Ο Γουίλιαμ Χένρι Χάντσον (William Henry Hudson, 4 Αυγούστου 1841 – 18 Αυγούστου 1922) ήταν Βρετανός συγγραφέας, φυσιοδίφης και ορνιθολόγος. Γεννήθηκε στην Αργεντινή και συγκεκριμένα στην πόλη Quilmes, η οποία βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα Μπουένος Άιρες. Την παιδική και την εφηβική του ηλικία την έζησε στις πάμπες (απέραντες πεδιάδες) της Αργεντινής και στα τροπικά δάση και βουνά της Βενεζουέλας. Κατά τις περιπλανήσεις του αυτές είδε, έμαθε και θαύμασε τη φύση, γέμισε με εντυπώσεις τη ζωή του και πλούτισε τις γνώσεις του.
Το 1869 πήγε στην Αγγλία. Εκεί η ζωή τού δείχθηκε σκληρή και έζησε μέσα στη φτώχεια και την αρρώστια. Εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου η σύζυγός του, Έμιλι, για να συντηρήσει την οικογένειά της διατηρούσε ένα οικοτροφείο. Μολονότι ως τότε είχε γράψει αρκετά βιβλία που αργότερα τον έκαναν διάσημο, εντούτοις παρέμενε άγνωστος στον πολύ κόσμο, ο οποίος δεν αναγνώριζε την αξία του εκτός από μερικούς στενούς φίλους που τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν. Το 1901, όταν πια ήταν 60 ετών, η Κυβέρνηση τού απένειμε μία τιμητική σύνταξη, που τον ανακούφισε κάπως. Αργότερα όμως, όταν η ζωή τού χαμογέλασε και απόκτησε πλούτη και δόξα, αρνήθηκε τη σύνταξη και έζησε με τα εισοδήματα που του απέδιδαν τα βιβλία του.
Ο Χάντσον αποκαλούσε τον εαυτό του φυσιοδίφη. Πράγματι τον ενδιέφερε κυρίως η ορνιθολογία (η μελέτη της ζωής των πτηνών). Μολονότι στα έργα του δίνει θαυμάσιες εικόνες από τη ζωή του φτερωτού κόσμου, εντούτοις σε αυτά διαφαίνεται και μία κατανόηση και ένα ενδιαφέρον για τη ζωή και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Δύο από τα βιβλία του όπου καθρεφτίζεται καλύτερα η ζωή και η ψυχή των πουλιών και των ανθρώπων είναι “Η κόρη της ζούγκλας”, που δημοσιεύτηκε όταν ο Χάντσον ήταν 63 ετών, και το “Ένα ελάφι στο πάρκο του Ρίτσμοντ”. Αυτό ήταν το τελευταίο βιβλίο που έγραψε και που τυπώθηκε λίγο καιρό μετά το θάνατό του.
Τα βιβλία του Χάντσον είναι εμπνευσμένα είτε από την περιπετειώδη ζωή που έκανε νέος στη Νότια Αμερική είτε από τις παρατηρήσεις της αγγλικής υπαίθρου, που έκανε σε μεγαλύτερη ηλικία. Τα βιβλία του που αντιπροσωπεύουν τη νεότητά του στη Νότια Αμερική είναι: “Η πορφυρή χώρα” (δημοσιεύτηκε το 1885), “Μια κρυστάλλινη εποχή” (1887), “Ελ Όμπρα” (1902), “Η κόρη της ζούγκλας” (1904) και “Μια φορά κι έναν καιρό” (αυτή είναι η πραγματική ιστορία της παιδικής του ηλικίας). Τα βιβλία του που αντανακλούν τις παρατηρήσεις της αγγλικής υπαίθρου είναι: “Πεζοπόρος” (1909) και “Η ζωή ενός βοσκού” (1910).
Δύο από τα βιβλία του Χάντσον είναι μελέτες πάνω στη ζωή των πτηνών και αποτελούν μία εξαίρετη συμβολή στο πεδίο της ορνιθολογίας. Το ένα από τα βιβλία αυτά φέρει τον τίτλο “Αργεντίνικη Ορνιθολογία” και γράφτηκε με τη βοήθεια ενός άλλου ενθουσιώδους μελετητή της ζωής των πτηνών, του Philip Lutley Sclater, και δημοσιεύτηκε το 1888. Το άλλο έχει τον τίτλο “Πουλιά της Βρετανίας” και γράφτηκε μόνο από τον Χάντσον.
Ο Γουίλιαμ Χένρι Χάντσον πέθανε το 1922 σε ηλικία 81 ετών. Το 1925 η βρετανική κυβέρνηση ανήγειρε προς τιμήν του, στο Hyde Park του Λονδίνου, ένα μνημείο αφιερωμένο στα πουλιά.