Η είσοδος του Κολοκοτρώνη στον Αγώνα

Μόλις οι άνδρες του αντίκρισαν τα τεμαχισμένα πτώματα κάποιων συντρόφων τους, κιτρίνισαν από το φόβο τους και δεν ζύγωναν. Τότε ο Κολοκοτρώνης άρπαξε τα διαμελισμένα πτώματα και άρχισε να τα φιλάει λέγοντας πως αυτοί ήταν άγιοι και θα πήγαιναν στον παράδεισο. Η ενέργειά του αυτή ήταν αρκετή για να καθησυχάσει τους άνδρες του.

by Times Newsroom
  • ΙΑΚΩΒΟΣ Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Τον Ιούνιο του 1820 ο Κολοκοτρώνης έλαβε επιστολή στη Ζάκυνθο από την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας, με την οποία πληροφορήθηκε το διορισμό του στη θέση του αρχηγού των πελοποννησιακών στρατευμάτων. Ταυτόχρονα, του δόθηκε εντολή να αναχωρήσει αμέσως για εκεί και να προετοιμάσει την Επανάσταση. Ως ημερομηνία της Επανάστασης ορίστηκε, όπως ο ίδιος αναφέρει, η 25η Μαρτίου του 1821 (Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα). Λίγο πριν εγκαταλείψει τα Ιόνια νησιά πήγε στην Κέρκυρα, αφενός για να πληρωθεί από την αγγλική διοίκηση τους καθυστερημένους μισθούς του και αφετέρου για να συναντηθεί με τον Ιωάννη Καποδίστρια προκειμένου να συζητήσουν για την Επανάσταση. Έπειτα ο Κολοκοτρώνης έφυγε οριστικά από τα Ιόνια νησιά και πέρασε στις 6 Ιανουαρίου του 1821 στη Μάνη. Εκεί συναντήθηκε και φιλοξενήθηκε από τον παλιό του φίλο Διονύσιο Τρουπάκη (Μούρτζινο).

Ο Κολοκοτρώνης κατευθυνόμενος προς τη Νεμέα. Ελειογραφία του Νέστορα Λ. Βαρβέρη (1908, Εθνική Πινακοθήκη)

Τα νέα της άφιξης του Κολοκοτρώνη στον Μοριά θορύβησαν την οθωμανική εξουσία. Στα χέρια τού βοεβόδα των Πατρών έπεσε επιστολή του ίδιου του Κολοκοτρώνη από τη Ζάκυνθο προς κάποιο φίλο του στην Αρκαδία, με την οποία τον ενημέρωνε για τα επαναστατικά του σχέδια. Επιπλέον, οι Οθωμανοί προσπάθησαν να δελεάσουν τους Μανιάτες προύχοντες, υποσχόμενοι ανταλλάγματα σε περίπτωση παράδοσης σε αυτούς του φοβερού κλέφτη.

Κανέλλος Δεληγιάννης. Ο προεστός από τα Λαγκάδια Γορτυνίας (1780-1862)

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, όπως υποστηρίζει ο Κανέλλος Δεληγιάννης, διεμήνυσε στον καϊμακάμη πως είχε πλήρη άγνοια. Υποσχέθηκε παράλληλα πως θα διεξήγαγε έρευνα για να διαπιστώσει την αλήθεια και πως σε περίπτωση που διαπίστωνε ότι ο Κολοκοτρώνης βρισκόταν στη Μάνη, θα τον συνελάμβανε και θα τον παρέδιδε στις οθωμανικές αρχές “ως πιστός υπάλληλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας” (Δεληγιάννη Απομνημονεύματα). Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι υποσχέσεις του Μαυρομιχάλη αποκλειστικό σκοπό είχαν να παραπλανήσουν τους Οθωμανούς, αφού ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τόσο για την παρουσία όσο και για την αποστολή του Κολοκοτρώνη. Είχε μάλιστα και ο ίδιος –ήδη από το 1818– μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, περιμένοντας το σύνθημα της εξέγερσης.

