Το διήγημα, που έχει γνήσια αυτοβιογραφικά κομμάτια, δεν είναι τιτλοφορημένο στο χειρόγραφο του συγγραφέα. Ο τίτλος εδώ έχει μπει από τον μεταφραστή. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο “Ένα βράδυ με το δόκτορα Φάουστ και άλλα διηγήματα”, όπου ο συγγραφέας θίγει τα προβλήματα που ανέκαθεν απασχολούν τον άνθρωπο.
ΓΥΡΩ στο σούρουπο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου, έφτασα σε μια παλιά, μικρή πόλη και κατέβηκα μπροστά σε κάποιο παλιό, ήσυχο πανδοχείο. Διάλεξα ένα ήσυχο δωμάτιο που το παράθυρό του κοίταζε σ’ ένα μικρό δρομάκι και από την άλλη μεριά του δρόμου ήταν ένας παλιός τεράστιος κήπος με δέντρα και ψηλό χορτάρι.
Κατόπιν άνοιξα γρήγορα-γρήγορα τη βαλίτσα μου, έβγαλα τις πένες μου, τα μελάνια μου και το χειρόγραφο που μόλις είχα αρχίσει, τα έβαλα όλα στο στρογγυλό, ετοιμόρροπο τραπέζι και έκατσα.
Με αυτό το υπέροχο, καταραμένο χειρόγραφο, έλεγα να ξεκινησω για μια φορά ακόμα. Εδώ και μήνες το κουβαλούσα μαζί μου όπου κι αν πήγαινα, σε όλο τον κόσμο, το είχα σχεδιάσει πολύ όμορφα και το είχα αρχίσει πολύ καλά, παρ’ όλα αυτά, δεν πήγαινε πιο κάτω, εδώ και καιρό δεν είχα καταφέρει να γράψω ούτε μια σελίδα που να μην τη σχίσω ύστερα από λίγο. Χιλιάδες φορές η ιδέα αυτού του ποιήματος με είχε γοητεύσει και χιλιάδες φορές την είχα καταραστεί, το ταξίδι και το χειρόγραφο κι ολόκληρη τη συγγραφική τέχνη και τα είχα στείλει στο διάολο.
Και τώρα το έπιανα για μια ακόμα φορά στα χέρια μου. Ακόμα μια φορά βυθίστηκα στο ποίημα, η ιδέα φωτίστηκε για μια ακόμα φορά και ξαναβρήκα το τελειωμένο πρώτο μέρος θαυμάσιο και για μια ακόμα φορά εμφανίστηκε μπροστά μου το άψυχο κενό, η τρύπα δίχως ζωή, στήριξα το κεφάλι στα χέρια μου και ξανάνιωσα την παράλυση, αυτή την ανυπόφορη αδράνεια να με κατακλύζει.
Όχι κατ’ αυτόν τον τρόπο, το να είσαι ποιητής ήταν σκέτο βασανιστήριο! Δε θα έπρεπε κανείς σώνει και καλά να έχει ιδέες, δε θα έπρεπε να δοκιμάζει νέα, δύσκολα και πιθανόν ακατόρθωτα πράγματα.
Θα έπρεπε κανείς να γράφει τα βιβλία του σαν ένας ήσυχος, αξιοπρεπής χειρώνακτας, στέρεος και μετριόφρων, δίχως προβλήματα να ευχαριστήσει τον αναγνώστη, να ξεζουμιστεί, δίχως σφίξιμο, δίχως αγώνα, χωρίς απώλεια φαιάς ουσίας!
Αισθάνθηκα το σκοτάδι να με τυλίγει και πλησίασα το παράθυρο. Από παντού μου ερχόταν το άρωμα που αποπνέει η γαλήνη της μικρής πολιτείας. Άνθρωπε, σκέφτηκα, εάν δεν ήσουν τρελός, θα πέταγες το χειρόγραφό σου στη φωτιά, θα ξεχυνόσουνα στην πόλη, θα έψαχνες να βρεις πού παίζουνε μπόουλινγκ και θα ζήταγες σε γάμο την κόρη του φαρμακοποιού!
Στο μικρό δρομάκι δεν υπήρχε τίποτε αξιοθέατο. Ο παλιός κήπος όμως εξασκούσε πάνω μου μια παράξενη γοητεία. Πίω από έναν πελώριο τοίχο απλωνόταν μια θαυμάσια, καταπράσινη ζούγκλα μέσα στο ημίφως του δειλινού. Ψηλά, περήφανα δέντρα, μονοπάτια γεμάτα βαλτόνερα, τα πάντα παραμελημένα και άγρια μα παρ’ όλα αυτά παντού ανάπνεε το πνεύμα ενός ευγενικού σχεδίου, όμορφες συστάδες θάμνων και τα βαθιά φυλλώματα σχημάτιζαν συμμετρικούς θόλους πάνω από τα μισοκρυμμένα μονοπάτια. Αχ! Τέτοιοι παλιοί κήποι σε γεμίζουν θλίψη, μιλούν τόσο έντονα για μας και το σημερινό μας κόσμο.
Ο καμαριέρης ήρθε και με ειδοποίησε πως το δείπνο ήταν έτοιμο. Με οδήγησε σε μια άδεια τραπεζαρία με πράσινους παλιούς καθρέφτες και μαυρισμένους πίνακες στους τοίχους. Στη μέση του ταβανιού ήταν κρεμασμένος ένας πολυέλαιος και από κάτω ένα τραπέζι στο οποίο καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος και έτρωγε. Στο ίδιο τραπέζι, ακριβώς απέναντί του ήταν τα σερβίτσια μου. “Τι ηλίθιο! σκέφτηκα, γιατί να μην έχω ένα τραπέζι μονάχα για μένα!”
Ο ηλικιωμένος κύριος, τον οποίο χαιρέτησα σιωπηλά, με αντιχαιρέτησε κουνώντας το κεφάλι με τα γερακίσια χαραχτηριστικά.
– Ο άνθρωπος πρέπει να ικανοποιεί όλες του τις επιθυμίες, είπε με ένα κοφτερό χαμόγελο, εσείς γιατί δεν το κάνετε;
– Σεβάσμιέ μου κύριε, είπα, νομίζετε πραγματικά, ότι ήρθα σ’ αυτή την πόλη και ειδικά σ’ αυτό το σπίτι, μόνο και μόνο για να ακούσω τη διδασκαλία σας; Δείχνω κάτι τέτοιο;
Έβαλα στο πιάτο μου σούπα, έκοψα ψωμί και γέμισα το ποτήρι με κρασία, δοκίμασα αλλά δε μου άρεσε.
– Μα δείχνετε ετσι, είπε ο γηραιός κύριος. Σαν κάποιος που καταπιέζει τις επιθυμίες του αντί να τις ικανοποιεί. Οι πιο πολλοί άνθρωποι δείχνουν έτσι, δεν το έχετε προσέξει;
Σκούπισα το στόμα μου με την πετσέτα μου και είπα:
– Δεν έχω προσέξει τίποτε άλλο εκτός από τη φλυαρία σας. Και επειδή μου δώσατε τη συμβουλή να ικανοποιώ τις επιθυμίες μου, επιθυμώ λοιπόν κι εγώ να δοκιμάσω από το κρασί που πίνετε!
Άρπαξα την μπουκάλα του, έχυσα στο ποτήρι μου μια γουλιά και το δοίμασα.
– Ω! μα είστε επιδεικτικός απ’ ό,τι βλέπω! είπε ο γέρος. Αυτό το συναντάει κανείς πολύ σπάνια σήμερα. Συνεχίστε έτσι και δε θα μετανιώσετε.
– Α! όχι, έχετε απόλυτα δίκιο, το κρασί είναι πολύ ωραίο. Γκαρσόν, φέρτε μου και μένα ένα μπουκάλι από αυτό το άσπρο κρασί και πάρτε πίσω το άλλο που μου φέρατε!
