Γιώργος Σκιάνης: Το ξέδωμα

Το ξενοδοχείο τους ήταν λίγο έξω από την πόλη. Με το ζόρι βρήκαν το αμάξι τους. Κάθισε στο τιμόνι ο μεγάλος. Δε βλέπω ρε το δρόμο. Θολά και στραβά τα βλέπω όλα. Κι εγώ, λέει ο μικρός. Μπόμπες γαμώτο μου. Πάμε κι όπου βγει!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΝΗΣ

ΤΟ ΞΕΔΩΜΑ

Ο ένας σαραντάρης, ο άλλος σαρανταπεντάρης. Φίλοι από μικρά παιδιά. Κι από νωρίς στο μεροκάματο. Οικοδομή. Ο μεγάλος παντρεύτηκε στα είκοσι. Προσπάθησαν για παιδί. Η γυναίκα έκανε θεραπείες που την βλάψανε. Πριν από λίγους μήνες την έχασε.

Ο μικρός έχει τρία αγόρια. Δουλεύουν κι αυτός και η γυναίκα του. Όλη μέρα στο τρέξιμο. Το μικρότερο αγόρι το κρατάει η πεθερά. Τα δύο μεγαλύτερα πάνε σχολείο. Φωνές, ζημιές, γκρίνια, παράπονα και μερικές βλαστήμιες το καθημερινό μενού. Μαγγανοπήγαδο που τρίζει.

Τώρα τα δύο φιλαράκια πήγαν για δουλειά μακριά. Κατασκευάζεται ένα νοσοκομείο. Δουλίτσα αρκετή. Το βράδυ πίνουνε καμιά μπύρα και πέφτουν για ύπνο. Πού και πού κάναν αγώνα στη καφετέρια. Αυτά.

Δυο-τρεις μέρες πριν την επιστροφή είπαν να ξεδώσουν. Κάποιος από τη δουλειά τους είπε για μαγαζί με γυναίκες.

Δεν το ξέρανε το σπορ οι φίλοι και είπαν να δοκιμάσουν. Να ξεδώσουν λίγο. Είχανε πήξει. Πήγαν λοιπόν στα χωμένα του λιμανιού και βρήκαν το μαγαζί. LIVE SHOW. Μπήκαν και δεν είδαν κανένα σόου. Το μπαρ, τσιμπλιάρικο ημίφως και άδεια τραπέζια. Κάθισαν.

Σχεδόν αμέσως πλησίασε η ξανθούλα και τράβηξε την καρέκλα δίπλα στο μικρό. Ουκρανία. Ακριβό άρωμα σε μικρό μπουκάλι. Καμιά τριανταριά. Έφτασε και η άλλη. Μολδαβία. Πιο μεγάλη, πιο μεγαλόσωμη και καστανή. Πρόσχαρη.

Τα κορίτσια παράγγειλαν τεκίλα, τα αγόρια μπύρα για σιγουριά. Μετά τα γνωστά και τετριμμένα, πώς σε λένε κι από πού είσαι, ο μικρός κάνει προσεκτική κίνηση. Χριστίνα, εμείς εδώ είμαστε για δουλειά. Λείπουμε καιρό από το σπίτι. Θα σε κεράσω τρία ποτά αλλά αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι άλλο. Δηλαδή; Να, θέλω να βρεθώ με γυναίκα. Καταλαβαίνεις… Αν έχεις καμιά φίλη που ενδιαφέρεται… Να το σκεφτώ. Πόσα νομίζεις ότι μπορείς να δώσεις; Ένα κατοστάρικο, κάπου εκεί. Το πολύ.  Τι να σου πω, εδώ ακούγονται άλλα ποσά. Τι ποσά; Να, ας πούμε διακόσια. Όχι, δεν παίζουν τόσα, πού βρισκόμαστε! Τέλος πάντων, άσε να το σκεφτώ.

Ήπιαν λίγο μπύρα, οι κοπέλες κατέβασαν τις νερωμένες τεκίλες και παράγγειλαν άλλες. Η συζήτηση για ανέμους και ύδατα, σαν τις τεκίλες ένα πράμα. Το ξανθό, ακριβό άρωμα έδωσε απάντηση. Αύριο, στις δύο το μεσημέρι, στο σιντριβάνι του λιμανιού. Η συμφωνία επικυρώθηκε με φιλιά και ψαύσιμο του μπούστου. Από την άλλη, ο πενθών δεν άντεχε να κάνει τέτοια κίνηση.

Την επαύριο η Χριστίνα με το ξανθό μαλλί  ήρθε στο ραντεβού με μισή ώρα καθυστέρηση. Η εξέλιξη πάντως υπήρξε ομαλή. Μάλιστα κανόνισαν άλλη έξοδο, την επόμενη μέρα, για ψαράκι. Όλοι μαζί παρέα.

Φάγανε όμορφα, ήπιαν τα κρασιά τους , απόλαυσαν την εκλεκτή αστακομακαρονάδα και τη γάμπαρη. Οι κοπέλες ενθουσιάστηκαν. Ελάτε ρε παιδιά το βράδυ στο μαγαζί να μας κάνετε παρέα. Τελευταία μέρα είναι.

Τους πείσανε. Ήταν ευδιάθετοι. Ξεκίνησαν με μπύρες αλλά πέσανε στις βότκες. Κάνανε ζημιές. Τρακόσια ο ένας, διακόσια εβδομήντα ο άλλος. Τους αποχαιρέτησαν στις δύο και μισή με φιλιά γιομάτα γνήσιο πάθος. Ήταν καλά παιδιά, αγνά και ζημιάρικα.

Το ξενοδοχείο τους ήταν λίγο έξω από την πόλη. Με το ζόρι βρήκαν το αμάξι τους. Κάθισε στο τιμόνι ο μεγάλος. Δε βλέπω ρε το δρόμο. Θολά και στραβά τα βλέπω όλα. Κι εγώ, λέει ο μικρός. Μπόμπες γαμώτο μου. Πάμε κι όπου βγει!

Ο δρόμος είχε στροφιλίκια. Μία στροφή, δύο στροφές. Πρόσεχ….

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com