9η Συμφωνία του Μπετόβεν

Η εν λόγω συμφωνία είναι ένα από τα γνωστότερα μουσικά κομμάτια, που γράφτηκαν ποτέ. Μερικοί κριτικοί θεωρούν αυτό το έργο ως το σπουδαιότερο του Μπετόβεν, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι είναι ό,τι σπουδαιότερο έχει γραφεί στη δυτική μουσική.

by Times Newsroom

Χειρόγραφη σελίδα της 9ης Συμφωνίας

Η 9η Συμφωνία σε Ρε ελάσσονα, Op. 125 (9. Sinfonie in d-Moll op. 125), γνωστή και ως Χορωδιακή, είναι συμφωνία, αποτελούμενη από τέσσερα μέρη, του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, γραμμένη το 1824. Είναι η τελευταία ολοκληρωμένη συμφωνία του συνθέτη. Η εν λόγω συμφωνία είναι ένα από τα γνωστότερα μουσικά κομμάτια, που γράφτηκαν ποτέ. Μερικοί κριτικοί θεωρούν αυτό το έργο ως το σπουδαιότερο του Μπετόβεν, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι είναι ό,τι σπουδαιότερο έχει γραφεί στη δυτική μουσική.

Ήταν η πρώτη συμφωνία, στην οποία υπήρξαν χορωδιακά μέρη (εξ ου και το Χορωδιακή Συμφωνία). Η χορωδία εισέρχεται στο τελευταίο μέρος της Συμφωνίας, και περιέχει στίχους από το ποίημα Ωδή στη Χαρά, του Φρίντριχ Σίλερ, που γράφτηκε το 1785 και αναθεωρήθηκε το 1803. Σήμερα θεωρείται μία από τις πιο πολυεκτελεσμένες συμφωνίες στον κόσμο. Το 2001, χειρόγραφα του Μπετόβεν από τη Συμφωνία, που τα κατείχε η Staatsbibliothek zu Berlin, προστέθηκαν στην Memory of the World Programme της UNESCO, και έγινε το πρώτο μουσικό κομμάτι που έλαβε τέτοια τιμή.

Σύνθεση

Η Φιλαρμονική Κοινότητα του Λονδίνου αρχικά του ανάθεσε τη Συμφωνία το 1817. Ο κύριος όγκος της σύνθεσης έγινε μεταξύ του φθινοπώρου του 1822 και ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1824. Η συμφωνία προέκυψε από άλλα κομμάτια του Μπετόβεν, που, αν και τα ολοκλήρωσε αυτά, βρίσκονται σε σημειώσεις του, σημειώσεις για μία μελλοντική συμφωνία. Η Choral Fantasy Opus. 80, ένα κονσέρτο για πιάνο, φέρνει μαζί στο τέλος τη χορωδία και τους σολίστ φωνής, ώστε να κορυφωθεί το φινάλε, όπως συνέβη και στην 9η Συμφωνία. Πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, μία πρώιμη μορφή του Choral Fantasy, βρίσκεται στο τραγούδι Gegenliebe, για πιάνο και φωνή, όπου αυτό χρονολογείται περί το 1795. According to Robert W. Gutman, Mozart’s K. 222 Offertory in D minor, “Misericordias Domini”, written in 1775, contains a melody that foreshadows “Ode to Joy”. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Γκάτμαν, το K. 222 Offertory σε Ρε ελάσσονα, του Μότσαρτ, γραμμένο το 1775, περιέχει μία μελωδία που “προμηνύει” την Ωδή στη Χαρά.

Πρεμιέρα

Αν και τα περισσότερα σπουδαία έργα του Μπετόβεν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο κοινό της Βιέννης, ο ίδιος ήθελε αυτή η σύνθεση του να παρουσιαστεί στο Βερολίνο, όσο το δυνατό γρηγορότερα, καθώς άρχισε να θεωρεί πως το κοινό της Βιέννης άρχισε να κυριαρχείται από Ιταλούς συνθέτες όπως ο Ροσσίνι. Όταν οι φίλοι του και ευεργέτες του άκουσαν την γνώμη του, τον προέτρεψαν να παρουσιάσει τελικά το έργο στη Βιέννη. Ο Μπετόβεν ήταν γοητευμένος από τον θαυμασμό που του έδειξαν, κι έτσι η Συμφωνία έκανε πρεμιέρα στις 7 Μαΐου, του 1824, στο θέατρο Theater am Kärntnertor, μαζί με το Die Weihe des Hauses και τρία μέρη του Μίσα Σολέμνις. Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση επί σκηνής του Μπετόβεν, μέσα σε 12 χρόνια.

Η Κάρλιν Ουνγκερ, η οποία τραγούδησε στο 4ο μέρος της Συμφωνίας, και λέγεται ότι αυτή ήταν που έστρεψε τον Μπετόβεν, προς το κοινό, όταν αυτό χειροκροτούσε μετά το τέλος της παράστασης, καθώς εκείνος δεν άκουγε τι συνέβαινε.