Έτρωγα τώρα, πεινασμένος από το ταξίδι, σιωπηλός το φαγητό μου και δεν άφησα ούτε ψίχουλο. Μέχρι το τυρί, τα αμύγδαλα και τα σταφύλια και ο γέρος με άφησε ανενόχλητο. Στο μεταξύ η διάθεσή μου έφτιαξε, το κρασί ήταν πολύ ωραίο, όπως και το φαγητό. Καθώς άναψα το τσιγάρο μου αισθάνθηκα την ανάγκη να ξαναρχίσω και πάλι τη συζήτηση με το γείτονά μου, αλλά εκείνος σηκώθηκε απότομα, το γκαρσόνι του έφερε μπαστούνι και καπέλο και ο γέρος με χαιρέτησε με το κοφτερό του χαμόγελο και το γερακίσιο του πρόσωπο:
– Ω! φεύγετε κιόλας; είπα λυπημένος. Σκεφτηκα καλά αυτά που μου είπατε και θα ήθελα πολύ ευχαρίστως να κουβεντιάσω μαζί σας πάνω στο θέμα. Ο ηλικιωμένος κύριος, ο οποίος είχε γυρίσει κιόλας να φύγει, έστρεψε το πρόσωπό του και είπε: “Δεν υπάρχει τίποτα για να κουβεντιάσουμε”. Εγώ είπα: “Οι επιθυμίες πρέπει πάντοτ να ικανοποιούνται”.
Και φυσικά, το διαπιστώνετε: “Με αυτόν τον τρόπο ταχτοποιήθηκαν και ό,τι ταχτοποιείται, δε μας βασανίζει πια. Σας εύχομαι καλό βράδυ”. Έφυγε ο Γαμψομούτρης. Σκέφτηκα “αστείος τύπος” και κάθισα μοναχός μου. Είδα το πρόσωπό μου να αντικαθρεφτίζεται στους πράσινους καθρέφτες: Έδειχνα κι εγώ σαν αρπαχτικό όρνιο με γαμψή μύτη, σαν το γέρο, ολόιδιος. Ακόμα πέντε, δεκαπέντε χρόνια και θα έμοιαζα ίδιος με κείνον.
Οι καθρέφτες μου χάλασαν τη διάθεση, ανέβηκα στο δωμάτιό μου, κάθισα κοντά στο παράθυρο και κοίταξα προς το μαγικό κήπο. Το γκαρσόνι ήρθε, τον παρακάλεσα να μου φέρει επάνω το κρασί. Ρώτησα:
– Ανήκει ο κήπος στο πανδοχείο σας;
– Όχι!
– Κρίμα!
Δεν ήξερε σε ποιον ανήκει, δεν είχε δει ποτέ κανέναν εκεί μέσα. Αργά, άρχισα να πίνω το κρασί μου, κάπνιζα, το φεγγάρι ανέβαινε ψηλά, οι σκέψεις μου ταξίδευαν μέσα από στρώματα – το ένα πάνω στο άλλο – παρελθόντων. Υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι σαν κι εμένα; Παίζανε κι αυτοί στη ζωή τους αυτόν το ρόλο, τον είχαν χάσει, τον είχαν ξεχάσει ξανά, είχαν αρχίσει κάτι νέο ή δε γνώριζαν τον εαυτό τους πια;
Όλοι ήταν έτσι. Κάθε άνθρωπος αποτελείται από μια μεγάλη δέσμη προσωπικοτήτων και ήταν απλώς θέμα χαραχτήρα ότι εγώ ήμουν μια ευλαβική περιδίνηση; Ή ήμουν μια εξαίρεση; Ένα άρρωστο αντίγραφο; Μια σαπουνόφουσκα; Ένα παιχνίδι της φύσης; Αχ! Όχι, όλοι ήταν έτσι, αλλά οι πιο πολλοί είχαν την ψευδαίσθηση της ενότητας, αυτή την παραφροσύνη. Την είχα κι εγώ κάποτε!
Ω! Τι ωραία που ήταν μες στο σκοτάδι η αγριότητα του κήπου απέναντι! Πώς μπορεί κανείς να ερωτευτεί τόσο γρήγορα κάτι; όπως μια γυναίκα! Είχα ερωτευτεί τον κήπο, τον επιθυμούσα, τον λαχταρούσα όσο τίποτε άλλο! Πόσο καιρό δεν είχα ζήσει μέσα σε βαγόνια και δωμάτια ξενοδοχείων!
Ήταν ακόμα νωρίς, ίσως 9 η ώρα, αλλά η πολίχνη έδειχνε πως είχε αποκοιμηθεί κιόλας! Δεν ήθελα να μείνω περισσότερο έτσι, έφυγα, κατέβηκα τις σκάλες, βγήκα από το σπίτι. Διέσχισα μια μικρή πλατεία μ’ ένα σιντριβάνι, ένας μικρός δρομάκος, άλλα δρομάκια ακολούθησαν, όλα ήσυχα και νεκρά και τελικά τώρα ανακάλυψα το δρομάκι που βρισκόταν ο κήπος. Πιθανόν να είχε ο τοίχος μια πόρτα, έπρεπε να ψάξω.
Δεν είχε καμιά πόρτα, τίποτα, ούτε μια τρύπα για να κοιτάξει κανείς ανάμεσα. Και τώρα, για πρώτη φορά, ορθώθηκε η επιθυμία για τον κήπο και κυρίευσε την ψυχή μου. Πώς το είχε πει ο αστείος ηλικιωμένος κύριος; Ο άνθρωπος πρέπει να ικανοποιεί τις επιθυμίες του. Ναι, είχε τρομαχτικό δίκιο. Ποτέ ο άνθρωπος δεν πράττει στην πραγματικότητα ό,τι θα του άρεσε, πάντοτε γυρίζει γύρω-γύρω, λοξοδρομεί, διαγράφει τόξα γύρω από τις επιθυμίες του, τις χαϊδεύει και τις εξιδανικεύει, τις μετατρέπει και τις κρύβει πίσω από ιδανικά και θρησκείες αντί να τις βουτήξει από το λαιμό με γενναιότητα. Άρπαξα λοιπόν την επιθυμία μου από το τσουλούφι. Έψαξα να βρω στον τοίχο μια μεριά που θα μπορούσα να σκαρφαλώσω, έβαλα το πόδι μου σε μια εσοχή του τοίχου, έδωσα έναν πήδο και βρέθηκα καβάλα στην κορφή. Από κει πάνω αφέθηκα απαλά να γλιστρήσω μέσα.
Ένιωσα κάτω από τις παλάμες μου το μαλακό γρασίδι, τις έτριχα πάνω σ’ ένα θάμνο, μύριζε παράξενα, μύριζε πανάρχαια πράγματα κάπου μακριά στη σκοτεινιά της πιο παλιάς ζωής μου, στα παιδικά μου χρόνια, μύριζε κάπως έτσι. Ω! πόσο ωραίο και ερεθιστικό ήταν αυτό το άρωμα, μύριζε παμπάλαια χρόνια, τραγουδούσε για τη Μητέρα και τη Γιαγιά. Μεταμόρφωνε εμένα και τον κόσμο, δεν ήμουν πια εδώ ή εκεί, σ’ αυτή την πόλη και σ’ εκείνο τον κήπο, ήμουν ακριβώς στη μέση του παρθένου δάσους των περασμένων, των απέθαντων αισθημάτων και αναμνήσεων. Μύριζα γης, μιλούσε για τις πρασιές της παιδικής ηλικίας, ήμουν ένα μικρό παιδί και φύτευα ένα μυρτολούλουδο σε μια γλάστρα, έβαζα φρέσκο χώμα μέσα και το πάταγα για να κάτσει καλά, έριξα νερό, είχα φυτέψει κάτι για πρώτη φορά, κάτι ζωντανό που μου ανήκε και που μπορούσε να μεγαλώσει με τις ρίζες του μέσα στη μαύρη γη, έπινε κι έτρωγε απ’ αυτή. Εγώ ο ίδιος είχα βυθίσει τις ρίζες μου μέσα στο χώμα, βαθιά, έπινα τη γη, έτρωγα τον αρχαίο κόσμο, αναπτυσσόμουν μέσα στο γιορταστικό σκοτάδι της γέννησης, χρόνος και μορφή είχαν βουλιάξει, όλα ήταν αρχή, όλα ξεφύτρωναν και μεγάλωναν, δεν υπήρχε ακόμα ούτε άνθρωπος, ούτε φυτό!
