Η Δυναστεία των Σελτζούκων ή Σελτζούκοι Τούρκοι ήταν μία μουσουλμανική Σουνιτική δυναστεία των Ογούζων Τούρκων που σταδιακά έγινε μία εκπερσισμένη κοινωνία και συνεισέφερε στην Τουρκοπερσική παράδοση στη μεσαιωνική Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Επικράτησε από τον 11ο έως τον 14ο αιώνα. Οι Σελτζούκοι ίδρυσαν το Σουλτανάτο των Μεγάλων Σελτζούκων που εκτεινόταν από τη Μικρά Ασία μέχρι την Περσία το οποίο ήταν και ο στόχος της Α΄ Σταυροφορίας και το Σουλτανάτο του Ρουμ. Οι Σελτζούκοι κατάγονταν από Τουρκομανικά φύλα της Κεντρικής Ασίας. Όταν έφτασαν στην Περσία, οι Σελτζούκοι υιοθέτησαν τον Περσικό τρόπο ζωής, πολιτισμό, ακόμη και τη γλώσσα.
Η Περσική γλώσσα έγινε η επίσημη στην κεντρική κυβέρνηση των Σελτζούκων. Δημιούργησαν τον Τούρκο-Περσικό πολιτισμό που χαρακτηρίζεται ως “Περσικός λαός με Τούρκους κυβερνήτες”. Θεωρήθηκαν σαν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της αρχαίας Περσικής γλώσσας, τέχνης, πολιτισμού και λογοτεχνίας. Οι Σελτζούκοι είναι οι αυθεντικοί πρόγονοι των δυτικών Τούρκων που κατοικούν σήμερα το Αζερμπαϊτζάν, το Τουρκμενιστάν και την Τουρκία.
Οι πρώτοι Σελτζούκοι
Κοινοί φυλετικοί και εθνολογικοί (όχι όμως και γλωσσικοί) πρόγονοι των Τουρκικών φύλων του Μεσαίωνα θεωρούνται οι Ογούζοι Τούρκοι, των Αλτάιων Ορέων, που ίδρυσαν τις πρώτες εκτενείς συνομοσπονδίες τουρκόφωνων νομαδικών φύλων στις στέπες της κεντρικής Ασίας. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ξεκίνησαν από τις πεδιάδες των ποταμών Ορχόν και Σελεγκά, νότια από την λίμνη Βαϊκάλη στη σημερινή Μογγολία, στο βόρειο σύνορο στην Κίνα. Ήδη κατά τους 4ο-6ο αιώνα το έσχατο δυτικό τμήμα των Μογγολοτουρκικών φύλων, οι Ούννοι και οι Άβαροι, είχαν επιδράμει στις Ρωσικές στέπες και εξαπλωθεί σε Ευρωπαϊκές περιοχές. Οι Σελτζούκοι προέρχονται από τη φυλή Κινίκ των Ογούζων Τούρκων.
Από τα τέλη του 8ου και τις αρχές του 9ου αιώνα, Τουρκικά φύλα που βρίσκονταν στην αρχική τους κοιτίδα διασπάστηκαν και μετακινήθηκαν προς τα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά, και από τα τέλη του 9ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί στις εύφορες κοιλάδες της Κασπίας Θάλασσας καθώς και ανατολικά της λίμνης Αράλης (Ωξιανής). Από τα τέλη του 10ου και τις αρχές του 11ου αιώνα, το δυναμικότερο φύλο των Ογούζων, οι Σελτζούκοι, και ο γενάρχης τους ο Σελτζούκ ασπάστηκαν το Ισλάμ (Σουνιτικό Ισλάμ), και το 1040, μετά από νικηφόρο μάχη με τους ιρανόφωνους Γαζναβίδες στην τοποθεσία Νταντανακάν, εισέβαλαν στην Περσία. Το 985 η φατρία του Σελτζούκ διασπάστηκε από τον κορμό των Ογούζων, μία συνομοσπονδία εννιά φατριών που ήταν εγκατεστημένοι ανάμεσα στην Αράλη και την Κασπία. Εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην δεξιά όχθη του κάτω Συρ Ντάρια (Ιαξάρτης), στην κατεύθυνση της Τζεντ, κοντά στο Κζιλ Ορντά στο σημερινό νοτιοκεντρικό Καζακστάν, εκεί ο Σελτζούκ προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ. Τον 11ο αιώνα οι Σελτζούκοι μετανάστευσαν από την κεντρική Περσία στο Χορασάν όπου αντιμετώπισαν τους Γαζναβίδες, αργότερα (1025) 40.000 οικογένειες Ογούζων μετανάστευσαν στην Αλβανία του Καυκάσου.
Μετά τη νίκη τους αυτοί οι Σελτζούκοι ξεπρόβαλαν ως η κυρίαρχη δύναμη στον μουσουλμανικό κόσμο σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Οι τέσσερεις κυριότερες σελτζουκικές δυναστείες υπήρξαν οι:
- Μεγάλοι Σελτζούκοι της Μεσοποταμίας και Περσίας (1038/55-1194)
- Σελτζούκοι της Καρμανίας (Κιρμάν) (1041-1186/87)
- Σελτζούκοι της Συρίας (1078/80-1117)
- Σελτζούκοι του Ικονίου (ή Ρουμ) (1080/81-1307/8)
Η Μεγάλη Αυτοκρατορία των Σελτζούκων και οι δυναστείες του Κερμάν και της Συρίας
Ο πρώτος μεγάλος Σελτζούκος κατακτητής Τογκρούλ-Μπεγκ (1038-1063), με αστραπιαία διείσδυση στο ανατολικό σύνορο του μουσουλμανικού κόσμου, κατέλαβε το 1055 τη Βαγδάτη, εκδιώκοντας τον τελευταίο εκπρόσωπο της δυναστείας των Μπουγιδών (τουρκοπερσικής δυναστείας Σιιτών μουσουλμάνων), λαμβάνοντας τον τίτλο του «σουλτάνου». Ο Τογρούλ κατάφερε να επιβληθεί σε μια αχανή έκταση από το σημερινό Αφγανιστάν ως δυτικά στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη σημερινή Αρμενία.
