ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ
Τα άγρια άλογα του Ατίλιο Ντάου
Ο δρόμος δεν είναι χαλί
Με παπαρούνες και ασφόδελους
να τον απλώνει ο Θεός το πρωί
να τον μαζεύει το βράδυ
ο δρόμος είναι τα μικράσυμβάντα της μέρας
που οδηγούν στο μεγάλο
η ταραχή της άνοιξης
στην ησυχία του δέντρου
ο καλός μήνας Μάρτιος
που σηκώνει τα νερά του Φλεβάρη
τα ζωντανά
που τριποδίζουν ανήσυχα
μόλις μυρίσουν
από μακριά
το αίμα
Χτυπάει ο ήλιος χαμηλά
γεμίζει τα μάτια απειλή πως
θα με ρίξουν ζωντανό
σε υποψίες φιλάθλων
κατρακυλάει το κρύο
στα τζάμια
αχνίζουν τα τζάμια
στο κρύο και
τη σιωπή.
Θεραπαινίδες
με σπαστά ελληνικά
έρμαιο των κυμάτων
τραυματίες κι ο νεαρός Τέρλες
με ανοιχτά τα μάτια
όπως τον φωτογράφισαν
εκείνο το πρωί
όπως στην εφημερίδα
ο νεκρός Χ.Τ.
σαν το μελίσσι
ό,τι χαμένο
ξαναγυρίζει.
Να το θυμάστε τους είπε τον
έσυραν στην αγορά μια φορά
και τον εσκότωσαν με τα
άγρια ξύλα εμπρός στα μάτια
μικρών παιδιών και χτες
εμπρός στα μάτια των παιδιών του
πολλές φορές και αύριο
τον έγδαραν σαν το σφαχτό.
Ποιος είσαι συ που σπαταλάς
κάθε μέρα την κηδεία σου
όπως μαζεύεις φραγκοστάφυλα
στην αγορά και κλείνεις κιόλας
συμφωνίες με το θάνατο.
Και κλείνεις την πόρτα σου
στην ηλιοφάνεια κατάμουτρα
στο άσπρο φως κατάμουτρα στο
άσπρο της γης και κλείνεσαι.
Όταν σε σκάβει η ανάγκη πως
ξεπηδούν φωτιές φαρμακερές
απ’ το στομάχι σου πώς ξεπηδούν
σαν φίδια φωτιές το σπέρμα σου.
Όλο και περιμένεις κάτι πιο
αστραφτερό κάτι καινούργιο
ξεκρέμασε
τις Κυριακές των νεκρών.
Είναι συνήθεια παλιά
να χάνουμε το φως όπως
το Ταλμούδ και οι
ψαλμοί του Δαβίδ όπως
οι εθνικοί την Παράδεισο
ποιος φοβάται τα πουλιά;
- Λευτέρης Ξανθόπουλος, Γιατί οι γυναίκες δεν αγαπούν τη βροχή. Εκδόσεις Κέδρος. Αθηνα 2002.