον! Ζωοδότα ελέησον!

Το καλοκαίρι του άρεσε να κάνει περιπάτους στον κήπο του μοναστηριού η πίσω από το μοναστήρι. Μου είπε να τον ενοχλώ μόνο σε περιπτώσεις ακραίας ανάγκης, όμως και τότε, προτού τον πλησιάσω, έπρεπε να βήχω. Έτσι και έκανα. Αλλά μια φορά συνέβη το εξής: Ενώ αυτός βρισκόταν στον κήπο, εγώ έβηξα πολύ αλλά δεν τον πλησίασα. Ήταν τόσο πολύ βυθισμένος στον εαυτό του, και δεν με άκουσε. Στεκόταν γονατισμένος με το πρόσωπο στραμμένο προς την Ανατολή και τα χέρια του υψωμένα προς τους ουρανούς. Τον πλησίασα και είπα: Σεβασμιώτατε! Και εκείνος τρόμαξε πολύ και τον περιέλουσε κρύος ιδρώτας. Μου είπε: Η καρδιά μου μέσα μου σκιρτά σαν περιστέρι. Σου έχω πει να μη με πλησιάζεις χωρίς να βήχεις…

Πουθενά και ποτέ δεν πήγαινε χωρίς Ψαλτήρι, αλλά πάντοτε το είχε στον κόρφο του, επειδή ήταν μικρό σε μέγεθος. Τελικά το έμαθε απέξω. Αυτό το Ψαλτήρι μετά το χάρισε σ’ εμένα. Στον δρόμο, όπου πήγαινε, πάντοτε διάβαζε το Ψαλτήρι και μερικές φορές το έψελνε δυνατά. Ακόμη μου έδειχνε ορισμένους στίχους η εξηγούσε κάποιο απόσπασμα. Κάθε μέρα πήγαινε στη Θεία Λειτουργία και έψελνε. Σπάνια έψελνε χωρίς δάκρυα. Είχε ειδικό χάρισμα των δακρύων, και τα μάτια του πάντοτε ήταν δύο πηγές. Πολύ σπάνια χαμογελούσε για κάτι, και μετά αμέσως έλεγε: Κύριε, συγχώρησέ με, αμάρτησα ενώπιόν σου ο κολασμένος.

Στο μοναστήρι της Τόλσεβσκ τα μεσάνυχτα μόνος του έκανε το γύρο της εκκλησίας και ανέπεμπε γονατιστός θερμές προσευχές μπροστά σε κάθε πόρτα. Και είμαι μάρτυρας τούτου. Τότε διάβαζε το Δόξα εν υψίστοις Θεώ και λοιπά, όπως και τους ιερούς ψαλμούς. Μπροστά στη δυτική πόρτα προσευχόταν περίπου μισή ώρα και παραπάνω, και μετά γρήγορα επέστρεψε στο κελί του. Εκεί (στο μοναστήρι της Τόλσεβσκ) είχε περισσότερους κόπους, μερικές φορές και ξύλα έκοβε ο ίδιος… Μια φορά έκανε περίπατο πίσω από το μοναστήρι και, όταν μπήκε στο κελί, μου είπε: Βρήκα στο δάσος ένα δοκάρι από το οποίο θα έχουμε δύο η περισσότερα φορτώματα ξύλα. Πάρε τσεκούρι και έλα να το κόψουμε, επειδή αγοράζουμε τα ξύλα. Πήγαμε στο δάσος και αρχίσαμε να κόβουμε. Και αυτός ξεντύθηκε και έμεινε με ένα πουκάμισο και μου είπε: Κουράστηκα πολύ και δίψασα. Πήγαινε στο μοναστήρι και φέρε μου ένα «κβας». Έτσι μας έδινε παράδειγμα φιλοπονίας. Τον πείραζε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, όταν ερχόταν σ’ εμάς στο Ζαντόνσκ και μας έβλεπε αργόσχολους. Συχνά μας έλεγε: Όποιος ζει στην αργία, αμαρτάνει ασταμάτητα».

Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Βασιλείου Τσεμποταρέβ, ο Άγιος Τύχων ήταν ακτήμων και δεν είχε στο κελί του τίποτε περιττό, παρά μόνο τα τελείως απαραίτητα. Για κλινοστρωμνή χρησιμοποιούσε μόνο ένα μικρό χαλί και δύο μαξιλάρια. Δεν είχε κουβέρτες και σκεπαζόταν με γούνα από προβιά. Είχε μόνο ένα ράσο από τσόχα. Επίσης πρόσεχε πολύ να μη δεθεί ο νους του με κάποιο φθαρτό πράγμα. Μερικές φορές συνέβαινε, όταν ερχόταν από την Θεία Λειτουργία και ο Βασίλης άρχιζε να τακτοποιεί το ράσο του, να το παίρνει από τα χέρια του και να το πετάει, λέγοντας: Άφησέ το, αδελφέ, γρήγορα στρώσε τραπέζι επειδή πεινάω. Στο κελί του δεν είχε κάποιο διακοσμητικό αντικείμενο, εκτός από πίνακες με ζωγραφισμένα τα Πάθη του Κυρίου.

Το πρώτο θέμα για το οποίο συνεχώς μιλούσε και σκεφτόταν ήταν ο θάνατος. Γι’ αυτό πάνω από το κρεβάτι του, από την πλευρά των ποδιών, είχε έναν πίνακα όπου ήταν ζωγραφισμένος ένας ασπρομάλλης γέροντας μέσα σε φέρετρο, ντυμένος στα μαύρα. Ο Άγιος συχνά κοίταζε αυτόν τον πίνακα και έλεγε: «Γνώρισόν μοι Κύριε το πέρας μου και τον αριθμόν των ημερών μου τις εστιν ίνα γνω τι υστερώ εγώ». (Ψαλμ. 38,5). Πολύ συχνά, μέρα – νύχτα, επαναλάμβανε ο Άγιος αυτόν το στίχο, και πάντοτε από τα μάτια του ανάβλυζαν δάκρυα. Επίσης, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ιβάν Ευθύμωφ, τέσσαρα η πέντε χρόνια πριν από το θάνατό του ο Άγιος είχε κατασκευάσει ένα φέρετρο, το οποίο τοποθέτησε σ’ ένα μικρό και κρυφό δωμάτιο. Και πολύ συχνά ο Άγιος ερχόταν εκεί και έκλαιγε επί πολύ χρόνο.

Ο Άγιος είχε διακεκριμένο χάρισμα λόγου, το οποίο μαρτυρούν όλα τα έργα του. Ο ίδιος ο Ευθύμωφ διηγείται για το πως γράφθηκαν τα συγγράμματά του: «Όταν μερικές φορές έγραφα κάτι στο κελί του καθ’ υπαγόρευση, τα λόγια έτρεχαν από τα χείλη του τόσο γρήγορα, ώστε δεν τα προλάβαινα. Και όταν το Άγιο Πνεύμα δεν ενεργούσε μέσα του ως συνήθως , η σκέψη του γινόταν λιγότερο βαθιά και ο ίδιος βυθιζόταν στο στοχασμό. Τότε με έστελνε στο κελί μου και ο ίδιος γονατισμένος η ξαπλωμένος στο πάτωμα με δάκρυα προσευχόταν στον Θεό να του στείλει το Πανενεργό Πνεύμα. Και όταν μετά πάλι με φώναζε, άρχιζε να ομιλεί τόσο γρήγορα, ώστε το χέρι μου δεν προλάβαινε να γράφει».

Όταν έμενε στο μοναστήρι, ο Άγιος δεν τελούσε τη Θεία Λειτουργία ο ίδιος αλλά απλώς κοινωνούσε, και μάλιστα πολύ συχνά. Ακόμη πιό συχνά κοινωνούσε, όταν ήταν άρρωστος πριν το θάνατό του. Μετά από τη Θεία Κοινωνία όλη την ημέρα ήταν πολύ χαρούμενος και μάλιστα μερικές φορές έλεγε: «Ιβάν, είμαι μεθυσμένος».

