Μέρες της Σάμου | Μια υπόσχεση ευτυχίας…

... που θεμελιώνεται πάνω στις δυνάμεις της καρδιάς και που πραγματοποιείται κάθε στιγμή

by Times Newsroom
  • ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΙΝΗΣ

Λογαριάζοντας πως θα μείνω καμιά εικοσαριά μέρες στη Σάμο, είχα πάρει μαζί μου μερικά βιβλία από την τελευταία συγκομιδή, για να με συντροφέψουν. Δεν έκοψα ούτε καν τα φύλλα. Ξαναβρήκα εκεί, και βάλθηκα να ξεφυλλίζω και να ξαναδιαβάζω, κάποιους τόμους παλιούς, με χαρτί κιτρινισμένο και φθαρμένο, που μου είχαν δώσει τις πρώτες μεγάλες συγκινήσεις της ζωής μου. Τους “Αθλίους” του Βίκτωρος Ουγκώ, φυσικά στη μετάφραση Σκυλίτση, που ξανάφεραν μπροστά μου τον εκκολαπτόμενο φανατικό καθαρευουσιάνο των δώδεκα χρόνων. Το “Σύμπαν” του Ζαλούχου, που είχε τόσο εξάψει τη φαντασία μου, ώστε να κάθομαι ώρες τα βράδια και να κοιτάζω τ’ άστρα… Μια τέτοια επιστροφή έχει στο βάθος και κάτι το δραματικό, καθώς μας δίνει την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε πόσο μακρύς είναι ο δρόμος που κάναμε από τότε, αλλά και πόσο λίγες ουσιαστικά οι εμπειρίες που αποκομίσαμε, ενώ τις νομίζαμε πολύ βαριές, δυσκολοσήκωτες. Κάτι το δραματικό και το εγκαρδιωτικό μαζί, γιατί μας βεβαιώνει για την ταυτότητά μας, την ατομικότητά μας, που παραμένει η ίδια, αναλλοίωτη, με μόνη τη διαφορά ίσως ότι μπορούμε πια να την ανακαλύπτουμε ευκολότερα και να την εκφράζουμε.

Το πιο πολύτιμο για μένα ήταν ότι ανακάλυψα τη Σάμο, άλλη μια φορά. Ίσως, γιατί την έβλεπα ύστερ’ από τρία χρόνια μονότονου αιγυπτιακού τοπίου, κι αυτό επηρέαζε σημαντικά την ένταση των οπτικών μου παραστάσεων. Στο βάθος της ψυχής μου είχα νοσταλγήσει την ελληνική φύση (όσο κι αν δεν είμαι μια πάστα φυσιολάτρη) με τις ατέλειωτες ποικιλίες της σε χρώματα, σε σχήματα, σε μυρωδιές. Και τώρα φοβούμαι μήπως φανώ μεροληπτικός μιλώντας μ’ ενθουσιασμό για το νησί μου, για τη βαθιά συγκίνηση που μου έδωσε εκεί το κάθε τι, από τους ανθρώπους τους απλούς και ανόθευτους, που τους ξανασυναντούσα για να σφίξω τα εγκάρδια χέρια τους, ώς τις θεσπέσιες ακρογιαλιές, τους μικρούς φιλικούς κάμπους, τους αλλεπάλληλους καταπράσινους λόφους με τις χαράδρες όπου αντηχεί το τραγούδι των νερών, με τα ψηλά βουνά που τεντώνουν τις κορυφές τους προς τ’ άστρα. Ας μου συγχωρηθεί η φτωχή αυτή λυρική περιγραφή. Τα χωριά, κρεμασμένα στις σκιερές πλαγιές, μοιάζουν σαν ουρανοξύστες, καθώς τα κάτασπρα σπιτάκια ανεβαίνουν το ένα πάνω στο άλλο, για να μπορούν να κοιτάζουν τη θάλασσα, να χαίρονται ανεμπόδιστα τον ήλιο. Υπάρχει εκεί μια υπόσχεση ευτυχίας που θεμελιώνεται πάνω στις δυνάμεις της καρδιάς και που πραγματοποιείται κάθε στιγμή.

Θα πει κανείς, αυτή η εντύπωση, αυτή η συγκίνηση, που κατακυριεύει τον επισκέπτη, τον περαστικό, μπορεί να είναι και η μόνιμη διάθεση των κατοίκων, που ζουν καθημερινά σαν σ’ έναν τόπο εξορίας; Ένας παλιός φίλος έτυχε να μου πει: “Δεν αλλάζω το νησί με την Αθήνα. Μου φτάνει να επισκέπτομαι την πρωτεύουσα από καιρό σε καιρό. Εδώ αναπνέω πραγματικά, δεν κινδυνεύω να χάσω τον εαυτό μου. Τα χρόνια που περνούν μου δημιουργούν όλο και πιο δυσαναπλήρωτες συνήθειες”. Αλλά η περίπτωση δεν αποτελεί τον κανόνα. Η τελευταία απογραφή παρουσιάζει τον πληθυσμό μειωμένον κατά το ένα τέταρτο! Οι νέοι προπάντων, γυρεύουν την τύχη τους αλλού. Κι αν συνεχιστεί η διαρροή, το νησί κινδυνεύει να ερημώσει.

