Αθηναγόρας (1886 – 1972) ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ήταν ο πρώτος Πατριάρχης που εξελέγη χωρίς να έχει προηγουμένως την τουρκική υπηκοότητα, μετά την εφαρμογή του τουρκικού νόμου - διατάγματος 1092 του έτους 1923, αλλά είχε προηγουμένως εξασφαλιστεί η συναίνεση της τουρκικής κυβέρνησης

by Times Newsroom

Ο Αθηναγόρας (κατά κόσμον Αριστοκλής Σπύρου, 25 Μαρτίου/6 Απριλίου 1886 – 7 Ιουλίου 1972) ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από την 1η Νοεμβρίου 1948 ως τις 7 Ιουλίου 1972. Γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου / 6 Απριλίου 1886 στα Τσαραπλανά (σημερινό Βασιλικό) της Ηπείρου, που εκείνη την περίοδο ακόμη αποτελούσε έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του, Ματθαίος, ήταν γιατρός, και η μητέρα του, Ελένη, καταγόταν από την Κόνιτσα.

Το 1903 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή Χάλκης. Το 1910 έλαβε το πτυχίο του στη θεολογία, εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Ελασσόνας Πολύκαρπο. Κατόπιν υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Πελαγονίας ως το 1918, οπότε η Μητρόπολη έπαυσε να ανήκει στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου. Το 1919, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης τον προσέλαβε αρχιδιάκονο και γραμματέα της Αρχιεπισκοπής. Μετά την επικράτηση του κινήματος του 1922 ανέλαβε γραμματέας της «Παγκληρικής Ένωσης», μιας κίνησης αγάμων κληρικών φίλα προσκείμενων στη βενιζελική παράταξη.

Μητροπολίτης Κερκύρας Αθηναγόρας. (Ελαιογραφία του Ανδρέα Βρανά, 1927)

Μητροπολίτης Κέρκυρας

Τον Δεκέμβριο του 1922, επί επαναστατικής κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, και ενώ ακόμη ήταν διάκονος, εξελέγη Μητροπολίτης Κέρκυρας και χειροτονήθηκε επίσκοπος στις 22 Δεκεμβρίου 1922 στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών.

Παρέμεινε στη Μητρόπολη αυτή επτά χρόνια και επέδειξε πλούσιο οργανωτικό, φιλανθρωπικό και εκδοτικό έργο. Αναφέρεται ότι επί των ημερών του η Μητρόπολη αυτή έγινε η πρώτη που εξέδωσε ενημερωτικό έντυπο. Εκεί ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με καθολικούς Κερκυραίους και τον επίσκοπό τους, διαμαρτυρομένους, Εβραίους, Αρμένιους κλπ. Τον Ιούλιο του 1930 εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος στο Συνέδριο των Αγγλικανών στο Λάμπεθ.

Αρχιεπίσκοπος Αμερικής

Στις 13 Αυγούστου 1930, κατόπιν πρότασης του Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού, εξελέγη από την Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής.

Κατά τη διάρκεια της εκεί θητείας του κατόρθωσε να ενώσει τις διαιρεμένες από τον Εθνικό Διχασμό κοινότητες. Το 1931 διοργάνωσε την Δ΄ Κληρικολαϊκή Συνέλευση που ψήφισε νέο σύνταγμα διοίκησης της Εκκλησίας. Ίδρυσε και οργάνωσε τα γραφεία της Αρχιεπισκοπής, πνευματικά δικαστήρια, κατηχητικά σχολεία και έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην ανέγερση ναών και σχολείων. Ίδρυσε τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών (1931), την Ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη (1937) για την εκπαίδευση του κλήρου και την Ακαδημία Αγίου Βασιλείου στο Γκάρισον της Νέας Υόρκης (1944) για την εκπαίδευση κατηχητριών και διευθυντών χορωδιών.

Κατά τη διάρκεια της αρχιεπισκοπίας του στις ΗΠΑ ο Αθηναγόρας ανέπτυξε καλές σχέσεις με ομόδοξους (Ρώσους, Σέρβους, Ρουμάνους) και αλλόδοξους, αλλά καλλιέργησε και πολύ στενές σχέσεις με κορυφαίες προσωπικότητες της χώρας, όπως με το προεδρικό ζεύγος Φραγκλίνου και Ελεονόρας Ρούζβελτ και περισσότερο ιδιαίτερα με τον πρόεδρο Χάρρυ Τρούμαν.

Η Πατριαρχία του

Η εκλογή

Μετά την εξώθηση σε παραίτηση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μαξίμου Ε΄, στις 18 Οκτωβρίου του 1948, ο Αθηναγόρας εξελέγη Πατριάρχης, στις 1 Νοεμβρίου του 1948, ως Αθηναγόρας Α΄. Ήταν ο πρώτος Πατριάρχης που εξελέγη χωρίς να έχει προηγουμένως την τουρκική υπηκοότητα, μετά την εφαρμογή του τουρκικού νόμου – διατάγματος 1092 του έτους 1923, αλλά είχε προηγουμένως εξασφαλιστεί η συναίνεση της τουρκικής κυβέρνησης. Έτσι του αναγνωρίστηκε η τουρκική υπηκοότητα και του δόθηκε τουρκικό διαβατήριο από τον Νομάρχη Κωνσταντινούπολης στο αεροδρόμιο, κατά την άφιξή του, με το σκεπτικό ότι η γενέτειρά του ήταν έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον χρόνο γέννησής του.

Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με τον Αριστοτέλη Ωνάση.

Συγκεκριμένα, στις 1 Νοεμβρίου του 1948 συνεκλήθη η Ενδημούσα Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αποτελούμενη από 17 αρχιερείς. Το τριπρόσωπο ψηφοδέλτιο καταρτίσθηκε από αρχιερείς – ποιμενάρχες εκτός των τουρκικών ορίων: του αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα, του μητροπολίτη Μηθύμνης Διονυσίου, και του μητροπολίτη Κώου Εμμανουήλ. Και οι τρεις έλαβαν από 11 ψήφους ενώ βρέθηκαν 6 λευκά. Ο Αθηναγόρας εκλέχθηκε κατά τη δεύτερη ψηφοφορία, όπου έλαβε 11 ψήφους. Οι υπόλοιπες ήταν λευκές και προέρχονταν από τους υποστηρικτές του κυρίου αντιπάλου του, του μητροπολίτη Δέρκων Ιωακείμ, ο οποίος είχε αποκλειστεί προηγουμένως από τη διαδικασία εκλογής από την τουρκική κυβέρνηση. Μάλιστα ο τουρκικός τύπος θεωρούσε εξ αρχής βέβαιη την εκλογή του Αθηναγόρα, αναφέροντας ακόμη και τον αριθμό ψήφων που θα λάβαινε.

Αναχώρηση από τις ΗΠΑ

Πριν αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, ο Αθηναγόρας έκανε μια μεγάλη περιοδεία σε όλες σχεδόν τις ορθόδοξες κοινότητες της Αμερικής, δίνοντας κατά τις διάφορες εκεί ομιλίες του το στίγμα της πολιτικής που θα ακολουθούσε και καλώντας όλους σε μια νέα σταυροφορία κατά του κομμουνισμού, την «ιερώτερη μάχη» του χριστιανικού κόσμου, όπως ο ίδιος τη χαρακτήριζε τότε.

Συγκεκριμένα στα τέλη Νοεμβρίου του 1948, μιλώντας σε μεγάλη κληρικολαϊκή συγκέντρωση στη Βοστώνη, που μεταδόθηκε από όλα τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, μεταξύ άλλων τόνισε:

Καταιγίδες αντιξοοτήτων ξεσπούν γύρω μας και το ολέθριο πνεύμα της καταστροφής απειλεί να πνίξει την ελευθερία της συνειδήσεώς μας, τα ανθρώπινα ιδανικά μας και τα ιερά του χριστιανικού πολιτισμού θεμέλια (…). Η Ελλάς από το ένα μέρος διεξάγει ήδη σκληρόν αγώνα δια να διατηρήσει την ελευθερίαν και την εδαφικήν της ακεραιότητα. Η Τουρκία αφ΄ ετέρου ευρίσκεται εις συνεχή επιφυλακτικήν στάσιν εν όψει της ίδιας απειλής. Το Δόγμα Τρούμαν απεδείχθη εν τη πράξει ως εις εκ των αποτελεσματικοτέρων παραγόντων εις τον αγώνα προς απόκρουσιν της επιθέσεως αυτής. Καλώ όλους τους Αμερικανούς όπως ενισχύσουν τας προσπαθείας του προέδρου Τρούμαν (…). Το να λησμονήση τις το ιερόν τούτο χρέος κατά τας κρισίμους ώρας θα ισοδυνάμει προς το να λιποτακτήση και να εγκαταλείψη την θέσιν του εις την ιερωτέραν μάχην εξ όσων εδόθησαν ποτέ δια την υπεράσπισιν των ιδανικών της χριστιανοσύνης.

