Ο Γιώργος Τζαβέλλας (10 Αυγούστου 1916 – 18 Οκτωβρίου 1976) ήταν αυτοδίδακτος σκηνοθέτης και σεναριογράφος του Ελληνικού Κινηματογράφου, θεατρικός συγγραφέας και στιχουργός. Γεννήθηκε στις 10 Αυγούστου, 1916. Ήταν γιος του δημοσιογράφου Θάνου Τζαβέλλα και της Αφροδίτης Μιχαηλίδου και απόγονος της ιστορικής οικογένειας Τζαβέλλα, από το Σούλι. Υπήρξε παιδικός φίλος του Νίκου Τσιφόρου.
Το 1927 θα παρακολουθήσει τις Δελφικές Εορτές του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού. Θα μαγευτεί και θα συγκινηθεί τόσο πολύ με την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού δράματος ώστε έθεσε ως στόχο την ενασχόλησή του μια μέρα με την τραγωδία. Θα το καταφέρει τελικά 35 χρόνια μετά, γυρίζοντας την εξαίσια και πρωτοπόρα για την εποχή της «Αντιγόνη». Ωστόσο, θα μαγευτεί και με έναν ακόμη θρύλο, αυτή τη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες όπου θα γίνει μόνιμος θαμώνας και θα «σπουδάσει» τον κινηματογράφο. Αυτός ο θρύλος ήταν ο Τσάρλι Τσάπλιν. Ο περίφημος Σαρλό και οι ταινίες του θα τον γοητέψουν τόσο που θα πάρει την απόφαση να ασχοληθεί στη ζωή του, με αυτό που αγαπά περισσότερο, δηλαδή, το σινεμά.
Αρχικά, σε συνεργασία με το Νίκο Τσιφόρο θα γράφει το πρώτο θεατρικό του έργο, «Ο κλέφτης της Καρδιάς μου», που παρουσιάστηκε ως οπερέτα, το 1936. Ανέβηκε από το θίασο Ορέστη Μακρή-Μίσιου Χαντά-Παρασκευά Οικονόμου, στο θέατρο Μακεδού, με μουσική δική του – χωρίς να ξέρει καν νότες. Ήταν μόλις στα δεκαεννέα του και, για χάρη του πατέρα του, φοιτητής της Νομικής. Την ίδια χρονιά άνοιξε τον κινηματογράφο Ρουαγιάλ στην Πατησίων.
Στη συνέχεια θα πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο ως στρατιώτης και επιστρέφοντας θα ζήσει την Κατοχή. Ως παθιασμένος κινηματογραφιστής κατέγραφε με την κάμερα του σημαντικές στιγμές εκείνης της περιόδου, όπως την υποστολή της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη. Το οπτικό αρχειακό υλικό εκείνων των ιστορικών γεγονότων το οφείλουμε στον Τζαβέλλα. Επίσης, λίγο πριν την απελευθέρωση, με τη βοήθεια του παραγωγού Μαυρίκιου Νόβακ θα γυρίσει την πρώτη δραματουργικά και τεχνικά άρτια ελληνική ταινία, τα «Χειροκροτήματα».
Μετά την Κατοχή, θα ανεβάσει το ρομαντικό δράμα «Παραμύθι ενός Φεγγαριού», που παίχτηκε από το θίασο Μαρίκας Κοτοπούλη στο θέατρο Ρεξ, το 1946. (Θα ανέβει ξανά στο ραδιόφωνο σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου, ΕΙΡΤ, 1972). Την ίδια χρονιά η δεύτερη ταινία του Τζαβέλλα, το μελόδραμα «Πρόσωπα λησμονημένα», σηματοδότησε την πρώτη συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ.
Το 1950 θα ξεκινήσει η θριαμβευτική δεκαετία της καλλιτεχνικής του πορείας, με την τεράστια εισπρακτική επιτυχία «Ο Μεθύστακας». Την ίδια περίοδο 1950-1951 θα γράψει τα θεατρικά έργα (επιθεωρήσεις) «Αθάνατος ρωμιός», «Η γυναίκα με το βέτο», «Πάμε πρίμα», «Όλα τον ανήφορο» μαζί με το Γιώργο Θίσβιο και τον Ασημάκη Γιαλαμά για το θίασο Κυριάκου Μαυρέα-Νίκου Σταυρίδη-Σπεράντζας Βρανά. Το 1959 κάνει τη μεγαλύτερη θεατρική του επιτυχία, «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», με πρωταγωνιστές το Βασίλη Λογοθετίδη και την Ίλια Λιβυκού, στο θέατρο Αθηνών.
Επίσης, έγραψε την περίφημη σειρά «Η αλυσίδα ενός φιλμ» για το περιοδικό «Καινούργια Τέχνη», 1964, στοχεύοντας στην εισαγωγή του μέσου αναγνώστη στην κινηματογραφική τέχνη. Σε αυτά τα κείμενα ο Τζαβέλλας με απλό και κατανοητό λόγο μιλάει για τη δουλειά του σκηνοθέτη, του ηθοποιού, του οπερατέρ, για το σενάριο αλλά και για τη σημασία που έχουν οι τίτλοι αρχής σε μια ταινία.
Το 1974 με τη Μεταπολίτευση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τού αναθέτει τη θέση του Προέδρου των Γενικών Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων, που υπήρξε προπομπός του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΕ). Συμμετείχε στη σύνταξη του πρώτου νόμου για την εθνική κινηματογραφία.
Ο θάνατος της αγαπημένης του γυναίκας το Δεκέμβριο, 1969 τον απομάκρυνε αρκετά από τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Μέχρι το τέλος της ζωής του αφιερώθηκε στη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του και την τακτοποίηση του κινηματογραφικού του αρχείου. Στις 18 Οκτωβρίου, 1976 θα πεθάνει από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, λίγες ημέρες μετά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για το οποίο πάσχισε ως ένθερμος υποστηρικτής του.
Κινηματογράφος
Το 1944 με την ταινία «Χειροκροτήματα» επανέφερε στο προσκήνιο τον αλησμόνητο Αττίκ. Χωρίς χρήματα, στούντιο και τεχνικά μέσα, ο Τζαβέλλας γύρισε την ταινία στο πίσω μέρος της οθόνης του κινηματογράφου Ρεξ, ένα από τα κτίρια στα οποία οι Γερμανοί παρείχαν ηλεκτρικό ρεύμα όλο το 24ωρο. Η ταινία, σε σενάριο δικό του, έγινε τεράστια επιτυχία εκείνη τη μαύρη περίοδο, παρότι ορισμένες φορές ήταν εμφανέστατη η απειρία του νεαρού σκηνοθέτη. Ο Αττίκ λίγο καιρό μετά τα γυρίσματα αυτοκτόνησε. Το 1946 προβάλλεται η ταινία του «Πρόσωπα λησμονημένα», την οποία ο ίδιος ο Τζαβέλλας θεωρούσε μέτρια. Ήταν τότε που ξεσπούσε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα και η προβολή της είχε προκαλέσει προβλήματα εξαιτίας των αριστερών ηθοποιών που αναγράφονταν στην αφίσα της.
Το 1948, επιμένοντας να γυρίζει ελληνοκεντρικά θέματα που ήταν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του, θα σκηνοθετήσει το αισθηματικό δράμα «Μαρίνος Κοντάρας», σε παραγωγή και πάλι της Νόβακ Φιλμ. Εδώ βασίζει το σενάριο του στο ομότιτλο διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη και η ταινία αποτελεί μια από τις πρώτες απόπειρες κινηματογραφικής απόδοσης έργου της ελληνικής πεζογραφίας. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα παίξει ο Μάνος Κατράκης – λίγο προτού εξοριστεί στη Μακρόνησο. Ο Τζαβέλλας δεν κάμφθηκε από τις δυσκολίες των γυρισμάτων σε Πάρο και Σαντορίνη και ως πρωτοπόρος κατάφερε να συμμετάσχει στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ στο Βέλγιο, συστήνοντας τον ελληνικό κινηματογράφο στο εξωτερικό.
«Ο Μεθύστακας» είναι ένα εξαίσιο συγκινητικό μελόδραμα, με τον Ορέστη Μακρή στον ομώνυμο ρόλο και το Δημήτρη Χορν. Γυρίστηκε το 1950 και υπήρξε η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας. Σ’ αυτή την ταινία ο Τζαβέλλας συμμετείχε και ως παραγωγός μαζί με το Φίνο γιατί ο τελευταίος δεν θεωρούσε ότι θα μπορούσε να γίνει επιτυχία. Το 1952 θα κάνει ακόμη ένα μελόδραμα, «Ο Γρουσούζης», με έντονα κοινωνικά και ηθογραφικά στοιχεία και πάλι με τον Ορέστη Μακρή. Ωστόσο θα διανθίσει το σενάριο με κωμικά στοιχεία, ενώ μια σειρά από αξιόλογους καρατερίστες – ανάμεσά τους και ο νεαρός Ντίνος Ηλιόπουλος στο ρόλο ενός γέροντα – θα συμβάλουν στην επιτυχία της ταινίας, της οποίας, εκτός από την παραγωγή, ο Φίνος είχε αναλάβει και το μοντάζ. Την ίδια χρονιά θα γυρίσει το φιλμ «Η Αγνή του λιμανιού» με πρωταγωνίστρια την Ελένη Χατζηαργύρη και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Πρώτη επιλογή του Τζαβέλλα υπήρξε η Μελίνα Μερκούρη αλλά δεν έγινε αποδεκτή από το Φίνο.
Το 1953 θα σκηνοθετήσει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, την απολαυστική αισθηματική κωμωδία «Το Σοφεράκι» με πανέξυπνο δικό του σενάριο, απίστευτες ατάκες, ρυθμό, κεφάτες ερμηνείες και το Ντίνο Κατσουρίδη στο μοντάζ. Το 1956 θα έρθει η ώρα του «Ζηλιαρόγατου», μιας ξεκαρδιστικής κωμωδίας αισθηματικών παρεξηγήσεων, με το Βασίλη Λογοθετίδη και ένα υπέροχο καστ συμπρωταγωνιστών, σε παραγωγή της Ανζερβός. Το 1958 θα γυρίσει την αισθηματική κωμωδία «Μια μια ζωή την έχουμε», με το Δημήτρη Χορν και την Υβόν Σανσόν, της οποίας τα τερτίπια και η συμπεριφορά της προκάλεσαν την οργή όλων των συντελεστών, ενώ το ντουμπλάρισμά της που έκανε η Θεανώ Ιωαννίδου δεν ταίριαζε με το σνομπ χαρακτήρα της. Η ταινία στην εποχή της ήταν μία αποτυχία και είναι άγνωστο αν τελικά θα γινόταν αγαπητή από το κοινό με την Αλίκη Βουγιουκλάκη που ήταν η αρχική επιλογή. Στο ρόλο του Δημήτρη Χορν υπήρξε πρόταση να παίξει ο Βασίλης Λογοθετίδης.
Την τελευταία του ταινία θα την γυρίσει το 1965. Πρόκειται για την κλασική αισθηματική κωμωδία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», με το Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού. Το θέμα της ιστορίας είναι μια μεγάλη αγάπη αλλά και η εποχή της αντιπαροχής και του γκρεμίσματος όλων αυτών που μας ένωναν ως κοινωνία, παρά τα όποια στερεότυπα και τις ασήμαντες διενέξεις.
Προσωπικό όραμα και ύφος
Ο Γιώργος Τζαβέλλας θεωρείται ο πρώτος σκηνοθέτης που αποδέσμευσε τους ηθοποιούς του κινηματογράφου από το στομφώδες θεατρικό παίξιμο καθώς και ο πρώτος που εισήγαγε τον διπλό άξονα αφήγησης («Ιστορία μιας κάλπικης λίρας») και τη σπονδυλωτή άρθρωση («Μεθύστακας»). Μέσα από τη μυθοπλασία των ταινιών του έδινε την αίσθηση του πραγματικού, με ηθικολογικές προσεγγίσεις και στοιχεία νεορεαλισμού (Η Αγνή του λιμανιού). Ήταν ο δημιουργός εκείνος που ενηλικίωσε το ελληνικό σινεμά και ο πρώτος που του έδωσε την ώθηση που έπρεπε εκτός συνόρων της Ελλάδος.
Ο φιλόλογος-θεατρικός κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος έχει μιλήσει για την θεατρική παραγωγή της προπολεμικής περιόδου και για το πώς η ίδια ομάδα θεατρικών συγγραφέων, στην οποία ανήκε και ο Γιώργος Τζαβέλλας, συνέβαλε στη συγκρότηση της λαϊκής κωμωδίας των ετών 1947-1957.
Για την ευαισθησία του σκηνοθέτη ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης μάς θυμίζει τη δήλωση του Δημήτρη Χορν, στενού συνεργάτη του Τζαβέλλα: «Το μοναδικό ελάττωμα του Τζαβέλλα, αναμφισβήτητα του μεγαλύτερου Έλληνα σκηνοθέτη του κινηματογράφου, ήταν ο μελό χαρακτήρας του που αποτυπωνόταν και στις ταινίες του». Για τις γνώσεις του αρκεί να μνημονεύσουμε τον διευθυντή φωτογραφίας Αριστείδη Καρύδη Φουκς ο οποίος παραδέχτηκε ότι από όλους τους σκηνοθέτες με τους οποίους είχε συνεργαστεί, ο Γιώργος Τζαβέλλας ήξερε τι είναι σκηνοθεσία προτού ακόμα αρχίσει να σκηνοθετεί.
Ο ίδιος ο Γιώργος Τζαβέλλας είχε δηλώσει: «θα είχαμε πολλά να κερδίσουμε αν στρεφόμασταν σε θέματα καθαρώς ελληνικού χρώματος, σε συνδυασμό με τις φυσικές καλλονές του τόπου. Είναι ο μόνος τρόπος ν’ αποφύγουμε τη συντριπτική σύγκριση με τον πλούτο των σκηνικών που παρουσιάζουν τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά φιλμ. Μ’ άλλα λόγια, την έλλειψη να την κάνουμε πρωτοτυπία, δημιουργώντας ιδιότυπο ελληνικό φιλμ. Κι άλλωστε, αυτή θα είναι η προσωπικότητα του ελληνικού κινηματογράφου: ”το ελληνικό θέμα”».
Διακρίσεις
Μαρίνος Κοντάρας
Η ταινία προβλήθηκε στο “Knokke-Le-Zoute International Film & Art Festival” του Βελγίου, τον Ιούνιο, 1949.
Ιστορία μιας κάλπικης λύρας
Το 1955 θα γυρίσει, για πολλούς, την καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών, μία σπονδυλωτή, την πρώτη στην Ελλάδα, λαϊκή δραματική αισθηματική κομεντί, την πάντα φρέσκια «Κάλπικη Λίρα», έχοντας ως πρωταγωνιστές τους Βασίλη Λογοθετίδη, Ίλια Λιβυκού, Μίμη Φωτόπουλο, Σπεράντζα Βρανά, Ορέστη Μακρή, Λαυρέντη Διανέλλο, Δημήτρη Χορν και Έλλη Λαμπέτη. Τα γυρίσματα κράτησαν ένα χρόνο όταν συνήθως εκείνη την περίοδο μια ταινία ολοκληρωνόταν σε τρεις μήνες. Ο Τζαβέλλας, σε δικό του σενάριο, φτιάχνει μία από τις αρτιότερες ελληνικές ταινίες, αυτή τη φορά σε παραγωγή της Ανζερβός, διαπερνώντας όλη την ελληνική κοινωνία, μέσα από τις τέσσερις ιστορίες του και βάζοντας στο στόχαστρό του το χρήμα και το πόσο κάλπικο είναι. Ο πίνακας που ζωγραφίζει ο Δημήτρης Χορν ήταν δημιούργημα του Αλέκου Κοντόπουλου. Το φιλμ έγινε η πρώτη διεθνής ελληνική επιτυχία, αφού όπου κι αν προβλήθηκε την υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό, ενώ στη Σοβιετική Ένωση, η ταινία «παίχθηκε» σε 1.000 κινηματογραφικές αίθουσες ταυτόχρονα. Επίσης, βραβεύτηκε στα Φεστιβάλ Βενετίας, Μπάρι και Μόσχας ενώ είχε επίσημη συμμετοχή στα φεστιβάλ Καννών και Κάρλοβι Βάρι. Θεωρείται μία από τις 1.000 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου (σύμφωνα με τον διάσημο Γάλλο θεωρητικό Georges Sadoul). Προωθήθηκε και πουλήθηκε σε 30 χώρες.
Αντιγόνη
Το 1961 θα κάνει το παιδικό του όνειρο πράξη και θα μεταφέρει στην οθόνη την τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη», με αποτέλεσμα πρωτοποριακό για την εποχή, που δίχασε την ελληνική κριτική αλλά αποθεώθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Στην παραγωγή-χρηματοδότηση του φιλμ βοήθησε ο Ιάκωβος (Τζέιμς) Πάρις. Η ταινία έκανε αίσθηση όπου και αν προβλήθηκε εκτός Ελλάδος και κέρδισε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Μουσικής (Αργύρης Κουνάδης), Ερμηνείας (Μάνος Κατράκης & Ειρήνη Παπά). Επίσης, κέρδισε δύο βραβεία στο Φεστιβάλ Σαν Φραντσίσκο, Ερμηνείας (Μάνος Κατράκης) και Σκηνοθεσίας και ένα βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου (Ειρήνη Παπά) στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Ήταν ακόμα υποψήφια για Χρυσή Άρκτο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου και για βραβείο Samuel Goldwyn στις Χρυσές Σφαίρες. Βραβεύτηκε ως η μία από τις 10 καλύτερες ταινίες στον κόσμο για το έτος 1961 από την Ένωση Διεθνών Ανταποκριτών Κινηματογράφου στις ΗΠΑ.
Η δε Γυνή να φοβήται τον Άνδρα
Το 1965 η ταινία αυτή συμμετείχε επίσημα στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Σικάγο, Αμερική. Ο Τζαβέλλας σκέφτηκε αρχικά να ονομάσει την ταινία «Η αστεφάνωτη», όμως άλλαξε γνώμη καθώς έμαθε ότι ένας συνάδελφος του σκηνοθέτης, ο Νίκος Αβραμέας, γυρίζει εκείνη την περίοδο μια ταινία με τον ίδιο τίτλο. Ο ίδιος έλεγε για την ταινία αυτή: «ρωμαίικη σάτιρα με βαθιές ανθρώπινες ρίζες».
Ο γιός του σκηνοθέτη Γιώργου Τζαβέλλα, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του πατέρα του και σε συνδυασμό με μία παλιότερη δουλειά της West Wing Studios, που εδρεύει στη Φλόριντα των ΗΠΑ, ήρθε σε επικοινωνία με την ελληνική εταιρεία Καραγιάννης–Καρατζόπουλος Α.Ε., ώστε να σταλεί κόπια της ταινίας εκεί και να χρωματιστεί πλήρως. Η επεξεργασία ξεκίνησε την άνοιξη του 2015 και τελείωσε τον φθινόπωρο του ίδιου έτους. (Νίκος Δρίβας, Cineramen, 18/12/21)
Φιλμογραφία
- Χειροκροτήματα (σενάριο, σκηνοθεσία), 1944
- Πρόσωπα λησμονημένα (σενάριο, σκηνοθεσία), 1946
- Μαρίνος Κοντάρας (σενάριο [διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη], σκηνοθεσία), 1948
- Ο Μεθύστακας (σενάριο, σκηνοθεσία, συμπαραγωγός με τη Φίνος Φιλμ), 1950
- Η Αγνή του λιμανιού (σενάριο, σκηνοθεσία), 1952
- Ο γρουσούζης (σενάριο, σκηνοθεσία), 1952
- Το σωφεράκι (σενάριο, σκηνοθεσία), 1953
- Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (σενάριο [δραματικό ειδύλλιο του Δημήτριου Κορομηλά], σκηνοθεσία), 1955
- Ιστορία μιας κάλπικης λίρας (σενάριο, σκηνοθεσία), 1955
- Άσσοι του γηπέδου (ηθοποιός), 1956
- Ο ζηλιαρόγατος (σενάριο [θεατρικό έργο «Ο εραστής έρχεται του Γεωργίου Ρούσσου], σκηνοθεσία), 1956
- Μια λατέρνα, μια ζωή (σενάριο), 1958
- Μια ζωή την έχουμε (σενάριο, σκηνοθεσία), 1958
- Αντιγόνη (σενάριο [τραγωδία «Αντιγόνη του Σοφοκλή], σκηνοθεσία), 1961
- Η γυνή να φοβήται τον άντρα (σενάριο, σκηνοθεσία), 1965
- Ο αστερισμός της παρθένου (σενάριο), 1973
Βιβλιογραφία
- Ελίζα-Αννα Δελβερούδη, “Θεματικά μοτίβα στις ταινίες του Γιώργου Τζαβέλλα“, Γιώργος Τζαβέλλας, επιμ. Μπάμπης Ακτσόγλου, Θεσσαλονίκη, 35ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 1994, σ. 95-107
- «Γιώργος Τζαβέλλας, ο Διεθνής του Σινεμά», Ιάσων Τριανταφυλλίδης, Εκδόσεις Andy’s Publishers