Στην πρεμιέρα της Ενάτης Συμφωνίας συμμετείχε η Μουσική Κοινότητα της Βιέννης, μαζί με ικανότατους μουσικούς. Όμως, χωρίς να υπάρχει κάποιο έγγραφο για τους συμμετέχοντες, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, παρά μόνο ότι μερικοί από τους σπουδαιότερους μουσικούς στη Βιέννη συμμετείχαν. Τις θέσεις σοπράνο και άλτο, πήραν δύο διάσημες νεαρές τραγουδίστριες: η Ενριέτε Σόνταγκ και η Κάρολιν Ούνγκερ. Η Σόνταγκ, που ήταν Γερμναίδα, και μόλις 18 ετών, ήταν προσωπική επιλογή του Μπετόβεν, για να ερμηνεύσει την Ενάτη του. Η Ούνγκερ, που ήταν 20 ετών τότε, αποτέλεσε κι αυτή προσωπική επιλογή του Μπετόβεν, η οποία ήταν γεννημένη στη Βιέννη. Μετά από αυτήν ερμηνεία, η Ούνγκερ έκανε καριέρα σε Ιταλία και Παρίσι. Μάλιστα, οι Ιταλοί συνθέτες Γκαετάνο Ντονιτσέττι και Βιντσέντζο Μπελίνι έγραψαν ρόλους συγκεκριμένα για τη φωνή της.

Παρόλα αυτά, η ορχήστρα καθοδηγήθηκε πρακτικά από τον Κάπελμαϊστερ, Μίχαελ Ούμλαουφ, με τον οποίον ο Μπετόβεν μοιράστηκε τη σκηνή. Πριν δύο χρόνια, ο Ούμλαουφ είχε παρακολουθήσει τις προσπάθειες του συνθέτη να διευθύνει την όπερα Φιντέλιο, όπως το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Έτσι, αυτή τη φορά, επισήμανε στους μουσικούς και στους τραγουδιστές να αγνοούν πλήρως τον κουφό πλέον Μπετόβεν. Σε κάθε εναρκτήριο μέτρο κάθε μέρους, ο Μπετόβεν, που καθόταν στη σκηνή, έδινε το tempo. Γύριζε τις σελίδες της σύνθεσης και έδινε τον ρυθμό σε μία ορχήστρα που δεν μπορούσε να ακούσει καθόλου.

Υπάρχουν πολλά ανέκδοτα για την πρεμιέρα της Ενάτης. Ένας συμμετέχων βιολιστής είπε: Ο Μπετόβεν διεύθυνε μόνος το έργου του, δηλαδή στεκόταν μπροστά στο αναλόγιο και ξεκίνησε να διευθύνει θυελλωδώς. Άλλες φορές σηκωνόταν ψηλά, άλλες φορές χαμήλωνε. Συμπεριφερόταν λες και ήθελε να παίξει μόνος του το κάθε όργανο». Αν και η παράσταση ήταν άκρως επιτυχημένη προηγήθηκαν μόνο δύο πλήρεις πρόβες. Όταν το κοινό χειροκροτούσε, αναφορές λένε ότι και μετά το τέλος του έργου ο Μπετόβεν συνέχισε να διευθύνει. Έτσι, η Καρολίν Ούνγκερ, πήγε προς το μέρος του, και τον έστρεψε προς το κοινό, ώστε να δεχτεί τον ενθουσιασμό που είχε καταβάλλει το κοινό. Σύμφωνα με έναν μάρτυρα: «το κοινό αντιμετώπισε αυτόν τον μουσικό ήρωα με όλες τις τιμές, ακούγοντας αυτό το εκπληκτικό έργο, ενώ πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτού, το κοινό ξεκινούσε να χειροκροτά από θαυμασμό. Το κοινό, του έδωσε 5 λεπτά συνεχόμενων χειροκροτημάτων, ενώ στον αέρα πετούσαν, καπέλα, μαντήλια και σηκωμένα χέρια, ώστε ο Μπετόβεν, που δεν μπορούσε να ακούσει, να δει τουλάχιστον τον πολύ ενθουσιασμό του κοινού.

Εκδόσεις

Η πρώτη γερμανική έκδοση έγινε από τον οίκο B. Schott’s Söhne, το 1826. Η έκδοση του Breitkopf & Härtel, χρονολογείται από το 1864, και είναι μάλλον η πιο πολύ-χρησιμοποιημένη. Το 1997, ο οίκος Bärenreiter, κυκλοφόρησε μία έκδοση του Τζόναθαν Ντελ Μαρ. Σύμφωνα με τον Ντελ Μαρ, αυτή η έκδοση διορθώνει περίπου 3.000 λάθη από την έκδοση του Breitkopf, μερικά εκ των οποίων ήταν μεγάλα. Ο Ντέιβιντ Λέβι, έκρινε την εν λόγω έκδοση, χαρακτηρίζοντας τη «αρκετά πιθανώς λανθασμένη». Το 2005, ο Breitkopf, εξέδωσε νέα έκδοση της, από τον Πίτερ Χάουσχιλντ.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com