Μετά την αποτυχία της προσπάθειας εξαγοράς τους, οι οθωμανικές αρχές προχώρησαν στο μέτρο του εκφοβισμού των Πελοποννήσιων προκρίτων. Κάλεσαν τις πιο επιφανείς οικογένειες Ελλήνων να στείλουν από ένα μέλος τους στην Τρίπολη. Πίστευαν πως έτσι θα τους κρατούσαν υπό καθεστώς ομηρίας, αποτρέποντας το ενδεχόμενο στάσης έναντι της εξουσίας του Σουλτάνου. Πράγματι, οι πιο ονομαστές οικογένειες ανταποκρίθηκαν στην οθωμανική εντολή, καθησυχάζοντας ἐτσι τους φόβους της για ενδεχόμενο κίνημα των Ρωμιών εναντίον της. Η συμμετοχή ιδιαίτερα του Θεόδωρου Δεληγιάννη, μέλους της πιο επιφανούς ίσως οικογένειας Πελοποννήσιων προκρίτων, εξελίχθηκε σε αποφασιστικό παράγοντας παραπλάνησης των Οθωμανών. Η άποψη που αποδίδεται στους Τούρκους ότι “”αν οι Δεληγιανναίοι δεν θελήσουν να κινήσουν την αποστασίαν, ας κινηθή όλη Πελοπόννησος, τίποτε δεν φοβούμεθα” μάλλον δεν βρίσκεται μακριά από την πραγματικότητα.

Η ιδιότυπη αυτή ομηρία απασχόλησε ιδιαίτερα τον Κολοκοτρώνη. Ο Γάλλος φιλέλληνας Ολιβιέ Βουτιέ, ο οποίος βρέθηκε στην αρχή της Επανάστασης στον Μοριά, υποστηρίζει πως όταν αυτή ξέσπασε ο Κολοκοτρώνης έστειλε επιστολή στον Κεχαγιάμπεη με την οποία τον απειλούσε πως αν έβλαπτε τους ομήρους, η εκδίκηση των Ελλήνων θα ήταν σκληρή, καθώς ο ίδιος θα έσφαζε τους υπευθύνους πάνω στους τάφους τους.

Η έκρηξη της Επανάστασης προκάλεσε αισθήματα ενθουσιασμού. Στις 23 Μαρτίου 1821 ο Κολοκοτρώνης και οι Μανιάτες με επικεφαλής τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη κινήθηκαν προς την Καλαμάτα και την κατέλαβαν εύκολα, αιχμαλωτίζοντας τους Τούρκους της πόλης Στη διάρκεια της πορείας τους, άνδρες και γυναίκες από τα γειτονικά χωριά τους επευφημούσαν, ενώ ιερείς έψαλλαν. “Μου ήρχετο τότε να κλαύσω”, σημειώνει ο Κολοκοτρώνης, “εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπασθήκαμε και εκινήσαμε῾ Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας ο Κολοκοτρώνης και οι άνδρες του κατευθύνθηκαν βορειότερα προς την περιοχή της Καρύταινας. Ήταν τότε που, μόλις πληροφορήθηκε ότι ορισμένοι Έλληνες έδειχναν απροθυμία να συμμετάσχουν στην Επανάσταση, έδωσε την εντολή “όποιο χωριό δεν ήθελε να ακολουθήση την φωνήν της Πατρίδος, τσεκούρι και φωτιά῾

Στην πορεία του προς Βορρά ο Γέρος του Μοριά συναντήθηκε με τους ισχυρούς προκρίτους της Γορτυνίας, τους Δεληγιανναίους. Η συνάντηση εκείνη σφράγισε τη σύμπραξη προεστών και καπεταναίων. “Τον εχαιρέτησα ως συνεπαρχιώτην και φίλον, τον υπεδέχθην φιλικώς, τον επεριποιήθην, όσον εκαλούσαν οι περιστάσεις εκείνης της εποχής, πεπεισμένος και ελπίζων εις το εμπειροπόλεμον αυτού”, περιγράφει τη στιγμή της συνάντησής τους ο Καλέλλος Δεληγιάννης.

Στο δρόμο άνδρες και γυναίκες επευφημούσαν τον Κολοκοτρώνη, ψάλλοντας δοξολογίες. “Ενθυμούμαι τας δεήσεις αυτών εν τοις ναοίς προς τον ύψιστον και τα θυμιάματα και τας προσφοράς των μελλόντων ελευθερωτών της πατρίδος και των γυναικών και τέκνων αυτών. Ενθυμούμαι τλους χορούς αυτών εν Λάστα… έβλεπες εκεί γυναίκες καταγινομένας εις το προπαρασκευάζειν φουσέκια, εκεί νεανίδας εστολισμένας και τραγωδούσας άζματα μισοτύραννα και κεντώσας σημαίας. Εκεί παίδας και γέροντας εις το προετοιμάζειν φούρνους, τσαρούχια και άλλα χρήσιμα τοις πολεμισταίς. Εκεί γραίας ετοιμαζούσας παξημάδια και άλλα τρόφιμα. Εκεί νέους γυμναζομένους εις το σημαδεύειν και εις το οπλασκείν. Εκεί ιερείς και μοναχούς παρακλήσεις απαγγέλλοντας προς τον ύψιστον”. Αυτό είναι το κλίμα της Επανάστασης, όπως καταγράφεται από τον Κολοκοτρώνη.

Ταυτόχρονα ο θρυλικός καπετάνιος φρόντιζε με φλογισμένες ομιλίες του να σκορπά στους στριώτες του τον ενθουσιασμό της Επανάστασης. “Αναβάς εις πέτραν ομίλησεν εκτεταμένως περί πατριωτισμού, περί ελευθερίας μετά συντριβή καρδίας και επί τέλους επρόφερε τα εξής : ‘αδελφοί μου, βλέπω ότι φοβείσθε, αλλ’ούτε δεν θα κάμωμεν δουλειά, διατί φοβείσθε και φεύγετε ; Εγώ εις αυτά τα βουνά με είκοσι και σαράντα ανθρώπους άλλοτε εκτυπούσα τους Τούρκους και δεν μου έκαμον τίποτε και τόρα όπου εσηκώθη όλος ο κόσμος φοβείσθε τους παλαιότουρκους’”. Επιπλέον ο Γέρος προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άνδρες του, επικαλούμενος την υποτιθέμενη κάθοδο των Ρώσων σε βοήθεια των επαναστατημένων Ελλήνων : “Οι Ρούσσοι επήρανε την Ενδρενέ και έως τώρα θα επήραν και την Πόλιν και μας στέλνουν αρχηγόν εδώ με χρήματα, με μπαγιονέτες δέκα χιλιάδων και με πολεμοφόδια και όπλα”.

Ο Κολοκοτρώνης γρήγορα ανέλαβε την αρχηγία των επαναστατικών κινήσεων. Στις 28 Απριλίου 1821 οι πρόκριτοι της Καρύταινας του ανέθεσαν την αρχιστρατηγία του Αγώνα : “Την σήμερον όλον το γένος της επαρχίας Καρυταίνης αυτοθελήτως διορίζει αρχιστράτηγον και κεφαλήν των στρατευμάτων μας τον γενναιότατον και υπέρμαχον του γένους καπετάν Θεοδωράκην Κολοκοτρώνην, εις του οποίου τας οδηγίας και προσταγάς είμεθα εις χρέος να υπακούωμεν. Και, αν κανένας είτε από τους στρατιώτας, είτε από τους μη στρατιώτας, ατακτήση, έχει την πληρεξουσιότητα να τον παιδεύση κατά το σφάλμα και κατά τους νόμους της πατρίδος ακωλύτως και ελευθέρως”. Επρόκειτο για μια συμβολική αλλά περιορισμένης εμβέλειας κίνηση, αφού την ίδια περίοδο ηγετικές θέσεις είχαν αποδοθεί και σε άλλους οπλαρχηγούς.

