Γιώργος Σκιάνης: Οι τσόγλανοι

Στο στιλ και στη μνήμη του ασύγκριτου Νίκου Τσιφόρου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΝΗΣ

Οι τσόγλανοι

Ο ήλιος βούτηξε πίσω από τα χαμηλά τα όρη στα δυτικά του λεκανοπέδιου και άφησε πίσω του τις μαβιές λουρίδες της χαρμολύπης. Στο μικρό γηπεδάκι της γειτονιάς τα φώτα άναψαν. Τα καλόπαιδα παίζανε μονό δυο ώρες τώρα. Οι ίδιοι και οι ίδιοι κάθε μέρα. Σήμερα όμως είχε σκάσει και ένα παλικαράκι, λίγο σα ζαβό, αδύνατο, με ξεχειλωμένη φόρμα και παπούτσια αθλητικά της συφοράς. Το παλικαράκι δεν έπαιζε. Καθότανε απέξω και κοίταζε.

Κάποια στιγμή τέλεψε το μονό και ένα από τα καλόπαιδα έκανε να φύγει. Πού πας ρε Νώντα, έχουμε κι άλλο. Δεν μπορώ, έχω δουλειά. Τότε ο ψηλός από την παρέα γύρισε απογοητευμένος προς το Σαράντο που περίμενε υπομονετικά. Ρε φιλαράκο, εσύ ξέρεις να μπιστάς την μπάλα; Κάτι ξέρω. Παίζεις; Παίζω.

Κάνει ο φουκαράς ο Σαράντος να μπει στο παιχνίδι, να σου από μακριά ο Παναγιώτης , άλλος λεβέντης της παρέας. Έλα ρε μαλάκα Πάνο και το μαλακισμένο ο Νώντας πήγε να μας χαλάσει το παιχνίδι. Ο ψηλός στράφηκε στο Σαράντο· φιλάρα συγνώμη, κάτσε έξω. Άλλη φορά. Μα εγώ ήρθα πρώτος, τόλμησε να πει το παιδάκι ο Σαράντος. Δε βλέπεις ότι είμαστε παρέα; Του λέει ένα βλογιοκομμένος κόπανος. Κάνε τη βόλτα σου και έλα αύριο.

Ο Σαράντος έψαξε τη ξεχειλωμένη τσέπη του και έβγαλε ένα τσαλακωμένο πενηντάρικο. Να παίξουμε στοίχημα. Ο ψηλός κάγχασε· σοβαρολογείς τώρα; Ναι. Πενήντα βάζω εγώ, πενήντα κι εσείς. Φτιάξτε ομάδα. Ο νικητής τα παίρνει.

Οι κόπανοι κοίταξαν ο ένας τον άλλο και μπήξανε τα γέλια. Καλά τότε. Μαζέψανε ένα πενηντάρι, πήρανε και το πενηντάρι του Σαράντου και τα δώσανε στον Παναγιώτη. Πάνο κάτσε έξω, θα τελειώσουμε πατ-κιουτ. Μετά πάμε για μπύρες.

Τα καλόπαιδα φτιάξανε καλού-κακού μια δυνατή τετράδα και αφήσανε τα λιμά στο Σαράντο. Το παιδάκι πήρε ήσυχα τη μπάλα και στάθηκε έξω από το τρίποντο. Προτείνω. Σούταρε ρε μάστορα. Σουτάρει ήρεμα ο Σαράντος και η μπάλα πάει μέσα άγλυφτο. Παίρνει τη μπάλα και αρχίζει. Με τα πολλά και με τα λίγα το παιχνίδι πάει στο 18-0 για την ομάδα του Σαράντου. Να τα μπασίματα, να τα καρφώματα, να τα τρίποντα, το ζαβό τους ξεκώλιασε. Το παιχνίδι ήτανε στα εικοσιένα αλλά τα καλόπαιδα και πρώτος ο ψηλός βρίσκουν ευκαιρία, βήματα, δεν είναι βήματα, άντε γαμήσου, το πλακώνουνε στα μπουνοκλωτσίδια το παιδάκι το Σαράντο, παίρνουν τα λεφτά και φεύγουνε.

Την άλλη μέρα τα ίδια. Οι τσόγλανοι στο γήπεδο με γέλια και χαρές, να σχολιάζουνε τα χθεσινά και να γελάνε με το παιδάκι το ξυλοφορτωμένο και κλεμμένο. Και κει κατά το σούρουπο, την ώρα που ανάβανε τα φώτα στο γηπεδάκι, σκάει μια τετράδα μελαχρινά παιδιά σκληρά, αντιμαλέοι[1]  ντούκοι, με φανέλες αμάνικες, βερμούδες, οι τρεις παπούτσια πάνινα βρώμικα και ο τέταρτος ξυπολυταριό. Κάτι πήγε να πει ο ψηλός, δεν πρόλαβε. Έπεσε ξύλο ανελέητο για το παιδάκι το Σαράντο, οι αντιμαλέοι  ζητήσανε επιτακτικά και τα λεφτά του παιδιού, οι δαρμένοι τσόγλανοι μάζεψαν κάνα ογδοντάρι και δώσανε την μπάλα για να ξεχρεώσουν.

Την άλλη μέρα, την ώρα που ο ήλιος βουτούσε πίσω από τα χαμηλά όρη αφήνοντας πίσω του τα χρώματα της χαρμολύπης και τα φώτα στο γηπεδάκι ανάβανε, το παιδάκι ο Σαράντος έκανε χαλαρά σουτάκια μόνο του.

[1] Από το τραγούδι άντι μάλε τσικουλάτα τσίκι νταμ.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com