Περισσότερο αποκαλυπτική για τον ρόλο που θα διαδραμάτιζε ο νέος Πατριάρχης την εποχή εκείνη του Ψυχρού Πολέμου ήταν η αποχαιρετιστήρια συνάντησή του με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Χάρρυ Τρούμαν στον Λευκό Οίκο, στην οποία ανταλλάχθηκαν θερμές ευχές και ευχαριστίες.

Άφιξη στη Κωνσταντινούπολη

Στις 26 Ιανουαρίου 1949 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη το αεροσκάφος που είχε παραχωρηθεί από τον Πρόεδρο Τρούμαν, το οποίο μετέφερε τον νεοεκλεγέντα Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, τον οποίον συνόδευε και ο ιδιαίτερος υπασπιστής του Τρούμαν συνταγματάρχης Τσαρλς Μάρα. Καθώς διερχόταν προηγουμένως το αεροσκάφος πάνω από τον ελληνικό εναέριο χώρο, ανταλλάχθηκαν χαιρετισμοί μεταξύ Βασιλέως Παύλου και Πατριάρχη. Η υποδοχή που επιφύλαξε ο Νομάρχης της Κωνσταντινούπολης και πλήθος χριστιανών που είχαν προσέλθει αλλά και πολλών μουσουλμάνων, ίσως από περιέργεια, υπήρξε μεγαλειώδης. Ο Πατριάρχης εξερχόμενος του αεροπλάνου εντυπωσίασε όλους μιλώντας εκτός των ελληνικών, και στα τουρκικά, εκφράζοντας την εκτίμησή του στις αμερικανικές και τουρκικές αρχές.

Αμέσως μετά με μια τεράστια αυτοκινητοπομπή κατευθύνθηκε στη κεντρική πλατεία Ταξίμ της Πόλης, όπου ο Αθηναγόρας κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του Κεμάλ Ατατούρκ, με λουλούδια που όπως ανακοινώθηκε είχε κόψει ο ίδιος από τους κήπους του Λευκού Οίκου. Ενθρονίστηκε την επομένη, 27η Ιανουαρίου 1949. Μία από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να μεταβεί σιδηροδρομικώς στην Άγκυρα, όπου συναντήθηκε με τον τον πρόεδρο Ισμέτ Ινονού και του επέδωσε προσωπικό μήνυμα του Προέδρου Τρούμαν.

Το έργο του

Επιστολόχαρτο του Πατριάρχη Αθηναγόρα, στο οποίο αναγράφεται «Αθηναγόρας ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης»

Σημαντική υπήρξε η δραστηριότητα του Αθηναγόρα στην ενίσχυση της εσωτερικής ιεραποστολής στο κλίμα της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινούπολης. Αναδιοργάνωσε τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με διορισμούς νέων καθηγητών και τη μόρφωση επιστημονικών στελεχών και βελτίωσε ζωηρά τις σχέσεις με τις τουρκικές Αρχές. Επί της Πατριαρχίας του οργανώθηκαν πληρέστερα οι ορθόδοξες παροικίες εξωτερικού, με την ανύψωση των Μητροπόλεων Θυατείρων (Δυτικής Ευρώπης) και Αυστραλίας σε Αρχιεπισκοπές, τις οποίες πλαισίωσε με βοηθούς επισκόπους. Το 1959 επισκέφθηκε τα πρεσβυγενή πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής  (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) και το 1951 και το 1960 παρασκεύασε Άγιο Μύρο. Το 1965 ίδρυσε το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στη Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη, το 1966 το Ορθόδοξο Κέντρο στο Σαμπεζί της Γενεύης και το 1968 την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης.

Ο πατριάρχης Αθηναγόρας κατά την περιοδεία του στην Ήπειρο. Εδώ στην Πρέβεζα, στις 24 Ιουλίου 1963.

