Ακίλε Καμπανίλε: “Αύγουστο μήνα γυναίκα μου δεν σε ξέρω…”

Έμειναν όλη μέρα στην παραλία. Ενώ οι παραθεριστές, αυτοί που μένουν στη θάλασσα και τις εργάσιμες μέρες, πέρασαν τις ώρες του μεσημεριού χωμένοι στις σκοτεινές πανσιόν τους, οι εκδρομείς έμειναν εκτεθειμένοι στον ήλιο ως το σούρουπο, μπροστά σε μια θάλασσα, εκτυφλωτική, μεταλλική.

by Times Newsroom

Ένα τουριστικό θέρετρο στον κόλπο της Νάπολης. Μια ομάδα από  παραθεριστές που διψούν για διασκέδαση. Μια πανσιόν όπου το φαγητό δεν είναι κι άριστο. Έρωτες κι ερωτοτροπίες. Ένα ναυάγιο. Ένας Εγγλέζος καπετάνιος που – τι λάθος! – αντί να εφοδιάσει το πλήρωμα και τους επιβάτες με σωσίβια, τους εφοδιάζει με ζώνες αγνότητας των οποίων, ακολούθως, χάνει τα κλειδιά. Τι παραπάνω χρειάζεται για να ακολουθήσει μια σειρά από συνταρακτικά γεγονότα – το ένα πιο ξεκαρδιστικό από το άλλο; Τα «Αύγουστο μήνα γυναίκα μου δε σε ξέρω» (Agosto, moglie mia non ti conosco) που διαβάζεται με απόλαυση από κάθε τύπου αναγνώστη. Ο Ακίλε Καμπανίλε  είναι ένας κλασικός του 20ού αιώνα (Carlo Bo | 1911 –2001, ποιητής και λογοτεχνικός κριτικός)

ΤΟΤΕ εμφανίστηκε ντροπαλά, στ’ ανοιχτά, ένα μικρό κυματάκι και αμέσως κρύφτηκε. Παρακάτω, εμφανίστηκε ένα άλλο, ζωηρό, και βούτηξε. Εδώ ένα τρίτο έβγαλε το αφρισμένο κεφαλάκι του και αμέσως χώθηκε μέσα. Που να πάρει, ήταν χιλιάδες από δαύτα, που κρύβονταν αμέσως. Να τώρα, σηκώνουν κεφάλι όλα μαζί, και κοιτάζουν την ακτή.

«Έφυγαν;» ρωτάει ένα. Ναι, οι λουόμενοι έφυγαν, δεν είναι πια κανείς, μπορείτε να βγείτε. Τα κύματα παίρνουν θάρρος και τα πιο τολμηρά αρχίζουν να σπρώχνουν τα άλλα για να τα στείλουν μπροστά. Να ένα που φθάνει ντροπαλό απ’ το ανοιχτό πέλαγος, αλλά στα μισά του δρόμου δεν τολμά να προχωρήσει και μένει εκεί. Να ένα άλλο μικρούτσικο, κάτασπρο, που έρχεται καλπάζοντας. Αυτό είναι πουλαράκι! Να ένα άλλο αλογάκι, να κι άλλο ένα, που πηδάει από πάνω του. Το νερό σκεπάζεται από τα λευκά, ζωηρά παιδιά του.

Δυο η ώρα. Είναι η ώρα που κάνουν μπάνιο τα κύματα. Έμειναν αφεντικά της θάλασσας και πηδούν χαρούμενα στο νερό, τα νεαρά κύματα, κάτω απ’ τον κατακόρυφο ήλιο· κυλιούνται, κυνηγιούνται σαν δελφίνια στην εποχή τους, τρέχουν, πιτσιλιούνται και διασκεδάζουν καταβρέχοντας τα βράχια, ανακατεύονται το ’να με τα’ άλλο, μπαίνουν όλα στη σειρά κι τρέχουν ξέγνοιαστα  προς την αμμουδιά.

