Κύπρος η πολύπαθη

Το πλέον ανησυχητικό, όμως, είναι ότι ο ίδιος ο κυπριακός λαός έχει, στο μεταξύ, πληγή τόσο βαθιά, αλλά και έχει εφησυχάσει, ώστε να αναρωτιέται κανείς εύλογα: Θα συνεχίση να αντιστέκεται, σεβόμενος τις τόσες θυσίες των ηρωικών του παλληκαριών, η θα υποκύψη στα νέα δολερά σχέδια που ετοιμάζονται, με σκοπό την διάλυση της νήσου και την υπαγωγή της στην επιρροή των νεοαποικιοκρατών;

by Times Newsroom

«Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο, κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω». Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινάει ο ποιητής να υμνήση το πολύπαθο νησί, «το ολάνθιστο κλωνάρι, που του μαδήσαν τα άνθια του διπλοί, τριπλοί βαρβάροι» και που τα βάσανά του δεν λένε να πάρουν τέλος, γιατί οι κάθε λογής βαρβάροι συνεχίζουν να την μολεύουν, να την τυραγνούν και «να παίζουν την τύχη της στα ζάρια».

Θλίψη και πόνο αισθάνεται, πράγματι, κανείς, όταν ανατρέχη στην χιλιόχρονη ιστορία της Κύπρου και διαπιστώνη ότι ποτέ δεν ανάσανε από τους πολλαπλούς κατακτητές. Ο πόνος, μάλιστα, μετατρέπεται σε οργή και αγανάκτηση, όταν σκέφτεται τις αδικίες που έχουν συντελεστή και συντελούνται ακόμη σε βάρος του μαρτυρικού αυτού λαού. Συγχρόνως, όμως, δεν μπορεί να μην εκφράση και τον απέραντο θαυμασμό του για τον ηρωισμό των παλληκαριών της και την αδούλωτη κυπριακή ψυχή, που αντιστάθηκε στις συνεχείς και επίμονες πιέσεις για υποταγή, άντεξε και αντέχει άκόμα, -αλλά έως πότε;

Και να που πάλι, αυτές τις ημέρες, ξαναέρχονται στο νού μνήμες θλιβερές από τα γεγονότα εκείνα της σύγχρονης ιστορίας της που την σημάδεψαν καθοριστικά. 15 Ιουλίου 1974: ο νόμιμος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ανατρέπεται πραξικοπηματικά από τους στρατοκράτες των Αθηνών. 20 Ιουλίου 1974: πρώτη εισβολή των στρατευμάτων του Αττίλα στην μαρτυρική Κύπρο, που ολοκληρώνεται στα μέσα Αυγούστου, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα: κατοχή του 38% του εδάφους του νησιού από τους Τούρκους, χιλιάδες πρόσφυγες, νεκροί, αγνοούμενοι και εγκλωβισμένοι, καταστροφές και λεηλασίες, θρήνος και σπαραγμός-, και το δράμα, δυστυχώς, συνεχίζεται.

Για να αντιληφθή, όμως, κάποιος το μέγεθος του εγκλήματος που διαπράχθηκε και να κατανοήση τις άνομες ενέργειες των κατακτητών και των υποστηρικτών αυτών, χρειάζεται να γνωρίζη την συμβολή της Κύπρου στον παγκόσμιο πολιτισμό και μάλιστα την σημασία της για τον Ελληνισμό.