Αιτιολογώντας το σκεπτικό της ανάθεσης της αρχιστρατηγίας στον πρώην κάπο του, ο Κανέλλος Δεληγιάννης υποστηρίζει πως “μείνας έπειτα μόνος και σκεφθείς και συλλογισθείς περί του σπουδαίου αυτού αντικειμένου και δια το μέγεθος του κινδύνου, συνέλαβον την ιδέαν ότι, αν εγώ επιμένω να διευθύνω όλα τα όπλα της επαρχίας και ακολουθήση αποτυχία τις, όλοι ήθελε με μεμφθούν και δυσαρεστηθούν και ήθελεν αποδώσουν εις εμέ, ότι ήμην ο πρωταίτιος της δυστυχίας της πατρίδος ένεκα σπουδαρχίας, ή ιδιοτέλειας ή και απειρίας. Απεφάσισα λοιπόν να κάμω εκούσιον αυταπάρνησιν και να επιφορτίσω τον Θ. Κολοκοτρώνην την στρατιωτικήν διεύθυνσιν και με την πεποίθησιν ότι αυτός υπήρχε συνειθισμένος εις τα όπλα εκ νεότητός του και δέκα πέντε έτη εις την Ζάκυνθον εις την υπηρεσίαν των Γάλλων και Άγγλων και γνωρίζει καλύτερα από άλλους την διεύθυνσιν αυτήν και θα είναι βέβαια εμπειροπολεμώτερος υπέρ πάντα άλλον”.

Βέβαια, θα πρέπει να επισημανθεί ο ευφυής τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης χειρίστηκε το ζήτημα της αρχιστρατηγίας. Όταν συναντήθηκε με τον Κανέλλο Δεληγιάννη και εν μέσω του συγκεκριμένου πλήθους, ο Γέρος του Μοριά πρότεινε την ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον προεστό από τη Γορτυνία. Η κίνησή του αυτή ασφαλώς κολάκευσε τον Κανέλλο, ο οποίος τελικά δεν την αποδέχθηκε, αφού είχε επίγνωση της αδυναμίας του να ηγηθεί μιας ένοπλης σύγκρουσης με τους Οθωμανούς. Ο δρόμος για την ηγεσία ήταν πλέον ορθάνοιχτος για τον Κολοκοτρώνη.

Η στρατηγική του Κολοκοτρώνη ήταν, σε γενικές γραμμές, απλή : “Σύρτε στα κάστρα, πολιορκήστε”, έλεγε στους συντρόφους του, αφού γνώριζε καλά πως η συγκέντρωση της οθωμανικής διοίκησης στις μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου, την Τρίπολη, το Ναύπλιο και την Πάτρα, απαιτούσε το συντονισμό των εξεγερμένων εναντίον τους. Μια ενδεχόμενη άλωση των πόλεων αυτών θα λειτουργούσε πολλαπλασιαστικά για τα ελληνικά όπλα, παραδίδοντας το σύνολο του Μοριά στον έλεγχο των Ελλήνων.

Ο Γέρος του Μοριά, όπως καταγράφει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του απαντώντας ταυτόχρονα σε όσους τον επικρίνουν ότι δεν προσέτρεξε σε βοήθεια των Στερεοελλαδιτών, υποστηρίζει πως ὁ σκοπός μου ήτον μίαν φοράν να ελευθερώναμεν την Πελοπόννησον εκάμναμεν μίαν βάσιν, ένα καρτιέ και έπειτα προωδεύσαμεν και εκτός της Πελοποννήσου. Έπειτα η Πελοπόννησος ήτον ως νησί και ήτον εύκολον να υπερασπισθή αυτό το μέρος”. Η τακτική αυτή του Κολοκοτρώνη, η παραμονή δηλαδή αποκλειστικά στο έδαφος της Πελοποννήσου και η διενέργεια πολιορκιών, ιδιαίτερα το χρονικό διάστημα 1821-1823, σε συνδυασμό με τον κλεφτοπόλεμο θα αποδεικνύονταν πολύ σύντομα ευφυείς, χαρίζοντας μεγάλες νίκες στα ελληνικά όπλα.

Οι στρατιωτικές συγκρούσεις κατέστησαν σαφές από την πρώτη κιόλας στιγμή πως η συγκρότηση ισχυρού τακτικού στρατού αποτελούσε αδήριτη ανάγκη. Ωστόσο, το εγχείρημα ήταν εξ ορισμού πολύ δύσκολο, αφού ούτε οι κατάλληλες υποδομές ούτε και τα απαραίτητα κονδύλια ήταν διαθέσιμα. Έτσι οι πρώτες αλλά και οι περισσότερες συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αναπόφευκτα θα γίνονταν όχι με τους όρους ενός τακτικού στρατού αλλά με βάση τους κανόνες της θρυλικής κλεφτουριάς. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος πρωταγωνίστησε στα γεγονότα στον Μοριά, περιόδευε στην Πελοπόννησο στρατολογώντας άνδρες για τις ανάγκες του Αγώνα, υποσχόμενός τους πλούτη και δόξα. Όμως, ακόμη κι έτσι η προσέλκυση οπαδών δεν ήταν εύκολη υπόθεση, γεγονός που έφερε αρκετές φορές τον Γέρο του Μοριά σε απελπιστική θέση. “Κανείς δεν δύναται να περιγράψη τα κλάμματα και τους αναστεναγμούς του Κολοκοτρώνη εις την περίστασιν αυτήν, μόνος με δέκα ανθρώπους έμεινεν· επήραν και αυτοί τα άρματά των και ένα σουγλί εις το χέρι δια ραβδί δια να μη γλυστρούν, διότι ο τόπος ήτον από βροχήν και κατήφορος”, περιγράφει ο υπασπιστής του Φωτάκος, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης σκιαγραφεί την απόγνωσή του όταν διαπίστωσε την απροθυμία των Ελλήνων. Μόλις ο Κολοκοτρώνης είδε τις αντιπαραθέσεις των Ελλήνων ήδη από τις πρώτες μέρες του Αγώνα, κάθισε στην εκκλησία της Παναγίας στο Χρυσοβίτσι και άρχισε να κλαίει. “Παναγία μου βοήθησε και τούτην την φοράν τους Έλληνας δια να εμψυχωθούν”.

Στην περιοχή της Καρύταινας ο Κολοκοτρώνης συνέχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων για περισσότερες από μια εβδομάδες, από κοινού με τον Νικηταρά, τον Αναγνωσταρά, τον Παπαφλέσσα, τον Κανέλλο Δεληγιάννη και άλλους οπλαρχηγούς. Ήταν τότε που κινδύνεψε για πρώτη φορά στη διάρκεια της Επανάστασης να συλληφθεί ή να εξοντωθεί από τους Τούρκους. Σε κάποια φάση των συγκρούσεων ο Κολοκοτρώνης εγκλωβίστηκε ανάμεσα στους Τούρκους στρατιώτες και προκειμένου να μην τον αντιληφθούν, κρύφτηκε στους θάμνους. Για καλή του τύχη βρέθηκε τυχαία εκεί ένας βοσκός του οποίου πήρε την κάπα, την έβαλε κι έκρυψε τη στολή του Άγγλου ταγματάρχη που φορούσε. Ἡ καποτίτσα μ’εγλύτωσε, γιατί εφορούσα κόκκινο μεντάνι και η καποτίτσα το εσκέπαζε”, παραδέχεται ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του.

Από τα μέσα Απριλίου του 1821 τόσο ο Κολοκοτρώνης όσο και αρκετοί ακόμη Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν γύρω από το Βαλτέτσι. Το επόμενο διάστημα ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε να εμφυσήσει στους απλούς χωρικούς, που βρίσκονταν μαζί του, τις αξίες μιας εθνικής υπόθεσης και την οργάνωση τακτικού στρατού. Είχε βεβαίως πολλά να αντιμετωπίσει και ανάμεσά τους τις δεισιδαιμονίες και το φόβο των οπαδών του. Είναι ενδεικτικό το περιστατικό που συνέβη ύστερα από μια καταδρομική επίθεση των Τούρκων που άφησε πίσω της αρκετούς νεκρούς. Μόλις οι άνδρες του αντίκρισαν τα τεμαχισμένα πτώματα κάποιων συντρόφων τους, κιτρίνισαν από το φόβο τους και δεν ζύγωναν. Τότε ο Κολοκοτρώνης άρπαξε τα διαμελισμένα πτώματα και άρχισε να τα φιλάει λέγοντας πως αυτοί ήταν άγιοι και θα πήγαιναν στον παράδεισο. Η ενέργειά του αυτή ήταν αρκετή για να καθησυχάσει τους άνδρες του.

Αρκετές φορές ο Κολοκοτρώνης συγκέντρωνε τους άνδρες του για να τους εκγυμνάσει. Τους έδειχνε πώς να χειρίζονται το όπλο, ενώ προσπαθούσε να τους καλλιεργήσει το αίσθημα της συντροφικότητας. Μια μέρα διαπίστωσε ότι η βάρδια που ήταν επιφορτισμένη να φυλάε4ι σκοπιά είχε αποκοιμηθεί. Συγκέντρωσε τότε το στράτευμα και τους ρώτησε τι θα έκαναν ως τζομπάνηδες αν διαπίστωναν ότι ο σκύλος που είχαν βάλει να φυλάει τα πρόβατά τους δεν το είχε κάνει, με αποτέλεσμα να φάει τα πρόβατα ο λύκος. Όταν οι στρατιώτες απάντησαν ότι θα σκότωναν το σκύλο, αυτός είπε ότι στην περίπτωση των στρατιωτών επειδή ήταν η πρώτη τους φορά δεν θα έκαναν το ίδιο, αλλά ως ποινή θα τους έφτυναν όλοι οι υπόλοιποι.

Με απειλές και φοβέρες προσπαθούσε επίσης να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των συχνών λιποταξιών. Διόρισε μάλιστα ειδική υπηρεσία με καθήκοντα αστυνομίας στρατοπέδου. Να πώς περιγράφει το φαινόμενο ο Φωτάκος : “Πολλάκις έφευγαν οι στρατιώται χωρίς άδειαν και δια τούτο το πράγμα ήτο πολύ αγανακτισμένος ο αρχηγός και εσυλλογίζετο· εφοβέριζε τους απειθείς και έλεγεν ότι θα κάμη ένα δικαστήριον να τους κρίνη και να τους σκοτώνη. Μίαν ημέραν έπιασεν η αστυνομία ένα ύποπτον δια προδοσίανν, ότι εσκόπευε τάχα να υπάγη εις την Τριπολιτσάν εις τους Τούρκους, τον έβαλαν εις φύλαξιν οι δε αξιωματικοί του αρχηγού και χωριστά οι υπασπισταί του έκαμαν την ακόλουθον ωμότητα, αλλά πολύ ωφέλιμον δια την σωτηρίαν των άλλων, τον έστειλαν τον προδότην καταδικασθέντα εις του Τσαλτή τον Έλατον από κάτω όπου σταυρώνει ο δρόμος και τον έκαμαν τέσσαρα κομμάτια. Εκρέμασαν τα κομμάτια τριγύρω του τόπου όπου τον ελιάνισαν και τα κοιλάντερα και αίματα έμειναν κατάσπαρτα και τα έβλεπαν οι διαβάται και συγγενείς των στρατιωτών, οι οποίοι από εκεί επερνούσαν. Αφ’ου έμαθαν τούτο οι στρατιώται ανεκατώθησαν και έγειναν σαν πεθαμένοι από τον φόβον τους. Τότε ο αρχηγός διέταξε να κατεβούν οι στρατιώται εις τον τόπον όπου εμέτραγε τους στρατιώτας δια να τους εξετάση, και αφού τους εξέτασε, τους εδιάβασεν έπειτα την διαταγήν της ημέρας και είπεν όποιος φύγη χωρίς άδειαν του καπετάνιου του θεωρείται ως λειποτάκτης και ότι αυτή είναι η τύχη του. Δεν ετολμούσαν πλέον να αναχωρήση κανένας χωρίς άδειαν γραπτήν του ιδίου αρχηγού, διότι τους έπιαναν οι φυλάττοντες αστυνόμοι του στρατοπέδου· επειδή είχεν αστυνομίαν δια να γνωρίζη ποίος έφευγε και ποίος ήρχετο εις το στρατόπεδον και ό,τι εγίνετο και τι έλεγαν οι στρατιώται αναμεταξύ των”. Σε άλλες περιπτώσεις ο Κολοκοτρώνης, αφού γύμνωνε εντελώς τους λιποτάκτες, τους μουντζούρωνε από το κεφάλι ώς τα πόδια με τον πάτο ενός τέντζερη. Ακολούθως τους παρέδιδε στη χλεύη του κόσμου.

Στα μέτωπα του πολέμου οι εξελίξεις ήταν επίσης έντονες. Διαβλέποντας τη δυσχερή θέση των Οθωμανών της Πελοποννήσου, ο Χουρσίτ Πασάς έστειλα από τα Ιωάννινα σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να εξοντώσει τους επαναστάτες. Με επικεφαλής τον Μουσταφάμπεη, οι Τούρκοι εισήλθαν στην Πελοπόννησο, έτρεψαν σε άτακτη φυγή τους πολιορκητές του Ακροκορίνθου και του Ναυπλίου και στις 6 Μαΐου μπήκαν στην Τρίπολη. Λίγες ημέρες αργότερα ο Μουσταφάμπεης επιχείρησε να αιφνιδιάσει τους Έλληνες πολιορκητές, επιτιθέμενος στο στρατόπεδό τους στο Βαλτέτσι. Ωστόσο, ο Κολοκοτρώνης είχε φροντίσει να διασπάσει τις ελληνικές δυνάμεις για να παραπλανήσει τους αντιπάλους του. Στο Βαλτέτσι είχε μείνει ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ενώ ο Κολοκοτρώνης είχε μετακινηθεί στο Χρυσοβίτσι. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στις 12 και 13 Μαΐου 1821 με περισσότερους από 4.000 άνδρες. Οι δυνάμεις του Μαυρομιχάλη πιέστηκαν, ωστόσο η έγκαιρη επέμβαση του Πλαπούτα και στη συνέχεια του ίδιου του Κολοκοτρώνη υποχρέωσε τους Τούρκους σε υποχώρηση.

Ὡ Θεέ, όλα τα όρη εκείνα εκλονίζοντο από τον ταχύν κρότον των κανονίων και της πληθύος των τόσων πυροβόλων όπλων” σημείωνε ο κληρικός Αμβρόσιος Φραντζής αποδίδοντας την ένταση της μάχης.

Οι απώλειες υπήρξαν μεγάλες ιδιαίτερα για τους Τούρκους οι οποίοι άφησαν στο πεδίο της μάχης και πολλά λάφυρα. “Εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της Πατρίδος. Αν εχαλιώμεθα, εκινδυνεύαμε να μη κάμωμι ορδί πλέον””, παρατηρούσε ο Κολοκοτρώνης. Στην άλλη πλευρά η κατάσταση ήταν διαφορετική. “Θρήνος και κλαυθμός πολύς εγίνετο μέσα εις την πόλιν, και δεν ήτον κανένα σπίτι χωρίς μυρολόγια και κλάμματα”, παρατηρούσε ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος. Μετά την καταστροφή των Τούρκων στο Βαλτέτσι ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έγινε ασφυκτικός.

____________________________

  • Πηγή : Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Ο Θεόδωρος πίσω από τον Κολοκοτρώνη. Καθημερινές Εκδόσεις ΑΕ, 2014

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com