Ο ανεψιός και διάδοχος του Τογρούλ Μπεγ, Αλπ Αρσλάν (1063-1073), ξεκίνησε μια σειρά κατακτήσεων με απώτατο στόχο τη διάλυση του Χαλιφάτου των Φατιμιδών της Αιγύπτου, ενώ η εισβολή στην Αρμενία κατέληξε στη βυζαντινή συμφορά στη Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, η οποία μάλλον πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της προσπάθειας αποφυγής πιθανής δημιουργίας βυζαντινοφατιμιδικής συμμαχίας. Το Βυζάντιο όμως δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία δημιουργίας συνασπισμού με τους Φατιμίδες.
Τον Αλπ Αρσλάν διαδέχτηκε ο Μαλίκ Σαχ Α΄ (1072-1092), επί του οποίου παγιώθηκαν τα θεμέλια για την κυριαρχία των Σελτζούκων στο χώρο της Εγγύς Ανατολής. Παγιώθηκε η κυριαρχία στην Περσία, τη Μεσοποταμία, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Την εποχή εκείνη κατακτήθηκε η Ιβηρία (σημερινή Γεωργία) και νικήθηκαν επανειλημμένα τα φύλα των Καραχανιδών Τούρκων, ενώ στη Συρία ιδρύθηκε νέος δυναστικός Σελτζουκικός κλάδος από τον αδελφό του σουλτάνου, τον Τουτούς.
Από τους σημαντικότερους διαδόχους του Μαλίκ Σαχ υπήρξε ο Αχμάντ Σαντζάρ (1118-1157), που αρχικά σημείωσε σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες κατά των Καραχανιδών στην Υπερωξιανή (Τρανσοξιανή) και κατά των Γαζναβιδών στα σύνορα με τη σημερινή Ινδία. Όμως, από το 1138 αντιμετώπισε πρόβλημα με την απόσχιση της Χωρεσμίας και τις εισβολές των μογγολικής προέλευσης Καρά-Κιτάι από την κεντρική Ασία, οι οποίοι τον συνέτριψαν το 1141.
Μετά το θάνατο του Σαντζάρ, καταλύθηκε η Σελτζουκική κυριαρχία στο Χορασάν, που από το 1194 προσαρτήθηκε από τους διαρκώς ανερχόμενους Χωρέσμιους Τούρκους. Η Σελτζουκική δυναστεία της Συρίας καταλύθηκε το 1117 από τον Ιλγαζί των Ορτοκιδών, ενώ η δυναστεία του Κερμάν άρχισε να καταρρέει μετά το θάνατο του Τουγρίλ Σαχ.
Τελικά η περιοχή που ήλεγχαν λεηλατήθηκε μέχρι αφανισμού από τους Τουρκομάνους του Χορασάν, το 1185-1187. Παρά ταύτα, σε ένα μέρος της Μικράς Ασίας διατηρήθηκαν ώς τις αρχές του 14ου αιώνα.
Σουλτανάτο του Ρουμ (ή του Ικονίου)
Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ, πολλές νομαδικές ληστρικές φυλές των Σελτζούκων, οι λεγόμενοι Τουρκομάνοι, εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες συρράξεις των Βυζαντινών, εισήλθαν στη Μικρά Ασία. Ο Σουλεϊμάν, που έλαβε τον τίτλο του τοπικού σουλτάνου, μέλος της σελτζουκικής δυναστείας, είχε κάποιο στοιχειώδη έλεγχο στην περιοχή, που περιελάμβανε το Βόσπορο δυτικά (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη) έως τη βόρεια Συρία ανατολικά. Μετά το θάνατο του Σουλεϊμάν (1085 ή 1086), η περιοχή χωρίστηκε σε μικρά κρατίδια υπό τον έλεγχο διάφορων εμίρηδων, μέχρι την άφιξη του γιου του, Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, που εγκατέστησε σχετικά ενιαία διοίκηση με πρωτεύουσα τη Νίκαια. Το σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ βρισκόταν σε μόνιμο πόλεμο με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Κατά την Α΄ Σταυροφορία και τις εκστρατείες του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και των διαδόχων του, η περιοχή που ήλεγχε το σουλτανάτο περιορίστηκε στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας και η έδρα του μεταφέρθηκε ανατολικότερα, στο Ικόνιο. Το Σουλτανάτο του Ρουμ γνώρισε σχετική ακμή επί Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ (1156-1192), όμως από τα μέσα του 13ου αιώνα έπεσε σε σταδιακή παρακμή, μέχρι που καταλύθηκε το 1308. Από τις αρχές του 14ου αιώνα, τη Μικρά Ασία είχαν κατακλύσει πλήθος τουρκομανικών κρατιδίων (εμιράτων), με κυριότερο αυτό του Τουρκομάνου ηγέτη Οσμάν, που εξελίχθηκε στη μετέπειτα Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μέσα του 14ου αιώνα.