Μαρία Πωπ “Κάλαντα”
ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ
Μικρός σαν ήμουνα περίμενα πάντα με λαχτάρα τα Χριστούγεννα, με την κρυφή ελπίδα πως κάποιο δώρο από τους δικούς μου θα έπεφτε στα χέρια μου. Τις πιο πολλές φορές όμως δεν με ευνόησε μια τέτοια τύχη. Είναι γνωστό πως η οικογένειά μου είχε πάντα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και, ως εκ τούτου, δεν περίσσευαν χρήματα για δώρα. Έτσι ήμουνα αναγκασμένος να περνάω τις γιορτές αυτές με κάποιες αυτοσχέδιες κατασκευές δικής μου εμπνεύσεως με όποια υλικά έβρισκα πρόχειρα στο περιβάλλον μου, ενώ η χαρά μου για τις γιορτές ήταν ανύπαρκτη. Τι να γιορτάσω άλλωστε;
Τα χρόνια όμως περνούσαν κι εγώ μεγάλωνα χωρίς να καταλάβω πώς, έπαψα να είμαι παιδί, πήγα σχολείο, γυμνάσιο, πανεπιστήμιο. Στην πρωτεύουσα έκανα ό,τι οι περισσότεροι φοιτητές εκείνης της εποχής, λίγο διάβασμα, ίσα που να περνάω τα μαθήματα, εφήμεροι έρωτες, κυρίως με συμφοιτήτριες, συμμετοχή στις διαδηλώσεις και τις εκδηλώσεις που οργάνωναν οι νεολαίες των κομμάτων και όλα αυτά μέχρι τη μαύρη εκείνη Παρασκευή του 1967 που οι συνταγματάρχες θρονιάστηκαν για τα καλά στο θώκο της εξουσίας και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν με τίποτα από εκεί. Έτσι, όλα αυτά τελείωσαν, έμεινε όμως ο έρωτας γιατί αυτόν δεν τον κυνήγησε η δικτατορία. Τα Χριστούγεννα τα περνούσα πάντα χαλαρά με τους δικούς μου χωρίς περιττά έξοδα, φτωχικά, κι αυτό γιατί το εισόδημα της οικογένειας δεν έλεγε με τίποτα να αυξηθεί.
Τον Οκτώβρη του 1972 στρατεύτηκα, αποχαιρετώντας έτσι για δύο χρόνια την ανέμελη ζωή του πολίτη και την Τερέζα, την τελευταία μου κατάκτηση, τον τελευταίο έρωτα της μέχρι τότε ζωής μου. Ένας έρωτας που πίστευα πως θα κρατήσει για πάντα. Τόσο αφελής φαίνεται πως ήμουνα. Περάσαμε μαζί την τελευταία εκείνη νύχτα στην Αθήνα ως ελεύθερος (τρόπος του λέγειν) πολίτης που ήμουνα και το πρωί με συνόδεψε στο σταθμό της Πελοποννήσου για να πάρω το τρένο για την Τρίπολη. Για όσο καρό παρέμεινα σε αυτή την πόλη ως νεοσύλλεκτος στρατιώτης κρατήσαμε μία συχνή, θα έλεγα, αλληλογραφία και σχεδιάζαμε μέσω αυτής το μέλλον μας, μετά το τέλος της θητείας μου. Εδώ ταιριάζει το «αφελής» που έγραψα λίγο πιο πάνω.
Τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους, εντελώς ξαφνικά και χωρίς καμία ειδοποίηση από πριν, με ενημέρωσε πως θα ερχόταν τις επόμενες ημέρες στην παγωμένη Τρίπολη για να με δει. Χαρά εγώ! «Για δες», σκέφτηκα, «με αγαπάει πραγματικά και δεν μπορεί να ζήσει ούτε μία στιγμή χωρίς εμένα.
Στην πόλη είχαν παγώσει τα πάντα. Τέτοιο κρύο, έλεγαν κάποιοι ηλικιωμένοι στα καφενεία, είχαν πολλά χρόνια να το δουν, εγώ όμως δεν κρύωνα, η καρδιά μου ήταν ζεστή, έτσι ένιωθα εκείνες τις στιγμές. Βοηθούσε βέβαια και η χλαίνη που κάλυπτε ολόκληρο το κορμί μου. Εξάλλου, περίμενα με λαχτάρα να την δω, μου είχε λείψει αρκετά και αυτό ήταν που με ενδιέφερε κυρίως.
Ήταν παραμονή των Χριστουγέννων όταν την είδα από μακριά στην πύλη του στρατοπέδου, όμως δεν ήταν μόνη, ένας νεαρός, ένας μαντράχαλος ως εκεί πάνω, ντυμένος αλλόκοτα σαν αρκούδα, την συνόδευε. Ίσως γιατί θα κρύωνε, αλλά εμένα τι με ένοιαζε; «Θα είναι κάποιος συγγενής της», σκέφτηκα, όμως δεν ήταν, δυστυχώς, ήταν ο νέος της αγαπητικός, ο νέος της μεγάλος έρωτας, όπως μου είπε αμέσως και σκέφτηκε πως έπρεπε να μου τον γνωρίσει, αφού ήμουνα ο καλύτερός της φίλος, δίνοντας μου με αυτό τον εύσχημο τρόπο το οριστικό απολυτήριο στη δική μας σχέση.
Το ίδιο εκείνο βράδυ στη σκοπιά, με θερμοκρασίες κάτω του μηδενός, σκεφτόμουνα πόσο άπιστο μπορεί να είναι το γένος των γυναικών, όπως διακήρυττε κάποιος αρχαίος ποιητής που την είχε νιώσει για τα καλά την απιστία στο πετσί του, ενώ η παγωνιά τύλιγε από παντού το κορμί μου. Το κακό επιδεινώθηκε λίγες ημέρες μετά, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς που αναγκάστηκα να φυλάξω και πάλι σκοπιά, όχι πια στην Τρίπολη, αλλά στην Αθήνα, στο κέντρο διερχομένων οπλιτών όπου είχα μετατεθεί για λίγο καιρό. Μόνος, εγκαταλειμμένος και αυτή τη φορά παγωμένος. Μια παγωνιά που μου έμεινε για πάντα στη ζωή μου και τη νιώθω κάθε φορά που προσπαθώ να σκεφτώ κάτι καλό, που όμως δεν μου συμβαίνει ποτέ τυις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Ήταν τα χειρότερα Χριστούγεννα της ζωής μου, όπως καταλαβαίνετε, η χειρότερη Πρωτοχρονιά. Αλλά μήπως γνώρισα από τότε και κάποια ημέρα καλύτερη, χαρούμενη και ζεστή για να θυμάμαι αυτήν και όχι την παγωνιά που σας περιέγραψα; Όχι, βέβαια, ποτέ μέχρι σήμερα και τα βιώματα εκείνης της εποχής με συνοδεύουν από τότε σαν μία δεύτερη φύση, κατά πολύ ισχυρότερη από την πρώτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το κείμενο αντλήθηκε από το διαδικτυακό περιοδικό προβληματισμού και γενικής παιδείας ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ, τ. 14