Παρά το κύρος και τη διεθνή αναγνώριση που απέκτησε το Πατριαρχείο επί πατριαρχίας του Αθηναγόρα, αυτή συνδυάστηκε με τα θλιβερά γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955, τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, όταν κατευθυνόμενος «άνωθεν», όπως αποδείχθηκε στη δίκη του Αντνάν Μεντερές το 1961, τουρκικός όχλος επέδραμε κατά των ελληνικών καταστημάτων, οικιών και εκκλησιών προβαίνοντας σε εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες. Από τα γεγονότα αυτά και έπειτα, κάτω από τις αυξανόμενες πιέσεις του τουρκικού κράτους ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης εξωθήθηκε να εγκαταλείψει σταδιακά τις εστίες του. Τα επεισόδια αυτά δημιούργησαν ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, φήμες για απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την Τουρκία και σχετική ψύχρανση του ως τότε υποστηρικτικού Αμερικανικού παράγοντα. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας περιγράφεται σε κατάσταση σοκ μετά τα Σεπτεμβριανά, απέφευγε τη Σύγκληση της Συνόδου και, σε ένδειξη πένθους, απείχε από όλες τις επίσημες ακολουθίες για ενάμιση χρόνο μέχρι το Πάσχα του 1957.

Τον Ιούλιο του 1958, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Μιχαήλ, ήρθε σε σύγκρουση με τη Σύνοδο σχετικά με το θέμα του διαδόχου του. Η Σύνοδος υποστήριξε την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Ίμβρου και Τενέδου Μελίτωνα, ενώ ο Πατριάρχης Αθηναγόρας αυτήν του επισκόπου Μελίτης Ιακώβου. Η σύγκρουση έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Πατριάρχης να διαλύσει τη Σύνοδο απολύοντας όλους τους αντιφρονούντες. Κατόπιν συνέστησε εξαμελή Σύνοδο, η οποία εξέλεξε τον Ιάκωβο. Η Σύνοδος αυτή παρέμεινε σε ισχύ ως τον Οκτώβριο του 1959.

Τον Σεπτέμβριο του 1961 συνεκάλεσε στη Ρόδο την Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, την πρώτη από μια σειρά προπαρασκευαστικών διασκέψεων της Πανορθόδοξης Συνόδου, η οποία εστέφθη από επιτυχία: διακήρυξε την ενότητα των ορθοδόξων, επιβεβαίωσε το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συγκαλεί τέτοιες Συνόδους, σύσφιξε τις σχέσεις με τις Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες και εμφάνισε την Ορθοδοξία ως συμπαγή δύναμη, σπάζοντας τον τοπικισμό της. Ακολούθησαν, τον Σεπτέμβριο του 1963 η Β΄ και τον Νοέμβριο του 1964 η Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη.

To 1963 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας περιόδευσε στο Άγιο Όρος, με την ευκαιρία των εορτασμών για τα χίλια χρόνια της μοναστικής Πολιτείας και κατόπιν στην Ελλάδα. Στις 30 Ιουνίου μετέβη με ελληνικό πολεμικό σκάφος από το Άγιον Όρος στο Φάληρο. Εκεί τον υποδέχθηκαν ο βασιλιάς Παύλος και εκπρόσωποι της κυβέρνησης, ενώ το πλήθος τον επευφημούσε κατά τη διαδρομή του προς την Αθήνα. Ήταν η πρώτη φορά που επισκέφθηκε την Ελλάδα από την άνοδό του στον οικουμενικό θρόνο το 1949. Ακολούθησε δοξολογία στη Μητρόπολη των Αθηνών, η πρώτη με παρόντα Οικουμενικό Πατριάρχη στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Κατόπιν επισκέφτηκε τη Ρόδο, την Κάρπαθο, την Κρήτη, την Κέρκυρα, την Ήπειρο και τη Μακεδονία και έγινε παντού δεκτός με ενθουσιασμό. Ο πλέον συγκινητικός σταθμός της περιοδείας του ήταν η επίσκεψή του στη γενέτειρά του, το Βασιλικό Πωγωνίου.

Διαχριστιανικοί διάλογοι

Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας δραστηριοποιήθηκε στην οικουμενική κίνηση, επιδιώκοντας να καθιερώσει καλύτερες σχέσεις μεταξύ των Χριστιανών. Έτσι, ενίσχυσε τη συνεργασία με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το οποίο είχε ιδρυθεί λίγο πριν την εκλογή του, με τη σύσταση Μόνιμης Αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην έδρα του στη Γενεύη, τοποθετώντας ως επικεφαλής τον επίσκοπο Μελίτης Ιάκωβο.

Στα πλαίσια της διακηρυγμένης πρόθεσής του να προσεγγίσει τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ο Αθηναγόρας έκανε κάποιες πρώτες κινήσεις επί των ημερών του Πάπα Πίου ΙΒ΄, οι οποίες δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Ο διάδοχός του, Ιωάννης ΚΓ΄, ήταν πιο θετικός και μάλιστα κάλεσε την Ορθόδοξη Εκκλησία να στείλει εκπροσώπους/παρατηρητές στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού. Η προσέγγιση όμως επιταχύνθηκε μετά τον θάνατο του Ιωάννη ΚΓ΄ (3 Ιουνίου 1963) και την εκλογή του διαδόχου του, Παύλου ΣΤ΄. Το πρώτο ουσιαστικό βήμα ήταν η συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ το βράδυ της Κυριακής, 5 Ιανουαρίου 1964, στην αντιπροσωπεία της Αγίας Έδρας στο Όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ, η οποία διεξήχθη υπό τους όρους αυστηρού πρωτοκόλλου. Η δεύτερη συνάντησή τους έγινε την επομένη στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, σε πιο χαλαρή ατμόσφαιρα. Οι δύο ηγέτες της Χριστιανοσύνης διαπίστωσαν ότι ο δρόμος για την ένωση των δύο Εκκλησιών είναι μακρύς και δυσχερής, αλλά συμφώνησαν τη σύσταση μιας επιτροπής για την προώθηση του μεταξύ τους διαλόγου. Οι δύο εκκλησιαστικοί ηγέτες είχαν και τρίτη ανεπίσημη συνάντηση στους δρόμους της Ιερουσαλήμ υπό τις επευφημίες των πιστών. Ήταν το πρώτο βήμα στην πορεία του διαλόγου.

Ανδριάντας του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα στα Χανιά.

Αυτή η συμβολική συνάντηση άνοιξε τη δυνατότητα αυθεντικού διαλόγου μεταξύ Ορθόδοξων και Ρωμαιοκαθολικών για πρώτη φορά μετά από το Σχίσμα του 1054. Ακολούθησαν, στις 7 Δεκεμβρίου 1965, ημέρα επίσημης λήξης των εργασιών της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου, οι τελετές άρσης των αναθεμάτων του 1054. Αυτές έλαβαν χώρα ταυτόχρονα, στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη και στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας διάβασε την πράξη της άρσης και ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ το παπικό ιδιόβουλο.

Στις 25 Ιουλίου 1967 ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ επισκέφτηκε επίσημα το Φανάρι. Στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, μετά από περιοδεία του στα Πατριαρχεία Σερβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ανταπέδωσε την επίσκεψη, μεταβαίνοντας στο Βατικανό. Το ταξίδι του συνεχίστηκε στην Ελβετία, όπου εγκαινίασε το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζί της Γενεύης και κατόπιν στο Λονδίνο, όπου συναντήθηκε με τον πριμάτο της Αγγλικανικής Εκκλησίας.

Στις 28 Ιουνίου 1972 ο πατριάρχης Αθηναγόρας υπέστη κάταγμα μηρού. Αν και οι θεράποντες ιατροί του συνέστησαν να μεταβεί στη Βιέννη, αυτός αρνήθηκε. Η υγεία του παρουσίασε επιπλοκές και τελικά πέθανε στις 7 Ιουλίου 1972.

Πηγές

  • Οικουμενικό Πατριαρχείο Αρχειοθετήθηκε 2007-09-27 στο Wayback Machine.
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica
  • «Η Εκκλησία της Ελλάδος 1941 – 2007» – Ιστορικό Λεύκωμα, Εκδόσεις Μέτρον – Αθήνα 2007
  • «Ελευθεροτυπία» – «Πόλη 1955» Αφιέρωμα, Νοέμβριος 2010
  • Μάμαλος, Γεώργιος-Σπυρίδων (2009). Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στο επίκεντρο διεθνών ανακατατάξεων (1918-1972): εξωτερική πολιτική και οικουμενικός προσανατολισμός. Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ).
  • Παύλος, Σεραφείμ (2016). Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα στον Οικουμενικό Θρόνο (1946-1948). Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com