Ο Ιμπραχίμ Καλίν είναι ο εξ απορρήτων άνθρωπος του Τούρκου προέδρου. Βρίσκεται δίπλα του τα τελευταία 15 χρόνια ως πολιτικός σύμβουλος και διαμεσολαβητής. Πολλοί μάλιστα στη χώρα του θεωρούν ότι κάλλιστα μπορεί να αναλάβει υψηλά αξιώματα. Ο ίδιος όμως λέει ότι είναι μεν “ηγετική προσωπικότητα”, αλλά όχι κομματικός πολιτικός. Στη σημερινή Die Welt επιχειρεί να εξηγήσει την πολιτική Ερντογάν στο ουκρανικό. Πώς δηλαδή είναι δυνατόν να δίνει από τη μια πλευρά ντρόουνς στο Κίεβο και από την άλλη ως κράτος – μέλος του ΝΑΤΟ να αντιτίθεται στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Πώς γίνεται αυτό; τον ρωτά ευθέως ο Γερμανός δημοσιογράφος.
“Δεν αποδίδουν κυρώσεις κατά της Ρωσίας”
“Οι χώρες σχηματίζουν και δικές τους συμμαχίες με άλλες” απαντά, “το ΝΑΤΟ είναι η σημαντικότερη και η πιο επιτυχημένη στρατιωτική συμμαχία που έχει δει ποτέ ο κόσμος, είμαστε βασικό μέλος της. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συμμετέχουμε και σε άλλες συμμαχίες, όπως στην κεντρική Ασία, τον Καύκασο, την Εγγύς Ανατολή ή την Αφρική, ή ότι δεν μπορούμε να έχουμε καλές σχέσεις με τη Ρωσία ή την Κίνα. Για μας η εξωτερική πολική δεν είναι ένα παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου μια συμμαχία είναι δυνατή μόνο σε βάρος μιας άλλης”. Ο αρθρογράφος καλεί τον Καλίν να δώσει το στίγμα της τουρκικής διπλωματίας στο ουκρανικό. “Έχουμε να κάνουμε με νέες προκλήσεις τον 21ο αιώνα, άρα χρειαζόμαστε νέους κανόνες και νέες αρχές, με τις οποίες μπορούν και οι δύο πλευρές να αισθάνονται ασφαλείς” απαντά. “Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να ανταποκρινόμαστε σε κάθε αίτημα της Ρωσίας, αλλά θα πρέπει να ακούσουμε τους Ρώσους” …. “κυρώσεις κατά της χώρας δεν αποδίδουν, αλλά μεταθέτουν μόνο το πρόβλημα. Είναι καλύτερα να ακούει κανείς την άλλη πλευρά και να αντιλαμβάνεται τους στρατηγικούς ενδοιασμούς της. Η Ρωσία αισθάνεται να απειλείται από το ΝΑΤΟ και ο Πούτιν 30 χρόνια μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης θέλει να χαράξει νέα σύνορα και να ανανεώσει στρατηγικές συμμαχίες”. Στην παρατήρηση του δημοσιογράφου ότι κανείς δεν μπορεί να τα έχει καλά με όλους, κι αν η Τουρκία αποτελεί εξαίρεση, απαντά ως εξής: “Βλέπουμε την εξωτερική πολιτική από μια προοπτική 360 μοιρών. Ποτέ δεν απωθούμε κάποιον, όταν μας τείνει το χέρι. Ο γεωγραφικός μας χώρος το επιβάλλει, αλλά και μας βοηθά παράλληλα. Δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να είμαστε σύμφωνοι σε όλους τους τομείς, ούτε και με τη Ρωσία. Δεν έχουμε αναγνωρίσει την προσάρτηση της Κριμαίας, δεν στηρίζουμε την πολιτική στη Συρία και τις ομάδες μισθοφόρων Βάγκνερ στη Λιβύη. Αλλά δεν χρειάζεται γι αυτό να τσακωθούμε”.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο Ιμπραχίμ Καλίν γίνεται και πιο προσωπικός. “Το να ακούς και να συμβουλεύεις, δεν σημαίνει ότι αποδέχεσαι όλες τις προτάσεις” λέει για τις σχέσεις του με τον Ερντογάν. “Όταν παίρνει μιαν απόφαση, την υπερασπίζεται μέχρι τέλους. Αυτό χαρακτηρίζει έναν ισχυρό ηγέτη, θαυμάζω το πολιτικό του ένστικτο”. Για τη διαχείριση του πληθωρισμού δηλώνει αισιόδοξος και τα βάζει με τον τύπο. “Οι λεγόμενοι εμπειρογνώμονες, και σε αυτούς με κάθε σεβασμό συμπεριλαμβάνω και τους δημοσιογράφους, συνεχώς κάνουν λάθη. Αστειευόμενος τους λέω ότι αν είχατε άλλο πόστο, θα είχατε απολυθεί δέκα φορές”. Τέλος για τις σχέσεις της χώρας του με τη Γερμανία ο Ιμπραχίμ Καλίν υπογραμμίζει ότι δεν είναι στο επίπεδο που θα ήθελε. “Πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην εκ νέου ευθυγράμμιση των στρατηγικών μας συμφερόντων και ιστορικών απόψεων”.
Ο Γιάννης Στουρνάρας εκπέμπει μηνύματα αισιοδοξίας
“Η Ελλάδα σε πορεία ανάκαμψης” είναι ο τίτλος άρθρου στη σημερινή Frankfurter Allgemeine Zeitung. Πρόκειται για συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας.Πρώτη θετική εξέλιξη είναι η επιστροφή ταλαντούχων νέων που πριν χρόνια εγκατέλειψαν την Ελλάδα. “Σε 100 προκηρύξεις νέων θέσεων, έστειλαν βιογραφικά 8.000 άνθρωποι, μεταξύ αυτών καλοπληρωμένοι εργαζόμενοι ξένων επενδυτικών τραπεζών” αναφέρει ο Στουρνάρας. “Επειδή επίκεινται πολλές συνταξιοδοτήσεις, η τράπεζα χρειάζεται νέο προσωπικό. Για εργαζόμενους σε τράπεζες στο Λονδίνο το Brexit είναι ίσως ένα κίνητρο για να κάνουν αίτηση, αλλά και γενικότερα η Ελλάδα έχει γίνει πιο ελκυστική. Πολλοί θέλουν από το εξωτερικό να επιστρέψουν στην Ελλάδα”.
Ο Γερμανός αρθρογράφος αναφερόμενος σε προηγούμενο άρθρο του για την Ελλάδα στην ίδια εφημερίδα υπενθυμίζει ότι και δημοσιονομικά η Ελλάδα στέλνει μηνύματα ανάκαμψης. όπως με την αποπληρωμή παλαιών δανείων στο ΔΝΤ. Παράλληλα σημειώνει ότι η Ελλάδα είναι η χώρα με το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ με την πανδημία να έχει κάνει την κατάσταση πιο δύσκολη. “Παρόλα αυτά” σημειώνει, “οι Έλληνες λόγω των καλών όρων στα τρία πακέτα διάσωσης από το 2010 μέχρι το 2015 παραμένουν σχετικά ψύχραιμοι”. Όπως επισημαίνει και ο Στουρνάρας στη συνέντευξη “αυτή είναι η άλλη πλευρά του μαρτυρίου μας, επί χρόνια εφαρμόσαμε σκληρή πολιτική λιτότητας και αρνητική ανάπτυξη, μειώσαμε μισθούς και συντάξεις, αυξήσαμε τους φόρους. Αλλά τα χρέη του δημοσίου αναχρηματοδοτήθηκαν με πολύ ευνοϊκούς όρους. Ο μέσος όρος επιτοκίου ανέρχεται στο 1,4%, πολύ πιο χαμηλά από ότι σε πολλές άλλες χώρες”. Η έγκυρη γερμανική εφημερίδα μεταφέρει την αισιοδοξία του Στουρνάρα και για τα μελλούμενα. “Καμιά άλλη χώρα του ευρώ δεν θα μειώσει περισσότερο τα χρέη της, όπως η Ελλάδα, μάλιστα οι αναλυτές της Fitsch υπολογίζουν με μείωση στο 155% του ΑΕΠ της μέχρι το 2031 …. η περσινή ανάπτυξη επιταχύνθηκε απροσδόκητα, ο ΙΟΒΕ υπολογίζει με ένα 9,5% για φέτος, ο τουρισμός επανακάμπτει και υπολογίζουμε ότι το καλοκαίρι τα έσοδα θα φτάσουν στο 40% εκείνων από το έτος – ρεκόρ 2019… οι περισσότερες προβλέψεις δίνουν για το 2022 ανάπτυξη γύρω στο 4 με 5%, αλλά η χώρα θα πρέπει να κρατήσει υπό έλεγχο την πανδημία και το ουκρανικό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε ανάφλεξη”.
Ο διοικητής της ελληνική εκδοτικής τράπεζας μεταφέρει στη γερμανική εφημερίδα την αίσθηση ότι η οικονομία εμπιστεύεται τον Μητσοτάκη παρά την αύξηση του κόστους ενέργειας, που του καταλογίζει συνεχώς ο Αλέξης Τσίπρας. Και ελπίζει ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα συμβάλουν στο να καλυφθούν οι ελλείψεις σε ελληνικές επενδύσεις. Σύμφωνα ωστόσο με τον ΙΟΒΕ χρειάζεται μεγαλύτερο ελληνικό επενδυτικό κεφάλαιο, ο γενικός διευθυντής του χαρακτηρίζει τον ρυθμό μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης ως «ανάμεικτο» και επισημαίνει ότι θα ήταν καλύτερα εάν η κυβέρνηση ενεργούσε γρηγορότερα για να βελτιώσει τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης.
Ειρήνη Αναστασοπούλου
Πηγή: Deutsche Welle