Τώρα έμειναν αφεντικά της θάλασσας.

Ο Συγγραφεύς επωφελείται της μοναξιάς και της σιωπής αυτής της μεσημεριανής ώρας, για να σας μιλήσει λίγο για τη θάλασσα.

Πράγμα που μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου, δεδομένου ότι είμαι ειδήμων στα περί θαλάσσης. (Η θάλασσα μου δημιουργεί περίεργες καταστάσεις: απ’ τη μια μου φέρνει έμπνευση, απ’ την άλλη, συγχρόνως, μου αφαιρεί κάθε διάθεση για εργασία).

Εκτός από αυτό, εγώ δεν είμαι κανένας θαλασσόλυκος, ούτε έχω κάνει ιδιαίτερες μελέτες σχετικά με τη θάλασσα, ούτε έχω ζήσει πολύ καιρό σε παραθαλάσσια μέρη. Τη μεγάλη πείρα που έχω σχετικά με τη θάλασσα, την απέκτησα με έναν περίεργο τρόπο: κάθε φορά που βρισκόμουν στην όχθη της θάλασσας, δεν άφηνα να μου ξεφύγει η ευκαιρία να μελετήσω προσεκτικά τις απόψεις και τα φαινόμενά της: φαινόμενα, εννοείται, που έχουν σχέση κυρίως με τη δυσκολία του να κρατήσει κανείς την ισορροπία του πάνω σε κανό και με τις συνήθειες των αχινών (ανάμεσα στις οποίες η πολύ κακή συνήθεια να χώνονται κάτω από τα πόδια των λουομένων). Τα ίδια έκανα επίσης όποτε τύχαινε να κάνω μπάνιο· και όταν, ταξιδεύοντας, το τρένο μου περνούσε κοντά από θάλασσα. Βρίσκετε πως έχανα τον καιρό μου; Δεν πιστεύω. Μπόρεσα να συγκεντρώσω ένα τεράστιο υλικό και σήμερα μπορώ να καυχηθώ δίκαια πως είμαι σε θέση να απαντήσω ευθύς σε οποιαδήποτε ερώτηση που να αφορά τη θάλασσα· πάντα, εννοείται, σε σχέση με τις πλευρές της που αναφέραμε πιο πάνω.

Το γεγονός είναι ότι τα καλοκαίρια συχνά περνούσα κάνα δυο μήνες στη θάλασσα, με μοναδικό σκοπό να κάνω μελέτες σχετικές με την απέραντη υδάτινη μάζα. Ακόμη και όταν συμμετείχα σε ημερήσιες εκδρομές στη θάλασσα μαζί με φίλους, γιατί νομίζετε πως πήγαινα; Για να κάνω μελέτες σχετικές με τη θάλασσα. Και το μπάνιο το έκανα μ’ αυτό το στόχο και κανέναν άλλο.

Οι ημερήσιες εκδρομές στη θάλασσα προκαλούν καταιγίδες. Να πώς αναπτύσσεται το φαινόμενο: το βράδυ πριν από την εκδρομή, ο ουρανός – μετά από πολλές μέρες θαυμάσιου καιρού – σκεπάζεται από σύννεφα. Τα άτομα που πρόκειται να συμμετάσχουν στην εκδρομή τον κοιτάζουν, αλλά, σαν κρυφά συνεννοημένοι, δε λένε τίποτα. Το βράδυ περνάει εναγωνίως, και οι ελπίδες εναλλάσσονται με τους φόβους, ενώ ο ύπνος είναι λίγος και ταραγμένος.

Την αυγή, ξύπνημα. Κοιτάζουν τον ουρανό: γκρίζος. Κάποιος λέει: «Έχει ομίχλη· η μέρα θα είναι θαυμάσια. Λίγο ζεστή, ίσως».