Ήταν πολύ εύσπλαχνος και σχεδόν όλα τα χρήματα που έπαιρνε ως σύνταξη η του έδιναν οι δωρητές του, τα μοίραζε στους φτωχούς. Μερικές φορές έμενε χωρίς λεφτά. Τότε, εάν έρχονταν και άλλοι φτωχοί, παρακαλούσε τον Βασίλειο να πάει στην πόλη και να δανειστεί από γνωστούς τους χρήματα για να τα δώσει στους φτωχούς. Ακόμη και τα ρούχα και τα πράγματα, που του δώριζαν οι άλλοι, δεν τα άφηνε για τον εαυτό του, αλλά τα μοίραζε στους φτωχούς.

Όπως στην επισκοπική έδρα του, έτσι και στο μοναστήρι ο Άγιος δεν ξεχνούσε ποτέ εκείνους που βρίσκονταν στη φυλακή. Πολλές φορές επισκεπτόταν τους κρατουμένους στην Ελέτς και το Ζαντόνσκ. Τους βοηθούσε και με χρήματα και με πνευματικές νουθεσίες. Οι κρατούμενοι στο Ζαντόνσκ ζούσανε με δαπάνες του Αγίου.

«Μια φορά – διηγείται ο Βασίλης Τσεμποταρέβ – τον Μάη, μου είπε: Οι Πράξεις των Αποστόλων γράφουν ότι οι χριστιανοί της Αντιόχειας είχαν μαζέψει ελεημοσύνη και την έστειλαν στους φτωχούς χριστιανούς των Ιεροσολύμων. Έτσι και εγώ θέλω να σε στείλω στο χωριό Κόροτσκ (πατρίδα του Αγίου) στον αδελφό μου Ευθύμιο, με χρήματα, επειδή εκεί ζούνε πολλοί φτωχοί άνθρωποι. Να τα μοιράσετε μαζί με τον αδελφό μου και θα έχεις από το Θεό μεγάλη αμοιβή».

Εκείνα τα χρόνια ένας επίσκοπος στη Ρωσία είχε μεγάλη, μάλιστα και κοσμική, εξουσία και θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο άρχοντας – πράγμα που δεν ίσχυε ήδη τον επόμενο ΙΘ’ αιώνα. Όμως, παρ’ όλα αυτά, ο Άγιος Τύχων υπέφερε πολύ από τους απλούς μοναχούς στο μοναστήρι και μάλιστα από τους υπηρέτες – πράγμα ανήκουστο, όπως είπαμε, για εκείνη την εποχή. Τον κορόιδευαν και τον αδικούσαν, επειδή αυτός είχε άλλο πνεύμα και επειδή συχνά έλεγε την αλήθεια σ’ εκείνους που ζούσαν ασεβώς. Αναφερόμενος σ’ όλες αυτές τις κοροϊδίες και τα πειράγματα ο Άγιος έλεγε: «Ο Θεός θέλει να με περιγελούν ακόμη και οι υπηρέτες. Και είμαι άξιος τούτου λόγω των αμαρτιών μου. Αλλά δεν αρκεί και αυτό». Μετά χαμογελούσε και έλεγε: «Δεν είναι δύσκολο καθόλου να τους τιμωρήσω. Ακόμη και τον ηγούμενο. Αλλά δεν θέλω να εκδικούμαι κανένα. Η συγχώρεση είναι καλύτερη από την εκδίκηση». Και ευεργετούσε πολύ ακόμη και τους υβριστές του: τους έδινε ψωμί, χρήματα και άλλα πράγματα.

Επίσης, όταν κάποιος ήθελε να τιμωρήσει τους υβριστές του η οποιονδήποτε άλλον, ο Άγιος του το απαγόρευε πολύ αυστηρά.