Από το χάος που είχα βυθιστεί με ξύπνησε μια φωνή: Ένας βάτραχος αόρατος τράπηκε σε φυγή από το βάδισμά μου ακροπατώντας πάνω στις πατούσες του. Ήταν κιόλας μακριά, όταν ένα καινούργιο χάσμα άνοιξε μέσα μου, μια καινούργια άβυσσος που την ποθούσα και την αποστρεφόμουν απ’ την παιδική μου ηλικία, τρομαχτική και γοητευτική.
Ο κόσμος της παγωνιάς, γλιστερές επιφάνειες, ξένοι, βάτραχοι και φίδια, το συναίσθημα της φρίκης, η απύθμενη περιέργεια, ο φόβος του κινδύνου και του απαγορευμένου. Ξανά αυτός ο κόσμος των σκοτεινών συναισθημάτων που αρχίζει με παραστάσεις της παιδικής μου ηλικίας, οδηγεί πίσω στο χάος, στο Απρόσωπο και στο Προ-ανθρώπινο, στην άβυσσο μιας τρομαχτικής, αρχαίας φρίκης, το ίδιο άγια και τρομερή, το ίδιο δημιουργική όσο και θανάσιμα καταστροφική.
Το δέντρο που έστριψα για να μην πέσω επάνω του, το χορτάρι που έφτανε ή που είχα χωθεί μέσα του ώς τα γόνατα, το χορταριασμένο μονοπάτι σαν μαλλιαρό ζώο, ο χορταριασμένος τοίχος, η νυχτερινή πεταλούδα, οι γρύλοι, όλα και κάθε φύλλο στους θάμνους και κάθε πνοή του ανέμου, ήταν όλα γεμάτα με μυστική συγγένεια, τόσο ερεθιστικά, γεμάτα μνήμη. Όλα με οδηγούσαν στο πιο βαθύ μου είναι και ακόμα πιο πέρα, στο άμορφο. Για μια στιγμή κατάλαβα ότι οι έννοιες του μύθου όπως χάος και δημιουργία, λέξεις της λογικής, όπως προϊστορία και ανάπτυξη, στη βάση δεν εννοούνται το ένα μετά το άλλο, αλλά είναι το ίδιο, το ένα μέσα στο άλλο. Και ο πανάρχαιος κόσμος δεν ήταν παλαιότερος από το σήμερα, δεν είχε υπάρξει: Ο παλιός κόσμος και το σήμερα ήταν το ίδιο. Κάπως αλλιώς είχα φανταστεί αυτόν τον κήπο. Τώρα δεν ήταν πια μια όμορφη και γαλήνια εικόνα πατρογονικής κουλτούρας, τώρα ήταν μια μεγαλειώδης μαγική σκηνή, παρθένο δάσος, θέατρο φαντασμάτων. Η κάθε όμορφη, ποθητή γωνιά του κόσμου μπορεί να γίνει δάσος και ναός, δρομάκι και δωμάτιο, λιβάδι και σιδηροδρομικός σταθμός. Κάθε στιγμή μπορούμε να εισχωρήσουμε στις ααρχές του κόσμου, στο Μύθο, στο Άχρονο – αλλά αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια, πολύ σπάνια μας χαϊδεύει η πνοή του Μαγικού. Πετούσα μαζί με τη νυχτερινή πεταλούδα μέσα σ’ ένα δάσος των Ινδιών, στο άρωμα των φύλλων, μύριζα το παραμύθι της παιδικής μου ηλικίας. Καβαλούσα ένα άλογο, καθόμουν πάνω στα θρανία, ταλαντευόμουν με το φύσημα του ανέμου πάνω σε πανύψηλες κορφές δέντρων και κατάρτια ιστιοφόρων που έφταναν ώς τον ουρανό, κυνηγούσα παραδεισένια πουλιά. Με κυνηγούσαν παράξενα τέρατα και τρεπόμουν σε φυγή, ήμουν νέος και γέρος, ήμουν νάνος και γίγαντας. Από τον κήπο δεν έβλεπα τίποτα πια, ήταν τόσο γεμάτος, τοσες πολλές χώρες και μέρη της γης είχαν μαζευτεί μέσα