Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821) θεωρείται ως μία από τις πιο σημαντικές μάχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καθώς ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων από την έναρξή της. Μαζί με τη μάχη των Δολιανών και Βερβένων που ακολούθησε πέντε ημέρες αργότερα, άνοιξαν το δρόμο για τη στενότερη πολιορκία που τελικά οδήγησε στην Άλωση της Τριπολιτσάς.
Έναρξη της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και διάλυση του στρατοπέδου στο Βαλτέτσι
Οι Έλληνες επαναστάτες υπέστησαν σημαντική ήττα από τους Τούρκους της Τριπολιτσάς, όταν οι τελευταίοι έλυσαν την πολιορκία του Κάστρου της Καρύταινας, στις 31 Μαρτίου 1821. Παρά την αποτυχία αυτή, και παρά την αντίθετη γνώμη των υπόλοιπων αρχηγών που προτιμούσαν να δώσουν προτεραιότητα στην εκπόρθηση των μεσσηνιακών κάστρων, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επέμεινε στη στρατηγική σημασία της κατάληψης της Τριπολιτσάς, νευραλγικού κέντρου της οθωμανικής παρουσίας στην Πελοπόννησο. Έτσι συνέστησε, στην Πιάνα, το πρώτο στρατόπεδο το οποίο αποσκοπούσε στον αποκλεισμό της πόλης. Παρά τη διάλυση του πρώτου εκείνου στρατοπέδου από τους Τούρκους, καθώς και τη διάλυση του αντίστοιχου στρατοπέδου στη Βλαχοκερασιά, στις 10 Απριλίου, σταδιακά το σχέδιο του Κολοκοτρώνη έγινε αποδεκτό από τους άλλους οπλαρχηγούς. Όμως, οι αρχικές αποτυχίες των Ελλήνων είχαν τέτοια επίδραση στο ηθικό τους που και η απλή εμφάνιση των Τούρκων έσπερνε τον πανικό.
Την κατάσταση βελτίωσε σημαντικά η πρώτη νίκη των επαναστατών, στο Λεβίδι, στις 14 Απριλίου. Μετά από αυτό το γεγονός, οι Έλληνες επανασύστησαν το στρατόπεδο της Πιάνας και δημιούργησαν νέα στρατόπεδα στο Βαλτέτσι και το Χρυσοβίτσι. Όμως, στις 24 Απριλίου, οι Τούρκοι διέλυσαν το στρατόπεδο του Βαλτετσίου. Μόνο ο Δημήτρης Πλαπούτας κυνήγησε την οπισθοφυλακή τους μέχρι το χωριό Μάκρη. Μετά από αυτή την αποτυχία, ήταν ολοφάνερη η απουσία ενός γενικού αρχηγού της πολιορκίας που θα συντόνιζε τα πολιορκητικά στρατοπέδα. Τελικά, οι Έλληνες επέλεξαν ως αρχιστράτηγο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Κάθοδος του Κεχαγιάμπεη στην Πελοπόννησο
Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι, που ήταν κλεισμένοι στην Τριπολιτσά, με αγωνία περίμεναν βοήθεια από τον Χουρσίτ, που βρισκόταν στα Γιάννενα και πολεμούσε τον Αλή Πασά. Ο Χουρσίτ έστειλε ισχυρό στράτευμα με επικεφαλής τον Κιοσέ Μεχμέτ, ο οποίος το χώρισε σε δύο τμήματα. Στο πρώτο ηγήθηκε ο ίδιος με τον Ομέρ Βρυώνη, με 8.000 στρατό και κατευθύνθηκε ανατολικά, νικώντας τους Έλληνες στη μάχη της Αλαμάνας αλλά αποτυγχάνοντας στη Γραβιά. Το δεύτερο, που αποτελείτο από 3.500 περίπου Αλβανούς, κατευθύνθηκε προς τη δυτική Ελλάδα, υπό την ηγεσία του Κεχαγιάμπεη, Μουσταφά.
