19 Απριλίου γιορτάζουν…

Παφνουτίου ιερομάρτυρος, Αγίου μάρτυρος Θεοδώρου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων Φιλίππης, Διοσκόρου, Σωκράτους και Διονυσίου, Αγίων μαρτύρων Ερμογένους, Γαίου, Εξπεδίτου, Αριστονίκου, Ρούφου και Γαλατά, Αγίου ιερομάρτυρος Παφνουτίου του Ιεροσολυμίτου και των συν αυτώ αθλησάντων πεντακοσίων τεσσαράκοντα εξ μαρτύρων, Αγίου μάρτυρος Διονυσίου, Αγίου μάρτυρος Καλλιμάχου, Αγίου μάρτυρος Ευσεβίου, Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Γεωργίου, επισκόπου Πισιδίας, Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Τρύφωνος, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Οσίου πατρός ημών Συμεών, ηγουμένου της μονής Φιλοθέου του Αγίου Όρους

by Times Newsroom
  • Ακάθιστος Ύμνος
  • Άγιος Παφνούτιος ο Ιεροσολυμήτης, Ιερομάρτυρας
  • Άγιος Θεόδωρος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ Φιλίππα, Διόσκορος, Σωκράτης και Διονύσιος
  • Άγιος Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης
  • Όσιος Γεώργιος ο Ομολογητής Επίσκοπος Πισιδίας
  • Άγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
  • Όσιος Συμεών ηγούμενος Ιεράς μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους ο Μονοχίτων και Ανυπόδητος
  • Αγία Ασινέθ του Γκορίτσκι
  • Άγιος Αλπέγιος
  • Άγιος Βίκτωρ ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Γκλαζώφ
  • Όσιος Σεβαστιανός του Καραγκάντα
  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Μωυσή του Θαυματουργού
  • Σύναξη πάντων των Σιναϊτών Αγίων
  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη
  • Σύναξη της Παναγίας της Υψενής στη Ρόδο
  • Όσιος Νίκανδρος ο Σιναΐτης ο εκ Καστελορίζου
  • Όσιος Λεόντιος ο εν Βλαχέρνα Αρκαδίας
  • Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι
*******************************************************************************************************
  • Ακάθιστος Ύμνος

Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.

Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.

Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.

Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.

Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 – 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.

Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.

Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.

Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.

Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 – 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.

Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.

Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.

Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 – 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Απριλίου).

Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.

Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.

Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).

Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμω· ὁ κλίνας ἐν καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῑται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοι· Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.


Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μεγαλυνάριον
Ὕμνοις ἐν αΰπνοις οἱ εὐσεβεῖς, ἀκαθίστῳ στάσει, ἀνυμνοῦμεν πανευλαβῶς, τὴν πρὸς τὸν λαόν σου, θερμήν σου προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε, ἡμῶν βοήθεια.

  • Άγιος Παφνούτιος ο Ιεροσολυμήτης, Ιερομάρτυρας. 
Ο Άγιος Παφνούτιος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Όταν αυτός κήρυξε διωγμό κατά των χριστιανών, ο έπαρχος Αρριανός ξεκίνησε να συλλάβει τον Παφνούτιο μέσα στίς ερημιές της Αιγύπτου, όπου ζούσε. Αλλά αυτός έρχεται και συναντά μόνος του τον Αρριανό, που διέταξε να βασανισθεί ο Παφνούτιος επί τόπου. Ξέσχισαν τις σάρκες του μέχρι του σημείου να φαίνονται τα εντόσθια του. Ο Παφνούτιος προσευχήθηκε και, εντελώς θαυματουργικά, οι πληγές του έκλεισαν με αποτέλεσμα να πιστέψουν στο Χριστό οι δύο στρατιώτες που τον βασάνισαν. Ο Αρριανός αποκεφάλισε τους δύο στρατιώτες, και τον Παφνούτιο τον έριξε στη φυλακή. Εκεί, συνάντησε 40 προκρίτους που ήταν έγκλειστοι γιατί καθυστερούσαν τους φόρους προς το δημόσιο, και κατάφερε να τους κάνει χριστιανούς. Το έμαθε ο Αρριανός και οργισμένος τους έκαψε όλους ζωντανούς, αλλά ο Παφνούτιος με θαύμα έγινε άφαντος από τα μάτια του. Και, αφού εν τω μεταξύ έφερε πολλούς στη χριστιανική πίστη, παρουσιάζεται μόνος του στον Αρριανό, που διέταξε να τον κομματιάσουν. Και ενώ ο Αρριανός πήγε να τον δει κομματιασμένο νεκρό, τα κομμάτια του σώματος ενώθηκαν και ο Παφνούτιος, ζωντανός μπροστά του, του λέει: «Με γνωρίζεις, Αρριανέ; Όλα αυτά τα περί εμέ θαυμάσια, πραγματοποιεί ο Κύριος μου Ιησούς Χριστός, δια να ελέχθη η ασέβεια σου, δια να εννοήσης ότι, πολέμων προς αυτόν, λακτίζεις προς κέντρον, δια να καταλάβεις ότι λατρεύεις κωφά και τυφλά είδωλα κατασκευασμένα από ύλην άναίσθητον». Το θαύμα έγινε αφορμή να πιστέψει ένα ολόκληρο τάγμα στρατιωτών. Στην απελπισία του ο Αρριανός, έστειλε τον Παφνούτιο στη Ρώμη, όπου έλαβε σταυρικό θάνατο. Η Εκκλησία τιμά την μνήμη τους και στις 25 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσίαν τὴν ἔνθεον, πιστῶς προσφέρων Θεῶ, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αὐτῶ, ἀθλήσεως ἄνθραξιν ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν Ἀθλοφόρον, ἔδειξε σὲ ὁ Κτίστης, χαρισμάτων ταμεῖον ἐξ ὧν καὶ ἠμὶν Παράσχου, ἱερομάρτυς Παφνούτιε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Παφνούτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Αἱμάτων ῥοαῖς, στολήν σου τὴν ὑπέρτιμον, φοινίξας λαμπρῶς, Παφνούτιε μακάριε, χαρμοσύνως ἔδραμες, πρὸς ναόν κραυγάζων τὸν οὐράνιον· Τῆς ζωῆς σὺ Σῶτερ πηγή, ὁ πᾶσι βλυστάνων, οἰκτιρμῶν ποταμούς.
  • Άγιος Θεόδωρος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ Φιλίππα, Διόσκορος, Σωκράτης και Διονύσιος.  
Ο Άγιος Θεόδωρος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αντωνίνου (138-161) και ηγεμόνα Θεοδότου. Καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας και ήταν πολύ ευσεβής. Από το ζήλο του για την ευσέβεια, κατέστρεφε είδωλα, ξόανα και ειδωλολατρικούς ναούς. Συνελήφθη όμως και υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Τον άπλωσαν σε πυρακτωμένη σχάρα και έπειτα τον έδεσαν πίσω από άγρια άλογα, τα όποια τον έσυραν σε μεγάλη ανώμαλη εδαφική απόσταση. Κατόπιν τον έριξαν μέσα στο καμίνι της φωτιάς, μαζί με δύο στρατιώτες που είχαν πιστέψει στον Χριστό, τον Σωκράτη και τον Διονύσιο. Στη συνέχεια τον φυλάκισαν και τελικά τον σταύρωσαν και τον τρύπησαν με βέλη. Και μετά τρεις ήμερες αγωνιωδών βασανιστηρίων επάνω στο σταυρό παρέδωσε τη μακάρια ψυχή του. Η Αγία Φιλίππα, μητέρα του Αγίου Θεοδώρου, μετά τον σταυρικό θάνατο του υιού της, ομολόγησε τον Χριστό ως Θεό αληθινό και μαρτύρησε διά ξίφους. Τέλος, ο Άγιος Διόσκορος ήταν Ιερέας των ειδώλων στα χρόνια του βασιλιά Άντωνίνου (138-160) και ήλθε στη χριστιανική πίστη διά των θαυμάτων του Θεοδώρου και μαρτύρησε δια πυρός.
  • Άγιος Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης. 

Ο Άγιος Αγαθάγγελος (κατά κόσμον Αθανάσιος) καταγόταν από την πόλη Αίνο της Θράκη και ο πατέρας του ονομαζόταν Κωνσταντίνος, η δε μητέρα του Κρυσταλλία. Από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και εξαιτίας της φτώχιας του πήγε ναύτης σε ένα τούρκικο πλοίο στο οποίο ο πλοίαρχος τον πίεζε να δεχθεί τον μουσουλμανισμό. Κάποια νύχτα, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι της Σμύρνης, προφασιζόμενος ότι θέλει να πάει για κάποια υπόθεσή του στην πόλη, διέταξε τον νέο να προπορευθεί κρατώντας φανάρι, για να του φωτίζει τον δρόμο. Έτσι προχωρώντας τον οδήγησε στο τούρκικο νεκροταφείο, όπου, κρατώντας τη μαχαίρα του, τον απείλησε πως, αν δεν γίνει μουσουλμάνος, θα τον σφάξει. Ο άγιος φοβήθηκε και είπε ότι δέχεται. Αμέσως τότε εκείνος, μέσα στη νύχτα, τον οδήγησε στον δικαστή, όπου ομολόγησε και περιετμήθει αμέσως.

Μετά από λίγες ημέρες αρρώστησε βαριά και φοβούμενος μήπως πεθάνει στην άρνηση μόλις ανέρρωσε ζήτησε άδεια από τον πλοίαρχο και πήγε στην πατρίδα του. Μετά από λίγο καιρό επειδή πάλι κινδύνευσε να φονευθεί από τον πλοίαρχο, έφυγε μετανοημένος και πήγε στο Άγιο Όρος και εισήλθε στη Μονή του Εσφιγμένου, αφού έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Ευθύμιο. Εκεί, εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Αγαθάγγελος.

Μετά από λίγο καιρό, ο Άγιος Αγαθάγγελος, πήρε την απόφαση να μαρτυρήσει για τον Χριστό και αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα, με την επίβλεψη του γέροντος Γερμανού, αναχώρησε από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σμύρνη, όπου δημόσια αποκήρυξε τον μουσουλμανισμό. Με εντολή του δικαστή τον άρπαξαν οι βάναυσοι οπλοφόροι και χτυπώντας τον, τον έκλεισαν στη φυλακή με τα πόδια στην ποδοκάκη και βαριά αλυσίδα στον λαιμό. Όσοι Χριστιανοί βρέθηκαν στη φυλακή τον ευλαβούνταν ως μάρτυρα. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης, με την παράκληση του ηγουμένου Ευθυμίου, παράγγειλε σε όλους τους ιερείς και όλους τους Χριστιανούς της Σμύρνης και έκαναν θερμή δέηση υπέρ του μάρτυρα.

Την νύχτα της Παρασκευής τον έφεραν πάλι στο κριτήριο. Ο άγιος έμεινε στέρεος στην ομολογία, οπότε διατάχθηκε ο δι’ αποκεφαλισμού θάνατός του. Με φωνές και αλαλαγμούς οι δήμιοι τον οδήγησαν στο τόπο της εκτέλεσης, όπου και αποκεφαλίστηκε στις 19 Απριλίου 1818 μ.Χ., ήμερα Σάββατο και ώρα πέμπτη, σε ηλικία 19 χρονών (κατά άλλους ο Άγιος μαρτύρησε το 1819 μ.Χ. σε ηλικία 24 χρονών). Ο λαός της Σμύρνης αγόρασε το λείψανο του νεομάρτυρα και το μετέφερε με τιμές στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Το λείψανο του ενταφιάστηκε στον τάφο του νεομάρτυρα Δήμου, που μαρτύρησε στη Σμύρνη το 1763 μ.Χ. (βλέπε 10 Απριλίου). Η αγία και θαυματουργική κάρα του νεομάρτυρα Αγαθάγγελου, καθώς και το δεξί του χέρι, το δεξί του πόδι και μια πλευρά του, αποδόθηκαν τιμής ένεκεν στη Μονή Εσφιγμένου το 1844 μ.Χ., κατόπιν αιτήσεως της.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγᾶς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε, ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ἤσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὒν ὁσιομάρτυς, ἠμὶν ἰλέωσαι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς· Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος ἄγγελος Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε.
  • Όσιος Γεώργιος ο Ομολογητής Επίσκοπος Πισιδίας.  
Ο Όσιος Γεώργιος έζησε κατά τους χρόνους της εικονομαχίας και εξελέγη Επίσκοπος Πισιδίας. Προσκληθείς μαζί με άλλους Επισκόπους στην Κωνσταντινούπολη, όπου επρόκειτο να επιβληθεί η κατάργηση των ιερών εικόνων, στην Σύνοδο του 754 μ.Χ., αντιστάθηκε σθεναρά στα εντάλματα των κρατούντων εικονομάχων και στην ασέβειά τους. Για τον λόγο αυτό εξορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τον Κοπρώνυμο (741-775 μ.Χ.) και ευρισκόμενος στην εξορία κοιμήθηκε. Για τους αγώνες του υπέρ της ορθοδόξου πίστεως ονομάσθηκε Ομολογητής.
  • Άγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. 
Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Στεφάνου του Β’, διάδοχος του εκλέχθηκε τον Δεκέμβριο του 928 ο μοναχός Τρύφων. Ο Τρύφωνας μόναζε σε κάποια μονή της Μικρός Ασίας και διακρινόταν για την ευλάβεια και την αγιότητα του. Η Εκκλησία τον προτίμησε, γιατί είχε μεγάλα ηθικά πλεονεκτήματα. Αλλά ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Λεκαπηνός, τάχθηκε και αυτός υπέρ της εκλογής του, με κάποια σκοπιμότητα όμως. Σκεφτόταν δηλαδή ότι θα του ήταν εύκολο μετά από κάποιο χρόνο, να πείσει τον Τρύφωνα σε παραίτηση, για να αναδείξει άντ’ αυτού Πατριάρχη το γιο του Θεοφύλακτο. Γι’ αυτό και βοήθησε τον Τρύφωνα στο έργο του για την Εκκλησία, με πολλές ελεημοσύνες και δωρεές σε μοναστήρια και πτωχοκομεία. Ανυπόμονος όμως καθώς ήταν ο Ρωμανός, το 931 που ο γιος του ήταν μόλις 15 ετών, είπε στον Πατριάρχη να παραιτηθεί, για ν’ αναλάβει το θρόνο ο γιος του. Ο Τρύφωνας φυσικά δεν συμφώνησε, διότι το βασιλοπαίδι ήταν ανήλικο και θα δημιουργούσε φοβερό σκάνδαλο και κηλίδα στην Εκκλησία. Τότε ο Ρωμανός έβαλε τον τότε μητροπολίτη Καισαρείας Θεοφάνη, που ο λαός για την αναισχυντία του τον φώναζε «χοιρινό», και με δόλιο τρόπο απέσπασε την υπογραφή του ανυποψίαστου Τρύφωνα σε λευκό χαρτί. Από πάνω συνέταξαν την παραίτηση του, και έτσι κατόρθωσαν να τον διώξουν και να βάλουν στη θέση του τον 16ετή Θεοφύλακτο, που άφησε επαίσχυντη μνήμη με τη σκανδαλώδη διαγωγή του. Ο Άγιος Τρύφων αποσύρθηκε σε μονή, όπου έζησε οσιακά για άλλους τρεις μήνες και κοιμήθηκε με ειρήνη.
  • Όσιος Συμεών ηγούμενος Ιεράς μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους ο Μονοχίτων και Ανυπόδητος. 

Ο όσιος Συμεών ο Μονοχίτων και Ανυπόδητος, γεννήθηκε στο χωριό Βαθύρεμα Αγιάς από πατέρα ιερέα – τον παπά Ανδρέα, δάσκαλο του κρυφού σχολειού και την Αικατερίνη. Από μικρό παιδί έδειχνε σημεία αρετής και αγιότητος. Έμαθε τα ιερά βιβλία και βοηθούσε τον πατέρα του, ψέλνοντας στις ιερές ακολουθίες.

Ο φιλότουρκος κοτσαμπάσης του χωριού θέλησε να τον παντρέψει με την κόρη του Τριανταφυλλιά, απειλώντας τον πατέρα του πως, αν δε συναινέσει ο γιος του, θα τον πάρει το παιδομάζωμα. Έτσι με τη βία, μια βραδιά στο σπίτι του, παντρεύει το Συμεών με την κόρη του, με ξένο παπά. Στο χρόνο επάνω γέννησε η γυναίκα του ένα αγοράκι, το οποίο ονόμασαν Δημήτρη. Όμως ο Συμεών ήταν βαθιά λυπημένος κι έδειχνε συλλογισμένος. Στον πεθερό του, που τον ρωτά, ομολογεί πως δεν είναι δικό του το παιδί και πως δε γνώρισε την Τριανταφυλλιά ως γυναίκα. Αφού κανείς δε τον πίστεψε αποφασίζεται ο δια πυρός θάνατός του. Κι ενώ στην πλατεία ετοιμάστηκε η φωτιά, ο Συμεών ζήτησε για τελευταία φορά να δει τη σύζυγό του μπροστά στον κόσμο. Πλησίασε το γιο του Δημητράκη και το ρώτησε ποιος ήταν ο πατέρας του. Το παιδί παραδόξως μιλώντας έδειξε για πατέρα του τον Αγροφύλακα του χωριού κι έτσι ο Συμεών αθωώθηκε.

Στην αρχή μόνασε στη μονή Οικονομείον ή Κομνήνειο Κισσάβου, ζώντας «με αυστηράν νηστείαν, άμετρον αγρυπνίαν, ολονύκτιον στάσιν, ανυπόδητος και μονοχίτων, φέρων μόνο εν πτωχικόν ένδυμα παλαιόν και εσχισμένον», όπου χειροτονείται διάκονος. Την ίδια ζωή συνεχίζει στο Άγιον Όρος στη μονή Μ. Λαύρας, όπου χειροτονείται ιερέας. Οι μοναχοί μιας άλλης μονής της Φιλοθέου έρχονται και τον παρακαλούν να αναλάβει την πνευματική καθοδήγησή τους. Ο Συμεών δέχτηκε κι επέβαλε αυστηρή τάξη και πειθαρχία. Όμως κάποιοι μοναχοί δε θέλησαν να μπουν σε υπακοή, στασίασαν και την Κυριακή του Πάσχα τον έδεσαν σ’ ένα κυπαρίσσι έξω από την εκκλησία της μονής, τον έδειραν πολύ και τον φυλάκισαν στον πύργο της μονής. Με τη βοήθεια όμως ενός μοναχού αφήνοντας το Άγιον Όρος πηγαίνει στο μοναχοστόλιστο Πήλιο στην περιοχή του Φλαμουρίου. Εκεί «έμεινε τρεις χρόνους κάτω από μηλέαν τινά, εταλαιπωρείτο δε σφοδρώς κατά τον χειμώνα από το άμετρον ψύχος, το δε θέρος πάλιν εδεινοπάθει από τον καύσωνα και την υπερβολικήν θερμότητα του ηλίου». Στη συνέχεια έκτισε την περιώνυμη μονή της Αγίας Τριάδος Φλαμουρίου, στην οποία συνάχθηκε πλήθος μοναχών. Κατόπιν περιόδευσε ιεραποστολικά ως πρόδρομος κι αυτός του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, την Αγιά, τον Τύρναβο, την Ελασσόνα, τη Λαμία, τα Σέρβια, τα Γρεβενά, τα Άγραφα, τη Θήβα, την Αθήνα, την Εύβοια και την Ήπειρο, όπου «εκήρυττε παρρησία και χωρίς φόβον τον λόγον του Θεού». Στην Εύβοια μάλιστα τον κατηγόρησαν ότι προσπαθεί να κάνει χριστιανούς τους Τούρκους και ο πασάς αποφάσισε να τον κάψουν στην πλατεία. Λέγεται μάλιστα πως και ο ίδιος βοηθούσε στο σωρό των ξύλων. Όταν όμως ο πασάς τον είδε ανυπόδητο, φτωχό με παλιόρασα μπροστά του, τον ευλαβήθηκε και τελικά τον άφησε ελεύθερο.

Όταν επέστρεψε στο Φλαμούρι βρήκε νέους μοναχούς. Έτσι ήταν επιτακτική η ανάγκη να χτιστεί γρήγορα μοναστήρι. Μην έχοντας χρήματα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη να ζητήσει από τον Πατριάρχη τη σχετική άδεια και υλική συνδρομή. Εκεί στον προθάλαμο του Πατριάρχη τον βλέπει κάποιος Τούρκος αξιωματικός, που είχε υπηρετήσει στο χωριό του, το Βαθύρρεμα Αγιάς, κι ενθυμούμενος την αγιότητά του, τρέχει στον Σουλτάνο Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή, του οποίου η κόρη ήταν σοβαρά άρρωστη και του μιλά για το Συμεών. Ο Συμεών τη θεραπεύει με θαυματουργικό τρόπο κι ο Σουλτάνος για να τον ευχαριστήσει του δίνει τα κοσμήματα της κόρης του, που έγινε καλά και όλα τα οικοδομικά υλικά που ήταν αναγκαία για το χτίσιμο του μοναστηριού, τα έστειλε με καράβια στο Φλαμούρι Πηλίου. Έτσι χτίστηκε η ιερά μονή Μεταμορφώσεως Φλαμουρίου, επί Πατριαρχείας Καλλινίκου του Γ΄ του Ζαγοριανού. Ο ναός είναι πεντάτρουλος σταυροειδής βασιλική – αθωνικού τύπου.

