Ο Σερ Άρθουρ Σίμορ Σάλιβαν (Sir Arthur Seymour Sullivan, Λονδίνο, 13 Μαΐου 1842 – Λονδίνο, 22 Νοεμβρίου 1900) ήταν Άγγλος συνθέτης ελαφριάς όπερας (ή πιο σωστά οπερέτας), ο πιο σημαντικός συνθέτης της χώρας του κατά τον 19ο αιώνα. Στη μουσική του κυριαρχεί η ζωντάνια και η ευθυμία, ενώ επίσης προσπαθεί, και πολύ επιτυχώς μάλιστα, να ακούγονται όσο το δυνατόν πιο πολύ οι διάλογοι των έργων του, ενώ αποτέλεσε πρότυπο για τους συνθέτες των μιούζικαλ, ξεκινώντας από τον Βίκτωρ Χέρμπερτ στις αρχές του 20ου αιώνα και φθάνοντας ως τον σύγχρονό μας Άντριου Λόιντ Βέμπερ. Εν ολίγοις ήταν ένας συνθέτης που σημάδεψε την παράδοση της αγγλικής και γενικότερα της αγγλοσαξωνικής μουσικής, χρωστώντας μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στη συνεργασία του με τον λιμπρετίστα και χιουμορίστα Γουίλιαμ Σβένκ Γκίλμπερτ (William Schwenk Gilbert, 1836-1906) με τον οποίο συνεργάστηκε για 25 χρόνια (1871-1896).
Πριν ακόμα ασχοληθεί με την όπερα, ο Σάλιβαν έγραψε κυρίως ορχηστρική (όπως μια συμφωνία και ένα κοντσέρτο για τσέλο) και εκκλησιαστική μουσική (π.χ. το ορατόριο Ο Άσωτος υιός). Τον Γκίλμπερτ γνώρισε το 1870 από τον φίλο του Ρίτσαρντ Μπάρκερ και από τον επόμενο χρόνο γράψαν την πρώτη τους όπερα, με τίτλο Θέσπις. Ακολούθησαν πολλές συνεργασίες, οι περισσότερες από τις οποίες σημείωσαν τεράστια επιτυχία, όπως το Πίναφορ (1878), οι Πειρατές (1879), η Ιολάνθη (1882), η Πριγκίπισσα Άιντα (1884), ο Μικάντο (1885), οι Υπαξιωματικοί της Φρουράς (1888) και οι Γονδολιέροι (1889). Μεγάλες επιτυχίες του σε συνεργασία με άλλους λιμπρετίστες υπήρξαν ο Ιβανόης (1891) και το Ρόδο της Περσίας (1899).
Ο Σάλιβαν πέθανε στις 22 Νοεμβρίου του 1900 από οξύ πνευμονικό οίδημα και η ταφή του έγινε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο.