11 Ιουνίου γιορτάζουν…

Μνήμη των αγίων Αποστόλων Βαρθολομαίου και Βαρνάβα, Μνήμη του αγίου μάρτυρος Θεοπέμπτου, Μνήμη του οσίου πατρός ημών Βλιθαρίου, της Σεζάννης, Μνήμη του οσίου πατρός ημών Ερεβαλδίου, του εκ Βρετανίας, του Ερημίτου, Μνήμη του οσίου πατρός ημών Βαρνάβα, του εν Βάση Κοιλανίου της Κύπρου, Μνήμη του οσίου πατρός ημών Βαρνάβα, της Βετλούγκα, Μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Μητροφάνους ΤσιΣούνγκ και των συν αυτώ μαρτυρησάντων Τατιανής πρεσβυτέρας, Ησαΐου και Ιωάννου, Μαρίας και ετέρων διακοσίων είκοσι μαρτύρων, Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Λουκά, αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Μετακομιδή των ιερών λειψάνων του οσίου πατρός ημών Εφραίμ, του εκ Ρωσίας, Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου του « 'Αξιόν Εστιν »

by Times Newsroom
  • Αγίων Πάντων
  • Άγιοι Βαρθολομαίος και Βαρνάβας
  • Άγιος Μητροφάνης Τσί-Σούνγκ και οι μαζί μ’ αυτόν μαρτυρήσαντες: Τατιανή η Πρεσβυτέρα του, Ησαΐας και Ιωάννης οι γιοι του, Μαρία η νύφη του, Αγία Ία (ή Ίγια) η διδασκάλισσα και άλλοι 222 Κινέζοι Μάρτυρες
  • Σύναξη της Παναγίας «Ἄξιον Ἐστί» (ή ἐν τῷ «Ἀδειν»)
  • Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας
  • Άγιος Θεόπεμπτος, μαζί με άλλους τέσσερις μάρτυρες
  • Όσιος Βαρνάβας ο θαυματουργός ο εν Λεμεσώ
  • Άγιος Ζαφείριος ο Νεομάρτυς
  • Άγιοι Φανέντες
  • Σύναξη Πάντων των Θρακών Αγίων
  • Όσιος Γρηγόριος Μυστριώτης ο εν Στρογγυλή των Λιχάδων
  • Ανάμνησης Ενθρονίσεως Ιεράς Εικόνος Παναγίας Κουτσουριώτισσας

************************************************************************************************************

  • Αγίων Πάντων

Σήμερα, εορτάζουμε, όσους αγίασε το Άγιο Πνεύμα, τους Προπάτορες και Πατριάρχες, τους Προφήτες και ιερούς Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Ιεράρχες, τους Ιερομάρτυρες και Οσιομάρτυρες, τους Όσιους και Δίκαιους και όλες γενικά τις άγιες Γυναίκες και τους υπόλοιπους ανώνυμους Αγίους.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Βλαστοὺς εὐαγγελίου καὶ καρποὺς ἀμαράντους, χοροὺς ἁγίων Πάντων εὐφημήσωμεν πάντες, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, μιμούμενοι αὐτῶν τὰς ἀρετάς, καὶ ἀγῶνας τοὺς γενναίους, ἀπὸ ψυχῆς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς· δόξα τῷ ἁγιάσαντι· δόξα τῷ ἐν τῇ γῇ καὶ οὐρανῷ ὑμᾶς δοξάσαντι.

(Ποίημα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου)

Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῶν ἁγίων Πάντων οἶκος ὁ πάνσεπτος, οὐρανὸς ὥς τις ἄλλος ἀστράπτει αἴθριος, ἐν μέσῳ ἔχων τὸν Χριστόν, ὥς περ ἥλιον λαμπρόν, τὴν παρθένον Μαριάμ, σελήνην ὡς πλησιφαῆ, καὶ κύκλῳ καθάπερ ἄστρα, χορούς τε πάντων ἁγίων, ἀεὶ πρεσβεύοντας σωθῆναι ἡμᾶς.

(Ποίημα Κυρίλλου πατριάρχου Κων/πόλεως)

Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Ἁγίων σύμπαντες, τῶν ἀπ’ αἰῶνος τὴν μνήμην, Προφητῶν Δικαίων τε, καὶ Ἀποστόλων Μαρτύρων, ἅμα τε, σὺν Ἱεράρχαις καὶ τοῖς Ὁσίοις, σήμερον, ἐγκωμισάσωμεν θεοφρόνως, αὐτοὶ γὰρ σὺν τοῖς Ἀγγέλοις, ἀκαταπαύστως, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.

Μεγαλυνάριον
Ἔνδοξοι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Μάρτυρες Κυρίου, καὶ πανθαύμαστοι Ἀθληταί, Προφητῶν ὁ δῆμος, Ἱεραρχῶν Ὁσίων, ποιήσατε πρεσβείαν, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Θεόν.

  • Άγιοι Βαρθολομαίος και Βαρνάβας

Τό ὄνομα ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ σημαίνει «υἱός τοῦ Θολομαίου». Οἱ πληροφορίες γιά τόν ᾿Απόστολο Βαρθολομαῖο στήν Καινή Διαθήκη καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι ἐλάχιστες. Τό ὄνομά του ἀναγράφεται μόνον στήν ἀναφορά τῶν ὀνομάτων τῶν Δώδεκα ᾿Αποστόλων. ῾Η ᾿Εκκλησία τόν ἐταύτισε μέ τόν Ναθαναήλ, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἀναφέρεται πάντοτε μέ αὐτό τοῦ Φιλίππου. Καταγόταν ἀπό τήν Κανά τῆς Γαλιλαίας. Προφανῶς τό ὄνομα Βαρθολομαῖος χαρακτηρίζει τό πατρώνυμο τοῦ Ναθαναήλ. Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως αὐτῆς εἶναι· α) ὅτι στούς καταλόγους τῶν Μαθητῶν στά Συνοπτικά Εὐαγγέλια καί στίς Πράξεις ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῶ στό κατά ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιον μόνο ὡς Ναθαναήλ. β) ῞Οτι στούς καταλόγους αὐτούς συγκαταριθμεῖται μόνο μέ τόν Φίλιππο καί αὐτό εἶναι σύμφωνο πρός τήν πληροφορία τοῦ ᾿Ιωάννου, ὅτι ὁ Φίλιππος προσκαλεῖ τόν Ναθαναήλ, γιά νά δεῖ τόν Μεσσία ᾿Ιησοῦ. ῾Ο ἱερός Αὐγουστίνος ὑπεστήριζε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς δέν ἐπέλεξε τόν Ναθαναήλ ὡς μαθητή Του, διότι ἐγνώριζε τό Νόμο, ἐνῶ οἱ Μαθητές ὅλοι ἦσαν ἀγράμματοι, ἀλλά στόν ᾿Ιωάννη ὁ Ναθαναήλ ἐμφανίζεται ὡς Μαθητής τοῦ Κυρίου. ῾Ο Εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, δοθέντος τοῦ ὅτι οἱ ᾿Ιουδαῖοι εἶχαν συνήθως δύο ὀνόματα, προετίμησε, φαίνεται, τό ὄνομα Ναθαναήλ ὡς ἐκφραστικώτερο (σημαίνει ὁ Θεός δίδει) ἀντί τοῦ πατρωνυμικοῦ ὀνόματος Βαρθολομαῖος.

῾Ο ἐκκλησιαστικός ἱστορικός Εὐσέβιος ἀναφέρει τήν πληροφορία ὅτι ὁ Βαρθολομαῖος ἐκήρυξε στήν ᾿Ινδία, ὅπου ἐθανατώθηκε στήν πόλη Οὐρβανούπολη. Κάποιες ἄλλες μαρτυρίες ἀναφέρουν πώς ἐκήρυξε στήν Εὐδαίμονα ᾿Αραβία, τήν Καραμανία καί τήν Αἰθιοπία. Σύμφωνα μέ ἄλλη παράδοση, στά τέλη τῆς ζωῆς του εὑρέθηκε νά κηρύττει στή Μεγάλη ᾿Αρμενία, ὅπου συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί ἐθανατώθηκε μέ σταυρικό θάνατο, μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω, κατά διαταγή τοῦ βασιλέως ᾿Αστυάγη. Τό ἱερό λείψανο τοῦ ῾Αγίου ᾿Αποστόλου Βαρθολομαίου ἐκλείσθηκε σέ λίθινη σαρκοφάγο, ἐρρίφθη στή θάλασσα καί ἐκβράσθηκε στίς νήσους Λιπάρες.

Τό ὄνομα ΒΑΡΝΑΒΑΣ εἶναι ἀπό ἐκεῖνα πού κυριαρχοῦν στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων. Τό ὄνομα του ἦταν ᾿Ιωσήφ ἤ ᾿Ιωσῆς, ἐνῶ οἱ ᾿Απόστολοι τόν μετονόμασαν Βαρνάβα, πού σημαίνει «υἱός παρακλήσεως». ῏Ηταν ᾿Ιουδαῖος Λευΐτης, Κύπριος στό γένος, καί ἐζοῦσε στήν Παλαιστίνῃ κατά τούς χρόνους τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

Τήν πρώτη πληροφορία γιά τή συμμετοχή τοῦ Βαρνάβα στήν πρώτη ᾿Εκκλησία τήν εὑρίσκουμε στίς Πράξ. 4, 36-37· «᾿Ιωσήφ δέ ὁ ἐπικληθείς Βαρνάβας ἀπό τῶν ἀποστόλων, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον υἱός παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ πωλήσας ἤνεγκεν τό χρῆμα καί ἔθηκεν πρός τούς πόδας τῶν ἀποστόλων». Τό κείμενο αὐτό ἀναφέρεται στήν ταυτότητα τοῦ ᾿Αποστόλου Βαρνάβα, τήν πώληση ἑνός κτήματός του καί τήν προσφορά τῶν χρημάτων στήν πρώτη Χριστιανική κοινότητα τῶν ῾Ιεροσολύμων, στήν ὁποία ἀνῆκε.

Πιθανόν ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος «Βαρνάβας», μέ τό «υἱός παρακλήσεως», τό ὁποῖο εἶναι ἕνας σημιτισμός, νά καταχωρήθηκε στό κείμενο ἀπό τήν πηγή τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως. Πάντως, ἐκφράζει κάποιον, ὁ ὁποῖος παρακαλεῖ καί αὐτός εἶναι συνήθως προφήτης. ῾Ο προφήτης ἔχει τό χάρισμα νά διδάσκει καί νά προτρέπει πρός οἰκοδομή, ὁπότε ὀρθά ἀποδόθηκε ὁ χαρακτηρισμός αὐτός στόν Βαρνάβα. Πρόκειται γιά μιά μαρτυρία τῶν Πράξεων, ὁποία ἐκφράζει τήν ἰδιαίτερη διάκριση τήν ὁποία εἶχε ὁ «Κύπριος λευΐτης» στήν πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα καί ἐπισημαίνει τή συμβολή του στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. ᾿Από ἱστορικῆς πλευρᾶς, πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα στήν προκειμένη περίπτωση, ὁ Βαρνάβας ἦταν πράγματι ἕνας Προφήτης, ὁ ὁποῖος «παρεκάλει» τούς νεοφώτιστους πιστούς στήν ᾿Αντιόχεια καί τούς προέτρεπε «τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ».

Οἱ Πράξεις 4,36-37 ἀποδίδουν καί τήν κοινωνική πλευρά τοῦ ἔργου τοῦ Βαρνάβα. ῾Η προσφορά τῶν χρημάτων ἀπό τήν πώληση τοῦ κτήματός του πρός τούς ᾿Αποστόλους γιά τήν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν καί ἀντιμετώπιση τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν τῆς Χριστιανικῆς κοινότητας τῶν ῾Ιεροσολύμων, καθώς καί ὀργάνωση καί λειτουργία της, ἦταν ἀληθινά πράξη παρακλήσεως. ῾Επομένως, ὀρθά καί εὔστοχα ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀπέδωσε τήν ὀνομασία «Βαρνάβας» μέ τό «υἱός παρακλήσεως», γιατί πραγματικά ἐκφράζει τό πνευματικό καί κοινωνικό ἔργο τοῦ προσώπου πού φέρει τό ὄνομα καί τονίζει τό γεγονός τῆς εἰσόδου του στό λειτούργημα τοῦ προφήτου καί διδασκάλου.

᾿Ασφαλῶς, τό φαινόμενο τῆς χρησιμοποιήσεως ἑνός νέου ὀνόματος, τοῦ ὁποίου ἑρμηνεία ἐκφράζει τήν προσωπικότητα ἤ κάποια χαρακτηριστικά αὐτοῦ πού τό φέρει, παρουσιάζεται καί σέ ἄλλες περιπτώσεις τῆς Κ.Δ. Στήν περίπτωσή μας ὅμως εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι νέα ἐπωνυμία «Βαρνάβας» ἀντικατέστησε πλήρως τό ἀρχικό ὄνομα τοῦ ἀποστόλου «᾿Ιωσήφ» ἤ «᾿Ιωσῆ», τό ὁποῖο ἐχρησιμοποιήθηκε μόνο μιά φορά στίς Πράξεις. Τό νέο ὄνομα, τό ὁποῖο καθιέρωσαν οἱ ᾿Απόστολοι χρησιμοποιεῖται πάντοτε ἀπό τόν Λουκᾶ καί ἀπό τόν Παῦλο στίς ἐπιστολές του.

Πότε ἀκριβῶς ἔγινε Χριστιανός ὁ Βαρνάβας, δέν μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις καί τά λοιπά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτό θά εἶχε ἰδιαίτερη σημασία, γιατί θά γνωρίζαμε ἀπό πότε ὑπῆρχε συμμετοχή τοῦ κυπριακοῦ στοιχείου στόν ἀρχέγονο Χριστιανισμό. Παρ᾿ ὅλα αὐτά παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας διασώζει διάφορες ἀπόψεις γιά τό θέμα τοῦ χρόνου τῆς μεταστροφῆς τοῦ Βαρνάβα στόν Χριστό· α) ῾Ο συγγραφέας τῶν Ψευδοκλημεντίων ἀναφέρει ὅτι ὁ Βαρνάβας μεταστράφηκε πολύ ἐνωρίς καί ἦταν μεταξύ τῶν πρώτων πού ἀκολούθησαν τόν Χριστό. ῾Ο Κύπριος μοναχός ᾿Αλέξανδρος στό ᾿Εγκώμιό του γιά τόν Βαρνάβα, τοποθετεῖ τή μεταστροφή τοῦ ἀποστόλου μετά τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στήν προβατική κολυμβήθρα ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ. β) Κατά τή μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος τοῦ ᾿Αλεξανδρέως καί ἄλλων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἀπό τούς ῾Εβδομήκοντα ᾿Αποστόλους τοῦ Κυρίου καί μάλιστα, κατά τήν πληροφορία τοῦ ᾿Εγκωμίου, ὁ «πρῶτος καί ἔξαρχος καί κορυφαῖος».

Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε καί τό γεγονός τῆς συγχύσεως, ὁποία ἐπικρατοῦσε στή χειρόγραφη παράδοση μεταξύ τῶν ὀνομάτων τοῦ ᾿Ιωσήφ – Βαρνάβα καί τοῦ ᾿Ιωσήφ – Βαρσαββᾶ. Τό πρόβλημα αὐτό εἶναι γνωστό καί στόν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἔκανε σαφή ἀντιδιαστολή τῶν δύο διαφορετικῶν προσώπων. ῾Ο Βαρνάβας ἀναγνωρίζεται μεταξύ τῶν παλαιῶν Μαθητῶν. Μάλιστα, ἦταν τόσο μεγάλη διάκρισή του, πού σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μποροῦσε νά ἦταν ὑποψήφιος μεταξύ τῶν δύο, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας θά ἀντικαθιστοῦσε τόν ᾿Ιούδα καί θά συμπλήρωνε τόν κύκλο τῶν Δώδεκα. ῾Επομένως, ὁ Βαρνάβας πιθανόν ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν ἑκατόν εἴκοσι Μαθητῶν, γι᾿ αὐτό ἦταν ἐνεργό μέλος τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότητος, ὁποία ἄρχισε νά λειτουργεῖ συστηματικά ἀπό τήν μέρα τῆς Πεντηκοστῆς. ᾿Ακόμη καί ὁ τίτλος «υἱός παρακλήσεως», ὁ ὁποῖος δείχνει τή χαρισματική δωρεά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τοῦ «Παρακλήτου», ὑπονοεῖ τή συμμετοχή τοῦ Βαρνάβα τήν μέρα τῆς Πεντηκοστῆς στόν κύκλο τῶν ἑκατόν εἴκοσι Μαθητῶν κατά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.

᾿Αξίζει νά σημειώσουμε ὅτι εἶναι πρώτη φορά μετά τήν Πεντηκοστή πού ἔχουμε στίς Πράξεις τή χρήση τοῦ ὅρου «Παράκλητο υἱός παρακλήσεως».