Στις 19 Απριλίου του 1594 μ.Χ. σε ηλικία υπεράνω των 100 ετών επισκέπτεται την Πόλη κι εκεί ανεπαύθη εν Κυρίω κι ενταφιάστηκε στη Χάλκη των Πριγκηποννήσων. Οι μαθητές του από τη μονή Φλαμουρίου κατά την ανακομιδή του πήραν τα τίμια λείψανά του και τα έφεραν στη μονή του, όπου μέχρι σήμερα θαυματουργούν. Ιερότατο κειμήλιο της μονής σήμερα η τιμία κάρα του Αγίου Συμεών, που με πολλή ευλάβεια φυλάσσουν οι πατέρες και κυρίως ο νυν ηγούμενος της μονής π. Συμεών.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἐκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας καί γέγονας φωστήρ, τῆ οἰκουμένη λάμπων τοῖς θαύμασι, Συμεών Πατήρ ἡμῶν Ὅσιε, πρεύσβευε Χριστῶ τῶ Θεῶ, σωθῆναι τᾶς ψυχᾶς ἡμῶν.
  • Άγιος Alphege
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Alphege (Αλπέγιος) από μικρή ηλικία ακολούθησε τον μοναχικό βίο και έγινε μοναχός στη μονή του Μπαθ της Αγγλίας. Αργότερα διετέλεσε ηγούμενος της μονής και διακρίθηκε για την αυστηρότητα του βίου του και τους ασκητικούς του αγώνες. Το έτος 984 μ.Χ. εξελέγη Επίσκοπος του Ουίντσεστερ, όπου απέσπασε τον σεβασμό για τις πολλές αρετές του, ιδιαίτερα δε για την αγάπη και την φιλανθρωπία του προς τους φτωχούς και τους ενδεείς. Τόσο πολύ φρόντισε για τους φτωχούς, ώστε επί των ημερών του κανένας επαίτης δεν βρισκόταν στην επαρχία του. Μετά από είκοσι δύο έτη αρχιερατείας, ανέλαβε, χωρίς να το επιθυμεί, το θρόνο της Καντουαρίας κατά τους δυσχειμέρους χρόνους των Δανικών και Νορβηγικών επιδρομών. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να προσφέρει εκουσίως τον εαυτό του ως όμηρο στους κατακτητές, για να σώσει το ποίμνιό του. Υπέστη πολλά βασανιστήρια και τέλος αποκεφαλίσθηκε το έτος 1012 μ.Χ.
  • Άγιος Βίκτωρ ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Γκλαζώφ. 

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Βίκτωρ, Επίσκοπος Γκλάζωφ, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Αλεξάνδροβιτς Οστροβίντωφ, διετέλεσε βικάριος της επαρχίας Βιάτσκαγια και γεννήθηκε στις 20 Μαΐου του 1875 μ.Χ. στο χωριό Ζολοτόε της περιφέρειας Σαρατόβσκαγια. Ο πατέρας του ήταν ιεροψάλτης και η οικογένειά του τον ανέθρεψε με παιδεία και νουθεσία Κυρίου.

Ο Κωνσταντίνος φοίτησε αρχικά στην ιερατική σχολή του Σαράτωβ και στην συνέχεια στην ιερατική ακαδημία του Καζάν. Φοιτητής, ακόμη, κείρεται μοναχός με το όνομα Βίκτωρ. Το έτος 1903 μ.Χ. αποφοιτά από την εκκλησιαστική ακαδημία ως διδάκτωρ της Θεολογίας και διορίζεται υπεύθυνος του ναού Τρόιτσκι της πόλεως Χβαλίνσκ. Από το 1905 μ.Χ. έως το 1908 μ.Χ. ο Βίκτωρ κατέχει την θέση του ιερομονάχου της ιεραποστολής των Ιεροσολύμων και μετά το 1908 μ.Χ. γίνεται επιθεωρητής της ιερατικής σχολής της πόλεως του Αρχαγγέλσκ.

Μετά από λίγο μετατίθεται στην πρωτεύουσα και διορίζεται ως ιερομόναχος της Λαύρας του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκιυ. Το 1910 μ.Χ. γίνεται αρχιμανδρίτης και αναλαμβάνει καθήκοντα ηγουμένου της μονής Αγίας Τριάδος του Ζελενέτσκ, που βρίσκεται στην επαρχία της Αγίας Πετρουπόλεως. Στην δύσκολη περίοδο του εμφυλίου πολέμου, από τις 21 Φεβρουαρίου έως τον Δεκέμβριο του έτους 1919 μ.Χ., ο αρχιμανδρίτης Βίκτωρ εκτελεί τα καθήκοντα του υπευθύνου της Λαύρας του Αγίου Αλεξάνδρου.

Το έτος 1919 μ.Χ. ο Άγιος Βίκτωρ συλλαμβάνεται στην Αγία Πετρούπολη, σε λίγο όμως αποφυλακίζεται. Τον Ιανουάριο του 1920 μ.Χ. χειροτονείται Επίσκοπος Ουρζούμσκι και βικάριος της επαρχίας Βιάτσκαγια. Την ίδια χρονιά το στρατοδικείο της επαναστάσεως της επαρχίας Βιάτσκαγια καταδικάζει τον αρχιερέα Βίκτωρα σε φυλάκιση μέχρι το τέλος του πολέμου με την Πολωνία, όμως σε πέντε μήνες αποφυλακίζεται. Λόγω των έντονων διαδηλώσεών του συλλαμβάνεται και πάλι στις 12 Αυγούστου του 1922 μ.Χ. και εκτοπίζεται για τρία χρόνια στην περιοχή του Ναρίμ. Μετά την απελευθέρωσή του, το έτος 1924 μ.Χ., του αφαιρείται το δικαίωμα παραμονής σε μεγάλες πόλεις. Ο Επίσκοπος επιστρέφει στη Βιάτκα και την ίδια χρονιά διορίζεται Επίσκοπος του Γκλαζώφ και προσωρινός διοικητής της επαρχίας Βιάτσκαγια και Όμσκαγια. Στις 14 Μαΐου του 1926 μ.Χ. συλλαμβάνεται και πάλι κατηγορείται για οργάνωση παράνομου επαρχιακού γραφείου και εκτοπίζεται για τρία χρόνια με αφαίρεση του δικαιώματος παραμονής, όχι μόνο σε μεγάλες πόλεις, αλλά και στην επαρχία Βάτσκαγια. Έτσι μένει πλέον στην πόλη Γκλάζοβο. Τον Σεπτέμβριο του 1926 μ.Χ. του ανατίθεται η διοίκηση της γειτονικής επαρχίας Βότκινσκαγια και της επαρχίας Ιζέβσκαγια.

Τον Οκτώβριο του 1927 μ.Χ. ο Επίσκοπος Βίκτωρ απευθύνεται στον Μητροπολίτη Σέργιο, με επιστολή στην οποία τον προειδοποιεί για τις κακές συνέπειες του συμβιβασμού με τους άθεους. Μετά από αυτό μετατίθεται στο Σάντρινσκ με δικαίωμα διοικήσεως της επαρχίας Αικατερινμπούργκσκαγια. Ο Επίσκοπος Βίκτωρ αρνήθηκε να υπακούσει στην απόφαση της Συνόδου και δεν έφυγε για το Σάντρινσκ.

Ο Άγιος απέρριπτε την ιδέα της «νόμιμης υπάρξεως της Εκκλησίας» μέσω της δημιουργίας μιας Κεντρικής Διοικήσεως αναγνωρισμένης από την εξουσία, η οποία δήθεν θα εξασφάλιζε την εξωτερική ηρεμία της Εκκλησίας. Αυτό το σχέδιο υποταγής της Εκκλησίας στην εξουσία το θεωρούσε ως αλλοτρίωση και μέσο το οποίο μετέτρεπε την Εκκλησία από οίκο του Θεού σε μια κοσμική οργάνωση της εξουσίας.

Τον Μάρτιο του 1928 μ.Χ. ο Άγιος αποστέλλει νέα επιστολή προς τους ιερείς, μα σκοπό να τους προφυλάξει από την ιδέα της βίαιης ενώσεως της Εκκλησίας (με τρόπο που θα μετατραπεί σε κομματική οργάνωση) με την κρατική εξουσία. «Το θέμα μας», έγραφε, «ευρίσκεται όχι στην αποχώρηση από την Εκκλησία, αλλά στην υπεράσπιση της αλήθειας».

Στις 22 Μαρτίου του 1928 μ.Χ. συλλαμβάνεται στο Γκλάζωφ και καταδικάζεται σε τρία χρόνια φυλακίσεως σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Καθ’ όλη την διάρκεια της παραμονής του στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της νήσου Σολόφσκι εργάζεται ως λογιστής, λειτουργεί κρυφά και χειροτονεί με άλλους Επισκόπους, Αρχιερείς για την Εκκλησία.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του στρατοπέδου απαγορευόταν η μακριά ενδυμασία και όλοι οι κρατούμενοι έπρεπε να κουρευτούν. Ο Επίσκοπος Βίκτωρ αρνήθηκε να υπακούσει σε αυτή τη διάταξη. Έτσι τον έκλεισαν στην απομόνωση, διά της βίας τον ξύρισαν και έκοψαν τα μαλλιά του τραυματίζοντάς τον στο πρόσωπο, και κόντυναν τα ενδύματά του.

Το έτος 1931 μ.Χ., μετά την αποφυλάκισή του, διαμένει στο χωριό Ουστ – Τσίλμα της βόρειας Ρωσίας. Όμως σε μερικούς μήνες, το 1932 μ.Χ., συλλαμβάνεται πάλι και εξορίζεται αυτή την φορά στην Αυτονομία των Κόμι, στη Σιβηρία. Εδώ, στο χωριό Νέριτσα, έζησε τρία χρόνια. Ο Άγιος βοηθούσε τους χωρικούς στις δουλειές και συζητούσε μαζί τους για την πίστη. Συχνά απομακρυνόταν στο δάσος και προσευχόταν. Αγωνιζόμενος για την αλήθεια ο Επίσκοπος Βίκτωρ δέχθηκε όλα τα βάσανα με πνευματική χαρά και υπομονή, μιμούμενος τους Μάρτυρες της πρώτης Εκκλησίας και διατηρώντας μια αξιοθαύμαστη πνευματική ηρεμία και ειρήνη. Κοιμήθηκε το έτος 1934 μ.Χ. από πνευμονία. Στις 18 Ιουνίου του έτους 1997 μ.Χ. τα ιερά λείψανά του βρέθηκαν άφθαρτα στο κοιμητήριο του χωριού Νέριτσα, παρόλο που έμειναν ενταφιασμένα σε βαλτώδες έδαφος περί τα εξήντα τρία χρόνια. Μεταφέρθηκαν στη Μόσχα και στις 2 Δεκεμβρίου του 1997 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε η επίσημη μετακομιδή τους στο γυναικείο μοναστήρι της πόλεως Βιάτκα.

  • Όσιος Σεβαστιανός του Καραγκάντα. 
Ο Όσιος Σεβαστιανός του Καραγκάντα, κατά κόσμον Στέφανος Βασίλεβιτς Φομίν, γεννήθηκε το έτος 1884 μ.Χ. στην επαρχία Ορέλ της Ρωσίας. Το 1906 μ.Χ. εισήλθε στη μονή της Όπτινα και εκάρη μοναχός με το όνομα Σεβαστιανός. Το 1923 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος και το 1927 μ.Χ. πρεσβύτερος. Διακόνησε στην περιοχή Καραγκάντα του Καζακστάν και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1966 μ.Χ.
  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Μωυσή του Θαυματουργού

Η κυρίως μνήμη του Αγίου τιμάται την 25η Ιανουαρίου. Δεν έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για το γεγονός.

  • Σύναξη πάντων των Σιναϊτών Αγίων

Το Σιναϊτικό Αγιολόγιο περιλαμβάνει σπουδαίες επώνυμες και ανώνυμες μορφές που έδρασαν τόσο κατά την περίοδο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης. Στο Αγιολόγιο αυτό περιλαμβάνονται εκείνοι για τους οποίους διατηρήθηκαν μαρτυρίες και βάσει αυτών αναγνωρίσθηκαν Άγιοι. Πρόκειται για εκατόν ογδόντα μία άγιες μορφές, των οποίων η μνήμη εορτάζεται συνολικά κατ΄ έτος την Τετάρτη της Διακαινησίμου, ημέρα αφιερωμένη στην «Σύναξη πάντων των Σιναϊτών Αγίων». Το Ησυχαστήριο μάλιστα της Τάρφας τιμάται στην εορτή της Συνάξεως των Σιναϊτών Αγίων.

Από τις μορφές αυτές έξι συνδέονται με την Παλαιά Διαθήκη και είναι κυρίως γνωστές από το βιβλίο της Εξόδου όπου περιγράφεται η φυγή των Εβραίων από την Αίγυπτο προς τη γη της Επαγγελίας. Οι υπόλοιπες μορφές συνδέονται με την περίοδο της Καινής Διαθήκης και έζησαν από τον 3ο αιώνα έως τις ημέρες μας.

Οι Άγιοι που εορτάζουν είναι:

Α) Ααρών Προφήτης, αδελφός Προφήτου Μωϋσέως.
Β) Αβραάμιος όσιος δενδρίτης.
Γ) Αικατερίνα μεγαλομάρτυς, πολιούχος Ι. Μ. Σινά.
Δ) Αμμούν όσιος αββάς Ραϊθούς.
Ε) Αναστάσιος ηγούμενος Ι. Μ. Σινά, και Πατριάρχης Αντιοχείας ομολογητής.
Στ) Αναστάσιος Ιερομάρτυς διάδοχος στην ηγουμενία και στην πατριαρχεία του άνωθεν μνημονευθέντος και σφοδρού πολεμίου των Μονοφυσιτών.
Ζ) Αναστάσιος όσιος Ραϊθούς.
Η) Αναστάσιος όσιος ασκητής, συγγραφεύς των: Διηγήσεων περί των Σιναϊτών Πατέρων.
Θ) Ανατόλιος Όσιος εκ Ραϊθώ, Ιεροσολυμίτης.
Ι) Ανωνύμων οσιομαρτύρων των εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων.
Ια) Ανωνύμων δυο οσίων αυταδέλφων διδύμων, εκ Κωνσταντινουπόλεως.
Ιβ) Ανωνύμων τριών, των οποίων Φαρανίτες ψαράδες, βρήκαν σε σπήλαια τα άγια λείψανά τους, τα οποία κατέπαυσαν τον κλύδωνα της θάλασσας.
Ιγ) Ανωνύμων οσίων αοράτων ασκητών της ερήμου Σίδδης.
Ιδ) Ανωνύμων οσίων δύο ευγενών αυταδέλφων ασκητών.
Ιε) Ανωνύμου οσίου δενδρίτου ασκητού.
Ιστ) Ανωνύμου οσίου ασκητού της ερήμου Σίδδης.
Ιζ) Ανωνύμου οσίου γυμνητεύοντος ασκητού.
Ιη) Ανωνύμου μάρτυρος, γόνου της Φαράν, εκ των αναιρεθέντων.
Ιθ) Βενιαμίν αββά Αιλίμ, οσιομάρτυρος εκ των αναιρεθέντων.
Κ) Γαλακτίωνος Μάρτυρος.
Κα) Γεωργίου Οσίου, μαθητή Οσίου Ιωσήφ Ραϊθηνού.
Κβ) Γεωργίου Οσίου Αρσελαΐτου, ηγουμένου Σινά, και θαυμαστώς τους πίθους της Μονής ελαίου γεμίσαντος.
Κγ) Γεωργίου ηγουμένου Σινά, αδελφού Ιωάννου Κλίμακος.
Κδ) Γεώργιος Όσιος Βυζάντιος, του ασκήσαντος εν τινί νήσω της Ερυθράς.
Κε) Γεώργιος Όσιος Φαραωνίτης, μαθητής του άνωθεν Γεωργίου.
Κστ) Γεώργιος Όσιος Γαδημήτης.
Κζ) Γρηγόριος Όσιος Σιναΐτης.
Κη) Δανιήλ Όσιος Φαραωνίτης.
Κθ) Δόμνος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Λ) Δουλάς Όσιος ηγούμενος Σινά.
Λα) Δουλάς Όσιος πρεσβύτερος, ηγούμενος Σινά.
Λα) Ελένη Ισαπόστολος, της κτισάσης ναό επί της Βάτου
Λβ) Ελισσαίος Όσιος Αρμένιος.
Λγ) Επιστήμη Μάρτυς.
Λδ) Επιφάνιος Όσιος έγκλειστος.
Λε) Ευθύμιος πατριάρχης Ιεροσολύμων.
Λστ) Ευσέβιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Λζ) Ζαχαρίας Όσιος, ο ασκήσας εν Σινά και εν Γεράροις.
Λη) Ζήνων Όσιος σημειοφόρος.
Λθ) Ηλίας Προφήτης.
Μ) Ηλίας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μα) Ησαΐας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μβ) Ησύχιος Όσιος Χωρηβίτης.
Μγ) Ησύχιος Όσιος, ηγούμενος μονής του Βάτου.
Μδ) Θεόδουλος Όσιος, γιός Οσίου Νείλου Σιναΐτου.
Με) Θεόδουλος πρεσβύτερος, Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μστ) Ιγνάτιος Όσιος, ιερομόναχος και πνευματικός, εκ Ρεθύμνου.
Μζ) Ιερεμίας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μη) Ιησούς του Ναυή.
Μθ) Ιουλιανός Όσιος ο απλός, ο εν τη Αγία Κορυφή ασκήσας.
Ν) Ιουστινιανός Όσιος ο βασιλόπαις, ο τη σιωπή ασκήσας.
Να) Ισαάκ Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Νβ) Ιωάννης Όσιος της Κλίμακος.
Νγ) Ιωάννης Όσιος ό Κίλικας, ηγούμενος Ραϊθούς.
Νδ) Ιωάννης Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Νε) Ιωάννης αρχιεπίσκοπος Σινά, Ιερομάρτυς, εξ Αθηνών.
Νστ) Ιωάννης Όσιος Σαββαΐτης.
Νζ) Ιωσήφ Όσιος Ραϊθούς.
Νη) Λογγίνος ή Ίσαυρος, Όσιος ο πνευματοφόρος, ηγούμενος Σινά.
Νθ) Μακάριος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Ξ) Μαριάμ, αδελφή Προφήτου Μωϋσέως.
Ξα) Μαρίνα Οσία Ραϊθούς.
Ξβ) Μάρκος Όσιος, μαθητής Αββά Σιλουανού.
Ξγ) Μάρκος Οσιομάρτυς, εκ των αναιρεθέντων.
Ξδ) Μαρτύριος Όσιος, γέροντας Ιωάννου της Κλίμακος.
Ξε) Ματθαίος Όσιος ο ακτήμων, εκ Πελοποννήσου.
Ξστ) Ματθίας Όσιος του εν Αρανδουλά.
Ξζ) Ματόης Όσιος πρεσβύτερος Ραϊθούς.
Ξη) Μεγέθιος Όσιος ο ασκητής της κοιλάδας των Αγ. Τεσσαράκοντα.
Ξθ) Μιχαήλ Όσιος Ιβηρίτης, της ερήμου του Αρσελάου.
Ο) Μωϋσής Προφήτης.
Οα) Μωϋσής Όσιος νηστευτής Φαραωνίτης.
Οβ) Νείλος Όσιος Σιναΐτης.
Ογ) Νετράς Όσιος, επίσκοπος Φαράν.
Οδ) Νίκανδρος Όσιος.
Οε) Νίκων Όσιος.
Οστ) Νιστέρωος Όσιος Ραϊθούς.
Οζ) Ξόϊος Όσιος Θηβαίος.
Οη) Ορέντιος Όσιος.
Οθ) Παύλος Πατρεύς, ηγούμενος Ραϊθούς, οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Π) Παύλος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πα) Πέτρος Όσιος Πιονίτης.
Πβ) Πρόκλος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πγ) Σάββας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πδ) Σεραπίων Όσιος Ιερομόναχος και πνευματικός.
Πε) Σέργιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πστ) Σέργιος Όσιος αναχωρητής.
Πζ) Σιλουανός Οσιομάρτυς.
Πη) Στέφανος Όσιος ερημίτης, Χωρηβίτης.
Πθ) Στέφανος Όσιος Βυζάντιος.
Ρ) Στέφανος Όσιος Κύπριος.
Ρα) Στέφανος Όσιος του Μαλωχά.
Ρβ) Στρατήγιος Όσιος ο έγκλειστος.
Ργ) Συμεών Όσιος ο πεντάγλωσσος.
Ρδ) Υπάτιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Ρε) Φιλόθεος Όσιος ο Σιναΐτης.
Ρστ) Χριστόφορος Όσιος ο Ρωμαίος.
Ρζ) Ψώης Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων, μαθητής Οσίου Μωϋσέως Φαρανίτου.
Ρη) Ωρ Προφήτης.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐν Σινᾷ τῷ ἁγίῳ διαφόροις ἐν ἔτεσι, καὶ ἐν Ῥαϊθῷ ὑπὲρ φύσιν ἐν σαρκὶ ἠγωνίσασθε, Πατέρων τῶν Ὁσίων ἡ πληθύς, καὶ δῆμος θεοφόρων Ἀσκητῶν, διὰ τοῦτο εὐφημοῦμεν πάντας ὑμᾶς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.

  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη

Η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη (βλέπε 7 Αυγούστου) έγινε στις 7 Μαΐου του έτους 1982 μ.Χ., 108 χρόνια από την κοίμησή του, ύστερα από ολονύκτια αγρυπνία και η μνήμη της γιορτάζεται την Τρίτη προς Τετάρτη της Διακαινησίμου. Τα ιερά λείψανα τοποθετήθηκαν μέσα σε αργυρή λάρνακα μαζί με την τίμια κάρα του σε περίβλεπτη θέση του ναού και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν σεπτῶν σου λειψάνων ἱερῶς ἑορτάζοντες, Ἰωσὴφ θεοφόρε, τὴν ἐκ τάφου ἐκκόμισιν, πληρούμεθα ὀσμῆς πνευματικῆς, καὶ χάριτος πλουσίας ἐξ αὐτῶν· θείας δόσεις γὰρ παρέχεις ὡς ἀληθῶς, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἰμάτων σου.
Ἀγγελικῶς ἐν Καψᾷ βιωσάμενος, τῆς τῶν Ἀγγέλων εὐκλείας ἠξίωσαι· ἡμεῖς δὲ τῶν θείων λειψάνων σου, περικυκλοῦντες τὴν θήκην βοῶμέν σοι· σὺ εἶ Ἰωσὴφ ἡμῶν καύχημα.

Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν σῶν λειψάνων θεία σορός, πίστει ἁγιάζει, τοὺς προσπίπτοντας εὐλαβῶς, Ἰωσὴφ τρισμάκαρ· διὸ πάσης ἀνάγκης, καὶ νόσων καὶ κινδύνων, ἡμᾶς ἀπάλλαττε.

  • Σύναξη της Παναγίας της Υψενής στη Ρόδο

Η αγία και πανυπέρτιμος Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Υψενής» υπήρχε κρυμμένη κάτω από ένα δένδρο ελιάς, στην ομώνυμη περιοχή του χωριού Λάρδος, όπου παλαιά υπήρχε Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στον τόπο αυτόν αποσυρόταν συχνά για άσκηση και προσευχή ο Όσιος Πατήρ Μελέτιος (βλέπε 12 Φεβρουαρίου), ο οποίος μία νύκτα έγινε αυτόπτης ενός θαυμαστού θεάματος. Φωτεινή στήλη κατέβαινε από τον ουρανό φωτίζοντας το δένδρο και τον γύρω χώρο.

Έκπληκτος πλησίασε και ερευνώντας βρήκε μία παλαιά Εικόνα της Θεομήτορος. Η Θεοτόκος την επομένη νύκτα του παρουσιάστηκε σε όνειρο λέγοντάς του, να οικοδομήσει επ ὀνόματί της στον τόπο της ευρέσεως Ναό, για να τοποθετήσει την Εικόνα, και, ιδρύοντας εκεί Μονή, να συνεχίσει σε αυτήν την ασκητική πολιτεία του.

Παράλληλα του υπέδειξε ένα μέρος κοντά στο σημείο εκείνο λέγοντάς του να σκάψει για να βρει τα αναγκαία χρήματα για ένα τόσο μεγάλο έργο. Ο Όσιος υπάκουσε στην εντολή της Υπεραγίας Θεοτόκου, έσκαψε στο μέρος που του υπεδείχθη και βρήκε θαμμένο στη γη θησαυρό με τον οποίο κατόρθωσε να ανταποκριθεί στις δαπάνες της οικοδομής. Έκτισε τον Ναό, μέσα στον οποίο θησαύρισε την τιμία Εικόνα, και επανίδρυσε την ερειπωμένη Μονή, όπου και έζησε ασκητικά μέχρι το τέλος της επιγείου ζωής του.
Η θαυματουργός Εικόνα φυλάσσεται μέχρι σήμερα στην ομώνυμη Μονή τιμωμένη από τους πιστούς και πηγάζουσα θαύματα στους προσερχομένους με πίστη και ευλάβεια.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σεπτήν σου Εἰκόνα, θαυμαστῶς φανερώσασα, πάλαι τῷ Πατρὶ Μελετίῳ, τῷ Ὁσίῳ δομήτορι, ἐκβλύζεις νῦν ἐκ ταύτης Ὑψενή, τῶν θείων δωρεῶν σου τὴν πηγήν, καταρδεύουσα τὴν ποίμνην σου μυστικῶς, ἐκ πόθου σοι ἐκβοῶσαν· Δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ προμηθείᾳ σου, δόξα τῇ θαυμαστῇ σου πρὸς ἡμᾶς, Μῆτερ χρηστότητι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῇ Ὑψενῇ οἱ εὐσεβεῖς τὸν ὕμνον ᾄσωμεν. καὶ ἀσπασώμεθα αὐτῆς ὅλης ἐκ πίστεως, τῆς Μορφῆς τὸν πανυπέρτιμον χαρακτῆρα· Ἀναβλύζει γὰρ τὰ ῥεῖθρα τῶν ἰάσεων, καὶ παρέχει τὴν ἐνέργειαν τῆς χάριτος, τοῖς κραυγάζουσι· Χαῖρε, Μῆτερ Ἀπείρανδρε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Θεονύμφευτε Ὑψενή, τῶν ἀπεγνωσμένων, γλυκυτάτη καταφυγή· χαίροις τῆς Μονῆς σου, χαρὰ καὶ σωτηρία, καὶ τῶν ἐν ἀσθενείαις, θεία ἀντίληψις.

Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Θεονύμφευτε Ὑψενή, ἔφορος καὶ σκέπη, τῆς ἁγίας ταύτης Μονῆς· χαίροις ἡ ἰάσεις, ἀφθόνως χορηγοῦσα, καὶ πάντας ἐκ κινδύνων, δεινῶν ἐξαίρουσα.

Ὁ Οἶκος
῎Αγγελοι μετὰ δέους, ἀτενίζουσι Μῆτερ, τὴν θείαν σου Εἰκόνα· ἡμεῖς δέ, οἱ ἐν Ῥόδῳ πιστοὶ ἐξ αὐτῆς, τῶν πολλαπλῶν Ὑψενὴ χαρισμάτων σου, τὰς δωρεὰς λαμβάνοντες, βοῶμέν σοι ἐν εὐλαβεία·
Χαῖρε, τοῦ κόσμου ἡ σωτηρία·
χαῖρε, ἀνθρώπων ἡ προστασία.
Χαῖρε, θαυμαστὴ εὐσεβούντων ἀντίληψις·
χαῖρε, μυστικὴ μοναζόντων παράκλησις.
Χαῖρε, ἡ ἀποκυήσασα τὸν φιλάνθρωπον Χριστόν·
χαῖρε, ἡ καταποντίσασα τὸν παγκάκιστον ἐχθρόν.
Χαῖρε, ὅτι ἐκβλύζεις ἰαμάτων τὰ ῥεῖθρα·
χαῖρε, ὅτι παρέχεις σωτηρίας τὴν χάριν.
Χαῖρε, νυμφὼν χαρίτων ὁλόφωτος·
χαῖρε, πηγὴ θαυμάτων ἀκένωτος.
Χαῖρε, Μονῆς φερωνύμου ἡ σκέπη·
χαῖρε, ἡμῶν ἐν κινδύνοις ἡ ῥύστις.
Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

  • Όσιος Νίκανδρος ο Σιναΐτης ο εκ Καστελορίζου

Στο Σιναϊτικό Κώδικα του 1716 περιέχεται ο βίος και η πολιτεία του Όσίου Νικάνδρου του νέου ασκητού που έλαμψε με την αρετή και την αγιότητα του στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του αγίου και θεοβαδίστου όρους Σινά. Σύμφωνα με τον κώδικα αυτό ο όσιος Νίκανδρος γεννήθηκε το 1581 μ.Χ. στο Ριζόκαστρο δηλαδή στο Καστελορίζο όπου υπήρχε μετόχι της Ιεράς Μονής του Σινά οι Άγιοι Απόστολοι. Έγινε μοναχός στο Σινά το 1611 μ.Χ. και κοιμήθηκε το 1631 μ.Χ. επί Αρχιεπισκόπου Ιωάσαφ.

Στην Ιερά Μονή του Σινά ήταν κάποιος πολύ ενάρετος ιερομόναχος από το Ρέθυμνο της Κρήτης ονομαζόμενος Ιγνάτιος. Ο Ιγνάτιος πήρε κοντά του ως υποτακτικό του τον Καστελορίζιο μοναχό Νίκανδρο. Επιθυμώντας και οι δύο να γνωρίσουν τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια του Αγίου Όρους πήγαν εκεί και έμειναν 5 χρόνια. Όμως ξαναγύρισαν και πάλι στη μετάνοια τους στο Σινά γιατί διεπίστωσαν οτι εκεί υπήρχε μεγαλύτερη ησυχία και εκεί πέρασαν και τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής τους.

Ο ιερομόναχος Ιγνάτιος ήταν πολύ καλός και ενάρετος πνευματικός. Είχε τέλεια ακτημοσύνη και εγκράτεια και ακατάπαυστο έργο του ήταν η προσευχή. Ο μαθητής του όμως Μοναχός Νίκανδρος ξερπέρασε το δάσκαλο του. Είχε περισσότερο εγκράτεια από εκείνον και τέλεια και ακούραστη υποταγή στο Γέροντα του και έτσι έφτασε σε πλήρη απάθεια. Ποτέ δε φάνηκε να χαίρεται ή να λυπάται αλλά πάντα στεκόταν στο ίδιο και απαράλλακτο ήθος. Έβαζε σε όλους μετάνοια και σε ότι του έλεγαν έβαζε μπροστά το «ευλόγησον πάτερ». Ο Νίκανδρος κοιμήθηκε ένα χρόνο και κάτι πριν από το Γέροντα του Ιγνάτιο. Όταν συμπληρώθηκε χρόνος από τη ταφή του άνοιξαν οι πατέρες το κοιμητήριο για να βάλλουν άλλον αδελφό. Μπήκε μέσα ο Γέροντας και πνευματικός του για να δεί το λείψανο του και το βρήκε σώο και ακέραιο έχοντας το χρώμα του κρόκου και αναβλύζοντας μύρο. Ο Γέροντας του Ιγνάτιος, βγαίνοντας απο το κοιμητήριο με δάκρυα στα μάτια είπε: «Σε ευχαριστώ Κύριε που και ζωντανό ακόμα μου έδωσες αυτή τη πληροφορία για τον υποτακτικό μου».

Σημείωση: Σε αρκετές διαδικτυακές πηγές αναφέρεται ως ημέρα εορτής του Οσίου Νικάνδρου η 29η Ιανουαρίου. Όμως σύμφωνα με την Ιερά Μητρόπολη Σύμης, ο Όσιος Νίκανδρος εορτάζει την Τετάρτη της Διακαινησίμου.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος α΄ Της ερήμου πολίτης.
Του Σιναίου οικήτωρ και Μεγίστης αγλάϊσμα της Αγίας Μονής σου ιερόν, περιτείχισμα, εδείχθης ω Νίκανδρε σοφέ, βιώσας ώσπερ άγγελος εν γή, και παρέχεις την σην χάριν τοις ευλαβώς προστρέχουσι τη σκέπη σου. Δόξα το δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε αγιάσαντι, δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν πρέσβυν ακοίμητον.

  • Όσιος Λεόντιος ο εν Βλαχέρνα Αρκαδίας

Για τον βίο του Οσίου Λεοντίου δεν γνωρίζουμε πολλά. Οι κυριότερες πηγές για τα λιγοστά για τα βιογραφικά του στοιχεία είναι ο Κώδικας της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας και ο υπ’ αριθμόν 163 Κώδικας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής της Δημητσάνας. Πολλά άλλα στοιχεία διέσωσε η προφορική παράδοση της περιοχής.

Ο Όσιος Λεόντιος έζησε πριν το 1770 μ.Χ. (ίσως το διάστημα μεταξύ 1650 – 1750 μ.Χ.). Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Στεμνίτσα Γορτυνίας και το επώνυμό του ήταν Πασωμένος. Για τους γονείς του, την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, την παιδική και την νεανική του ηλικία, δεν γνωρίζουμε κάτι. Η μοναχική του κουρά έγινε πιθανότατα σε μία από τις πολλές Μονές που ήκμαζαν την εποχή εκείνη στην περιοχή της Στεμνίτσας.

Τα στοιχεία περί του βίου του γίνονται πιο συγκεκριμένα, όταν ο Άγιος αρχίζει την ασκητική του πορεία στην κορυφή του όρους Καστανιά, που ίσως πρόκειται για το αρχαίο όρος «Κνάκαλος» όπως το αναφέρει ο Παυσανίας, με υψόμετρο 1.200 μέτρων, ακριβώς απέναντι από το χωριό της Βλαχέρνας. Η ευρύτερη περιοχή της Βλαχέρνας και τα σπήλαια που κοσμούν τα γύρω όρη ήταν τόπος ασκήσεως αναχωρητών.