Για την ακακία και την ταπείνωση του Αγίου διηγούνται το εξής: Μεταξύ των αντιγραφέων των έργων του ο Άγιος είχε και ένα δόκιμο μοναχό της Μονής του Ζαντόνσκ. Μια φορά, όταν αυτός έγραφε κάτι στο κελί του Αγίου, τον χρειάστηκε για κάποιο πράγμα ο ηγούμενος και έστειλε έναν μοναχό να τον φωνάξει. Ο Άγιος είπε ότι ο δόκιμος θα τελειώσει και θα έρθει αμέσως. Τότε ο ηγούμενος πάλι έστειλε να τον καλέσουν. Ο μοναχός αυτός έσπευσε στον ηγούμενο και πίσω του ακολούθησε ο Άγιος, για να προστατέψει το μοναχό σε περίπτωση που θα τον κατσάδιαζε ο ηγούμενος. Όταν πλησίασε, άκουσε θόρυβο και τις ύβρεις του ηγουμένου. Άνοιξε την πόρτα και, δεν πρόλαβε να κάνει ένα βήμα, και εισέπραξε ένα χαστούκι από τον ηγούμενο. Τότε ο Άγιος έπεσε στα πόδια του ηγουμένου και άρχισε να ζητάει από αυτόν συγγνώμη. Αυτό κατέπληξε τόσο πολύ τον ηγούμενο, ώστε και αυτός να πέσει στα πόδια του επισκόπου και να ζητήσει συγχώρηση.

Ο Άγιος αξιώθηκε πολλά οράματα. Αναφέρουμε ένα παράδειγμα: ΤΟ 1770, όταν έγραφε το βιβλίο «Περί του αληθινού Χριστιανισμού», είδε το εξής: Στοχαζόταν για τα Πάθη του Χριστού, επειδή του άρεσε πολύ αυτή η ενασχόληση. Έτσι λοιπόν καθόταν πάνω στο κρεβάτι του απέναντι από τον πίνακα με τα Πάθη του Χριστού. Και ξαφνικά βρέθηκε σε έκσταση και είδε το Χριστό να κατεβαίνει πληγωμένος και ματωμένος από το σταυρό και να πλησιάζει τον Τύχωνα. Τότε εκείνος με συμπόνια και δάκρυα έπεσε στα πόδια του και άρχισε να τα φιλάει, φωνάζοντας: Και Εσύ, Σωτήρ μου, έρχεσαι σ’ εμένα;

Μια φορά το 1755 μ.Χ. ο ηγούμενος της Μονής αρρώστησε σοβαρά. Επί τρείς ημέρες έχασε τις αισθήσεις του, ακόμη και την αναπνοή του, και όταν συνήλθε, ρώτησε τους παρόντες, που βρίσκεται. Μετά συγκέντρωσε τους μοναχούς και τους διηγήθηκε αυτό που είχε δεί. Είπε ότι τον οδήγησαν σε θαυμαστούς τόπους και του έδειξαν όλα τα έργα του, με τα οποία αμάρτησε ενώπιον του Θεού. Και μετά άκουσε μια λεπτή φωνή που του έλεγε: «Δι’ ευχών της Παναγίας και των ιερομαρτύρων Μωϋσή και Ανδρέα του Στρατηλάτη σου χαρίζεται η ζωή. Ο τόπος αυτός θα δοξασθεί από ένα Άγιό μου».

Ο Άγιος Τύχων όλη τη ζωή του ήταν άρρωστος. Και τελικά εξαντλήθηκε εντελώς από τις αρρώστιες του. Ο Θεός με θαυματουργό τρόπο του αποκάλυψε την ημέρα της αποδημίας του, ετοιμάστηκε, όπως πρέπει, και κοιμήθηκε με ειρήνη τη 13 Αυγούστου του 1783 μ.Χ.

Ο ίδιος είχε γράψει στη διαθήκη του να τον θάψουν στην νότια πλευρά της εκκλησίας κοντά στην είσοδο κάτω από μια πλάκα, την οποία είχε ετοιμάσει ο ίδιος. Έτσι ήθελε να πατάει ο καθένας που θα μπαίνει στην εκκλησία τον τάφο του. Όμως ο τότε επίσκοπος της Βορόνεζ, ο οποίος επίσης λεγόταν Τύχων, από σεβασμό στον Άγιο έδωσε εντολή να τον θάψουν στο ιερό του ναού. Έτσι τελείωσε η ζωή ενός μεγάλου, σχεδόν συγχρόνου μας, Αγίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας.Ο Άγιος Τύχων είναι ένας από τους πολυγραφότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς της Ρωσίας. Έγραψε έργα ποιμαντικά, οικοδομικά, κατηχητικά, ερμηνευτικά και κατανυκτικά. Επίσης έχουν καταγραφεί πολλές ομιλίες του. Τα πιο γνωστά του έργα είναι «Θησαυροί πνευματικοί» (1770 μ.Χ.) και «Περί του αληθινού Χριστιανισμού» (1776 μ.Χ.). Ως παράδειγμα του συγγραφικού του έργου παραθέτουμε τρία ποιήματά του που έχουν έντονα κατανυκτικό χαρακτήρα.

Ο Χριστός προσκαλεί την αμαρτωλή ψυχή.
Γιατί με εγκατέλειψες, ω άνθρωπε;
Γιατί αποστράφηκες από τον αγαπήσαντά σε;
Γιατί πάλιν ενώθηκες με τον εχθρό μου;
Θυμήσου πως κατέβηκα για σένα από τους ουρανούς.
Θυμήσου πως έγινα για σένα σάρκα.
Θυμήσου πως γεννήθηκα για σένα από την Παρθένο.
Θυμήσου πως έγινα για σένα βρέφος.
Θυμήσου πως ταπεινώθηκα για σένα.
Θυμήσου πως εφτώχυνα για σένα.
Θυμήσου πως έζησα για σένα επί της γης.
Θυμήσου πως υπέμεινα για σένα διωγμούς.
Θυμήσου πως αποδέχτηκα, για σένα,
τις κακολογίες,
τις ύβρεις,
τις ατιμώσεις,
τις πληγές,
τους εμπτυσμούς,
τους κολαφισμούς,
τις κοροϊδίες
και τις καταδίκες.
Θυμήσου πως για σένα «μετά ανόμων ελογίσθην».
Θυμήσου πως για σένα έλαβα τον ατιμωτικό θάνατο.
Θυμήσου πως για σένα ενταφιάστηκα.
Κατέβηκα από τους ουρανούς για να σε ανεβάσω στους ουρανούς.
Ταπεινώθηκα για να σε υψώσω. Επτώχευσα για να σε πλουτίσω.
Ατιμάστηκα για να σε δοξάσω.
Πληγώθηκα για να σε ζωντανέψω.
Εσύ έκανες την αμαρτία, και Εγώ πήρα αυτή την αμαρτία επάνω μου.
Εσύ φταις, και Εγώ εκτελέστηκα.
Εσύ είσαι οφειλέτης, και Εγώ πλήρωσα το χρέος. Εσύ καταδικάστηκες σε θάνατο, και Εγώ πέθανα για σένα.
Με προσέλκυσε να το κάνω η αγάπη μου, η ευσπλαχνία μου.
Δεν μπόρεσα να αντέξω να υποφέρεις, ευρισκόμενος σε τόση δυστυχία.
Και εσύ περιφρονείς αυτήν την αγάπη μου;
Αντί αγάπης μου ανταποδίδεις το μίσος.
Αντί Εμένα αγαπάς την αμαρτία.
Αντί να με υπηρετείς υπηρετείς τα πάθη σου.
Αλλά τι βρήκες σε Μένα που θα ήταν άξιο προς αποφυγή;
Γιατί δεν θέλεις να έρθεις σ’ Εμένα;
Αναζητάς καλό για τον εαυτό σου;
Κάθε καλό το έχω Εγώ.
Αναζητάς την μακαριότητα;
Κάθε μακαριότητα την έχω Εγώ.
Αναζητάς την ομορφιά;
Τι υπάρχει πιο όμορφο από Μένα;
Αναζητάς την ευγένεια;
Ποιος είναι πιο ευγενής από τον Υιό του Θεού και την Παρθένο;
Αναζητάς το υψηλόν;
Τι είναι πιο υψηλό από το Βασιλέα των ουρανών;
Αναζητάς την δόξα;
Ποίος είναι πιο ένδοξος από Μένα;
Αναζητάς τον πλούτο;
Όλα τα πλούτη βρίσκονται σε Μένα.
Αναζητάς τη σοφία;
Εγώ είμαι η Σοφία του Θεού.
Αναζητάς την φιλία;
Ποιος είναι φιλικότερος από Μένα, που έδωσα την ψυχή μου για όλους;
Αναζητάς την βοήθεια;
Ποιος μπορεί να σε βοηθήσει εκτός από Μένα;
Αναζητάς τον γιατρό;
Ποιος μπορεί να σε θεραπεύσει εκτός από Μένα;
Αναζητάς την αγαλλίαση;
Ποιος θα σου την δώσει εκτός από Μένα;
Αναζητάς την παρηγοριά μέσα στις θλίψεις σου;
Ποιος θα σε παρηγορήσει εκτός από Μένα;
Αναζητάς την ησυχία;
Σ’ εμένα θα βρεις την ησυχία για την ψυχή σου.
Αναζητάς την ειρήνη;
Εγώ είμαι η ειρήνη της ψυχής.
Αναζητάς τη ζωή;
Εγώ έχω πηγή ζωής.
Αναζητάς το φως;
Εγώ είμαι το φως του κόσμου.
Αναζητάς την αλήθεια;
Εγώ είμαι η αλήθεια.
Αναζητάς την οδό;
Εγώ είμαι η οδός.
Αναζητάς τον οδηγό στον Ουρανό;
Εγώ είμαι ο πιστός οδηγός.
Λοιπόν, γιατί δεν θέλεις να έρθεις σ’ Μένα;
Δεν τολμάς να με πλησιάσεις;
Ποιος αλήθεια είναι πιο ευπρόσιτος από Μένα;
Φοβάσαι να Με παρακαλείς;
Πότε, αλήθεια, αρνήθηκα να πραγματοποιήσω κάτι, όταν Με παρακάλεσαν με πίστη;
Δεν σου επιτρέπουν οι αμαρτίες;
Όμως Εγώ πέθανα για τους αμαρτωλούς.
Στενοχωριέσαι για το πλήθος των αμαρτιών σου;
Αλλά η ευσπλαχνία μου είναι πιο μεγάλη.
«Δεύτε προς Με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς».