῾Ο Βαρνάβας, σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες τῶν Πράξεων, γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι νά ἀναδειχθεῖ ὁ Παῦλος καί νά συνεχίσει τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς στά ἔθνη, θά εἶναι ἐξέχουσα μορφή στόν ἑλληνιστικό χριστιανικό κύκλο τῶν μαθητῶν καί ἀπό τίς πιό ἐξέχουσες μορφές γενικά τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας. ᾿Αλλά καί κατά τή διάρκεια τῆς κοινῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν δύο ἀνδρῶν ὁ Βαρνάβας διατηρεῖ τό κύρος καί τήν αἴγλη του, ὅπως μαρτυροῦν τά παρακάτω γεγονότα· 1) ῾Η μεσολάβηση τοῦ Βαρνάβα, γιά νά παρουσιασθεῖ ὁ πρώην διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ Παῦλος στούς ᾿Αποστόλους. ῾Ο ᾿Απόστολος Βαρνάβας, μέ τήν ἐνέργειά του αὐτή, συνέβαλε σημαντικά στήν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων τῆς ἀρχέγονης ᾿Εκκλησίας. ᾿Επικυρώθηκε μεταστροφή καί ἀναγνώριση τοῦ ᾿Αποστόλου τῶν ᾿Εθνῶν καί ἐξασφαλίσθηκε ἑνότητα τῆς ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας. 2) ῾Η πρόταξη τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα καί κατόπιν τοῦ Παύλου τονίζει τή διάκριση τοῦ Βαρνάβα καί τήν ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς του ἀπό τήν πρώτη Χριστιανική κοινότητα τῶν ῾Ιεροσολύμων, σ᾿ ἀντίθεση μέ τόν Παῦλο, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε νά ἐπιδείξει ἀκόμη ἀνάλογο ἔργο. 3) ῾Η ἐντύπωση πού προκλήθηκε στούς κατοίκους τῶν Λύστρων ἀπό τήν παρουσία καί τή δράση τῶν δύο ἱεραποστόλων στόν τόπο τους εἶναι χαρακτηριστική· «ἐκάλουν τε τόν Βαρνάβαν Δία, τόν δέ Παῦλον ῾Ερμῆν», ἀκόμη καί ἐκεῖ πού ὁ Παῦλος ἦταν «γούμενος τοῦ λόγου», γιατί σύμφωνα μέ τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «καί ἀπό τῆς ὄψεως ἀξιοπρεπής ὁ Βαρνάβας». ᾿Επισφράγισμα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Βαρνάβα ἀπό τήν Πρώτη ᾿Εκκλησία ἀποτελεῖ πρόταξη τοῦ ὀνόματός του ὡς ἀπεσταλμένου τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου πρός τούς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς στήν ᾿Αντιόχεια· «῎Εδοξεν μῖν γενομένοις ὁμοθυμαδόν ἐκλεξαμένοις ἄνδρας πέμψαι πρός ὑμᾶς σύν τοῖς ἀγαπητοῖς μῶν Βαρνάβᾳ καί Παύλῳ ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τάς ψυχάς αὐτῶν ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ». ῾Η ἀπόφαση αὐτή τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου ἀποτελεῖ ἀναγνώριση τοῦ κοινοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τῶν Βαρνάβα καί Παύλου πρός τά ἔθνη. 5) ᾿Ακόμη καί συνέχιση τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Βαρνάβα παράλληλα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Παῦλο, μετά τό γνωστό «παροξυσμό» καί χωρισμό τους, λόγῳ τοῦ Μάρκου, δείχνει ὅτι ὁ ᾿Απόστολος Βαρνάβας δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἀκόλουθος, ἀλλ᾿ ἐφάμιλλος τοῦ ᾿Αποστόλου τῶν ᾿Εθνῶν. ῾Επομένως, ἄποψη ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἁπλός βοηθός καί συνεργάτης τοῦ Παύλου, δέν ἀνταποκρίνεται στήν εἰκόνα τῶν γεγονότων πού μαρτυροῦν οἱ Πράξεις.

῾Ως «λευΐτης», ὁ ᾿Απόστολος Βαρνάβας ἀνῆκε φυσικά στό ἰουδαϊκό ἱερατεῖο. Σύμφωνα μέ τήν πληροφορία τῶν ᾿Αριθμῶν 18,6, οἱ Λευΐτες ἦταν βοηθοί τῶν ἱερέων, ἄν καί τό Δευτερονόμιο 17,9. 18 18,1.21. 24,8. 27,9 ταυτίζει τούς ἱερεῖς μέ τούς λευΐτες.

Πῶς εὑρέθηκε ὁ ᾿Απόστολος Βαρνάβας στήν Κύπρο, οἱ Πράξεις καί τά λοιπά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν μᾶς δίδουν καμιά ἀπάντηση, καί μόνο ὑποθέσεις μποροῦν νά διατυπωθοῦν γιά τό θέμα αὐτό. ῾Ως γνωστό, οἱ ᾿Ιουδαῖοι μετανάστευαν γιά λόγους ἐμπορικούς καί οἰκονομικούς, ἀλλά καί ὅταν ὑπῆρχαν στήν πατρίδα τους πολεμικές συγκρούσεις. Βέβαια, Κύπρος πάντοτε ἐκινοῦσε τό ἐνδιαφέρον αὐτῶν πού ἀναζητοῦσαν τό κέρδος. Γι᾿ αὐτό, ἕνα μεγάλος ἀριθμός ᾿Ιουδαίων μεταφέρθηκε στήν Κύπρο καί τήν Αἴγυπτο ἀπό τόν Πτολεμαῖο Α΄, τό 320 π.Χ. ῾Ο Βαρνάβας, σύμφωνα μέ μιά πληροφορία τοῦ ᾿Επιφανίου Κύπρου, ἦταν ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους τῆς διασπορᾶς· «οὐκ ἦν ἀλλότριος τοῦ ᾿Ισραήλ». Οἱ πρόγονοί του, οἱ ὁποῖοι ἦταν ᾿Ιουδαῖοι ἀπό τή φυλή τοῦ Λευΐ, μετανάστευσαν στήν Κύπρο λόγῳ τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων τήν ἐποχή τοῦ ᾿Αντιόχου τοῦ ᾿Επιφανοῦς (168 π.Χ.).

᾿Από τό γενονός ὅτι ὁ Βαρνάβας ξεκινᾶ τό ἱεραποστολικό του ταξίδι μέ τόν Παῦλο ἀπό τήν Κύπρο καί εἰδικά ἀπό τή Σαλαμίνα, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένοι πολυάριθμοι ᾿Ιουδαῖοι, ὑποθέτουμε ὅτι ἴσως αὐτή ἦταν πόλη στήν ὁποία ἐγεννήθηκε ὁ ᾿Απόστολος. ῾Η ἀρχαία παράδοση εἶναι σχεδόν ὁμόφωνη ὅτι Σαλαμίνα εἶναι ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Βαρνάβα καί τό μέρος ὅπου εὑρίσκεται ὁ τάφος του.

῎Αν καί δέν ἔχουμε πληροφορίες γιά τήν παιδική λικία τοῦ ᾿Αποστόλου Βαρνάβα στήν Καινή Διαθήκη, τό ᾿Εγκώμιο ὁμιλεῖ γιά σπουδές του στά ῾Ιεροσόλυμα, ὅπου ἐφοίτησε κοντά στόν Γαμαλιήλ καί εἶχε συμφοιτητή τόν Παῦλο. Παρά τίς ἐπιφυλάξεις μας γιά τή μαρτυρία τῆς παραδόσεως, αὐτή πρώιμη γνωριμία βοηθᾶ στήν ἐξήγηση τῆς μετέπειτα στενῆς συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν. Πάντως, κυπριακή καταγωγή τοῦ Βαρνάβα καί ἀνατροφή του σέ μιά ἑλληνική περιοχή μέ ἔντονη τήν ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι προϋποθέσεις γιά τήν κατανόηση τοῦ ἔργου του καί ἰδιαίτερα τοῦ φιλελεύθερου πνεύματος, μέ τό ὁποῖο ἀντίκρισε τή Χριστιανική πίστη. Τό πολιτιστικό καί πνευματικό περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο μεγάλωσε ὁ Βαρνάβας, τόν ἐμπόδισε τελικά νά ἐγκλωβισθεῖ στίς στενές ἰουδαϊκές ἀντιλήψεις τῶν ὁμοεθνῶν του τῆς Παλαιστίνης.

Πάντως ἀξίζει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ ᾿Απόστολος Βαρνάβας ἀναδείχθηκε μεγάλη μορφή στόν ἀρχέγονο Χριστιανισμό καί εἶχε τή μεγαλύτερη διάκριση καί ἀναγνώριση ἀπό τούς ᾿Αποστόλους. Γι᾿ αὐτό καί οἱ σχέσεις του μέ τήν γεσία τῆς ἐκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων ἦταν πολύ στενές. ῾Η ὑπευθυνότητα, ὁποία διέκρινε τόν ᾿Απόστολο, ἐφάνηκε ἀπό τήν εὔστοχη παρέμβασή του νά παρουσιάσει τόν Παῦλο πρός τούς ᾿Αποστόλους. Αὐτή ἐνέργειά του ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τόν συγγραφέα τῶν Πράξεων, ὁ ὁποῖος ἀπό τό σημεῖο αὐτό δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις καί τό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ἀργότερα θά ἐξελιχθοῦν οἱ σχέσεις καί δράση τῶν δύο μεγάλων ἱεραποστόλων τῆς Πρώτης ᾿Εκκλησίας. Οἱ προοπτικές τῆς μετέπειτα συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν προδιαγράφονται μέ τή σημαντική χειρονομία τοῦ Βαρνάβα. ῾Η βαρύτητα τῆς γνώμης, ἐγγύηση καί ὑπευθυνότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ Βαρνάβα ἄνοιξαν τό δρόμο, γιά νά παρουσιασθεῖ στό προσκήνιο τῆς Πρώτης ᾿Εκκλησίας ὁ νέος ἀνατέλλων ᾿Απόστολος τῶν ᾿Εθνῶν, ὁ ὁποῖος μέ τό ἔργο καί τή δράση του ἔδωσε οἰκουμενικές διαστάσεις στή νεοσύστατη ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὁ πρώην διώκτης τῆς ᾿Εκκλησίας κάτω ἀπό τήν προστατευτική, μεσολαβητική καί δυναμική παρουσία τοῦ Βαρνάβα, κατά τόν συγγραφέα τῶν Πράξεων, κάνει τήν πρώτη ἐμφάνισή του στά ῾Ιεροσόλυμα μετά τή μεταστροφή του.

῾Ο Κύπριος Βαρνάβας μέ τήν ἐνέργειά του αὐτή ἑδραίωσε ἀκόμη περισσότερο τήν εὔνοια καί τή συμπάθεια τῶν ᾿Αποστόλων.

῾Η ἀναζήτηση τοῦ Παύλου στήν Ταρσό καί δράση τῶν δύο στήν ᾿Αντιόχεια «ἐνιαυτόν ὅλον», ἐγκαινίασε μιά συστηματική πιά ἱεραποστολική δράση στά ἔθνη. ῾Ο Βαρνάβας, σύμφωνα μέ τό συγγραφέα τῶν Πράξεων, μεταφέρει τό κέντρο δράσεώς του ἀπό τήν ῾Ιερουσαλήμ, πού ἦταν μέχρι τώρα, στήν ᾿Αντιόχεια, ὁποία γίνεται τό κέντρο καί μητέρα τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν. Τό γεγονός αὐτό ἦταν καθοριστικό γιά τή συνέχιση τῆς δραστηριότητός του. ῾Ο συμπαθής στούς ᾿Αποστόλους «υἱός παρακλήσεως», ὁ σύνδεσμός τους μέ τούς λοιπούς Μαθητές καί μάλιστα μέ τόν Παῦλο, ὁ ἀσφαλής ἐκφραστής τοῦ γνήσιου πνεύματος τῆς Πρώτης ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας γίνεται ὁ ἱεραπόστολος, ὁ ὁποῖος θά τάξει τόν ἑαυτό του στό ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί στά ἔθνη.

Κατά μία παράδοση, ὁ ᾿Απόστολος Βαρνάβας ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν ᾿Αλεξάνδρεια, κατ’ ἄλλη στή Ρώμη, κατ’ ἄλλη δέ καί στά Μεδιόλανα τῆς Βορείου ᾿Ιταλίας, ὥστε νά θεωρεῖται καί ὡς ὁ ἱδρυτής τῆς αὐτόθι ᾿Εκκλησίας.

Τίς τελευταῖες μέρες του φαίνεται ὅτι διῆλθε ὁ ᾿Απόστολος Βαρνάβας, στήν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ὅπου συνελήφθη ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους. Αὐτοί τόν ὁδήγησαν ἔξω ἀπό τήν πόλη, τόν ἔδεσαν στόν τράχηλο μέ σχοινί καί τόν ἐφόνευσαν διά λιθοβολισμοῦ. ῎Ετσι, ἐτελειώθηκε μαρτυρικά ὁ «υἱός τῆς παρακλήσεως», πιθανώτατα μεταξύ τῶν ἐτῶν 57-60 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανό του τό ἔρριψαν στή φωτιά. Τοῦτο, ἀφοῦ, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δέν ἀπανθρακώθηκε, παρέλαβε ὁ Μάρκος καί κάποιοι ἄλλοι εὐλαβεῖς Χριστιανοί καί τό ἐνταφίασαν σέ σπήλαιο μέ βαθύ σεβασμό καί τιμή.

᾿Αργότερα, ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Ζήνωνος, περί τό 485 μ.Χ., τό τίμιο λείψανο τοῦ ᾿Αποστόλου Βαρνάβα, τό ὁποῖο ἀπό τόν ἄγνωστο τόπο τῆς ταφῆς του, ἕνεκα σφοδροῦ διωγμοῦ, ἐθαυματουργοῦσε συνεχῶς, εὑρέθηκε μέ ὑπόδειξη θαυμαστή στήν Κύπρο κάτω ἀπό δένδρο μέσα σέ ἕνα σπήλαιο, πού ἦταν σφραγισμένο μέ πέτρες. Τό ἱερό σκήνωμα, «πνέον εὐωδίαν χάριτος πνευματικῆς», εἶχε ἐπί τοῦ στήθους τό μετ’ αὐτοῦ συνενταφιασθέν Εὐαγγέλιον τοῦ Ματθαίου, ἰδιόγραφο τοῦ ᾿Αποστόλου Βαρνάβα. Χάρη στό γεγονός αὐτό, ᾿Εκκλησία τῆς Κύπρου ἔπαψε πλέον νά τελεῖ ὑπό τή δικαιοδοσία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αντιόχειας καί κατέστη αὐτοκέφαλος, ἀφοῦ τῆς παραχωρήθηκαν ἀπό τούς αὐτοκράτορες Ζήνωνα καί ᾿Ιουστινιανό ἰδιαίτερα προνόμια. Τά λείψανα τοῦ ῾Αγίου, μετά κάποιες μετακινήσεις, γιά τίς ὁποῖες ἐπίσης ὁμιλεῖ παράδοση, κατέληξαν καί πάλι στήν Κύπρο, ὅπου σήμερα εὑρίσκονται ἀποθησαυρισμένα στήν ῾Ιερά Μονή τοῦ ᾿Αποστόλου Βαρνάβα στή Σαλαμίνα.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεία ὄργανα, τοῦ Παρακλήτου, καὶ ἐκφάντορες, τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀνεδείχθητε θεόπται Ἀπόστολοι, Βαρθολομαῖε τῶν Δώδεκα σύσκηνε, καὶ Βαρνάβα ὡς υἱὸς παρακλήσεως. Ἀλλὰ αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὤφθης μέγας ἤλιος τῇ οἰκουμένῃ, διδαγμάτων λάμψεσι, καὶ θαυμασίων φοβερῶν, φωταγωγῶν τοὺς τιμώντάς σε, Βαρθολομαῖε Κυρίου Ἀπόστολε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς οὐρανὸς περικαλὴς διηγήσω, Βαρθολομαῖε ἐπὶ γῆς θείαν δόξαν, τῆς τοῦ Θεοῦ σαρκώσεως πανεύφημε, φαίνων ὥσπερ ἥλιος, τὰς ἐν ζόφῳ καρδίας, λύων τὴν σκοτόμαιναν, τῶν κακίστων δαιμόνων, ἀλλὰ εὐχαῖς σου φώτισον ἡμᾶς, σοῦ τὴν φωσφόρον τελοῦντας πανήγυριν.

Ὁ Οἶκος
Ἐμυήθης τοῦ Λόγου μαθητά, τοὺς λόγους τοὺς ἁγίους, καὶ τοὺς πάλαι ἀλογίᾳ δεινῶς καθυπαχθέντας τέκνα εἰργάσω τοῦ φωτός. Ἥπλωσας εἰς βάθη ἀγνωσίας τὰ σεπτὰ καὶ ἱερά σου δίκτυα, καὶ ἔλαβες τὰ ἔθνη ὑπήκοα, τὰς κεχερσωμένας ἀπάτῃ διανοίας ἐνέωσας τῷ θείῳ ἀρότρῳ. Ἐξήρανας τὸν φλογμὸν τῆς πολυθεΐας, δροσισμῷ σου τῆς φαιδρᾶς θεηγορίας υἱοὺς Θεοῦ, τοὺς πρὶν ὀργῆς τέκνα ἐργασάμενος, Βαρθολομαῖε Κυρίου Ἀπόστολε.

Μεγαλυνάριον
Ὑμνήσωμεν πάντες χαρμονικῶς, τὸν τῆς Ἐκκλησίας, πρωτεργάτην καὶ ἀθλητήν, Βαρνάβαν τὸν θεῖον, ἀπόστολον τὸν μέγαν, χριστιανῶν τὸ κλέος ᾄσμασι στέφοντες.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ καλλονή, μύστα τοῦ Κυρίου, καὶ Ἀπόστολε ἱερέ· χαίροις θεηγόρε, σοφὲ Βαρθολομαῖε, ἡμῶν πρὸς τὸν Δεσπότην, μεσίτης ἔνθεος.

  • Άγιος Μητροφάνης Τσί-Σούνγκ και οι μαζί μ’ αυτόν μαρτυρήσαντες: Τατιανή η Πρεσβυτέρα του, Ησαΐας και Ιωάννης οι γιοι του, Μαρία η νύφη του, Αγία Ία (ή Ίγια) η διδασκάλισσα και άλλοι 222 Κινέζοι Μάρτυρες

Περί τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. ᾿Ορθόδοξη Κινεζική ᾿Εκκλησία ἔφθασε σέ μεγάλη ἀκμή. ᾿Απέκτησε Κινέζο ἱερέα, τόν μετέπειτα ῞Αγιο Μητροφάνη Τσί-Σούνγκ, ἐκτίσθησαν πολλοί ὀρθόδοξοι ναοί, ἐτελοῦντο Λειτουργίες πλήν τοῦ Πεκίνου καί σ’ ἄλλες πόλεις τῆς Κίνας καί τῆς Μαντζουρίας καί ἀπέκτησε τή μεγαλύτερη λάμψη της ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἱεραποστόλου ᾿Ιννοκεντίου Φιγκουρόφσκυ ἀπό τό 1897 ἕως τό 1900-1901, ὁπότε ἐπῆλθε μεγάλη δοκιμασία ἀλλά καί ὁ μαρτυρικός θρίαμβος τῆς ᾿Ορθοδόξου Κινεζικῆς ἐκκλησίας. Τότε ἐξέσπασε ἐπανάσταση τῶν Μπόξερ, τῶν συντηρητικῶν Κινέζων, πού ἦταν ἀντίθετοι στούς νεωτερισμούς καί στίς μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα μέ τά ξενόφερτα δυτικά πρότυπα. ῾Η χήρα αὐτοκράτειρα μέ τούς συντηρητικούς καί τούς ὀπαδούς τῶν πατροπαράδοτων πολεμικῶν τεχνῶν ἐπενέβησαν βίαια καί ἐματαίωσαν τά σχέδια τῶν νεωτεριστῶν. Τό κίνημα τῶν Μπόξερ, ὅπως ὀνομάσθηκε ἀπό τούς ξένους, ἔπνιξε στό αἷμα κάθε ἀντίδραση καί ἐπεζήτησε τήν ἔξωση ὅλων τῶν ξένων πού ἐζοῦσαν στή χώρα, στούς ὁποίους κατά τή γνώμη τους ὀφείλονταν κάθε κακό πού συνέβη σ’ αὐτήν.

Τό 1900, ἀπόπειρα τῶν ξένων νά φέρουν περισσότερα στρατεύματα στό Πεκίνο, ἐπιδείνωσε τήν κατάσταση. Στίς 10 ᾿Ιουνίου ἐκολλήθησαν προκηρύξεις στούς τοίχους τοῦ Πεκίνου, πού ἐκαλοῦσαν τούς Κινέζους νά ἐξολοθρεύσουν ὅλους τούς Χριστιανούς καί νά ἀπειλοῦν μέ φοβερά μαρτύρια ὅσους θά προσπαθοῦσαν νά κρυφθοῦν. ῾Η 11η ᾿Ιουνίου 1900 ἔγινε μέρα τῆς δόξας γιά τή χώρα τῆς Κίνας, πού προσέφερε καί αὐτή τή μερίδα τῶν Μαρτύρων της στήν πορφυρή ἁλουργίδα τῆς θριαμβεύουσας ᾿Εκκλησίας.

῾Η πομπή τῶν δημίων ἐξεκίνησε μεγαλοπρεπῶς μέ ἀναμμένους δαυλούς, ὑψώνοντας στά χέρια τά εἴδωλα τῶν πατροπαράδοτων θεῶν τῆς σινικῆς φυλῆς καί κρατώντας θυμιατήρια, γιά νά τούς θυμιάσουν οἱ Χριστιανοί ἀρνούμενοι τήν πίστη τους καί τήν πατρώα εὐσέβεια. Τά μαρτύρια ἦσαν φρικτά καί ὁ φόβος μέγας. ᾿Από τούς 700 Κινέζους ᾿Ορθόδοξους, οἱ 300 ἐμαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους.

῾Ο ῞Αγιος Μητροφάνης ἦταν ὁ πρῶτος Κινέζος ᾿Ορθόδοξος ἱερέας καί εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπό τόν ῞Αγιο Νικόλαο τῆς ᾿Ιαπωνίας. ῾Υπηρετοῦσε τήν ὀρθόδοξη ἱεραποστολή δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια. ῎Εσφαξαν μπροστά στά μάτια του τήν πρεσβυτέρα του Τατιανή καί τό 23χρονο υἱό του ῾Ησαΐα, ἐνῶ ἔκοψαν τή μύτη, τά αὐτιά καί τά δάκτυλα τῶν ποδιῶν τοῦ μικρότερου υἱοῦ του ᾿Ιωάννου. ῾Ο παιδομάρτυρας ὄχι μόνο δέν δυσανασχετοῦσε, ἀλλά ὡς ἐκ θαύματος δέν ἔνιωθε κανένα πόνο καί ἀπαντοῦσε στίς προκλήσεις τῶν δημίων του πού τόν ἀποκαλοῦσαν «παιδί τῶν δαιμόνων»· «Εἶμαι Χριστιανός ᾿Ορθόδοξος καί πιστεύω στόν Χριστό καί ὄχι στούς δαίμονες».

᾿Αφοῦ ἐκτέλεσαν τόν πατέρα Μητροφάνη, νύφη του Μαρία, μνηστή τοῦ Μάρτυρος ῾Ησαΐα, 19 ἐτῶν, ἔφθασε στό πρεσβυτέριο ἐπιθυμώντας νά πεθάνει μέ τήν οἰκογένεια τοῦ μνηστῆρος της. ῞Οταν οἱ Μπόξερ ἐκύκλωσαν τό σπίτι, Μαρία, ἀφοῦ ἐβοήθησε πολλούς Χριστιανούς νά πηδήσουν τόν τοῖχο τῆς αὐλῆς καί νά σωθοῦν, ἐστάθηκε μέ θάρρος κατέναντι τῶν δημίων της καί τούς κατηγόρησε γιά τήν ἄδικη δολοφονία τόσων ψυχῶν, χωρίς νά ἔχει ἀποδειχθεῖ ἐνοχή τους ἀπό κανένα δικαστήριο. Οἱ δήμιοι τῆς ἐτρύπησαν τά πόδια καί τῆς καταπλήγωσαν τά χέρια, προτρέποντάς την νά φύγει καί νά σωθεῖ. ῾Η γενναία ὅμως Μαρία τούς ἀπάντησε θαρραλέα· «᾿Εγεννήθηκα ἐδῶ, κοντά στό ναό τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ἐδῶ καί θά πεθάνω». Τότε οἱ Μπόξερ τήν ἀποτελείωσαν.

Μεταξύ τῶν Μαρτύρων τῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεως, συγκαταλέγονται καί πολλοί ἀπόγονοι τῶν κατοίκων τοῦ ᾿Αλμπασίν τῆς Ρωσίας πού εἶχαν πρῶτοι φέρει τό φῶς τῆς ᾿Ορθοδοξίας στό Πεκίνο, τό 1685, καί οἱ ὁποῖοι εἶχαν πιά ἀφομοιωθεῖ μέ τούς Κινέζους. ᾿Από αὐτούς συγκρατοῦνται τά ὀνόματα τῶν· Κλήμεντος Κουϊ-Κίν, Ματθαίου Χάι-Τσουάν, τοῦ ἀδελφοῦ του Βίτ καί τῆς ῎Αννας Τσούι.

᾿Από τούς περίπου χίλιους τῆς ἐνορίας τοῦ Πεκίνου οἱ τριακόσιοι χάθηκαν στά αἱματηρά γεγονότα τῆς 11ης ᾿Ιουνίου 1900, ἐκ τῶν ὁποίων 222 ἔλαβαν τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί ἀπετέλεσαν τήν ἔνδοξη μαρτυρική ἀρχή τοῦ 20οῦ αἰῶνος.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὢν τῆς δόξῃς, θυσίαν λογικὴν καὶ τὸ ἄμωμον θῦμα, ἀθλήσεως στάδιον, σεαυτὸν προσενήνοχας σὺν ποιμνίῳ σοῦ, πάτερ Τσί-Σοὺνγκ ἐν Πεκίνω, ὅθεν πρεσβεῦε, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνούντων τὴν παντιμον μνήμην σοῦ.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Καὶ τρόπων μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος τὴν πράξῃ εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· δι’ ο πίστει ἐνήθλησας ἐν Πεκίνω, μέχρις αἵματος, ἱερομάρτυς Τσὶ-Σούνγκ. Πρεσβεῦε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Θείας πίστεως Σίναι Μάρτυρες πατρώαν πλάνην καταστρέψαντες, ύψωσαν πίστιν των Ορθοδόξων και στερρώς ηγωνίσθησαν, την βουδδικήν γαρ θρησκείαν ελέγξαντες, εν παρρησία Χριστόν ωμολόγησαν Θεόν τέλειον. Αυτώ δ’ εκτενώς πρεσβεύουσιν Υπέρ των ψυχών ημών.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τοῦ Πεκίνου ἱερουργὸς σὺν τῷ σῷ ποιμνίῳ, μαρτυρήσας πανευκλεῶς, δυσσεβοῦς τυράννου, τάς μηχανὰς συνθλίψας, δυνάμει τοῦ Κυρίου, πάτερ Μητρόφανες.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μητρόφανες πλάνην τὴν δυσσεβῆ ὣς τῆς εὐσεβείας θεοῤῥήμων ἱερουργός, ᾔσχυνας τοῖς ἄθλοις, σὺν σῷ ποιμνίῳ πάτερ, τοῦ σκότους τὸν προστάτην μαρτύρων καύχημα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πεκίνου γόνοι ἐσθλοί, μάρτυρες Κυρίου, Μητροφάνης ὁ ἱερεύς, σὺν πιστῷ ποιμνίῳ, ἀθλήσαντες γενναίως, Κινέζων ἐκκλησίας στέφος κοσμήσαντες.

  • Σύναξη της Παναγίας «Ἄξιον Ἐστί» (ή ἐν τῷ «Ἀδειν»)

Η εικόνα της Παναγίας, το «Ἄξιον ἐστι», είναι μια από τις περίφημες εικόνες του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, θεωρούμενη ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών, φέρουσα στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των 20 Μονών. Αρχικά η εικόνα αυτή βρισκόταν σε ένα παντοκρατορινό κελί στην τοποθεσία τη λεγόμενη κοιλάδα του «Ἄδειν» κοντά και κάτω από τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα.

Την 11 Ιουνίου 980 μ.Χ. (κατά άλλους το 982 μ.Χ.) ο γέροντας έλειπε από το κελί, καθώς είχε πάει σε μια αγρυπνία στις Καρυές, αφήνοντας μόνο τον υποτακτικό του. Ο υποτακτικός τη νύχτα έκανε κανονικά τον κανόνα του. Ακούει σε μια στιγμή να του χτυπάνε την πόρτα, ανοίγει και βλέπει έναν περαστικό να του ζητάει να τον φιλοξενήσει, πράγμα που γίνεται. Συνεχίζει ο μοναχός τον κανόνα του μέχρι που φτάνει στην θ’ ωδή «Τὴν Τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ…». Τότε τον διακόπτει ο φιλοξενούμενος και του λέει: «Όχι, πρώτα θα πεις: Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς…» ως συμπλήρωμα του υπό του Κοσμά Μαϊουμά (βλέπε 14 Οκτωβρίου) Μεγαλυνάριου της Θεοτόκου. Ο μοναχός ενθουσιασμένος ζητάει να του γράψει ο νέος τον ύμνο για να μπορεί να το ψάλλει και αυτός. Επειδή όμως δε βρέθηκε μελάνι και χαρτί μέσα στο κελλί, ο μυστηριώδης ξένος μοναχός χάραξε τον ύμνο με το δάκτυλό του σε μια πέτρινη πλάκα και προσθέτοντας ότι έτσι πρέπει να ψάλλεται στο εξής ο ύμνος αυτός από όλους τους Ορθόδοξούς, έγινε άφαντος.

Οι Αγιορείτες έστειλαν την πλάκα στον βασιλιά και στον Πατριάρχη Νικόλαο Χρυσοβέργη (βλέπε 16 Δεκεμβρίου), ο οποίος ενέκρινε την εισαγωγή του αγγελικού αυτού ύμνου στο λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Την δε εικόνα, μπροστά στην οποία ψάλθηκε για πρώτη φορά ο αγγελικός ύμνος, τη μετέφεραν στο Πρωτάτο, στο οποίο καθιερώθηκε να γίνεται και η ετήσια πανήγυρη σε ανάμνηση του θαύματος και προς τιμή της Θεοτόκου.

Σύμφωνα με το αρχαίο συναξάριο, η γιορτή αυτή αρχικά τελούνταν στο Κελλί, όπου είχε γίνει το θαύμα, και μάλιστα προς τιμή του αρχάγγελου Γαβριήλ, που χωρίς άλλο ήταν ο θαυμαστός εκείνος ξένος μοναχός.

Έτσι, το Μεγαλυνάριο αυτό της Θεοτόκου που συνέθεσε ο Κοσμάς (ο επίσκοπος Μαϊουμά) σήμερα ονομάζεται «Άξιον Εστί», εκ των δύο πρώτων λέξεων του Θεομητορικού αυτού Ύμνου που έχει ως εξής:

Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς,
μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον,
τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον,
καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν.
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ
καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ
τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν,
τὴν ὄντως Θεοτόκον,
σὲ μεγαλύνομεν.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι το γεγονός αυτό είναι πολύ παλαιό και τούτο μαρτυρείται από τα Μηναία της Εκκλησίας, όπου στις 11 Ιουνίου αναγράφεται: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν».

Η εικόνα «Ἄξιον Ἐστί» έχει διαστάσεις 70,5×44 εκ. χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή της Θεοτόκου ήταν πολύ σβησμένη, αλλά μετά ανακαίνιση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα». Κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου, έργο του Ευαγγελιστού Λουκά και απεικονίζει την Θεοτόκο με τη μορφή που είχε λίγο πριν την κοίμησή της.

Στις 3 Οκτωμβρίου 1913 μ.Χ., μετά από ολονύκτια αγρυπνία στο Ναό του Πρωτάτου, οι Αγιορείτες μοναχοί συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα της αιωνίου και αδιασπάστου ενώσεως με την Μητέρα Ελλάδα και το υπέγραψαν ένας-ένας με μετάνοια ενώπιον της εικόνας αυτής.

Η πρώτη έξοδος της εικόνος «Άξιον Εστί» από το Άγιον Όρος έγινε το 1963 μ.Χ. κατά τον εορτασμό της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, όταν μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την προσκύνησαν πλήθη πιστών. Το 1985 μ.Χ. μεταφέρθηκε με πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού για προσκύνηση στη Θεσσαλονίκη, όπου οι επίσημοι της πόλεως την υποδέχθηκαν μπροστά στο Λυκό Πύργο με τιμές Αρχηγού Κράτους.

Εμφάνιση της Παναγίας «Άξιον Εστί» στον Γέροντας Παΐσιο

Διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Τη Δευτέρα της Διακαινησίμου καθόμουν στο Αρχονταρίκι και έλεγα την ευχή. Ξαφνικά αισθάνθηκα μια ευωδία, άλλο πράγμα! Βγήκα στο διάδρομο να δω από πού προέρχεται, πήγα στην Εκκλησία, τίποτα. Βγήκα έξω στην αυλή. Η ευωδία ήταν πολύ πιο έντονη. Ακούστηκε να χτυπά το τάλαντο. Κοίταξα και είδα να κατεβαίνει προς τα κάτω η λιτανεία, και κατάλαβα ότι προέρχεται από την εικόνα της Παναγίας».
Αυτή την ημέρα γίνεται η λιτανεία της θαυματουργού εικόνος του «Ἄξιον ἐστίν». Κατεβαίνει πιο κάτω από το Κουτλουμούσι, ως το Κελλί των Αγίων Αποστόλων (Αλυπίου). Το Κελλί της «Παναγούδας» απέχει ένα χιλιόμετρο περίπου. Από αυτή την απόσταση η Παναγία έστειλε τρόπον τινά τον χαιρετισμό της στον Γέροντα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πατέρων ἀθροίσθητε, πασὰ τοῦ Ἄθω πληθύς, πιστῶς ἑορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, καὶ φαιδρῶς ἀλαλάζοντες, πάντες ἐν εὐφροσύνῃ, τοῦ Θεοῦ γὰρ ἡ Μήτηρ, νῦν παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, παραδόξως ὑμνεῖται διὸ ὡς Θεοτόκον ἀεὶ ταύτην δοξάζομεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῇ σεπτῇ σου Εἰκόνι Γαβριὴλ ὁ Ἀρχάγγελος, καταπτὰς ἐν σχήματι ξένῳ, τὴν ᾠδήν σοι ἀνέμελψεν, Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, τὴν μόνην μακαρίζειν σε Ἁγνή, ὡς Μητέρα τοῦ τῶν ὅλων Δημιουργοῦ, καὶ σώζουσαν τοὺς κράζοντας· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς μεγαλείοις σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προνοίᾳ Ἄχραντε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον ἅπας ὁ Ἄθως, ὅτι ὕμνοις δέδεκται, ὑπὸ Ἀγγέλου θαυμαστῶς, σοῦ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν πᾶσα κτίσις γεραίρει δοξάζουσα.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐπιστὰς ἀπ’ οὐρανοῦ ἐν ξένῳ σχήματι Ὁ Γαβριὴλ τὸν μοναστὴν ἐμυσταγώγησε Μακαρίζει καὶ ὑμνεῖν σε ἀξίως Κόρη. Ἀλλ’ ἡμεῖς τούτου τὴν μνείαν ἑορτάζοντες τὴν πολλήν σου πρὸς ἡμᾶς ὑμνοῦμεν πρόνοιαν καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Ἄθω ἡ ἔφορος.

Μεγαλυνάριον
Ἄξιον ὑμνεῖν σε διὰ παντός, τὴν Θεοῦ Μητέρα, καὶ προστάτιν τῶν γηγενῶν, παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, Παρθένε διδαχθέντες, ὑμνοῦμεν καθ’ ἑκάστην, τὰ μεγαλεῖά σου.

  • Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας

Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο – Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 μ.Χ. στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.

Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 μ.Χ. και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.

Το 1904 μ.Χ., με το ξέσπασμα του Ρωσο – Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.

Το 1917 μ.Χ. ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.

Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.

Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Το καλοκαίρι του 1923 μ.Χ. η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο – Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα – καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.

Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.

Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.

Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.

Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο – γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.

Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.

Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.

Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.

Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.

Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.

Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.

Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 μ.Χ. τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος – γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.

Την Άνοιξη του 1942 μ.Χ. αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.

Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.

Το 1946 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.

Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».

Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».

Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.

Το 1953 μ.Χ. τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.

Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται…Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».

Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.

Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 μ.Χ. λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 μ.Χ., ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος – γιατρός Λουκάς Βόινο – Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά – σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι’ αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».

Το Νοέμβριο του 1995 μ.Χ. ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Στις 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Άγιος Λουκάς ήταν στο Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια σε απελπιστική κατάστασή. Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.

Ἀπολυτίκιον
Νέον ἅγιον τοῦ Παρακλήτου, σέ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ Χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τε καί θλίψεων Νόσους μέν ὡς ἰατρός ἐθεράπευσας, καί τάς ψυχάς ὡς ποιμήν καθοδήγησας πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καί μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ιατρόν και ποιμένα, Λουκά τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Αρχιερέα λαμπρόν, τον βαστάσαντα Χριστού τα θεία στίγματα, τας εξορίας, τα δεινά, εγκλεισμούς εν φυλακαίς, τας θλίψεις και τα ονείδη, τον επ εσχάτων φανέντα, εν Ρωσία νέον Αγιον.

Κοντάκιον
Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτί βαθεῖα, διωγμοῦ, μακάριε, διό καί θάλπος νοητόν, τό ἐκ Θεοῦ σύ ἐξέχεας, χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’. Τη Υπερμάχω.
Συμφερουπόλεως Λουκάν τόν αρχιποίμενα, και ιατρόν τον επιστήμονα τον άριστον, οι φιλάγιοι υμνήσωμεν εγκαρδίως, εν Ρωσία γαρ βιώσας ώσπερ άγγελος, ωμολόγησε Χριστού το θείον όνομα. Διο κράζομεν, χαίροις πάτερ αοίδιμε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις της Ρωσίας νέος βλαστός, και των θεραπευομένων ο προστάτης και βοηθός, χαίροις Εκκλησίας Χριστού ο Ιεράρχης, Λουκά ποιμήν θεόφρον, αξιοτίμητε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐπισκόπων ὁ κοινωνός, τῆς Ρωσίας πάσης, ὁ θεόσοφος ἰατρός, χαίροις τῆς Κριμαίας, ὁ θεῖος Ποιμενάρχης, Λουκᾶ τῶν Ορθοδόξων ὁ νέος Ἅγιος.

  • Άγιος Θεόπεμπτος, μαζί με άλλους τέσσερις μάρτυρες

Όλοι μαρτύρισαν δια ξίφους.

  • Όσιος Βαρνάβας ο θαυματουργός ο εν Λεμεσώ

O Όσιος Βαρνάβας έζησε και ασκήτεψε στη Βάσα. Σύμφωνα με τις παραδόσεις των κατοίκων της Βάσας και την ακολουθία του, ασκήτεψε σε μια σπηλιά που βρίσκεται στα δυτικά του χωριού και στη ρίζα ενός πέτρινου γκρεμού από άσπρα υδατώδη πετρώματα.

  • Άγιος Ζαφείριος ο Νεομάρτυς

Στον κώδικα 743 (6250) της Ρωσικής Μονής του Αγίου Παντελεήμονα Αγίου Όρους σημειώνεται το εξής: «Εἰς τό Ἁγιώνυμον Ὄρος τοῦ Ἄθω κατά 1821, 1822, 1823, ὅτε ἐξεράγη εἰς τήν Ἑλλάδα ἡ ἐπανάστασις, ἦλθεν ὁ Ἀμπομπούτ πασᾶς τῆς Θεσσαλονίκης καί ὑπέταξεν τό Ὄρος καί πολλά δεινά συνέβησαν. Εἶτα ἀποστείλας ἀνθρώπους ἰδικούς του εἰς τό Ὄρος, ἐσύναξαν τά εὑρισκόμενα παιδία, 70 τόν ἀριθμόν, καί ἤγαγον αὐτά εἰς τήν Θεσσαλονίκην καί τά ἐτούρκευσαν. Ἕνα δέν μόνον ἐστάθη σταθερόν εἰς τήν πίστιν καί ἐμαρτύρησεν, ὀνόματι Ζαφείριος». Ακολουθία του Αγίου συνέταξε ο ιερομόναχος Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης, Υμνογράφος της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Εν τη πίστεως πέτρα εδρασθείς γενναιότατα, πλάνην εμυκτήρισας Αγαρ, νεομάρτυς Ζαφείριε· νεότητος το άνθος παριδών, τό αίμά σου προσήνεγκας Θεώ· όθεν στέφει εκοσμήθης εν ουρανοίς, ως αθλητής χριστόψυχος. Δόξα τώ σε καλέσαντι Θεώ, δόξα τώ σε δυναμώσαντι, δόξα τώ δεδωκότι σε ημίν, μεσίτην ακαταίσχυντον.

Κοντάκιον
Ήχος δ΄. Ο υψωθείς.
Στερωθείς επί της πίστεως πέτραν, παραμονή σου εν τώ Όρει του Αθω, γενναίως εκαρτέρησας τυράννων απειλάς, καί Μωάμεθ ήλεγξας την σκοτώδη θρησκείαν, όθεν ώσπερ πρόβατον, καθαρόν του Δεσπότου, εθυσιάσθης και στεφανωθείς, εν Παραδείσω, ευφραίνη Ζαφείριε.

Κάθισμα
Ήχος πλ.α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Των αρχαίων Μαρτύρων ζήλον τον ένθεον, μιμηθείς εύρες δόξαν τούτων ισότιμον, υπομείνας καρτερώς άπασαν βάσανον, και ελέγξας ανδρικώς, πλάνην Αγαρ σκοτεινήν, διό τμηθείς σου την κάραν, συμβασιλεύεις Κυρίω, δι Ον ηγώνισαι Ζαφείριε.

Ὁ Οἶκος
Ου πολυχρόνιόν εστι τίμιον άπαν γήρας, αλλ’ ηλικία στολισμόν έχουσα σωφροσύνην, διό νεότητι σφυζούση και ακμάζων εν συνέσει, ως τη δυνάμει του σταυρού κραταιωθείς καί Πνεύματι αγίω φωτισθείς, θεολογούση γλώσση Ιησούν τον Θεάνθρωπον πρό των ασεβών τρανώς ανεκήρυξας, καί βδελυξάμενος αυτών τάς υποσχέσεις, διήλεγξας ανδρικώς την της Αγαρ ψυχώλεθρον πλάνην· όθεν την κάραν αποτμηθείς ως σφάγιον τίμιον Κυρίου, φιλομαρτύρων νύν τους χορούς, ευφραίνεις Ζαφείριε.

Μεγαλυνάριον
Ιησούν κηρύξας Λόγον Θεού, καί ελέγξας Αγαρ, τόν ψυχώλεθρον σκοτασμόν, μάρτυς ανεδείχθης, Ζαφείριε τρισμάκαρ, πρεσβεύων υπέρ πάντων, τών γεραιρόντων σε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σάπφειρος υπάρχων θεολαμπής, Ζαφείριε ώφθης, νεομάρτυς του Ιησού, τό της Εκκλησίας, διάδημα κοσμήσας, καί φωτισμόν παρέχων, τοίς ανυμνούσί σε.

  • Άγιοι Φανέντες

Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως. Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σάμης έζησαν και κοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.

Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.

Μία κοιλάδα, η οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα, αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.

Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν. Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.

Αξιοσημείωτη είναι και η επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.

Σύμφωνα με τα λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.

Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς, προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.

Η θρησκευτική πολιτική των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ., που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Μέγαν εὕρατο.
Δόξῃ Κύριος καὶ ἀφθαρσίᾳ, κατελάμπρυνεν, πιστοὺς ὁπλίτας, ὡς στρατείαν φυγόντας καὶ αἵρεσιν, τῶν Κεφαλλήνων δὲ νῆσον ἐπλούτισεν, διὰ σεπτῶν σκηνωμάτων τῆς χάριτος. Ὅθεν ἅπαντες, τοὺς τρεῖς Φανέντας τιμήσωμεν, Χριστοῦ ἀῤῥαγεῖς ἀμύντορας, Γρηγόριον Θεόδωρον καὶ Λέοντα.

Μεγαλυνάριον
Ὀρθοδόξου πίστεως ἀριστεῖς, φανέντας ἐκ λήθης, ὥσπερ φῶτα θεοειδῆ, Γρηγόριον πάντες, Θεόδωρον ἐν πόθῳ, σὺν Λέοντι προφρόνως, ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ὁ Οἶκος
Τὸν θησαυρὸν τῶν ἁπάντων σφοδρῶς ἀγαπήσαντες, καὶ διδαχὰς τοῦ Κυρίου τηρήσαντες πάσας, τῆς πίστεως ἐδείχθησαν ἀριστεῖς φαεινότατοι, οἱ πιστοὶ ὁπλῖται. Ἐπουρανίων οὖν στρατιῶν κοινωνούς, Γρηγόριον, Θεόδωρον καὶ Λέοντα, ἱκετεύσωμεν οἱ πόθῳ τιμῶντες τὴν πανθαύμαστον αὐτῶν πολιτείαν τε καὶ εὔρεσιν, ὅπως παντοίων ὁ Σωτὴρ κινδύνων ἡμᾶς ῥύσῃ, οὐρανοδρόμον τε ἀναδείξῃ τὸν βίον, ἵνα ἀεὶ δοξάζειν ἀξιωθῶμεν, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν τὸν Τρισήλιον.

  • Σύναξη Πάντων των Θρακών Αγίων

Η Κυριακή των Αγίων Πάντων καθορίστηκε ως ημέρα εορτής Πάντων των Θρακών Αγίων. Με προτροπή του μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου, ο μητροπολίτης Εδέσσης κ. Ιωήλ συνέγραψε ακολουθία για την εορτή αυτή την οποία ενέκρινε και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ο Ιερός Ναὸς Πάντων των Θρακών Αγίων, ο οποίος βρίσκεται εντός της Ιεράς Μονής αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Αετοχώρι, είναι ο μοναδικός που υπάρχει με αναφορά στην ιστορική Θράκη και αποτελεί Μνημείο της πλούσιας θρακικής αγιολογίας με αναρτημένους πίνακες των κατὰ μήνα εορταζομένων θρακών μαρτύρων και οσίων αγίων, καθὼς και χάρτες της ενιαίας Θρακικής αγιοτόκου γης.

  • Όσιος Γρηγόριος Μυστριώτης ο εν Στρογγυλή των Λιχάδων

Ο Όσιος Γρηγόριος, ήταν γόνος επίσημης οικογένειας χριστιανών της περιοχής του σημερινού Μυστρά και έζησε κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Από μικρός διδάχθηκε τα ιερά γράμματα και επέδειξε ζήλο για τη μοναχική ζωή.

Σε ηλικία 16 ετών, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αποσυρθεί σε μοναστήρι, χωρίς όμως να του το επιτρέψουν οι γονείς του. Αργότερα, ακολούθησε μια ομάδα μοναχών – επισκεπτών του Μυστρά, με σκοπό να προσκυνήσει μαζί τους, τους Αγίους Τόπους. Απρόβλεπτοι όμως λόγοι, τους οδήγησαν στη Ρώμη. Εκεί ο νεαρός Γρηγόριος γίνεται μοναχός, σε κάποια Ιερά Μονή της περιοχής.

Αργότερα αναχωρεί για τους Αγίους Τόπους, και στη συνέχεια φθάνει στη Νίκαια της Μικράς Ασίας και από εκεί μεταβαίνει στη Θράκη, Μακεδονία για να εγκατασταθεί τελικά στην Εύβοια. Η παρουσία του γεμάτου από τη Θεία Χάρη Γρηγορίου στη μικρή πόλη του Ωρεού, ξεσηκώνει παλλαϊκό συναγερμό. Ο Ιερός Ναός που έμενε, κατακλυζόταν καθημερινά από πλήθη πιστών, που πήγαιναν στον Όσιο για να ακούσουν το κήρυγμά του και τις βαθυστόχαστες συμβουλές του.

Πολύ γρήγορα όμως, για να αποφύγει την τιμή που του έκαναν οι άνθρωποι και για να βρει την πολυπόθητη ησυχία, φεύγει από τον Ωρεό και εγκαθίσταται σε ένα πολύ μικρό νησάκι, τη νήσο Στρογγυλή, το οποίο ανήκει στο συγκρότημα των Λιχαδονήσων στο Βορειοδυτικό άκρο της Ευβοίας. Δεν άργησε όμως το νέο αυτό κρησφύγετο του Οσίου Γρηγορίου να γίνει γνωστό και να προστρέχουν σ’ αυτόν πλήθη πλουσίων και φτωχών, Ιερείς και Αρχιερείς και Μοναχοί, για να διδαχθούν απ’ αυτόν την οδό της μετανοίας και ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά του.

Ο Όσιος Γρηγόριος, ο «εκ Μυστρά καταγόμενος», αφού διέπρεψε σε όλους τους τομείς της αρετής, και έγινε πλήρης ημερών, μετέστη προς την ουράνια μακαριότητα, συναντώντας τον Πατέρα και Πλάστη του.

Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων.

Σήμερα, στη βορειοανατολική ακτή της Στρογγυλής υπάρχουν τα ερείπια του ησυχαστηρίου του Οσίου Γρηγορίου. Στο κτιριακό συγκρότημα διακρίνονται σήμερα ο Ναός της Παναγίας, ο τάφος του Οσίου Γρηγορίου, τα κελιά, η είσοδος, τα πελώρια τείχη και αλλά προσκτίσματα. Γύρω από τα ερείπια του ησυχαστηρίου υπάρχει πλήθος θραυσμάτων κεράμων, ογκόλιθοι και πολλοί πωρόλιθοι από τα κτίρια του ησυχαστηρίου. Το μνημείο χρήζει ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος.

Ο Όσιος Γρηγόριος είναι ο Πολιούχος της ιστορικής έδρας του Δήμου Σπάρτης και στον Μυστρά υπάρχει νεόδμητος Ιερός Ναός αφιερωμένος σε αυτόν.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Λακεδαίμονος γόνον τοῦ Μυστρᾶ τὸ ἐκβλάστημα, νήσου Στρογυλῆς τῆς ἀοίκου, πολιστὴν γενναιότατον, Ὠρεῶν Εὐβοίας φωτιστήν, καὶ πλείστων μοναχῶν τὸν ποδηγόν, τὸν Ὅσιον Γρηγόριον εὐσεβῶς, τιμήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χαλινώσας Ὅσιε, τῆς σῆς σαρκὸς τὰς ὀρέξεις, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ἀοικήτῳ Στρογγυλῇ, καταλαμπρύνας τὰ τάγματα, τῶν μοναζόντων, Γρηγόριε πάντιμε.

  • Ανάμνησης Ενθρονίσεως Ιεράς Εικόνος Παναγίας Κουτσουριώτισσας

Για την Σύναξη της Παναγίας της Κουτσουριώτισσας στην Ερατεινή Φωκίδος βλέπε στις 23 Αυγούστου.

Πηγές

  • http://www.apostoliki-diakonia.gr
  • http://www.saint.gr

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com