Σε ένα τέτοιο, φυσικό σπήλαιο, κατοίκησε ο Όσιος Λεόντιος. Στην πορεία του χρόνου προχώρησε στην διάνοιξη του σπηλαίου και στην κατασκευή μονυδρίου προς τιμήν της Καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου. Αφορμή ήταν η παρουσία, της ιεράς εικόνος της Κυρίας Θεοτόκου, στην οποία αναγράφεται «ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΟΥ η Βλαχέρνα». Από την εικόνα αυτή πήρε το σημερινό του όνομα το χωριό και από Μπεζενίκος μετονομάστηκε σε Βλαχέρνα. Η εικόνα αυτή της Θεοτόκου είχε κρυφτεί κάτω από το κελί του Οσίου Λεοντίου μέσα σε μικρή κρύπτη του βράχου, ώστε να παραμείνει προστατευμένη και να μην πέσει στα βέβηλα χέρια των τούρκων. Η εικόνα ευρέθη θαυματουργικώς μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους.

Στο σπήλαιο λοιπόν αυτό, και υπό την σκέπη της Θεοτόκου, ο Όσιος Λεόντιος έζησε χρόνους απομόνωσης και αφιέρωσης στην προσευχή και την άσκηση. Παράλληλα δεν παρέβλεψε να προσφέρει πνευματική ωφέλεια στους κατοίκους της περιοχής και σε όλους όσους περνούσαν από εκεί. Χαρακτηριστικό της αγάπης και της φιλανθρωπίας του είναι το ακόλουθο.

Το χωριό ήταν πέρασμα όσων εδιάβαιναν από την Τρίπολη προς τα Καλάβρυτα και τον Πύργο. Ο δρόμος ήταν χαραγμένος περίπου όπως η σημερινή οδική αρτηρία που ενώνει την Τρίπολη με την Βλαχέρνα και συνεχίζει για τα Καλάβρυτα και τον Πύργο. Στο τμήμα αυτό του δρόμου κοντά στην Βλαχέρνα δεν υπήρχε νερό προς ξεκούραση των οδοιπόρων.

Ο Όσιος επισημαίνοντας την ανάγκη των ανθρώπων για λίγη ξεκούραση και δροσερό νερό, μετέφερε νερό μέσα σε ασκί και το τοποθετούσε σε πιθάρι στον ίσκιο ενός δέντρου δίπλα στο δρόμο, εκεί όπου και σήμερα υπάρχει το τοπωνύμιο «δέντρος». Έτσι, οι οδοιπόροι εύρισκαν λίγη ανάπαυση στην μακρά οδοιπορία τους, κυρίως κατά τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού.

Το διακόνημα αυτό δεν ήταν μικρό. Ο Άγιος είχε μακρύ δρόμο να διανύσει κάθε φορά από την κορυφή του βουνού έως τον δρόμο για να μεταφέρει το νερό και να επιστρέψει και πάλι στο ασκητήριό του. Όμως, εκείνος συνδύαζε μέσα από το διακόνημα αυτό αγάπη για τον άνθρωπο και αγάπη για τον Θεό. Κάθε φορά που επέστρεφε, αφού είχε ήδη μεταφέρει το νερό για τους οδοιπόρους, έπαιρνε το ανηφορικό μονοπάτι προς το ασκητήριό του κουβαλώντας μία μεγάλη πέτρα κάθε φορά, ώστε να βρίσκεται συνεχώς σε σωματική άσκηση, να συγκεντρώνει υλικά για την ανοικοδόμηση του ναού προς τιμήν της Θεοτόκου της Βλαχέρνας, αλλά και την κατασκευή του τάφου του.

Δίπλα στο ασκητήριό του και τον ναό που έκτισε προς τιμήν της Παναγίας μας, κατασκεύασε μία μικρή δεξαμενή νερού και καλλιεργούσε κήπο για τις ανάγκες του.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός για να τον ανταμείψει για τον αγώνα του και την προθυμία του, που τον ακολούθησε και τον διακόνησε σε όλη του την ζωή, του έδωσε το χάρισμα να προγνωρίσει την κοίμησή του.

Ήταν Μεγάλο Σάββατο όταν ο Άγιος Λεόντιος ασθένησε, ένας φίλος του τσοπάνης της περιοχής θέλησε να τον επισκεφθεί και να του προσφέρει γάλα για να τον ανακουφίσει.

Ο Άγιος όμως δεν είχε δοχείο άδειο για να αδειάσει το γάλα, είπε έτσι στον ποιμένα να έρθει αύριο να πάρει το δοχείο του και συγχρόνως του έδωσε οδηγίες για την ταφή του εντός του σπηλαίου και στον τάφο τον οποίο ο ίδιος είχε κατασκευάσει.

Την άλλη μέρα την Κυριακή του Πάσχα πηγαίνοντας ο τσοπάνης να πάρει το δοχείο, βρήκε τον Άγιο κοιμηθέντα και αμέσως έκανε ό,τι ο Άγιος του είχε ανακοινώσει.

Ο τάφος του Αγίου σώζεται μέχρι σήμερα έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, η στέγη του είναι θολωτή, με μικρή τρύπα στη μέση. Εκεί βρισκόταν και το ραβδάκι του Αγίου το οποίο έχει απομείνει το μισό και φυλάσσεται μέχρι σήμερα μαζί με μικρά τεμάχια του Ιερού Λειψάνου που, εδώ εις τον Ιερόν Ναό του Αγίου Αθανασίου της Βλαχέρνας, έχουν τεθεί προς προσκύνηση.

Σύμφωνα με τον κώδικα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, που αποτελεί πλέον την πιο έγκυρη πηγή της ζωής του Αγίου Λεοντίου, μαθαίνουμε «ότι μετά από παρέλευση ενός έτους οι χωρικοί μετά του ποιμένος εκχώσαντες το λείψανον του Οσίου, εύρον αυτό λελυμένον και ευωδίας ανάπλεων». Ένα μεγάλο δείγμα Αγιότητος, τιμής και ανταμοιβής από το Θεό προς τον Όσιο για τον αγώνα του και την οσιακή βιωτή του.

Η παράδοσις μας διασώζει ότι κάποιος τσοπάνης από το χωριό του Οσίου Λεοντίου μετά από προτροπή του Αγίου εργαζόταν στο αιγοποίμνιο του Ιωάννου Κατσούλη, κοντά στους πρόποδες του όρους του Οσίου, από εκεί μετέφερε το ιερό λείψανο του Οσίου στη Στεμνίτσα και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου.

Το 1779 μ.Χ. απόσπασμα Αλβανών πήγε στη Στεμνίτσα και έκαψε αρκετά σπίτια, πυρπόλησαν και την Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου, όπου βρήκαν την κάρα του Οσίου Λεοντίου και την πούλησαν σε χριστιανούς της Πρέβεζας.

Ένα από τα θαύματα του Οσίου, που διασώζει η παράδοση, έγινε στο ποιμνιοστάσιο που προαναφέραμε. Ο ποιμένας διαπίστωσε ότι το γάλα από μία συγκεκριμένη γίδα μοσχοβολούσε. Παρακολούθησε σε ποιο σημείο έβοσκε το συγκεκριμένο ζώο και είδε ότι έμπαινε στην σπηλιά του Οσίου και έτρωγε χόρτο που φύτρωνε στον τάφο του Αγίου. Την επόμενη ημέρα το χορτάρι είχε φυτρώσει και πάλι πάνω στον τάφο.
Ο Κώδικας της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας διασώζει ένα ακόμη θαύμα. Κοντά στην Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου είχε ξεσπάσει ραγδαία βροχή και χαλάζι, με διάρκεια πολλών ημερών, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα και μεταβάλλοντας την περιοχή σε χειμάρρους. Οι μοναχοί της Μονής είχαν απελπιστεί από την φυσική καταστροφή, ύψωσαν την κάρα του Οσίου Λεοντίου προς τον ουρανό και έκαναν δέηση. Αμέσως η βροχή σταμάτησε και η περιοχή σώθηκε από μεγαλύτερα δεινά.
Ο Όσιος Λεόντιος εορτάζει την Τετάρτη του Πάσχα στην Ιερά Μονή Παναγίας των Βλαχερνών (στο όρος Καστανιά).

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ΄.
Στεμνίτσης το βλάστημα και της Βλαχέρνης φρουρόν, τιμώμεν σε, όσιε, των εν δακρύων ροαϊς και πόνοις ασκήσεως, λάμψαντα εν ερήμοις και εν όρεσι όντως ένθα και ωκειώθης τω Χριστώ θείω πόθω. Αυτόν ουν ικέτευε Λεόντιε σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Έτερον Ἀπολυτίκιον
Τῆς Στεμνίτσης τόν γόνον καί Βλαχέρνης τόν ἒφορον, τόν τῆς Ἀρκαδίας σπηλαίων πνευματέμφορον λέοντα, τόν ὃσιον Λεόντιον πιστοί, λαμπάσι Ἀναστάσεως φαιδραῖς, ὑπαντήσωμεν τιμῶντες σεμνοπρεπῶς, καί πίστει αναβοῶντες˙ Δόξα τῷ Ἀναστάντι ἐκ νεκρῶν, δόξα τῷ σε ἀναστήσαντι, δόξα τῷ ἀνιστῶντι καί ἡμᾶς, ἐκ τάφου θλίψεων.

  • Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι

Σε κάθε εποχή ο Θεός αναδεικνύει αγίους ανθρώπους οι οποίοι αν και ζουν στις ίδιες συνθήκες ζωής με όλους τους άλλους συνανθρώπους τους, οι ίδιοι «αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα της πίστεως», φωτίζουν ως πνευματικοί φάροι τον κόσμο τον οποίο και διακονούν εν ονόματι του Κυρίου μας.

Σε μια εποχή δύσκολη για όλο το γένος μας (τέλος του 18ου αρχές του 19ου αιώνα μ.Χ.) ο Θεός έδωσε την ευλογία Του στην πόλη της Άρτας να γεννηθούν, να ζήσουν, να ασκηθούν, να διδάξουν και να αγιάσουν δύο κατά σάρκα αδέλφια οι όσιοι Θεοχάρης και Απόστολος.

Οι Όσιοι αυτάδελφοι Θεοχάρης και Απόστολος ήταν παιδιά του ευσεβή ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, εφημέριου του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας Άρτας, και της ενάρετης πρεσβυτέρας Φωτεινής. Ο Θεός τους χάρισε τρεις γιους (ο τρίτος λεγόταν Κωνσταντίνος), τους οποίους ανάθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου».

Φρόντισαν πρώτα απ’όλα να γίνουν άνθρωποι του Θεού και η πορεία της επίγειας ζωής τους να είναι και πορεία προς τον ουρανό και τον αγιασμό τους. Παράλληλα ενδιαφέρθηκαν να μορφώσουν τα παιδιά τους με την όποια καλύτερη παιδεία υπήρχε στην πόλη την εποχή εκείνη.