Πηγαίνουν στο σταθμό και ο ουρανός παραμένει γκρίζος. Το τρένο των λουομένων είναι νευρικό.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όλοι δηλώνουν πως στη θάλασσα θα βρουν την καλοκαιρία. Ένας γερο-ψαράς που επιστρέφει από δουλειές στην πόλη, κοιτάζει τον ουρανό και, χαμογελώντας μέσα από τις ρυτίδες του, βγάζει πόρισμα πως επιτέλους θα βρέξει. Προσθέτει πως είναι ευτύχημα για τους γεωργούς.

Όλοι σκέφτονται πως αυτοί οι γέροι θαλασσόλυκοι, με τις μετεωρολογικές τους φιλοδοξίες, δεν ξέρουν τα τρία κακά της μοίρας τους. Και οι ταξιδιώτες δίνουν δίκιο σ’ έναν κύριο που διηγείται πως πριν λίγες εβδομάδες ο ουρανός ήταν ακόμα πιο συννεφιασμένος απ’ ό,τι σήμερα, μα πως στη θάλασσα, ως εκ θαύματος, είχε βρει τον πιο γαλάζιο ουρανό του κόσμου. Τότε κάθε ταξιδιώτης διηγείται πως, ο καθένας κάποια διαφορετική μέρα, έζησε ένα ανάλογο φαινόμενο.

Βγαίνει το συμπέρασμα πως όλες τις μέρες, πάνω απ’ αυτή τη σιδηροδρομική γραμμή ο ουρανός συννεφιάζει, αλλά έπειτα καθαρίζει την ώρα του μπάνιου. Όλοι χαίρονται γι’ αυτή την παραξενιά και αλλάζουν συζήτηση. Αλλά, ξαφνικά, μια πυκνή και λεπτή βροχούλα μπαίνει απ’ τα παράθυρα μαζί μ’ έναν κρύο αέρα.

Στη θάλασσα, τρικυμία.

Η στρογγυλή πίστα των λουτρικών εγκαταστάσεων, μουσκεμένη και στάζουσα νερά απ’ όλες τις χαραμάδες των ξύλων της, είναι έρημη. Στην αμμουδιά, βρεμένη και σκουρόχρωμη, δεν φαίνεται κανείς. Πάνω στην παράγκα των πρώτων βοηθειών κυματίζει η κόκκινη σημαία: κίνδυνος για όποιον μπει να κολυμπήσει.

Οι λουόμενοι, βρεμένοι, τρέμοντας μέσα στα πολύ ελαφρά ρούχα τους, με το αχρησιμοποίητο μπουρνούζι διπλωμένο στα χέρια τους, κάθονται πάνω απ’ το υπόστεγο κοιτάζοντας τα αμέτρητα κύματα που γεννιούνται από παντού, συνεχώς, στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, κυλούν, γιγαντώνονται κι έπειτα σκάνε με μεγάλο θόρυβο.

Δύστυχοι λουόμενοι. Μοιάζουν ναυαγοί σε σχεδία. Για λίγη ώρα, ελπίζουν πως η καταιγίδα θα σταματήσει και πως, ως εκ θαύματος, ο καιρός θα καλμάρει. Έπειτα, ένας-ένας, βγάζουν απ’ τα καλαθάκια το κολατσό τους και αρχίζουν να τρώνε λιγομίλητοι.

Δυο ή τρεις τολμηροί φορούν το μαγιό τους. Η εμφάνισή τους προκαλεί κάποια παράλογη ελπίδα. Σαν αυτή τους η πράξη να κάνει πιθανή την επάνοδο της μπουνάτσας. Αντίθετα όμως, εξακολουθεί να βρέχει καταρρακτωδώς και οι παράτολμοι κάθονται να κοιτάνε τη θάλασσα κι αφήνουν τον αφρό κάποιου μεγαλύτερου κύματος να γλείψει τα καλάμια τους. Τα πόδια τους κάνουν στην άμμο μαύρες τρύπες που αμέσως γεμίζουν νερό.