Αναστεναγμοί της αμαρτωλής ψυχής προς τον Χριστόν Υιόν του Θεού.
«Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου του εξομολογήσασθαι τω ονόματί σου».
Ιησού Υιέ Θεού, ελέησόν με.
Έλξε με για να σε πλησιάσω.
Είμαι κρατούμενος στη φυλακή, Κύριε, και με περιβάλλει το σκοτάδι. Είμαι δεμένος με πολλά δεσμά σιδερένια και δεν έχω ανακούφιση. Λύσε τα δεσμά μου, για να καταστώ ελεύθερος. Δίωξε το σκοτάδι, για να δω το Φως σου. Εξάγαγέ με από τη φυλακή για να σε πλησιάσω.
Δώσε μου τα ώτα να σε ακούω.
Δώσε μου τους οφθαλμούς να σε βλέπω.
Δώσε μου τη γεύση να σε γευτώ.
Δώσε μου την όσφρηση να σε οσφραίνομαι.
Δώσε μου τα πόδια να έρθω σ’ Εσένα.Δώσε μου τα χείλη να μιλάω για Σένα.
Δώσε μου την καρδιά να σε φοβάμαι και να σε αγαπώ.
«Οδήγησόν με, Κύριε, τη οδώ σου και πορεύσομαι εν τη αληθεία σου».
Επειδή είσαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή.
Πάρε από μένα το δικό μου και δώσε μου το θέλημά σου να ποιώ το θέλημά σου το αγαθό.
Πάρε από μένα το παλαιό και δώσε μου το καινούργιο.
Πάρε από μένα την καρδιά την πέτρινη και δώσε μου την καρδιά την σάρκινη, που θα σε αγαπάει,
θα σε τιμάει,
θα σε παρακολουθεί.
Δώσε μου οφθαλμό να δω την ταπείνωσή σου, για να την παρακολουθήσω.
Δώσε μου οφθαλμό να δω την πραότητα και την υπομονή σου, για να τις παρακολουθήσω.
Πες λόγο και θα γίνουν τα πάντα.
Επειδή ο λόγος σου είναι πράξη.
«Πιστεύω, βοήθει μου τη απιστία».

2) Ιησού Υιέ Θεού, ελέησόν με.
Να είσαι τροφή και ποτό της ψυχής μου.
Να είσαι πηγή για τη διψώσα ψυχή μου.
Να είσαι το φως για τη σκοτισμένη ψυχή μου.
Να είσαι παρηγοριά μέσα στις θλίψεις μου.
Να είσαι αγαλλίαση στη λύπη μου.
Να είσαι λύτρωση στην αιχμαλωσία μου.
Να είσαι ειρήνη και ησυχία έναντι της κακής συνειδήσεώς μου.
Να είσαι σοφία έναντι της αφροσύνης μου.
Να είσαι προστάτης έναντι των συκοφαντών μου.
Να είσαι δικαιοσύνη έναντι των αμαρτιών μου.
Να είσαι αγιασμός έναντι της ακαθαρσίας μου.
Να είσαι νίκη έναντι των εχθρών μου.
Να είσαι ασπίδα έναντι των διωκόντων με.
Να είσαι ειρηνοποιός έναντι του θυμού του Θεού.
Να είσαι θυσία για τις αμαρτίες μου.
Να είσαι ισχύς μου στην αδυναμία μου.
Να είσαι ζωή έναντι του θανάτου μου.
Να είσαι συμβουλή έναντι της αγνοίας μου.
Να είσαι δύναμη έναντι της εξαντλήσεώς μου.
Να είσαι αιώνιος Πατήρ για μένα τον ορφανό.
Να είσαι Δικαστής έναντι των αδικούντων με.
Να είσαι Βασιλιάς έναντι της διαβολικής βασιλείας.
Να είσαι οδηγός στις οδούς μου.
Να είσαι υπερασπιστής μου την ώρα του θανάτου μου.
Να είσαι προστάτης μου μετά τον θάνατό μου.
Να είσαι η αιώνιά μου ζωή μετά την ανάστασή μου.
Ιησού Υιέ Θεού, ελέησόν με.
«Δος δόξαν τω ονόματί σου», και εμοί την αιώνιαν σωτηρίαν.
«Μη ημίν, Κύριε, μη ημίν αλλ’ η τω ονόματί σου δος δόξαν».
Αμήν.

Πνευματικόν μαρτύριον.
Α’ Τι είναι είδωλο;
Είναι αμαρτία.
Β’ Τι είναι ειδωλολατρικός ναός;
Είναι η καρδιά που αγαπά την αμαρτία.
Γ’ Ποιος είναι ειδωλολάτρης;
Είναι ο άνθρωπος που αγαπά την αμαρτία.
Δ’ Τι είναι ειδωλολατρία;
Είναι το να αγαπά κανείς τα πάθη.
Ε’ Τι είναι αγώνας των μαρτύρων;
Είναι η αντίδραση στην αμαρτία.
ΣΤ’ Ποιος είναι βασανιστής;
Είναι το κακό σύνθημα.
Ζ’ Ποιοι είναι υπηρέτες του βασανιστή;Είναι οι λογισμοί που οδηγούν στην αμαρτία.
Η’ Τι είναι διάφορα βασανιστήρια;
Είναι ο αδιάκοπος αγώνας κατά των λογισμών.
Θ’ Τι είναι άρνηση του Χριστού;
Είναι η επιθυμία της αμαρτίας.
Ι’ Τι είναι θυσία στο είδωλο;
Είναι η πραγματοποίηση της αμαρτίας.
Όποιος αντιδρά σ’ όλα αυτά, είναι μάρτυρας χωρίς αίμα.

Εκ του περιοδικού Θεοδρομία
Έτος Ε – Τεύχος 1 – Ιανουάριος – Μάρτιος 2003

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com