Ο στρατός του Κεχαγιάμπεη πέρασε από το Αντίρριο στην Πάτρα, χωρίς απώλειες. Πυρπόλησε τη Βοστίτσα (Αίγιο) και στη συνέχεια νίκησε τους Έλληνες στο Άργος και έλυσε τις πολιορκίες σε Ακροκόρινθο και Ναύπλιο. Εναντίον του προσπάθησαν να αντισταθούν λίγοι αγωνιστές από το Λεβίδι οι οποίοι κράτησαν για λίγο την Ακρόπολη του Άργους (Λάρισα) και λίγοι άνδρες του Νικηταρά, τους οποίους έστειλε ο Κολοκοτρώνης στο όρος Παρθένι, χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι τελικά ο κεχαγιάμπεης μπήκε στην Τριπολιτσά, αναπτερώνοντας το ηθικό των Τούρκων που θεωρούσαν πια ότι ήταν σίγουρη η καταστολή της επανάστασης στην Πελοπόννησο.
Ανασύσταση του στρατοπέδου στο Βαλτέτσι
Οι Έλληνες ανακατέλαβαν το Βαλτέτσι στις 10 Μαΐου και επανασύστησαν το στρατόπεδο, έπειτα από πρόταση του Κολοκοτρώνη. Οχυρώθηκε η εκκλησία στο κέντρο του χωριού και μερικά σπίτια, και κατασκευάστηκαν ταμπούρια στους γύρω λόφους. Το στρατόπεδο θα βρισκόταν υπό την αρχηγία του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τη γενική επίβλεψη είχε ο Κολοκοτρώνης ο οποίος γύριζε σε όλα τα στρατόπεδα της περιοχής φροντίζοντας την κάθε λεπτομέρεια. Στο πρώτο ταμπούρι, στα ανατολικά, στο Χωματοβούνι, βρέθηκαν ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες. Στο δυτικό ο Μητροπέτροβας, ο Δημήτριος Παπατσώνης και άλλοι Μεσσήνιοι. Στο βορειοανατολικό ταμπούρι οχυρώθηκαν ο Ηλίας Δ. Φλέσσας και ο Νικήτας Φλέσσας, καθώς και Γορτύνιοι οπλαρχηγοί. Στην εκκλησία κλείστηκαν οι Μπουραίοι, ενώ οι σκοποί στην επάνω Χρέπα των Τρικόρφων θα ειδοποιούσαν, με καπνούς, για την πορεία των Τούρκων.
Τα χαράματα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης βγήκε από την Τριπολιτσά, με προορισμό το στρατόπεδο του Βαλτετσίου. Είχε πληροφορηθεί την επανασύστασή του και σκόπευε να το διαλύσει ώστε μετά να στραφεί προς τη Μεσσηνία και τη Λακωνία. Το σημαντικότερο τμήμα του στρατού του, υπό τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή, το έστειλε πρώτο, στα βόρεια του Βαλτετσίου, για να εμποδίσει τυχόν βοήθεια από τα στρατόπεδα της Πιάνας και του Χρυσοβιτσίου και να περικυκλώσει τους Γορτύνιους. Στη συνέχεια έστειλε άλλο δύο σώματα προς το Καλογεροβούνι, το Φραγκόβρυσο και τους Αραχαμίτες, προς τα νότια του χωριού. Τα σώματα αυτά είχαν σκοπό να βοηθήσουν τον Ρουμπή, αν χρειαζόταν, να εμποδίσει ελληνική βοήθεια από τα Βέρβενα και να αποκόψουν την οδό διαφυγής των υπερασπιστών του Βαλτετσίου. Το τουρκικό ιππικό πήρε θέση στους Αραχαμίτες και, τέλος, ακολούθησε πέμπτο τμήμα με κανόνια και πολεμοφόδια.
Οι Τούρκοι άρχισαν, με επικεφαλής τον Ρουμπή, την επίθεση, προσπαθώντας να περικυκλώσει τον ανατολικό και βορειοανατολικό προμαχώνα. Τότε κατέφθασε ο Κολοκοτρώνης, αφού ειδοποιήθηκε, και έβαλλε εναντίον του Ρουμπή, από ένα ύψωμα στα βόρεια του χωριού, καλώντας σε βοήθεια τον Δημήτρη Πλαπούτα, στην Πιάνα. Όταν έφτασε ο Πλαπούτας από τα βορειοανατολικά, ο Ρουμπής, που βρέθηκε πλέον περικυκλωμένος, ζήτησε ενίσχυση από τον Κεχαγιάμπεη. Εκείνος έστειλε Τούρκους από το Καλογεροβούνι για να επιτεθούν στο ταμπούρι των Μανιατών, για να ανακουφίσει έτσι τον Ρουμπή. Όταν αποκρούστηκε και εκείνη η προσπάθεια, ο Ρουμπής έβαλε κανόνια να χτυπήσουν τον κεντρικό προμαχώνα, εγχείρημα που απέτυχε οικτρά λόγω του ανώμαλου εδάφους. Ο Κολοκοτρώνης στάθηκε σε ένα ύψωμα και με φωνές έδωσε κουράγιο στον Μητροπέτροβα, ενώ αργότερα διέσπασε τον κλοιό και ανεφοδίασε τους οχυρωμένους στα ταμπούρια.
Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι αργά τη νύχτα, χωρίς να υποχωρεί καμία πλευρά. Τα μεσάνυχτα έφτασαν στο Καλογεροβούνι Έλληνες αγωνιστές από τα Βέρβενα και τα ξημερώματα άλλοι 400. Το πρωί της 13ης Μαΐου, οι Τούρκοι ξεκίνησαν νέα επίθεση, χρησιμοποιώντας πάλι τα κανόνια τους, ξανά χωρίς επιτυχία.
Το τέλος της μάχης
η κραυγή του Νικηταρά κατά την υποχώρηση των Οθωμανών στις 13 Μαΐου 1821.
Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) – Βίοι Πελοποννησίων ανδρών
Μετά από 23 ώρες γενναίας μάχης και από τις δύο πλευρές και ενώ ο Ρουμπής κινδύνευε με περικύκλωση, ο Κεχαγιάμπεης διέταξε υποχώρηση. Εξάλλου, οι Τούρκοι σκοποί στο Καλογεροβούνι είχαν δει να έρχεται από τα Βέρβενα ο Νικηταράς, ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης και άλλοι. Αυτοί δεν πρόλαβαν να εμπλακούν στη μάχη, καθώς οι κλεισμένοι στα ταμπούρια Έλληνες, και κυρίως το σώμα του Πλαπούτα, κυνήγησαν τους Τούρκους προκαλώντας τους τέτοια φθορά που τράπηκαν σε άτακτη υποχώρηση.
Συνολικά οι Τούρκοι είχαν 300 νεκρούς και πάνω από 500 τραυματίες. Η μάχη υπήρξε καθοριστική για το ηθικό των αντιμαχομένων. Οι Έλληνες, οι οποίοι πολέμησαν για πρώτη φορά κάτω από σωστή οργάνωση, πήραν θάρρος συνειδητοποιώντας την ανωτερότητά τους έναντι των Τούρκων, ενώ οι δεύτεροι κατάλαβαν ότι η επανάσταση ήταν κάτι σοβαρότερο από μία απλή εξέγερση ολιγάριθμων Ελλήνων. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης περιγράφει τη μάχη με τα παρακάτω λόγια:
Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας.
Πηγές
- Διαμαντούρου, Ιωάννα (1975), «Έναρξη και τοπική επικράτηση της Επαναστάσεως (1821): Εξάπλωση της Επαναστάσεως κατά τον Απρίλιο και τον Μάιο, επέκταση και ένταση των πολεμικών συγκρούσεων», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄: Η Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1832), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 100–128, ISBN 978-960-213-108-4