του, τόσες πολλές εποχές, τόσες πολλές πόλεις και άνθη, άστρα και χιονοστιβάδες. Πώς μπόρεσα να ζήσω τόσο καιρό δίχως να μπορώ να επιθυμήσω έναν τέτοιο κήπο; Ο κήπος δεν ήταν ττίποτα και ό,τι όμορφο, περιποιημένο και άνετο, ό,τι προσπαθούσα να βρω εδώ μου ήταν τώρα ατέλειωτα μακρινό και αδιάφορο, εκτός του ότι δεν μποριούσα να δω τίποτα μέσα στο σκοτάδι. Πού ήμουν λοιπόν; Ήμουν στο παραμύθι, ήμουν στις απαρχές του κόσμου, όπου το κάθε πράγμα μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάποιο άλλο, όπου κάθε πράγμα είναι ανύπαρκτο και αδιάφορο για τον εαυτό του αλλά ιερό και αιώνιο σαν αλληγορία, σαν εικόνα, σαν φευγαλέα κατοικία του Θεϊκού. Βρισκόμουν μέσα στην ίδια μου την ψυχή, γιατί αυτή που την ξέρουμε όσο λίγο είναι ο πρωτογενής, μαγικός μας κόσμος. Πώς ήταν δυνατό να ξέρουμε τόσα λίγα για κείνον, και τόσο σπάνια να επιστρέφουμε σ’ αυτόν.
Το αυτί μου έπιασε κάνα-δυο ήχους από μακριά, κάποιος έπαιζε πιάνο μες στη νύχτα και ήταν σαν να έπαιχε πιάνο η αδελφή μου, η μακρινή μου αγαπημένη. Σαν αστραπή ένιωσα μέσα μου βαθιά τι σήμαινε μουσική για μένα, έλαμψε θαυμάσιο το κρύσταλλό της για λίγα δευτερόλεπτα. Μότσαρτ, Σούμπερτ, Μπαχ, η ορχήστρα και το εκκλησιαστικό όργανο, το κουαρτέτο, η όπερα και το ορατόριο. Για μερικές στιγμές ο κόσμος μεταμορφώθηκε σ’ ένα τεράστιο μωσαϊκό τόνων και ήχων. Κάθε ήχος ήταν θεός, κάθε οκτάβα η επιβεβαίωσή του, κάθε τέρτσο ο δεσμός του με τους καιρούς και τη δύναμη της μεταμόρφωσης, κάθε ακόρντο, το φευγαλέο, αστραφτερό του ρούχο.
- Χέρμαν Έσσε
- Ένα βράδυ με το δόκτορα Φάουστ και άλλα διηγήματα
- Μετάφραση: Γιώργου Κώνστα
- Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1989
- Σελ. 167
- ISBN 960-208-129-5, ISBN-13 978-960-208-129-7
Ο Herman Hesse γεννήθηκε το 1877 στο Calw της Βυρτεμβέργης, μια μικρή πόλη του Μέλανος Δρυμού. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1899 με την ποιητική συλλογή “Τα ρομαντικά τραγούδια” και τη συλλογή πεζών “Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα”. Ακολούθησαν πολυάριθμα έργα, που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς του 20ού αιώνα: “Πήτερ Κάμεντσιντ” (1904), “Κάτω από τον τροχό” (1906), “Γερτρούδη” (1910), “Ντέμιαν” (1914), “Σιντάρτα” (1927), “Ο λύκος της στέπας” (1927), “Νάρκισσος και Χρυσόστομος” (1930), “Ταξίδι στην Ανατολή” (1932) κ.ά. Υπήρξε ιδρυτής του περιοδικού “Vinos Voco”, μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Βέρνης και τιμήθηκε με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων με το βραβείο Νόμπελ το 1946, και με το βραβείο Ειρήνης των Γερμανών βιβλιοπωλών το 1955. Πέθανε το 1962.