Έπειτα, με το πρώτο τρένο, επιστρέφουν στην πόλη, όπου συνήθως βρίσκουν τον καιρό πολύ βελτιωμένο.

Το καλοκαίρι, αυτοί που περνούν την Κυριακή τους στη θάλασσα, κι έφυγαν την αυγή όλο ελπίδα, φρέσκοι, δυνατοί, χαρούμενοι και καθαροί, επιστρέφουν το βράδυ στην πόλη σαν ένα τεράστιο στράτευμα που κατατροπώθηκε. Τα κόκαλά τους πονούν, οι ώμοι τους είναι καψαλισμένοι, τα μαλλιά και τα παπούτσια τους γεμάτα άμμο. Μετά βίας στέκονται στα πόδια τους. Τα πρόσωπά τους είναι καμένα από τον ήλιο, τα μάτια τους γυαλίζουν και οι μύτες τους μοιάζουν με ντοματούλες. Θα ’λεγε κανείς πως είναι μεθυσμένοι ή πως έχουν πυρετό.

Βγαίνουν από το σταθμό φορτωμένοι δέματα, πανέρια, παιδιά και μπουκάλια· τους ενοχλεί το ηλεκτρικό φως των τραμ και σκορπίζουν, παραπατώντας ζαλισμένοι, στις λαϊκές συνοικίες.

Έμειναν όλη μέρα στην παραλία. Ενώ οι παραθεριστές, αυτοί που μένουν στη θάλασσα και τις εργάσιμες μέρες, πέρασαν τις ώρες του μεσημεριού χωμένοι στις σκοτεινές πανσιόν τους, οι εκδρομείς έμειναν εκτεθειμένοι στον ήλιο ως το σούρουπο, μπροστά σε μια θάλασσα, εκτυφλωτική, μεταλλική.

Έπειτα ξαναντύθηκαν και, για να βρουν θέση στο τρένο της επιστροφής, ξεκίνησαν για το σταθμό μια-δυο ώρες πριν από την ώρα της αναχώρησης, ακριβώς όταν ο αέρας άρχισε να δροσίζει και είχε γίνει πιο ευχάριστο να κάθεται κανείς στην παραλία. Αλλά στο σταθμό βρήκαν τις αποβάθρες γεμάτες κόσμο που – επίσης για να βρει θέση – είχε στηθεί εκεί τρεις ή τέσσερις ώρες πριν από την αναχώρηση.

Εκεί τους περίμενε ο τελευταίος και σοβαρότερος άθλος της ημέρας: η επίθεση στο τρένο. Αλλά να βρουν θέση κατόρθωσαν μόνο λίγα καταφερτζήδικα αλητόπαιδα έτοιμα για όλα. Έτσι, σχεδόν όλοι ταξίδεψαν όρθιοι, χωρίς να μπορούν να κουνηθούν, λόγω του συνωστισμού, και έχοντας χάσει απ’ τα μάτια τους συγγενείς, φίλους και γνωστούς.

Στο λιγοστό φως απ’ τις λαμπίτσες του τελευταίου τρένου που έρχεται απ’ τη θάλασσα, η σύγχυση των ξαναμμένων μάγουλων, των γυαλιστερών ματιών και των κόκκινων μυτών στα βαγόνια που κλυδωνίζονται, είναι διαβολική και τρομακτική.

Μόλις φθάνουν στα σπίτια τους – στις τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες, απ’ τα παράθυρα των οποίων αντηχούν κραυγές, σφυρίγματα και φωνές – οι άντρες βγάζουν το σακάκι, το κολάρο και το πουκάμισο και μένουν με το θώρακα γυμνό· ανοίγουν διάπλατα τα παράθυρα και το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να στείλουν να τους γεμίσουν ένα μπουκάλι νερό απ’ τη βρύση του δρόμου, ενώ στο τραπέζι εμφανίζονται τεράστιες γαβάθες με αγγουροντοματοσαλάτες. Η πολυκατοικία – τεράστιος κάθετος λαβύρινθος – είναι ολόκληρη μια φασαρία· ένα μπουκάλι σπάει και γεμίζει με νερά ένα κεφαλόσκαλο τη σκοτεινής σκάλας, σκυλιά γαβγίζουν, παιδιά κλαίνε και μουντζουρωμένες πινακίδες επικαλούνται την υγιεινή κι τον αλληλοσεβασμό.