Τι κρίμα, για ένα τόσο όμορφον τόπο! Δεν είναι απλά η πλούσια βλάστηση, αλλά οι άπειρες αποχρώσεις του πράσινου, η εντελώς πρωτότυπη διαμόρφωση του εδάφους, που κάνει το τοπίο παραδεισιακό. Από κάθε ύψωμα , σου προσφέρεται μια θέα καινούργια. Κάθε πτυχή, κάθε ξάγναντο, έχει το δικό του χαρακτήρα. Είναι μια μικρή αποκάλυψη. Έχουν δίκιο λοιπόν οι κάτοικοι να πιστεύουν, πως αν δοθεί η ευκαιρία στους ξένους να γνωρίσουν το νησί, θα το αγαπήσουν. Δε σκέπτονται τα οικονομικά οφέλη του τουρισμού. Έχουν μια περίεργη υπερηφάνεια. Μόνο, να νιώσουν πως δεν είναι απομονωμένοι, λησμονημένοι. Να μπορούν ν’ αναπνεύσουν πρωτεύουσα μέσα στον ίδιο τους τον τόπο. […]

Θα ’θελα να προσθέσω την εντύπωσή μου από την επίσκεψη των αρχαιοτήτων, που σε μερικές περιπτώσεις είναι αληθινά συγκλονιστική. Πάνω στα ερείπια του Ηραίου (που ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου), ξανάφτιαξα με τη φαντασία μου το ναό (τον μεγαλύτερο απ’ όλους τους ελληνικούς), με τις διπλές σειρές των τεράστιων κιόνων, μέσα στο ανοιχτό τοπίο, που ήταν ο οικείος του χώρος. Έτσι ξανάφτιαξα μέσα μου και το θέατρο, που ελάχιστα ίχνη του απομένουν, αλλά που η φυσική σκηνογραφία του μας κάνει να σκεφτούμε πόσο λεπτό γούστο διέθεταν οι αρχαίοι για την εκλογή και την εκμετάλλευση του τοπίου. Ήταν καλλιτέχνες από κούνια.

Εκείνο που μου έκαμε αληθινή κατάπληξη ήταν το Ευπαλίνειον όρυγμα, το μεγάλο υδραγωγείο που είχε φτιάξει ο τύραννος Πολυκράτης, μετακαλώντας από τα Μέγαρα τον διάσημο αρχιτέκτονα Ευπαλίνο, και που το ’βλεπα για πρώτη φορά. Ό,τι κυρίως θαυμάζεται στο μέγιστο αυτό τεχνικό έργο της αρχαιότητας, είναι ότι το σκάψιμο άρχισε κι από τις δυο άκρες και η συνάντηση είχε προβλεφθεί αλάθητα μέσα στα σπλάχνα του βουνού. Αλλά, εγώ, καθώς προχωρούσα, με το φως των κεριών, μέσα στα βάθη της σκαμμένης πέτρας, σκεφτόμουν τα δεκαπέντε χρόνια ανθρώπινου ιδρώτα που χρειάστηκε για ν’ ανοιχτεί αυτό το υποχθόνιο πέρασμα, σ’ ένα απίθανο μάκρος. Υπάρχουν κι άλλα μνημεία μεγάλου ανθρώπινου μόχθου, όπως οι πυραμίδες στην Αίγυπτο, που κάνουν την ψυχή να συμπτύσσεται μπροστά τους με δέος. Αλλά εδώ, ακούς με φρίκη την ίδια την ανάσα των δούλων που σκάβουν τη σκοτεινή σκληρή γη, με εργαλεία πρωτόγονα, σε ώρες, σε μέρες, σε χρόνια ατέλειωτα, χωρίς να μπορούν ν’ αποσπάσουν κομμάτια μεγαλύτερα από ένα σπιρτοκούτι! Πρέπει να το ιδεί κανείς από κοντά. Το Ευπαλίνειον όρυγμα είναι το καταπληκτικότερο μνημείο υπομονής και μόχθου που έχουν να επιδείξουν οι αιώνες.

Βγήκα, κι ένιωθα την ανάγκη ν’ αναπνεύσω βαθιά, μέσα στο πανάλαφρο, ειδυλλιακό τοπίο.. Μαζέψαμε μερικά αγριολούλουδα. Κ’ ύστερα πήγαμε να ιδούμε κάτι εξαίσια μωσαϊκά, απ’ αυτά που οι χωριάτες ανακαλύπτουν απροσδόκητα, σκάβοντας τα χωράφια. Εδώ ήταν κάποτε μια μεγάλη και πλούσια πολιτεία, πολίων πασέων πρώτην Ἑλληνίδων καὶ βαρβάρων” κατά Ηρόδοτον, που οι κάτοικοί της εστόλιζαν τα σπίτια τους, τα λουτρά τους, τις αυλές τους, με γούστο μεγάλων καλλιτεχνών.

  • Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος ΛΕ΄, τόμος 69ος, τεύχος 814, 1 Ιουνίου 1961

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή