- ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ
Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου το προοίμιο ανέγραφε την επίκληση «εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος». Το εν λόγω Σύνταγμα περιείχε διατάξεις σχετικές με τη θρησκευτική ελευθερία, υπό τη μορφή της ανεξιθρησκείας, την επικρατούσα θρησκεία και ως στοιχείο της ταυτότητας των Ελλήνων, την πίστη στο Χριστό, σύμφωνα με τη διδασκαλία της ανατολικής ορθοδόξου του Χριστού εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει:
«Η επικρατούσα θρησκεία εις την Ελληνική επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, ανέχεται όμως η Διοίκησις της Ελλάδος πάσαν άλλην θρησκείαν, και αι τελεταί και ιεροπραγίαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως».
Στο Σύνταγμα του Άστρους, η διάταξη στην οποίαν κατοχυρώνεται θρησκευτική Ελευθερία διατηρήθηκε αυτούσια με τις ίδιες λέξεις, την ίδια αρίθμηση και θέση[1].
Στο Σύνταγμα της Τροιζήνας, η διάταξη περί θρησκείας κατέχει πρωτεύουσα θέση και ορίζει την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ως θρησκεία της Επικρατείας, είναι όμως πληρέστερο ως προς την έννοια της ανεξιθρησκείας[2].
Το άρθρο όμως, το οποίο σφραγίζει την σχέση Ελληνισμού-Ορθόδοξης Εκκλησίας βρίσκεται στο Σύνταγμα της Επιδαύρου:
«Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών προνομίων»[3].
Η σημασία της διατύπωσης ατής είναι κεφαλαιώδης, διότι απαντά σε ζωτικά ερωτήματα. Το πρώτο ερώτημα είναι: «Ποιος κάνει την επανάσταση και με τι σκοπό;» Και ποια απάντηση δίνει το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου;
Την Επανάσταση την κάνουν αυτοί που πιστεύουν στον Χριστό και κατοικούν στην Ελλάδα.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι: Τι διαφοροποιεί τους ραγιάδες από τους κατακτητές, ώστε να θέλουν να ελευθερωθούν απ΄ αυτούς;
Οι Έλληνες είναι συνεχιστές ενός διαφορετικού πολιτισμού από τον πολιτισμό των κατακτητών τους, του πολιτισμού που γεννήθηκε σε αυτόν τον τόπο, και συγχρόνως ανήκουν σε ένα άλλο γένος, το γένος των Χριστιανών.
Πρέπει να γίνει σαφές πως στη βυζαντινή αυτοκρατορία, ο Αυτοκράτορας είναι αρχηγός της πολιτείας και της Εκκλησίας. Αυτό δε σημαίνει πως η Εκκλησία είναι υποταγμένη στον πολιτικό άρχοντα. Σημαίνει πως ο Αυτοκράτορας αναλαμβάνει να διοικήσει το γένος των Χριστιανών. Ο Αυτοκράτορας παίρνει την ταυτότητά του από την Εκκλησία. Άλλωστε, με βάση τη Βυζαντινή Πολιτειολογία αλλά και την Πατερική Θεολογία, ο λαός είχε πάντα το δικαίωμα αντιστάσεως σε αδίκους αντιλαϊκούς και αυταρχικούς Αυτοκράτορες, οι οποίοι όφειλαν να αποδεικνύουν συνεχώς τον φιλάνθρωπο, φιλολαϊκό και θεοκεντρικό (ποτέ θεοκρατικό) χαρακτήρα τους[4]. Οι υπόδουλοι Έλληνες επιζητούν την ίδια πολιτική δομή που υπήρχε πριν την Άλωση: Την ανάδειξη χριστιανού ηγεμόνα. Το αίτημα δεν είναι μόνο θρησκευτικό. Είναι και βαθύτατα πολιτικό, διότι συνδέεται με την ταυτότητα του λαού και την ταυτότητα της πολιτικής δομής που θα αντικαταστήσει τους Οθωμανούς.
Άλλωστε, μετά την Άλωση, επικεφαλής της Ρωμηοσύνης τίθεται ο Πατριάρχης, ως θρησκευτικός και ως πολιτικός άρχοντας. Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά με την Παπική Εκκλησία: Η πολιτική εξουσία του Πατριάρχη είναι προσωρινή. Η Εκκλησία αγωνίζεται να ξαναβρεί το Γένος ένα σύστημα διακυβέρνησης, όπου η πολιτική εξουσία θα συμβαδίζει με την εκκλησιαστική ηγεσία, αλλά δεν θα ταυτίζονται. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου διακηρύττει πως το γένος των Χριστιανών μεταβάλλεται σε έθνος των Ελλήνων που διατηρούν την πίστη τους και επιζητούν πολιτική ανεξαρτησία[5]. Το ότι όσοι δεν είναι Χριστιανοί δεν είναι Έλληνες δεν εμπεριέχει ρατσιστική υποτίμηση μπορούν αν αγωνιστούν για τον ίδιο λόγο και δεν έχουν το ίδιο πολιτικό όραμα. Το πασίγνωστο «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία» αποτελεί συγχρόνως το πνευματικό υπόβαθρο του αγώνα, αλλά και το πολιτικό του όραμα[6].
Το Σύνταγμα του Άστρους, στο Β΄ κεφάλαιο, επαναλαμβάνει αυτούσια την ίδια διατύπωση. Στη δεύτερη όμως παράγραφο συμπληρώνει: Η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος επαναλαμβάνει στο Β΄ κεφάλαιο αυτούσιο, συμπληρώνει όμως κάτι σημαντικό: Την ελληνική γλώσσα.
«Ομοίως Έλληνες εισί …(και)…όσοι έξωθεν ελθόντες και την Ελληνικής φωνήν (γλώσσα) πάτριον έχοντες και εις Χριστόν πιστεύοντες…να εγκαταριθμώσι… εις τους πολίτας Έλληνας».
Συμπερασματικά, η ταύτιση Έλληνα και Χριστιανού περιγράφει την αυτοσυνειδησία των υποδούλων Ελλήνων[7]. Εναντίον του Σουλτάνου εξεγείρεται ένα έθνος ένδοξο, με συνείδηση που διατηρήθηκε μέσω της γλώσσας και της ορθόδοξης χριστιανικής λατρείας, το οποίον βιώνει έναν πολιτισμό διαμετρικά αντίθετο προς τον Οθωμανικό και επιθυμεί να συγκροτήσει την νέα του πολιτική υπόσταση στηριγμένη στις αρχές και τις αξίες ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Γι΄ αυτό και σε όλες τις διακηρύξεις των Εθνοσυνελεύσεων, ο αγώνας των Ελλήνων χαρακτηρίζεται, όχι μόνον εθνικός, αλλά και ιερός[8].
Παραπομπές:
[1] Άλκη Δερβιτσιώτη, Η ίδρυση ναού ως συνιστώσα της θρησκευτικής ελευθερίας, Αθήνα 2010,22.
[2] Όπ. παρ., 23.
[3] Άρθρο 2, εδ. 1 του Συντάγματος του 1823∙ άρθρο 6 παρ. α) του Συντάγματος του 1827. Πρβλ. Χρήστου Σγουρίτσα, Συνταγματικόν Δίκαιον, τόμος Β΄, Τεύχος Α΄, Αθήναι 1964, 120.
[4] Κωνσταντίνου Κωτσιόπουλου, Χριστιανισμός και Πλτική στα Συντάγματα της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, στο: Φιλελεύθεροι θεσμοί…, 191.
[5] Σπυρίδωνος Φλογαΐτη, «Η ιδεολογία της Επαναστάσεως και η Ορθόδοξη Πίστη», στο: Οι φιλελεύθεροι θεσμοί…, 91.
[6] Μητροπολίτη Μάνης Χρυσοστόμου Γ΄, «Η θεσμοθετημένη θέση της Εκκλησίας στα πρώτα ελληνικά συνταγματικά κείμενα», στο: Οι φιλελεύθεροι θεσμοί…, 184.
[7] Π. Κοριατοπούλου-Αγγέλη, «Η διακήρυξη της ανεξαρτησίας και η αυτοθέσμιση της επαναστατημένης ελληνικής κοινωνίας-το πρώτο πολιτειακό κείμενο στην Ιστορία για την απαγόρευση της δουλείας», στο: Πρακτικά Συνεδρίου με θέμα: Ρήγας Φερραίος, Ιωάννης Καποδίστριας, Φρανσίσκο ντε Μιράντα-η Ελληνική Σκέψη στην Αυτοθέσμιση των Κοινωνιών, τον Διαφωτισμό και την Γνώση, 2013, 115,
[8] Άννας Μπενάκη-Ψαρούδα, «Ελευθερία της πατρίδος και ελευθερία του ατόμου. Το ιδεολογικό θεμέλιο του νέου ελληνικού κράτους», στο: Οι Φιλελεύθεροι θεσμοί…, 48.
Πηγή: www.pemptousia.gr