Ο μεγαλύτερος γιος τους ο Θεοχάρης (γεννήθηκε γύρω στα 1760 μ.Χ.) διέθετε μεγάλη έφεση για τα γράμματα. Διδάχθηκε την «θύραθεν σοφία» στην περίφημη τότε σχολή της Άρτας, τη σχολή Μανολάκη Καστοριώτη. Εκεί την εποχή εκείνη δίδασκε ο μεγάλος δάσκαλος και ιεροψάλτης, Δημήτριος Οικονομόπουλος Βενδραμής από το Μεσολλόγι. Στη σχολή διδάσκονταν ο όσιος Θεοχάρης, αλλά ο ίδιος με την αγία του ζωή και τις θεόπνευστες παραινέσεις δίδασκε τους συμμαθητές του, πολλοί από τους οποίους παρακινήθηκαν και έγιναν ιερείς και μοναχοί. Από την ηλικία αυτή φανερώθηκε η δύναμη και η πειθώ του λόγου του Αγίου, αφού έβγαινε φυσικά από μια καρδιά που τη φλόγιζε η αγάπη του Θεού.

Τον δε «ἁπλὸ καὶ ἀκέραιον στὴν ψυχὴ» Απόστολο ανέλαβε ο ίδιος ο πατέρας του.

Τα δύο αδέλφια ο Θεοχάρης και ο Απόστολος είχαν ιδιαίτερη έφεση και αγάπη προς την εκκλησιαστική ζωή και με ιδιαίτερη ταπείνωση και επιμέλεια διακονούσαν τον ιερέα πατέρα τους στα λειτουργικά του καθήκοντα. Παράλληλα όλη η οικογένεια ήταν ανεξάντλητη πηγή αγάπης και προσφοράς, υλικής και πνευματικής προς τους συνανθρώπους και τους ενορίτες τους.

Η χαρά των γονιών ήταν μεγάλη για την πρόοδο και την καλλιέργεια των παιδιών τους. Η καρδιά του ευλαβέστατου ιερέα σκιρτούσε από την επιθυμία και την προσδοκία να δει και να απολαύσει τους δυο γιους του λειτουργούς στο άγιο και υπερουράνιο θυσιαστήριο. Τέτοια άγια φιλοδοξία είχε ο ενάρετος ιερέας! Πραγματικά με πολλή προσοχή έκανε την πρόσκληση στα δυο του παιδιά να γίνουν ιερείς ό,τι πιο ευλογημένο και άγιο μπορεί να υπάρξει επί της γης. Πλήρωσε μάλιστα και τα εμβατίκια (χρηματικά ποσά προς τον Αρχιερέα, για την χειροτονία και τοποθέτηση σε ιερέα σε συγκεκριμένο ναό) στην Μητρόπολη Άρτης για να χειροτονηθούν τα παιδιά του ιερείς στον ναό της Αγίας Σοφίας που και ο ίδιος ιερουργούσε.

Η απάντηση των σοφών νέων ήταν: «Μη βιάζεσαι πατέρα. Έχει ο Θεός».Έβλεπαν οι Άγιοι το ύψος και το μεγαλείο της Ιερωσύνης του Χριστού και δεν έσπευδαν, αλλά όπως και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας απέφευγαν με δέος και ευλάβεια τη μεγάλη αυτή τιμή.

Ο ευλογημένος ιερέας ήθελε ο πρώτος γιος του ο Θεοχάρης να νυμφευθεί πρώτα και μετά να ιερωθεί. Ο Θεός όμως είχε άλλα αποφασίσει γι’ αυτόν. Ο Θεοχάρης είχε ήδη πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το αγγελικό πολίτευμα, δηλαδή το δρόμο της ασκήσεως και της μοναχικής πολιτείας και αντέλεγε με πολύ σεβασμό: «επιθυμώ όταν τελειοποιήσω τις σπουδές μου και έλθω στη νόμιμη ηλικία, εκείνο το οποίο η Θεία Πρόνοια με φωτίσει, εκείνο και θα πράξω».

Μαζί με τους γονείς καμάρωνε και ο Μητροπολίτης την πρόοδο των νέων αυτών και προσδοκούσε να λαμπρύνουν την τοπική Εκκλησία με την απόφασή τους να ιερωθούν.

Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Θεοχάρης, η οικογένεια του σεβαστού Ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε. Εκοιμήθησαν εν Κυρίῳ και οι δύο γονείς, ο ιερέας Γεώργιος και η πρεσβυτέρα Φωτεινή. Έφυγαν όμως ειρηνικοί απ’ τον κόσμο αυτό γιατί όσο μπόρεσαν έκαναν το χρέος τους προς τον Θεό και τους συνανθρώπους τους αφήνοντας πίσω στα παιδιά τους μια σημαντική περιουσία και κληρονομιά.

Και η περιουσία αυτή, που μπόρεσαν και μετέδωσαν στα παιδιά τους, ήταν η αληθινή και γνήσια πίστη τους, η αγία ζωή τους και η κατά Θεόν πορεία πάνω στις αξίες της πίστεως και της πατρίδας.

Ο Θεοχάρης και ο Απόστολος, σαν μεγαλύτεροι αδελφοί, μετά τον θάνατο των γονέων τους φρόντισαν τον μικρότερο αδελφό τους Κωνσταντίνο. Όταν ανδρώθηκε φρόντισαν να νυμφευθεί. Από το γάμο αυτό με την Σωσσάνη απέκτησε δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Θεοχάρη. Οι ίδιοι, αφού αποκατέστησαν τον αδελφό τους Κωνσταντίνο στο πατρικό τους σπίτι, αποσύρθηκαν σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας «απαρνηθέντες τα εγκόσμια».

Τα δύο αδέλφια απερίσπαστα πια από τα του κόσμου, ρίχνονται με θάρρος και γενναιότητα σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Η αδιάλειπτη προσευχή, η μελέτη του λόγου του Θεού, η ολονύκτια στάση, η ψυχοτρόφος νηστεία, η σιωπή και η εγκράτεια, η μετάνοια και η ολόθερμη αγάπη προς τον Θεό ήταν η καθημερινή τους πράξη και ζωή.

Η τροφή τους ήταν λιτή αποτελούμενη από ψωμί και νερό που έπιναν μετά τη δύση του ηλίου. Μερικές φορές έτρωγαν και λίγα φρούτα. Ο πρώτος βιογράφος τους, αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγιάς, αναφέρει ότι το ψωμί το έβαζαν σε ένα πήλινο σκεύος με μικρό άνοιγμα (ίσα που να χωρεί το ένα χέρι) για να υπογραμμίσει το λιτόν της τροφής τους. Αλλά και όταν κάποιοι ευσεβείς και ελεήμονες χριστιανοί τους πήγαιναν φαγητά, αυτοί με ευχαρίστηση, ευγένεια και πολλές ευχές τα δέχονταν, όχι για να τα γευτούν οι ίδιοι – ούτε κατ΄ελάχιστον – αλλά για να ελεήσουν πολλούς συνανθρώπους τους που βρίσκονταν σε ανέχεια και δύσκολη θέση. Μάλιστα για να τους πείσουν να τα πάρουν τους έλεγαν ότι αυτοί έφαγαν αρκετά και αυτά που τους προσφέρουν ήταν τα υπόλοιπα. Φυσικά όλους τους υποχρέωναν να μην αναφέρουν πουθενά την πράξη τους αυτή.

Ενώ δεν είχαν μοναχικό σχήμα και δεν είχαν καρεί μοναχοί έκαναν και τηρούσαν με ακρίβεια τον κανόνα του μεγαλόσχημου μοναχού. Κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων μία φορά την εβδομάδα και ακολουθούσαν τη ζωή και το παράδειγμα των πατέρων και ασκητών της εποχής τους το πνεύμα των οποίων πέρασε σ’ αυτούς και με τη διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Από το μικρό σπιτάκι τους δεν έβγαιναν παρά μόνο όταν είχαν απόλυτη ανάγκη και όταν η αγάπη προς τον πλησίον τους, υποχρέωνε σε διακονία και προσφορά. Έτσι ο Θεοχάρης δίδασκε τα πρώτα γράμματα στα Αρτηνόπουλα στο μικρό και χαριτωμένο εκκλησάκι της Παναγίας της Κασσοπίτρας (Κασσιόπης) μέχρι το 1818 μ.Χ. Εκεί δεν τους μάθαινε μόνο ξερά γράμματα και δεν τους μετέδιδε μονάχα στείρες γνώσεις αλλά έπλαθε κυρίως την ψυχή τους ποτίζοντάς τα με το καθάριο νερό της πίστεως και του Ευαγγελίου και ανάβοντας μέσα τους την αγάπη προς την έρμη και δούλα πατρίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι απ΄αυτόν τον δάσκαλο βγαίνει σπουδαίος μαθητής, ο εθνεγέρτης και αρχηγός της Φιλικής Ετερείας, ο εκ Κομποτίου Νικόλαος Σκουφάς. Αλήθεια ποιος μπορεί να μετρήσει τους παλμούς της καρδιάς δασκάλου και μαθητή μέσα στη διαδικασία μετάγγισης ζωής; Ποιος μπορεί να σκιαγραφήσει, έστω και κατ΄ολίγον, τι συνέβαινε στην ψυχή του νεαρού Σκουφά, ακούγοντας το φλογερό δάσκαλο;

Σημαντικό το έργο του οσίου Θεοχάρη και μεγάλη η πνευματική ωφέλεια του Αρτηνού λαού από τις θεόπνευστες επίσης ομιλίες του στο μονύδριο των Αγίων Αναργύρων.

Ο Όσιος Θεοχάρης προσέφερε αφιλοκερδώς και ακούραστα τις υπηρεσίες του στην Μητρόπολη Άρτης όταν Αρχιερατικός επίτροπος ήταν ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Θεοτοκίου Βενέδικτος «ο μεγαλοπρεπής και ελεήμων». Ο Βενέδικτος εκτιμώντας την μεγάλη αυτή και αγία προσωπικότητα τον κάλεσε να εργαστεί ως γραμματέας του. Ο Θεοχάρης παρά το φόρτο και τον κόπο της εργασίας αυτής ουδέποτε παραπονέθηκε και αρνήθηκε κάτι, παρά μόνο σε περιπτώσεις διαζυγίου, αφωρισμού και τιμωρίας ιερέα. Η αγία του ψυχή και η συνείδησή του δεν το άντεχε, γι’ αυτό προσποιούνταν τον άρρωστο και κατέφευγε στο αγαπητό του κελλί όπου έβρισκε παρηγοριά στην προσευχή του Ιησού και στις πολυάριθμες μετάνοιες.

Ο Βενέδικτος μετά από πολλές παρακλήσεις του Αγίου, κατάλαβε ότι ο Θεοχάρης δεν ήταν γι’ αυτή τη δουλειά και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του δίνοντας το χρόνο όλο για προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού και των αγίων Πατέρων.

Στην ασκητική αυτή πορεία, συνοδοιπόρος και συνασκητής ο άγιος Απόστολος αδελφός κατά σάρκα και πνεύμα του Οσίου Θεοχάρη.

Οι Αυτάδελφοι όσιοι αγάπησαν πλήρως τώρα τον μονήρη βίο. Μόνο ο Απόστολος έβγαινε από το μικρό ασκηταριό που βρίσκονταν στην καρδιά της πόλης για να ψωνίσει τα αναγκαία και να καλλιεργήσει το μικρό αμπέλι τους.

Αναφέρεται επίσης ότι οι άγιοι είχαν δύο στάμνες (πήλινα δοχεία) για νερό. Κατά τη νύκτα πήγαιναν τη μία στάμνα στο πηγάδι που τη γέμιζαν οι γυναίκες την ημέρα. Το βράδυ πήγαινε ένας απ΄αυτούς την έπαιρνε και άφηνε για γέμισμα την άλλη στάμνα. Κι αυτό το έκαμαν γιατί ήταν εραστές της ησυχίας και της προσευχής. Με αυτή τους τη στάση και προσευχή συμπαραστάθηκαν δυναμικά στο λαό της πόλης κατά τη διάρκεια των μεγάλων και θανατηφόρων επιδημιών πανώλης (πανούκλας) που ενέσκυψαν στην Άρτα, η πρώτη στις 2 Μαΐου του 1816 μ.Χ. και η δεύτερη το 1823 μ.Χ.

Οι δύο αδελφοί δεν απομακρύνθηκαν από την πόλη αλλά νυχθημερόν κλεισμένοι στο ερημητήριό τους προσεύχονταν μέχρι που ο Θεός και διά πρεσβειών του Αγίου Βησσαρίωνος, του οποίου την κάρα έφεραν και λιτάνευσαν οι Αρτηνοί, απομάκρυναν το θανατικό και ο λαός ξαναγύρισε στα σπίτια τους. Με τη στάση τους αυτοί οι άγιοι αυτάδελφοι έδωσαν δύναμη και κουράγιο στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι πλέον με πολύ σεβασμό τιμούσαν αυτούς.

Οσίας και φιλόθεας ζωής και το τέλος οσιακό και ειρηνικό έρχεται.

Ο Θεοχάρης προγνωρίζει την ώρα του θανάτου και παρακαλεί τον αυτάδελφό του και συναθλητή Απόστολο να ειδοποιήσει τον ιερέα να έλθει να τον κοινωνήσει την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ιερέας με θλίψη και σεβασμό έρχεται στο μικρό σπιτάκι όπου ο όσιος Θεοχάρης με ιδιαίτερη ευλάβεια κοινωνεί για τελευταία φορά τα Άχραντα Μυστήρια. Μετά δίνει τις τελευταίες οδηγίες και επιθυμίες στον «ἁπλοῦν καὶ ἀκέραιον τῇ ψυχῇ Ἀπόστολον».

Τον παρακαλεί πρώτα πρώτα να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο την ίδια φιλόθεη και φιλάνθρωπη ασκητική ζωή. Επιθυμία του είναι στην κηδεία του να παραστεί ο Μητροπολίτης Άρτης, να ενταφιασθεί στον ναό των Αγίων Αναργύρων και ουδέποτε να γίνει ανακομιδή των λειψάνων του. Την οικεία του τέλος δωρίζει στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας όπου εφημέρευε ο πατέρας του και όπου εκεί ο ίδιος είχε τις πρώτες και σημαντικές πνευματικές εμπειρίες.

Η αγγελία του θανάτου του την Μεγάλη Παρασκευή του 1828 μ.Χ. προκάλεσε οδύνη και θλίψη στον αρτηνό λαό που με σεβασμό και ευλάβεια έτρεξαν άπαντες στην εξόδιο ακολουθία του στην οποία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Άρτης Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος με λόγια απλά και συγκινητικά εκφώνησε επικήδειο λόγο, ανέφερε τις αρετές, την πίστη και την ασκητική ζωή του Θεοχάρους και προέτρεψε τους πιστούς να μιμηθούν την αγία του ζωή. Ο ίδιος ευχήθηκε για τον εαυτό του να τύχει τέτοιας μεγάλης ευλογίας και να πεθάνει τέτοια μεγάλη μέρα. Πραγματικά την άλλη χρονιά, το 1829 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή εξεδήμησε προς Κύριον και ο σεμνός αυτός Ιεράρχης.

Στην κηδεία του Οσίου συνέβησαν «εξαίσια και μεγάλα θαύματα». Οι τέσσερις λαμπάδες του νεκροκρέβατου κατά την νεκρική πομπή ενώ ήταν σβησμένες, άναψαν, και άρρητη ευωδία σκόρπισε το άγιο σκήνωμά του. Η ευωδία αυτή πλημμύρισε και το ναό των αγίων Αναργύρων αλλά και το μικρό σπιτάκι που ζούσε ο Άγιος. Άλλη μαρτυρία επίσης αναφέρει, ότι κατά την ώρα της εξοδίου ακολουθίας, άναψαν από μόνα τους τα κεριά του πολυελαίου των Αγίων Αναργύρων, θαύμα και πιστοποίηση από το Θεό της αγίας και φωτεινής ζωής του.

Ο Άγιος ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, στο χώρο μπροστά από την είσοδο της νότιας πλευράς του ναού.

Κατά το 1866 μ.Χ. όταν ηγούμενος του μονυδρίου ιερομόναχος Κορνήλιος, ανακαίνισε το μονύδριο, βρήκε στο χώρο αυτό κάτω από μια πλάκα σκεπασμένη την «χαριτόβρυτον αὐτοῦ κάραν πνέουσαν ἄρρητον εὐωδίαν». Αφού την προσκύνησε ευλαβικά την κάλυψε όπως αρχικά ήταν, σεβόμενος την επιθυμία του Αγίου. Έτσι ο χώρος της ταφής του αγίου παραμένει μέχρι σήμερα απείρακτος.

Ο Απόστολος συνέχισε να ζει σύμφωνα με τις τελευταίες υποθήκες του μεγαλυτέρου αδελφού του. Μοναχικά, ασκητικά, φιλάνθρωπα και εκκλησιαστικά. Καθημερινά φρόντιζε να συμπαρίσταται στους πάσχοντας συναθρώπους και η ελεημοσύνη προς όλους ήταν υποδειγματική. Κοντά του οι κατατρεγμένοι, τα ορφανά και οι φτωχοί έβρισκαν παρηγοριά και ελπίδα.

Δεκαεπτά χρόνια ζει μετά την κοίμηση του αγίου αυταδέλφου του Θεοχάρη, κοντά στον άλλο τους αδελφό Κωνσταντίνο την ίδια θεοφιλή ζωή.

Όταν και ο ίδιος προείδε το τέλος του παρακάλεσε τον αδελφό του να ταφεί χωρίς τιμές στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας. Πραγματικά όταν παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο κατά το έτος 1845 μ.Χ., το λέιψανό του ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας στο χώρο πίσω από το ιερό Βήμα του ναού. Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Οσίου Αποστόλου ευσεβείς γυναίκες πήγαν στον τάφο – όπως είναι συνήθεια μέχρι σήμερα – να ρίξουν νερό και να τον καλλωπίσουν. Έκπληκτες βρέθηκαν μπροστά σ΄ένα απρόσμενο θέαμα. Βρήκαν «ἐκφυὲν εἰς τὸ μέσον τοῦ τάφου πρωτοφανὲς θαυμάσιον ἄνθος ἐκπέμπον ἄρρητον εὐωδίαν», πράγμα που φανέρωνε εκ Θεού την αγιότητα του οσίου Αποστόλου.

Η μνήμη των οσίων αυταδέλφων παρέμεινε ανεξάληπτη στους κατοίκους της πόλεως της Άρτας οι οποίοι από την ημέρα του θανάτου τους, τους τιμούσαν ως Αγίους μνημονεύοντάς τους κατά την Τετάρτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος (Πάσχα).

Με τις ενέργειες του αειμνήστου ιερέως Σταύρου Παπαχρήστου, Εφημερίου του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας, καθιερώθηκε επίσημα η γιορτή τους.

Η μνήμη τους σήμερα τελείται πάνδημα και μεγαλόπρεπα την Κυριακή των Μυροφόρων στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν κλεινῶν αὐταδέλφων τὴν δυάδα τιμήσωμεν, τὸν θεοειδῆ Θεοχάρην καὶ τὸν σύμπνουν ̓Απόστολον· ὁσίαν γὰρ ἀνύσαντες ζωήν, ̔Αγίων ἠριθμήθησαν χοροῖς, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δοξασθέντι δι ̓ ὑμῶν, ἐσχάτοις ἔτεσιν.

Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεἶα θρέμματα ὢφθητε Ἄρτης, καί κειμήλια ἠθῶν ὁσίων, ὧ Θεόχαρες σοφὲ καὶ Ἀπόστολε· ἐν ἀρεταῖς γὰρ ἐνθέοις ἐμπρέψαντες, τῆς τῶν Ἁγίων τιμῆς ἠξιώθητε. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Αὐτάδελφοι παμμακάριστοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἕλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν αὐταδέλφων τὴν ὁσίαν δυάδα, ἀνευφημήσωμεν ἐν ὕμνοις ἐνθέοις, σὺν Θεοχάρει τὸν κλεινὸν ̓Απόστολον· οὗτοι γὰρ βιώσαντες, τῶν ̔Αγίων τὸν βίον, ῞Αγιοι ἐδείχθησαν, καὶ Χριστοῦ κληρονόμοι· οἷς καὶ βοῶντες εἴπωμεν πιστοί· χαίρετε ῎Αρτης, βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.

Μεγαλυνάριον
Σύμψυχοι ὁμότροποι ἀδελφοί, Θεόχαρες μάκαρ Καὶ Ἀπόστολε ἀληθῶς, ῶφθητε ἐν Ἄρτῃ, βιώσαντες ὁσίως· διὸ τῆς τῶν Ἁγίων δόξης ἐτύχετε.

Ὁ Οἶκος
Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. τοὺς νόμους ἐκπληροῦντες, ᾶγίαν ἔζησαν ζωὴν, ἐν μέσῳ τύρβης κοσμικῆς, αὐτάδελφοι οἰ θεῖοι· τὸ ἓν γὰρ Φρονήσαντες μιᾷ προθέσει ἀληθεῖ, ὅσα εὔφημα καί σεμνὰ, ὅσα δίκαια καί ἁγνὰ, ἐνεκολπώθησαν προθύμως. ἅπαν πρόσολον καί γεῶδες νόημα ἀποβάλλοντες· ἐντεῦθεν ἐν νηστείᾳ διηνεκεῖ, καὶ ἀγρυπνίᾳ συντόνῳ καὶ εὐχῇ ἀκαταπαύστῳ, ἡσύχως διαβιοῦντες, τὸν ἐν Αγίοις ἀναπαυόμενον, ἁγιοπρεπῶς ἐδόξασαν Λόγον ᾧ καί πρεσβεύουσιν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν βοώντων αὐτοῖς συμφώνως· χαίρετε Ἄρτης βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσαντες, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν, ζωήν ἀνεπίληπτον, ὁμοφωνίᾳ ψυχῆς, πιστῶς ἐβιώσατε· ὅθεν τῷ ούρανίῳ μεταστάντες νυμφῶνι, Θεόχαρες Θεοφόρε·, καῖ Ἀπόστολε μάκαρ, πρεσβεύσατε ἡμῖν δοῦναι, χάριν καὶ ἒλεος.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com