Στους δρόμους κυκλοφορεί χωρίς βιασύνη ο λαουτζίκος, κουρασμένος και φωνακλάς, τα οργανέτα τραγουδούν μπροστά σε ταβέρνες που ξεχειλίζουν, και γύρω απ’ αυτά παίζουν τα παιδιά κυνηγητό και πετούν οι νυχτερίδες.

Οι σφαλιάρες και οι κλοτσιές δεν μετριούνται καν.

Μια παρέα επιστρέφει με ήχους κιθάρας. Εδώ και κει δημιουργούνται πηγαδάκια και στήνονται καβγάδες.

Δέστε, μέσα απ’ τα παράθυρα, στα χωρίς έπιπλα δωμάτια, τα φωτισμένα από το κοκκινωπό φως, τα άθλια συμπόσια των ημίγυμνων ανδρών, των ιδρωμένων ατημέλητων γυναικών και των παιδιών που χαλούν τον κόσμο.

  • Ακίλε Καμπανίλε
  • Αύγουστο μήνα γυναίκα μου δε σε ξέρω
  • Μετάφραση: Ιρένε Μαραντέι
  • Εκδόσεις Αστάρτη, 1988

Αποτέλεσμα εικόνας για achille campanile racconti brevi

Ο συγγραφέας

Ο Ακίλε Καμπανίλε (Achille Campanile) γεννήθηκε στη Ρώμη στις 28 Σεπτεμβρίου 1899 και πέθανε στο Lariano στις 4 Ιανουαρίου 1977. Υπήρξε μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, χιουμορίστας και κωμωδιογράφος.

Στα μυθιστορήματά του, αυτός ο αληθινά χιουμορίστας με την τόσο ιδιόμορφη και προσωπική γραφή, γελοιοποιεί μ’ έναν τρόπο αμίμητο ορισμένους κώδικες συμπεριφοράς της αστικής τάξης. Ο Καμπανίλε είναι ένας συγγραφέας μοναδικός στο είδος του, που δεν μπορεί να ταξινομηθεί σε καμιά κατηγορία. Είναι ένα «ελεύθερο βλέμμα», ένας ιδιοφυής «θεατής» που υπακούει μονάχα στις ιδιοτροπίες της φαντασίας του, απλά και φυσικά δίχως καν ν’ απαιτεί την ιδιαίτερη προσοχή μας. Κι αφού μας συντροφέψει για λίγο, μας εγκαταλείπει με την ίδια ανέμελη χάρη και μονάχα τότε αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε πως πίσω από το παραπέτασμα του καθαρού χιούμορ ίσως να κρύβεται κάτι το διαφορετικό: πιο βαθύ, πιο αυθεντικό.

Έγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, άρθρα και τηλεοπτικές κριτικές και έγινε γνωστός από το σουρεαλιστικό του χιούμορ και τα λογοπαίγνια του. Άλλα έργα του: Ο εφευρέτης του αλόγου, Αν το φεγγάρι μου φέρει τύχη, Νεαροί μου ας μην υπερβάλλουμε, Μα τι πράγμα είναι αυτός ο έρωτας, Στην εξοχή είναι άλλο πράμα, Ο έρωτας προξενεί πολλά και διάφορα, Ο Μπατίστα στο γύρο της Ιταλίας, Νανούρισμα στη γωνιά του δρόμου, Ας αγαπηθούμε στα γρήγορα, Λαμπερό αστέρι κ.ά.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή