Η εντύπωσή μου από τον Θεόφιλο

Ο Θεόφιλος δεν είναι ένας συνειδητός καλλιτέχνης, με προσωπικό αίσθημα και μανιέρα, που πέτυχε να εκφράσει την ελληνική φύση και ζωή αλλ’ ότι η ίδια η ελληνική φύση κι η ΄κιδια η ελληνική ζωή εκδηλώθηκαν αυθόρμητα κι αυτούσια μέσω του Θεόφιλου.

by Times Newsroom
  • ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

ΟΤΑΝ τον Ιούλιο του 1930 επισκέφθηκα τη Μυτιλήνη, το μόνο πράμα που δεν είχα στο νου μου να ιδώ ήταν έργα του Θεόφιλου, γιατί αγνοούσα, τότε, ολότελα την ύπαρξή του. Βρέθηκαν, κυριολεχτικά, στο δρόμο μου – καταμεσής στο δρόμο που είχα πάρει μια μέρα πηγαίνοντας σε μια ορεινή, γραφική κωμόπολη του νησιού: την Αγιάσο.

Ήταν, θυμάμαι, ένα πυρωμένο απομεσήμερο, βαρύ και καταθλιπτικό. Η ζέστη ήταν τέτοια που κι αυτός ακόμα ο αέρας που σχημάτιζε η γρηγοράδα του αυτοκινήτου ήταν καυτός. Έκαιγε τα μάτια και ξέραινε την αναπνοή. Στον απέραντο ελαιώνα του κόλπου της Γέρας, απ’ όπου περνούσαμε, τσιγαρίζονταν εκατομμύρια τζιτζίκια. Από τ’ ανοίγματα που άφηναν οι ελιές, οι ροδοδάφνες και τα χαμόδεντρα που φουντώνουν ίσαμε τις αχτές, έβλεπα τα νερά του κόλπου ν’ ακινητούνε, γυαλιστερά, με μιαν άχνα βράσης στην επιφάνειά τους. Όποιαν άλλη εποχή του χρόνου ο κόλπος αυτός θα συγκρατούσε, μαγεμένο, το βλέμμα μου, γιατί είναι από τους πιο ωραίους στον κόσμο κι η στενή, γραφική εμπασιά του θυμίζει τα νορβηγικά φιόρδ. Μέσα στη λαύρα όμως εκείνη που με φλόγιζε κοίταζα την πάμφωτη, γυαλιστερή του επιφάνεια με μισόκλειστα αδιάφορα μάτια, – αναστενάζοντας όλη την ώρα για λίγο ίσκιο και λίγη δροσιά.

Όταν φτάσαμε στις Κεραμιές, ένα μικρό χωριό προσφύγων, ζήτησα από τον σωφέρ να σταματήσει, γιατί στο ρείθρο του δρόμου, που τον σκίαζαν ψηλά δέντρα, έτρεχαν με σιγανό μουρμουρητό ποτιστικά νερά. Ο σωφέρ όμως μού υποσχέθηκε λίγο μακρύτερα ένα σταθμό πολύ πιο σκιερό. Πραγματικά, ύστερα από μερικά ακόμα χιλιόμετρα δρόμου μέσα στο εκτυφλωτικό λιοπύρι, βρεθήκαμε σ’ ένα μικρό παράδεισο πρασινάδας, ίσκιων και τρεχάμενων νερών: την Καρίνη.

Θεόρατα, αιωνόβια πλατάνια έριχναν ανακουφιστικόν ίσκιο σ’ ένα μικρό, ισοπεδωμένο περίβολο, που είχε στο κέντρο του μια στρογγυλή χαβούζα γεμάτη νερό. Το νερό φαινόταν ακίνητο, σχεδόν τελματωμένο, από τον πάτο της όμως ανάβλυζε μια πηγή που το άφθονο κρύο νερό της ξέφευγε από ένα άνοιγμα και χυνόταν στις ρίζες των πλατανιών σε γάργαρο, μουσικό ρυάκιο.

Δεν υπήρχε στη μικρή αυτή όαση παρά μόνο ένα καφενεδάκι – εντελώς έρημο εκείνη την ώρα.

Συνήθως τα εξοχικά αυτά “κέντρα” ατιμάζουν στον τόπο μας τα τοπία γιατί είναι ξεχαρβαλωμένες και βρωμερές παράγκες, το καφενεδάκι όμως της Καρίνης ήταν μια επιπλέον ομορφιά στην ομορφιά των νερών και των πυκνών ίσκιων. Μερικά δοκάρια μπηγμένα μπρος στην πρόσοψή του στήριζαν μια μεγάλη και φουντωμένη κληματαριά κατάστικτη από τ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια μιας μεγάλης περιπλοκάδας, ενώ ο αυλόγυρός του ήταν στολισμένος με γλάστρες βασιλικού και γαρύφαλλων. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, στόλισμά του ήταν κάτι άλλο, εντελώς μοναδικό για τον τόπο μας και που μόνο στη Βαυαρία, ή σε παλιές Ιταλικές πόλεις, όπως τη Βερόνα, είχα ιδεί: κι οι τέσσεροι εξωτερικοί τοίχοι του ήταν, σχεδόν κατά τα δυο τρίτα της επιφάνειάς τους, γεμάτοι τοιχογραφίες!

Από το δρόμο, απ’ όπου τις πρωτοαντίκρισα, οι τοιχογραφίες αυτές με τη ζωηρότητα, τους συνδυασμούς και τις αντιθέσεις των χρωμάτων τους και με την ποικιλία των θεμάτων τους έκαναν το εξοχικό καφενεδάκι να μοιάζει σα να ’ταν επενδυμένο με περσικά χαλιά ή να θυμίζει τις βυζαντινές κασετίνες τις ποικιλμένες με χρυσάφι, σμάλτα και πολύτιμα πετράδια, μέσα στις οποίες φύλαγαν τα κοσμήματα ή οστά αγίων.

Πλησίασα – έκπληκτος και θελγμένος από την απροσδόκητη αυτή διακόσμηση.

Οι τοιχογραφίες παρίσταιναν, φύρδην-μίγδην, συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν τους αστακούς, χωριάτισσες να χορεύουν το συρτό, τον Αλή Πασά, ξαπλωμένο σε μια βάρκα να σιργιανάει τη λίμνη των Ιωαννίνων, ένα θεό Άρη που έμοιαζε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, μιαν Αφροδίτη που κανείς δεν θα την ήθελε για γυναίκα του στην πραγματικότητα – και πλήθος άλλα ανάλογα κι ετερόκλιτα πράματα.

Ήταν φανερό ότι κάποιος λαϊκός ζωγράφος είχε δώσει, στους τέσσερους αυτούς τοίχους, αχαλίνωτη ελευθερία στη φαντασία του – και το κέφι του.

Όταν ρώτησα τον ιδιοχτήτη τού καφενείου ποιος τις είχε κάμει, μου το επιβεβαίωσε.

– Κάποιος πλανόδιος, μου είπε που τον λένε Θεόφιλο. Γυρίζει το νησί και ζωγραφίζει ό,τι τύχει κι όπου τύχει, εδώ για λίγα λεφτά, εκεί για ένα πιάτο φαΐ, αλλού για κρασοπότι…

Ένας ακαδημαϊκός ζωγράφος ή τεχνοκριτικός δε θα ’βλεπε στις τοιχογραφίες αυτές του πλανόδιου ζωγράφου παρά “άτεχνα κατασκευάσματα” – αδέξιο σχέδιο, παρδαλούς χρωματισμούς, άγνοια συνθέσεως – και θα γελούσε μ’ αυτές. Εμένα, που δεν ήμουν ούτε το ’να ούτε τ’ άλλο, με πλημμύρισαν χαρά. Όλη την ώρα που μείναμε να ξεκουραστούμε και να δροσιστούμε από τη λαύρα του καλοκαιριού, παραμέλησα τους ίσκιους των πλατανιών, τα γαλάζια λουλούδια της περιπλοκάδας και τ’ αραβουργήματα της κληματαριάς στο προαύλιο του μικρού καφενείου για να τις κοιτάζω – και να τις χαίρουμαι.

Δεν τις κοίταζα και δεν τις χαιρόμουν σα ζωγραφιές που ήταν: για τεχνικά προτερήματα που, εγώ, είχα ανακαλύψει ή γιατί ζωντάνευαν – με τον διερμηνευτικό ή αποδοτικό τρόπο που ζωντανεύει η τέχνη – ό,τι αναπαριστούσαν. Από τις απλοϊκές αυτές τοιχογραφίες του πλανόδιου ζωγράφου ξεχυνόταν μια ζωντάνια – πώς να την πω; – ατόφια. Σαν οι ίδιες αυτές να ’ταν ζωντανές. Κι η ζωντάνια τους αυτή ήταν όλη παλμό και κίνηση. Μια ζωντάνια γιορταστική. Μπροστά τους είχα – κυριολεχτικά κι όχι μεταφορικά – την εντύπωση, την αίσθηση για το ακριβέστερο, ότι έβλεπα ένα ελληνικό πανηγύρι μιαν ημέρα Λαμπρής: ότι μέσα σ’ ένα ιλαρό φως και μιαν ανοιξιάτικη φύση χωριάτισσες με τις τοπικές τους ενδυμασίες και φουστανελάδες χωριάτες, με σελάχια και τσαρούχια, ξεφάντωναν και χόρευαν με βιολιά και με πίπιζες…

Όταν γύρισα στην Αθήνα έγραψα σε μια εφημερίδα – το Ελεύθερο Βήμα – για τις τοιχογραφίες της Καρίνης και για την εντύπωση που μου είχαν κάμει – χωρίς αυτό να έχει καμιά απήχηση και να κινήσει το παραμικρότερο ενδιαφέρο για τον πλανόδιο ζωγράφο τους και για το έργο του.

***

Τη φήμη που έχει σήμερα ο Θεόφιλος ως ένας μεγάλος λαϊκός ζωγράφος μας – φήμη που δεν πρόφτασε ο ίδιος να τη χαρεί γιατί είχε πεθάνει στο μεταξύ – τη χρωστάει σ’ έναν άλλον: στο φίλο μου τεχνοκριτικό Τεριάδη, που έχει συνδέσει στη Γαλλία τ’ όνομά του με τη φάλαγγα των ζωγράφων της ‘École de Paris. Αυτός συγκέντρωσε έργα του όταν έκαμε ένα ταξίδι στην πατρίδα του τη Μυτιλήνη λίγα χρόνια μετά τη δική μου επίσκεψη, αυτός πρωτοπαρουσίασε μερικά στο τουριστικό περιοδικό “Le voyage en Grèce” που έβγαζε τότες ένας δαιμόνιος άνθρωπος, ο Ιωαννίδης, αυτός τα έκαμε γνωστά σε Γάλλους ζωγράφους και κριτικούς και, με τα εγκωμιαστικά άρθρα τους που προκάλεσε, επέβαλε τον Θεόφιλο και στον τόπο μας.

Περαστικός από την Αθήνα όταν γυρνούσε από το ταξίδι του αυτό της Μυτιλήνης στο Παρίσι, ο Τεριάδης με είχε καλέσει μια μέρα στο ξενοδοχείο μαζί με δυο-τρεις κοινούς μας φίλους να μας δείξει μιαν “ανακάλυψη” που είχε κάμει, όπως μας είπε, και που ήταν, μαζί και μια “αποκάλυψη”.

Ό,τι μας έδειξε ήταν μια μεγάλη σειρά από ζωγραφιές του Θεόφιλου πάνω σε πανί.

Τις ξεδίπλωνε μια-μια μπροστά μας με τον ίδιο αργό κι επίσημο τρόπο που ένας έμπορας της Βαγδάτης θ’ άπλωνε στα πόδια μας σπάνια παλιά χαλιά και μας καλούσε να θαυμάσουμε μαζί του την αξία των έργων αυτών: την ατμόσφαιρα των τοπίων, τη θελκτική απλοϊκότητα του σχεδίου, την τόλμη των χρωματισμών και τη σιγουριά της σύνθεσης που έκαναν το ζωγράφο τους να’ ναι “ένας αυθεντικός ζωγράφος, συνεχιστής και προωθητής της βυζαντινής παράδοσης”.

Κοιτάζοντας τις ζωγραφιές αυτές που είχαν τα ίδια σχεδόν θέματα από την ελληνική ζωή και φύση και την ίδια εκτέλεση με των τοιχογραφιών του μικρού καφενείου της Καρίνης, ένιωσα την ίδια χαρά – ίδια σε ποιότητα και σ’ ένταση – που είχε πλημμυρίσει, άλλοτε, τα μάτια μου και την ψυχή μου. Παρ’ όλες όμως τις τεχνικές αναλύσεις κι υπογραμμίσεις του φίλου μου Τεριάδη, εγώ εξακολουθούσα, κι αυτή τη φορά, να μη βλέπω στις ζωγραφιές του Θεόφιλου “έργα τέχνης” ή την προσωπικότητα ενός ζωγράφου αλλά κάτι το πιο γενικό και, κυρίως, το πιο ουσιαστικό που δεν κατόρθωνα να το συνειδητοποιήσω.

Έχω ιδεί τη ζωή μου αναρίθμητα ζωγραφικά έργα όλων των εποχών κι όλων των σχολών. Δεν μου ερχόταν στο νου ν’ αντιτάξω ή να παραλληλίσω τίποτα με τις ζωγραφιές του Θεόφιλου. Ο μόνος παραλληλισμός που εύρισκα ήταν άσχετος με τη ζωγραφική: ήταν με τ’ απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη, που μου είχαν δώσει όταν τα διάβασα μια όμοια χαρά και που κι αυτά πάλι δεν τα παραλλήλιζα, ούτε και τ’ αντέτασσα, με κανένα άλλο κείμενο του ελληνικού γραφτού λόγου.

Ό,τι μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω γιατί δεν έβλεπα τις ζωγραφιές του Θεόφιλου σαν “έργα τέχνης” ήταν ένας χαραχτηρισμός που έδωσε γι’ αυτόν ο Λε Κορμπουζιέ σ’ ένα μικρό άρθρο που του αφιέρωσε κάμποσο καιρό αργότερα σ’ ένα από τα τεύχη του “Le voyage en Grèce”. Ο γνωστός Γάλλος [σσ. ήταν Ελβετός] αρχιτέχτονας αποκαλούσε τον Θεόφιλο “μέντιουμ”.

Μ’ αυτό εννοούσε ότι ο Θεόφιλος δεν είναι ένας συνειδητός καλλιτέχνης, με προσωπικό αίσθημα και μανιέρα, που πέτυχε να εκφράσει την ελληνική φύση και ζωή αλλ’ ότι η ίδια η ελληνική φύση κι η ΄κιδια η ελληνική ζωή εκδηλώθηκαν αυθόρμητα κι αυτούσια μέσω του Θεόφιλου.

Κι αυτό είναι πραγματικά. Μπροστά στις ζωγραφιές του Θεόφιλου δεν έχει κανείς την εντύπωση της αναπαράστασης της ελληνικής φύσης και ζωής αλλά μιας μετάστασής τους σ’ αυτές. Μετάσταση – είναι η λέξη, γιατί σ’ ό,τι βλέπετε δεν αναγνωρίζετε απλώς χρώματα και σχήματα, ούτε και χαίρεστε μόνο με τα μάτια τη ζωντάνια τους αλλά νιώθετε ό,τι ακριβώς θα νιώθατε αν βρισκόσαστε μέσα στην ίδια την ελληνική ζωή ή μπροστά στις ίδιες τις σκηνές της λαϊκής ζωής, – τόσο πλήρης είναι ο συνταυτισμός! Οι ληστές του που γλεντοκοπούν σας μεταδίδουν το κέφι τους· οι χωριάτισσές του που χορεύουν, τη γιορταστική τους διάθεση· με τον τσοπάνο του και το τσοπανόπουλο, που παίζουν φλογέρα, αναπνέετε τον αέρα του ελληνικού βουνού και μυρίζετε το θυμάρι του· ο κόλπος της Γέρας την άνοιξη – ένα από τ’ αριστουργήματά του – σας δίνει το αναγάλλιασμα, και την ευεξία μαζί που νιώθετε μέσα στην ελληνική άνοιξη· το μάζεμα των ελιών στη Μυτιλήνη δεν το βλέπετε απλώς: το παρακολουθείτε, νιώθοντας τη φθινοπωρινή υγρασία και μυρίζοντας το νοτισμένο χώμα· στη σύνθεσή του των Μετεώρων και του Θεσσαλικού κάμπου μισοκλείνετε τα μάτια από το θάμβωμα του καλοκαιρινού φωτός…

Μια τέτοια ζωγραφική πώς να την κρίνει κανείς και πώς να την τοποθετήσει! Το κριτικό πνεύμα δεν μπορεί ν’ ασκηθεί απάνω της. Ούτε κι ο θαυμασμός έχει θέση εδώ. Την κοιτάζει μόνο κανείς και την απολαμβάνει κατά τον ίδιο οργ7ανικό τρόπο, δηλαδή μ’ όλες του τις αισθήσεις, και με την ίδια ψυχική διάθεση που θ’ απολάμβανε την ίδια την ελληνική φύση και τις γραφικές σκηνές της ελληνικής ζωής.

______________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: “Αγγλοελληνική Επιθεώρηση”. Μηνιαία έκδοση πνευματικής καλλιέργειας. Τόμος Β΄, αρ. 2, Απρίλιος 1946.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: μείζων λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης

Κώστας Ουράνης: Στο έργο του κυριαρχούν οι συμβολισμός, ο νεορομαντισμός και ο κοσμοπολιτισμός ενώ από τα ποιήματά του είναι διαποτισμένα με έντονη καί διάχυτη μελαγχολία, νοσταλγία, πλήξη, διάθεση φυγής, αίσθημα αθυμίας καί πίκρας καθώς και μια αίσθηση ανεκπλήρωτου

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com