Η Κύπρος έχει μια από τις αρχαιότερες παρουσίες στην ιστορία του κόσμου, από την εποχή του λίθου. Το παλαιότερο σωζόμενο ιστορικό δείγμα εντοπίζεται κατά την νεολιθική εποχή (7000 π.Χ.) στον οικισμό της Χοιροκοιτίας, στην νοτιοανατολική Κύπρο. Η γεωγραφική θέση του νησιού, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, καθώρισε και την πολυμορφία στην σύνθεση των κατοίκων της: αυτόχθονες Κύπριοι, λαοί από τα παράλια της ανατολικής Μεσογείου (κυρίως Κάρες), από την Μικρά Ασία, από τις Κυκλάδες, την Κρήτη. Αργότερα, κατά τον 14ο αιώνα, κατέφθασαν στην Κύπρο οι έμποροι Μυκηναίοι, μεταφέροντας και τα στοιχεία του πολιτισμού των, ώστε το νησί σταδιακά και μέχρι τον 12ο αιώνα εξελληνίστηκε πλήρως. Να σημειωθή ότι η Κύπρος είναι γνωστή ήδη από τον Όμηρο για το εμπόριο του χαλκού, από τον οποίο πήρε το όνομα και ολόκληρο το νησί (διεθνής ονομασία του χαλκού: «cuprum»).

Δεν είναι τυχαίο ότι τα στοιχεία όλων των επιμέρους λαών συγχωνεύτηκαν τόσο όμορφα και αρμονικά στον Κυπριακό Ελληνισμό, εφ’ όσον οι λαοί αυτοί υπήρξαν παιδιά του ιδίου φωτεινού ήλιου, που έλαμπε σ’ ολόκληρη την λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και στις γύρω χώρες. Είναι γνωστό, άλλωστε, και παραδεκτό από ειδικούς ερευνητές ότι η περιοχή αυτή υπήρξε εστία αναδείξεως και συνθέσεως διαφόρων πολιτισμικών στοιχείων, ελληνικών αλλά και συγγενικών προς τους Έλληνες, προ- ή πρωτοελληνικών, και γενικώς υπήρξε χώρος γόνιμων αλληλεπιδράσεων και ανταλλαγής όχι μόνον υλικών αλλά και πνευματικών αγαθών.

Και εδώ ακριβώς έγκειται το θαυμαστό: ότι η σύνθεση που αναφέραμε, στην περίπτωση της Κύπρου δεν στάθηκε μόνον σε εξωτερικά στοιχεία, π.χ. γνωρίσματα ανθρώπων, κατοικιών, τοπίου, αλλά προχώρησε και βαθύτερα, στο πνεύμα και στην ψυχή του λαού της: στο λαμπερό νησί της Αφροδίτης συναντήθηκαν οι αρχαίες φιλοσοφικές αναζητήσεις του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους για το όσιον, το αληθές και το δίκαιον, με τις νεώτερες στωικές αντιλήψεις περί εναρμονίσεως του παγκοσμίου «Λόγου» με τον εσωτερικό λόγο, οι οποίες με την σειρά των συναπαντήθηκαν με την διδασκαλία του χριστιανισμού περί Θεού Λόγου.

Επίσης, και με τις άλλες μορφές λόγου που καλλιέργησαν οι Κύπριοι, σε διάφορες εποχές, όπως τα παλαιά επικά τραγούδια, -τα Κύπρια έπη-, που αποτελούν την προιστορία του τρωικού πολέμου(7ος αι. π.Χ.), τα νεώτερα έπη, -τα βυζαντινά ακριτικά τραγούδια-, τα λυρικά ερωτικά ποιήματα αλλά και τα υπέροχα θρησκευτικά άσματα, ακόμα και τα χρονογραφήματα, προσπάθησαν να καλλιεργήσουν την ψυχή των, να διευρύνουν το πνεύμα των αλλά και να αντισταθούν στις συνεχείς εξωτερικές ταλαιπωρίες.

Η πολυμορφία αλλά και η ενότητα στην σύνθεση, η ευρύτητα του πνεύματος και το βάθος της ψυχής, όπως επίσης και η αντοχή στην μακραίωνη σκλαβιά, είναι χαρακτηριστικά που αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, την ιδιοπροσωπία του Κυπριακού Ελληνισμού και που αναδεικνύονται σε κάθε φάση της εξελικτικής του πορείας, από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα.

Για να ξαναγυρίσωμε στην ιστορία, μετά από τον Τρωικό πόλεμο και από τον γενικό μαρασμό του Ελληνισμού που ακολούθησε, ξεκίνησαν οι δυσκολίες. Οι κατακτητές διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο (Φοίνικες, Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες) και ο καθένας έβαλε την σφραγίδα του στην διαμόρφωση της κυπριακής ταυτότητας, χωρίς, όμως, οι Κύπριοι να χάσουν την ιδιοπροσωπία των, αλλά και χωρίς να πάψουν, ταυτόχρονα, να αισθάνωνται Έλληνες, με όλα τα προτερήματα και τα ελαττώματα της φυλής. Να αναφερθή, στα πλαίσια της περσικής κυριαρχίας, η προσπάθεια ενός τέτοιου Έλληνα Κυπρίου βασιλιά, του Ονησίλου, ο οποίος, συμπαριστάμενος στην επανάσταση των ιωνικών πόλεων (499 π. Χ.) για την αποτίναξη της περσικής κυριαρχίας, προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να συνενώση όλους τους Κυπρίους βασιλιάδες ενάντια στον κοινό εχθρό.

Σημαντική, επίσης, μορφή του Κυπριακού Ελληνισμού, κατά τον 5ο αι., υπήρξε ο βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου, Ευαγόρας, ο πιστός φίλος και σύμμαχος των Αθηναίων. Αυτός αγωνίστηκε, με την σειρά του, όπως άλλοτε ο Ονήσιλος, για την ένωση όλων των κυπριακών βασιλείων, με σκοπό την αποτίναξη του περσικού ζυγού, χωρίς όμως τελική επιτυχία. Από την άλλη, είχε αναπτύξει τόσο ισχυρούς πολιτιστικούς δεσμούς με την κυρίως Ελλάδα, ώστε, πρώτος αυτός από τους βασιλείς της Κύπρου, έκοψε νομίσματα με την προτομή του Ηρακλέους και με επιγραφή στο ελληνικό αλφάβητο, έναντι της συλλαβογραφής που χρησιμοποιούσαν έως τότε οι Κύπριοι.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Κύπρος εντάχθηκε στο κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατόπιν πέρασε στην σφαίρα επιρροής των Πτολεμαίων, στην συνέχεια κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, -την περίοδο αυτήν κηρύχθηκε ο Χριστιανισμός από τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα (45 μ.Χ.), και, κατόπιν, έγινε τμήμα του ανατολικού ρωμαικού κράτους .

Επειδή, όμως, η Κύπρος βρισκόταν μακρυά από το κέντρο διοικήσεως της Κων/πόλεως και στο έλεος των κατακτητών, από τα τέλη του 5ου αι. ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου απέκτησε και πολιτικές δικαιοδοσίες, εξ ου το προνόμιο να υπογράφη με κόκκινο μελάνι ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορος.

Από τον 7ο αι. το νησί αντιμετώπισε τις αραβικές επιδρομές, από τις οποίες υπέφερε αρκετά, αλλά ακολούθησε μια περίοδος ανακάμψεως, που διήρκεσε περίπου δύο αιώνες, οπότε η Κύπρος εξοπλίστηκε οικονομικά και πνευματικά, ώστε να αντέξη στις νέες δυσκολίες.

Ακολούθησε η Λατινοκρατία, με διαφορετικούς κυριάρχους (Φράγκοι, -1489, Ενετοί, -1570), και στην συνέχεια η οθωμανική κατοχή. Η Κύπρος, όμως, παρά την τουρκική κατάκτηση, συνέχισε την ελληνορθόδοξη πορεία της. Είναι, μάλιστα, αξιοσημείωτο ότι στην Κύπρο Τούρκοι και Έλληνες πολλές φορές συνεργάστηκαν για την αποτίναξη του κοινού οθωμανικού ζυγού. Άλλωστε, οι λεγόμενοι Τουρκοκύπριοι δεν είναι καθαρώς τουρκομογγόλοι αλλά προιόν επιμειξίας ή θύματα βιαίου είτε εθελοντικού εξισλαμισμού. Γι’ αυτό και η συντριπτική των πλειοψηφία μιλούσε την ελληνοκυπριακή διάλεκτο.

Πάντως, η Υψηλή Πύλη δεν έβλεπε, γενικώς, με καλό μάτι την συνεργασία αυτήν Ελλήνων και Μουσουλμάνων, ούτε τις επαφές των με την Δύση. Γι’ αυτό, όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση το 1821, σε αντίποινα απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, μαζί με πλήθος προκρίτων και αρχιερέων του νησιού και ακολούθησαν αλλεπάλληλες σφαγές προς τρομοκράτηση του λαού και αποτροπή τυχόν επαναστατικής ενέργειας. Αρκετοί Κύπριοι τότε κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και προσέφεραν τις υπηρεσίες των στον ελληνικό αγώνα, στελεχώνοντας, μάλιστα, την λεγομένη «φάλαγγα των Ιώνων».

Σύμφωνα με τον Καποδίστρια, τα σύνορα του μελλοντικού ελληνικού κράτους θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν και την Κύπρο. Όμως, άλλα ήταν τα σχέδια των μεγάλων, και κυρίως των Άγγλων, που ειδικά μετά την διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (1869), εξεδήλωσαν εντονώτερα το ενδιαφέρον των για το νησί. Έτσι, στο Συνέδριο του Βερολίνου, το 1878, η Κύπρος παραχωρήθηκε μυστικά στους Άγγλους, με αντάλλαγμα την στήριξη των Οθωμανών σε περίπτωση ρωσικής απειλής.

Οι Κύπριοι ανεθάρρησαν, πιστεύοντας ότι η αγγλική κατοχή θα ωδηγούσε σύντομα στην απελευθέρωσή των. Όμως, οι Άγγλοι, έδειξαν, από την αρχή, ότι είχαν έρθει, για να μείνουν, και δεν ήταν διατεθειμένοι να ενθαρρύνουν καμμία αλυτρωτική ενέργεια των Κυπρίων, πόσο μάλλον την ένωσή των με την Ελλάδα. Αποδείχθηκαν, εξ άλλου, πολύ σκληροί κατακτητές, σκληρώτεροι από πολλούς προηγουμένους. Βεβαίως, όταν επρόκειτο για τα συμφέροντά των έκαναν κάποιες υποχωρήσεις, με το αζημίωτο, ασφαλώς. Έτσι, στην διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, για να πιέσουν την Ελλάδα να τεθή στο πλευρό της Αντάντ, της προσέφεραν ως δέλεαρ την Κύπρο, η βασιλική όμως κυβέρνηση Ζαΐμη, λόγω του φιλογερμανού Βασιλέως, αρνήθηκε την προσφορά.

Έτσι, ύστερα από την οριστική παραίτηση της Τουρκίας από τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο νησί (Συνθήκη της Λωζάνης, 1923), η Βρετανία ανεκήρυξε την Κύπρο μέλος της κοινοπολιτείας της (1925). Η βρετανική διοίκηση, μάλιστα, σκλήραινε όλο και περισσότερο την στάση της, όσο πλήθαιναν οι ενωτικές εξεγέρσεις των Κυπρίων, μία από τις οποίες ωδήγησε στην επανάσταση του Οκτωβρίου 1931, που οι Άγγλοι κατέστειλαν με πολλή βία.

Με την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, οι Κύπριοι έσπευσαν και πάλι να προσφέρουν πρόθυμα τις υπηρεσίες των, πολεμώντας στο πλευρό των Ελλήνων και των Βρετανών. Οι ελπίδες των, όμως, για ελευθερία, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις των «συμμάχων» Βρετανών, στην αρχή του πολέμου, διαψεύστηκαν οικτρά, για άλλη μια φορά.

Έτσι, η Εκκλησία της Κύπρου ανέλαβε πλέον την πρωτοβουλία και διωργάνωσε το Ενωτικό δημοψήφισμα του 1950, στο οποίο 96% των Κυπρίων ψήφισαν υπέρ της Ενώσεως, που σημαίνει ότι και πολλοί Μουσουλμάνοι Κύπριοι προτιμούσαν την ένωσή των με την Ελλάδα, παρά την βρετανική η τουρκική κυριαρχία. Οι Άγγλοι συνέχισαν με πείσμα να υπονομεύουν την ενωτική προσπάθεια και η Ελλάδα, μόλις το 1954, προσέφυγε στον ΟΗΕ, με αίτημα την αυτοδιάθεση της Κύπρου, που, ενώ έγινε σχεδόν καθολικά δεκτό, δεν υποστηρίχθηκε, όμως, από τις δυνάμεις του λεγομένου ελευθέρου κόσμου, κυρίως την Αμερική, με αποτέλεσμα η απόφαση των Ηνωμένων Εθνών να μην έχη κανένα πρακτικό αντίκρυσμα.

Έτσι, οι Κύπριοι ωδηγήθηκαν πλέον στον ένοπλο αγώνα με την δημιουργία της ΕΟΚΑ (Απρίλιος 1955). Η Αγγλία δεν συμφωνούσε σε καμμία περίπτωση στην παραχώρηση πλήρους ανεξαρτησίας στους Κυπρίους και, κάνοντας έναν διπλωματικό ελιγμό, συνεκάλεσε τον Αύγουστο του 1955 στο Λονδίνο την τριμερή διάσκεψη Αγγλίας, Ελλάδος και Τουρκίας, χωρίς την συμμετοχή της Κύπρου!

Έτσι, οι Τούρκοι που είχαν, όπως είδαμε, παραιτηθή από κάθε διεκδίκηση στην νήσο, με την συμμετοχή των στην παραπάνω συνδιάσκεψη αναδείχθηκαν σε καθοριστικό παράγοντα για τους μελλοντικούς σχεδιασμούς. Η Αγγλία είχε πετύχει τον στόχο της, ενώ οι Τούρκοι, σε αντιπερισπασμό για την συνεχιζόμενη δράση της ΕΟΚΑ, «σκηνοθέτησαν» τα Σεπτεμβριανά του 1955, που ωδήγησαν σε μαζική σχεδόν εκδίωξη των Ελλήνων από την Πόλη.

Στο μεταξύ, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση και αυτοθυσία, παρά την τρομοκρατία των Άγγλων, τις στυγνές εκτελέσεις των αγωνιστών και τις εξορίες των «κεφαλών». Μετά από σειρά διαπραγματεύσεων, υπογράφτηκε το 1959 η συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου που αναγνώριζε ανεξάρτητο κράτος, πλην όμως με την παρουσία στρατιωτικών εγγυητριών δυνάμεων, της Αγγλίας, της Ελλάδος και της Τουρκίας.

Για να αντιληφθή κανείς πόσο δυσχερής καθίστατο η διακυβέρνηση, αρκεί να αναφέρη ότι οι Κυπρομουσουλμάνοι, που αποτελούσαν το 18% του πληθυσμού, είχαν από το Σύνταγμα δικαίωμα συμμετοχής στην διοίκηση κατά 30% (!), δυνατότητα μονομερούς ασκήσεως βέτο κ.ο.κ. Λόγω της δυσλειτουργίας αυτής, ο Μακάριος ζήτησε τροποποίηση του συντάγματος σε 13 σημεία (1963), η Τουρκία όμως ενεθάρρυνε τους Κυπρομουσουλμάνους να αποχωρήσουν από το Κοινοβούλιο, δημιουργήθηκε τεχνητή ένταση και εκδηλώθηκε η πρώτη κινητικότητα των Τούρκων στα βόρεια της Κύπρου.

Τα γεγονότα από κεί και πέρα είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Οι πολιτικές ανωμαλίες στην Ελλάδα και οι απροκάλυπτες έξωθεν παρεμβάσεις ωδήγησαν στην εγκαθίδρυση της αμερικανόφιλης χούντας των συνταγματαρχών, που ενθάρρυνε την υπονομευτική σε βάρος του Μακαρίου δράση της ΕΟΚΑ Β’ και προκάλεσε την απόβαση των Τούρκων στην Μεγαλόνησο το 1974. Έκτοτε, έχουμε παράνομη κατοχή της νήσου, ανακήρυξη του ψευδοκράτους, εθνολογική αλλοίωση του πληθυσμού με την μεταφορά «κουβαλητών» από την Τουρκία και, κατά τ’ άλλα, προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού, χωρίς όμως την άρση της παρανομίας.

Το ακόμα δε χειρότερο είναι ότι όλα τα σχέδια επιλύσεως έχουν ως βάση την διχοτόμηση της νήσου, με κυριώτερο το περίφημο «σχέδιο Ανάν», που απορρίφθηκε από τον κυπριακό λαό τον Απρίλιο του 2004. Έκτοτε, η Κύπρος εισήχθη στην Ευρωπαική Ένωση ως ενιαίο κράτος και ακολούθησε την πορεία της.

Κοινό αίτημα όλων των ειλικρινώς ενδιαφερομένων για το ζήτημα της Κύπρου, προσώπων, φορέων, κομμάτων, είναι οποιαδήποτε συζήτηση για επίλυση του Κυπριακού να βασίζεται στα ευρωπαικά κεκτημένα, στο ενιαίο δηλαδή του κράτους της Κύπρου, στην ελευθερία μεταβάσεως και εγκαταστάσεως και στον σεβασμό των δικαιωμάτων των επιμέρους θρησκευτικών ομάδων. Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση, προ πάσης άλλης συζητήσεως, είναι η απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων και των «κουβαλητών» από το νησί.

Δυστυχώς, όμως, όλες οι εχθρικές δυνάμεις, παλαιές και νέες, που δεν επιθυμούν την λύση του Κυπριακού σ’ αυτήν την βάση, προβάλλουν συνεχώς εμπόδια και επιθυμούν την δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, για να επεμβαίνουν ευκολώτερα στα εσωτερικά της νήσου. Από την άλλη, οι σύγχρονες ελληνικές κυβερνήσεις, μετά από το ’74, άλλοτε με τα λάθη και την αδιαφορία των και άλλοτε με την ανοχή των στα σχέδια των μεγάλων, όχι μόνον δεν βοηθούν στην επίλυση του Κυπριακού αλλά δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τις κυπριακές κυβερνήσεις στις διαπραγματεύσεις των.

Το πλέον ανησυχητικό, όμως, είναι ότι ο ίδιος ο κυπριακός λαός έχει, στο μεταξύ, πληγή τόσο βαθιά, αλλά και έχει εφησυχάσει, ώστε να αναρωτιέται κανείς εύλογα: Θα συνεχίση να αντιστέκεται, σεβόμενος τις τόσες θυσίες των ηρωικών του παλληκαριών, η θα υποκύψη στα νέα δολερά σχέδια που ετοιμάζονται, με σκοπό την διάλυση της νήσου και την υπαγωγή της στην επιρροή των νεοαποικιοκρατών; Κύριος οίδε!

Αλλά και όσοι πονάμε για την συνεχιζόμενη αδικία σε βάρος του πολύπαθου κυπριακού λαού, ας μην επαναπαυώμαστε αλλά να εντείνωμε τον αγώνα μας και την συνεργασία μας μέχρι την τελική δικαίωση και την λύτρωση των σύγχρονων μαρτύρων, Κυπρίων αδελφών μας, από τα δεινά των, ώστε να παραμείνη η Κύπρος «της αγάπης και του ονείρου» «αεί Ελλάς», αληθινό στολίδι της Μεσογείου και λαμπρό καύχημα του κόσμου όλου. Γένοιτο!

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή