Η δύναμη της φιλίας συναντά την δύναμη της μουσικής σε ένα κοντσέρτο – φόρο τιμής στους ανθρώπινους δεσμούς που αφήνουν ανεξίτηλο πολιτιστικό αποτύπωμα. Ήταν το καλοκαίρι του 1878, όταν ο Γιοχάνες Μπραμς ξεκίνησε τα σχέδια για το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα, που θα αφιέρωνε στον στενό του φίλο Γιόζεφ Γιόακιμ. Τότε γεννήθηκε αυτό το έργο-σταθμός για το ρεπερτόριο του βιολιού, που θεωρήθηκε εφάμιλλο του κοντσέρτου για βιολί και ορχήστρα του Μπετόβεν. Την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υποδέχεται στο Μέγαρο Μουσικής έναν από τους μεγαλύτερους βιολονίστες της εποχής μας, τον βραβευμένο με Grammy Γκιλ Σάχαμ. Τον ασυμβίβαστο και οξυδερκή υπηρέτη της μουσικής ο οποίος υπόσχεται μια συναρπαστική ανάγνωση του κειμένου. Η βραδιά ανοίγει με τη σουίτα για ορχήστρα «Ιππότης με το ρόδο» του Ρίχαρντ Στράους. Εύθυμη δημιουργία ενδεικτική της ομώνυμης κωμικής όπερας. Ο επίλογος της συναυλίας δίνεται με το Ισπανικό Καπρίτσιο του Νικολάι Ρίμσκυ – Κόρσακοφ. Σύνθεση με εκπληκτική ενορχήστρωση, επηρεασμένη από το ταξίδι του συνθέτη στην ιβηρική χερσόνησο. Στο πόντιουμ, επιστρέφει ο Άγγλος αρχιμουσικός Φίνεγκαν Ντάουνι Ντήαρ.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
- ΡΙΧΑΡΝΤ ΣΤΡΑΟΥΣ (1864–1949) Σουίτα από την όπερα «Ο Ιππότης με το ρόδο»
- ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833–1897) Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα, έργο 77
- ΝΙΚΟΛΑΪ ΡΙΜΣΚΥ-ΚΟΡΣΑΚΟΦ (1844–1908) Ισπανικό Καπρίτσιο, έργο 34
ΣΟΛΙΣΤ
- Γκιλ Σάχαμ, βιολί
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
- Φίνεγκαν Ντάουνι Ντήαρ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Το σχόλιο του Γκιλ Σάχαμ
Ο Μπραμς μας προκαλεί να εξερευνήσουμε σχεδόν όλες τις πτυχές της τεχνικής του βιολιού. Μερικές φορές το βιολί τραγουδά όπως θα τραγουδούσε μια φωνή, άλλες φορές παίζει γρήγορα σαν πιάνο κι άλλες παίζει διπλές και τριπλές νότες που θυμίζουν τα έργα για σόλο βιολί του Μπαχ. Ο Μπραμς χρησιμοποιεί τις δυνατότητες του βιολιού στο έπακρο. Από τις πιο βαθιές ως τις πιο ψηλές νότες, από τις πιο απαλές έως τις πιο δυνατές δυναμικές και από το πιο απαλό legato έως το πιο αιχμηρό staccato. Η πιο μεγάλη πρόκληση είναι να μεταδώσουμε στο κοινό το ιδεώδες του Μπραμς, ώστε να φέρουμε εις πέρας αυτή την απίστευτη μουσική αφήγηση.
Για την ιστορία…
ΡΙΧΑΡΝΤ ΣΤΡΑΟΥΣ (1864 – 1949)
“Ιππότης με το ρόδο”, σουίτα για ορχήστρα, έργο 59
Με την αρχή του 20ού αιώνα και έχοντας ήδη συνθέσει τα αριστουργηματικά του συμφωνικά ποιήματα, ο Richard Strauss επικέντρωσε πλέον το ενδιαφέρον του κατά κύριο λόγο στην όπερα. Αν οι όπερές του Σαλώμη (1905) και Ηλέκτρα (1909) εξέπληξαν το κοινό με την απροκάλυπτα πρωτοποριακή, εξπρεσιονιστική μουσική τους γλώσσα, η επόμενη όπερά του, “Ο Ιππότης με το ρόδο”, αποτέλεσε εξίσου μεγάλη έκπληξη, αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο. Έχοντας ως μοντέλο τους “Γάμους του Φίγκαρο”, ο συνθέτης με την κωμική και ανάλαφρη αυτή όπερα αποτίει φόρο τιμής στο Mozart και στην κωμική όπερα της εποχής του, που με ανυπέρβλητο τρόπο εκείνος υπηρέτησε. H αναχρονιστική αυτή στροφή σε μία προ πολλού παρελθούσα εποχή αντικατοπτρίζει υπό μία έννοια την επιτήδευση και την εθελοτυφλούσα ευθυμία της τότε Ευρώπης, που επρόκειτο όμως σύντομα να βρεθεί στο χείλος της καταστροφής με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το λιμπρέτο της τρίπρακτης όπερας έγραψε ο ποιητής Hugo von Hofmannsthal και αυτή του η συνεργασία με τον Strauss ήταν η πρώτη από πολλές, που έμελλε να ακολουθήσουν για τους δύο δημιουργούς. Η πρεμιέρα δόθηκε στο Βασιλικό Θέατρο της Δρέσδης στις 26 Ιανουαρίου 1911 σε σκηνοθεσία του Max Reinhardt και υπό τη διεύθυνση του Ernst von Schuch, ο οποίος είχε άλλωστε διευθύνει στο παρελθόν και τις πρεμιέρες του Feuersnot, της Σαλώμης και της Ηλέκτρας. Η επιτυχία της όπερας ήταν τόσο μεγάλη, που λέγεται ότι οργανώθηκαν ειδικά δρομολόγια των τρένων από το Βερολίνο και άλλες γειτονικές πόλεις, για να μεταφέρουν το φιλόμουσο κοινό για τις πρώτες παραστάσεις. Πραγματικά, ο Strauss είχε πετύχει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις δυνατότητες του λιμπρέτου του Hofmannsthal και να δημιουργήσει ένα θαυμάσιο έργο με λαμπερές μελωδίες, λεπτή και πνευματώδη χιουμοριστική διάθεση αλλά και μία γνήσια συναισθηματικότητα –άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο εμφανή.
Η σουίτα με θέματα από την όπερα γράφτηκε αρκετά χρόνια αργότερα, το 1944 από το Strauss σε συνεργασία με το φημισμένο Πολωνό αρχιμουσικό Άρτουρ Ροτζίνσκι (1892 – 1958). Η μεταφορά θεμάτων, που αποδίδονται στην όπερα από τους τραγουδιστές, σε μεμονωμένα όργανα ή οικογένειες οργάνων της συμφωνικής ορχήστρας δεν είναι επ’ ουδενί απλή υπόθεση, αλλά ως επί το πλείστον οι αναμφισβήτητα εξαιρετικές ενορχηστρωτικές ικανότητες του Strauss έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην επιτυχή διαμόρφωση της σουίτας. Η πρώτη εκτέλεσή της έγινε στις 28 Σεπτεμβρίου 1946 στη Βιέννη υπό τη διεύθυνση του Hans Swarowsky.
Η σουίτα ξεκινά με την εισαγωγή της όπερας, κατά την έναρξη της οποίας μία παροιμιωδώς εξωστρεφής φανφάρα των κόρνων δίνει ένα άμεσο στίγμα ευθυμίας. Στη συνέχεια του εισαγωγικού τμήματος η ατμόσφαιρα γίνεται πιο αισθησιακή, αναπαριστώντας ηχητικά την ερωτική σχέση του νεαρού Οκταβιανού με την αρκετά μεγαλύτερή του Μαρσαλίνα, η οποία ωστόσο συνειδητοποιεί πως ο νεαρός εραστής της θα την άφηνε εύκολα για μία νεότερη σύντροφο. Στη συνέχεια μεταφερόμαστε στην αρχή της δεύτερης πράξης, όπου ο Οκταβιανός παρουσιάζεται ως “ιππότης” με ένα ασημένιο ρόδο, το οποίο συμβολικά δίνει εκ μέρους του άξεστου ξαδέρφου της Μαρσαλίνας, βαρόνου Ochs, στη νεαρή Σοφία, την οποία ο βαρόνος θέλει να παντρευτεί. Ένα ευαίσθητο και τρυφερό ντουέτο κόρνου και όμποε, από τα πιο συγκινητικά σημεία όλης της όπερας, αποτυπώνει τον κεραυνοβόλο έρωτα Οκταβιανού και Σοφίας. Η σουίτα συνεχίζεται με ένα βαλς, που ακούγεται από τα πρώτα βιολιά και ένα δεύτερο από το σόλο βιολί, πριν όλη η ορχήστρα εκθέσει το πιο διάσημο θέμα της όπερας, το βαλς του βαρόνου. Έτσι, η σουίτα προσεγγίζει πια την κορύφωσή της, δηλαδή το διάσημο τερτσέτο και τέλος ντουέτο της όπερας. Με την αποχώρηση του βαρόνου από τη σκηνή (και από τη διεκδίκηση της Σοφίας), η Μαρσαλίνα, ο Οκταβιανός και η Σοφία εξωτερικεύουν τις μύχιες σκέψεις τους, που συνοδεύονται από μία ανάλογα συναισθηματικά φορτισμένη μουσική. Η Μαρσαλίνα κατανοεί πόσο ερωτευμένος είναι ο Οκταβιανός με τη Σοφία και αναγκαστικά συμβιβάζεται αφήνοντας μόνους τους δύο νέους σε ένα γοητευτικό ερωτικό ντουέτο, που κλείνει την όπερα. Τέλος, η σουίτα επαναφέρει ως υπόμνηση κάποια από τα βαλς, που έχουν προηγηθεί, και κλείνει με μία λαμπερή και αισιόδοξη coda, που θεματικά παραπέμπει στην αρχή του έργου.
ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833 – 1897)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα, έργο 77
1. Allegro ma non troppo
2. Adagio
3. Allegro giocoso, ma non troppo vivace
Ο βιολονίστας Γιόζεφ Γιόαχιμ και ο Γιοχάνες Μπραμς συνδέθηκαν με στενούς δεσμούς φιλίας από την πρώτη τους κιόλας γνωριμία τον Μάιο του 1853. Και οι δύο ήταν πολύ νέοι, αλλά ο πρώτος ήταν ήδη διάσημος ως ο πιο υποσχόμενος και ανερχόμενος βιολονίστας της εποχής του, ενώ ο δεύτερος ήταν ακόμα μάλλον άγνωστος. Με κοινή την αγάπη τους για τη μουσική οι δύο νέοι ήρθαν κοντά, μοιραζόμενοι σκέψεις, όνειρα και εμπειρίες. Χάρη στον Γιόαχιμ μάλιστα ο Μπραμς γνώρισε τον Ρόμπερτ και την Κλάρα Σούμαν, συνάντηση που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του, αφού ο Σούμαν με την ιδιότητά του ως κριτικού παρουσίασε τον νεαρό συνθέτη με θερμά λόγια στο κοινό, ενώ στο πρόσωπο της Κλάρα ο Μπραμς βρήκε μία αγαπημένη φίλη, θαυμάστρια και συνάδελφο, αν όχι και πολλά περισσότερα.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά ο Μπραμς ήταν πλέον ένας απόλυτα καταξιωμένος συνθέτης έχοντας ήδη συνθέσει, ανάμεσα σε πολλά άλλα, δύο συμφωνίες και το πρώτο κοντσέρτο για πιάνο. Η επιφυλακτικότητά του να καταπιαστεί με μεγάλες φόρμες, στις οποίες είχε μεγαλουργήσει πριν από εκείνον ο Μπετόβεν, είχε προ πολλού αρθεί. Έτσι, το καλοκαίρι του 1878, κατά την παραμονή του στο ειδυλλιακό χωριό Pörtschach της νότιας Αυστρίας, ο Μπραμς ξεκίνησε τα σχέδια για ένα κοντσέρτο για βιολί ως φόρο τιμής στον επιστήθιο φίλο του. Τον Αύγουστο έστειλε στον Γιόαχιμ το μέρος του βιολιού ζητώντας τις παρατηρήσεις του, αν και τελικά υιοθέτησε μόνο ένα μέρος τους. Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε το κοντσέρτο να έχει τέσσερα μέρη, αλλά για άγνωστους λόγους ο συνθέτης άλλαξε γνώμη στην πορεία. Η πρεμιέρα του κοντσέρτου δόθηκε την πρωτοχρονιά του 1879 στη Λειψία με σολίστα τον Γιόαχιμ υπό τη διεύθυνση του Μπραμς. Ο έντονα συμφωνικός χαρακτήρας του έργου και η μεγάλη του διάρκεια ξένισαν τον τότε μουσικό κόσμο, που από ένα κοντσέρτο περίμενε κάτι πιο ευσύνοπτο και άμεσα «πυροτεχνηματικό». Ο Χανς φον Μπύλοβ σχολίασε χαρακτηριστικά πως ο Μπραμς είχε γράψει ένα κοντσέρτο όχι για βιολί αλλά εναντίον του βιολιού. Όμως σύντομα -και με τη συμβολή του Γιόαχιμ, που επέμενε να το παρουσιάζει συχνά- το κοντσέρτο καθιερώθηκε ως σταθμός στην φιλολογία του βιολιού, εφάμιλλο του σπουδαίου κοντσέρτου για βιολί του Μπετόβεν.
Το πρώτο μέρος είναι γραμμένο σε κλασική φόρμα σονάτας κοντσέρτου. Ο μελωδικός πλούτος είναι τεράστιος, γεγονός που συνειρμικά θυμίζει την δήλωση του Μπραμς, πως οι μελωδίες στο χωριό που έμενε, όταν ξεκινούσε το κοντσέρτο, ήταν τόσο άφθονες, που κανείς «έπρεπε να προσέχει να μην πέσει πάνω τους»! Αξιοσημείωτο επίσης είναι το ότι ο Μπραμς δεν έγραψε δική του καντέντσα· αυτό είναι το τελευταίο μεγάλο κοντσέρτο στην ιστορία, όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο (ήδη ο Μπετόβεν είχε ξεκινήσει να γράφει τις δικές του καντέντσες). Το δεύτερο μέρος ανοίγει με μία από τις πιο γοητευτικές μελωδίες του συνθέτη, που εμπιστεύεται στο όμποε. Ωστόσο, σύντομα το βιολί αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα ξεχείλισμα μελωδικότητας, που πρυτανεύει καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου μέρους. Το φινάλε είναι ένα ροντό φωτεινό, ζωηρό, ασκίαστα εύθυμο και πνευματώδες. Το πνεύμα της μουσικής σε ορισμένα σημεία παραπέμπει στην τσιγγάνικη μουσική, πιθανότατα προς τιμή του ουγγρικής καταγωγής Γιόαχιμ.
ΝΙΚΟΛΑΪ ΡΙΜΣΚΥ-ΚΟΡΣΚΑΚΟΦ (1844 – 1908)
Ισπανικό καπρίτσιο, έργο 34
1. Αλμποράντα: Vivo e strepitoso
2. Παραλλαγές: Andante con moto
3. Αλμποράντα: Vivo e strepitoso
4. Σκηνή και τραγούδι τσιγγάνικο: Allegro
5. Φαντάνγκο των Αστουριών
Ο Ρίμσκυ-Κόρσακοφ επισκέφτηκε μόλις μία φορά την Ισπανία κατά τη διάρκεια της ζωής του. Συγκεκριμένα, το Δεκέμβριο του 1864 πέρασε τρεις μέρες στην πόλη Καντίθ κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικού ταξιδιού του ως δόκιμου αξιωματικού του ρωσικού ναυτικού. Πολλά χρόνια αργότερα οι εντυπώσεις του από την ιβηρική χερσόνησο ήταν ακόμα ζωντανές και αποτέλεσαν μία αφορμή για να ξεκινήσει το καλοκαίρι του 1887 να εργάζεται πάνω σε ένα έργο για βιολί και ορχήστρα βασισμένο σε ισπανικά θέματα. Εκείνη την εποχή η κύρια απασχόλησή του ήταν η ολοκλήρωση της ενορχήστρωσης της όπερας «Πρίγκιπας Ιγκόρ» του φίλου του Αλεξάντερ Μποροντίν, ο οποίος είχε πεθάνει τον προηγούμενο Φεβρουάριο. Παράλληλα όμως εξασφάλισε τον απαραίτητο χρόνο για τη νέα του σύνθεση. Αυτή γρήγορα μεταλλάχτηκε σε ένα ορχηστρικό έργο με τον τίτλο «Ισπανικό καπρίτσιο», το οποίο πάντως αναθέτει σε πολλά σημεία του έναν προβεβλημένο ρόλο στο σόλο βιολί.
Η πρώτη εκτέλεση του Ισπανικού καπρίτσιου δόθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1887 στην Αγία Πετρούπολη από την ορχήστρα του Ρωσικού Συλλόγου Συναυλιών υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Στην αυτοβιογραφία του ο Ρίμσκυ-Κόρσακοφ περιγράφει με λεπτομέρειες την πρόβα του για την πρώτη εκτέλεση του έργου: οι μουσικοί της ορχήστρας ήταν τόσο ενθουσιώδεις που σε κάθε ευκαιρία διέκοπταν την πρόβα με χειροκροτήματα. Έτσι ο συνθέτης ζήτησε να τους αφιερώσει το έργο, πράγμα που έκανε αναγράφοντας τα ονόματα και των 67 μουσικών στο εξώφυλλο της παρτιτούρας.
Η βασικότερη αρετή του Ισπανικού Καπρίτσιου είναι κατά κοινή ομολογία η εκπληκτική του ενορχήστρωση –σήμα κατατεθέν άλλωστε του δημιουργού του. Ο ίδιος πάντως έγραψε σχετικά: «Η άποψη, που έχουν υιοθετήσει κριτικοί και κοινό, ότι το Καπρίτσιο είναι ένα μεγαλειωδώς ενορχηστρωμένο κομμάτι, είναι εσφαλμένη. Η εναλλαγή των ηχοχρωμάτων, η επιλογή των μελωδικών γραμμών και σχημάτων ώστε να ταιριάζουν απόλυτα σε κάθε όργανο, οι σύντομες δεξιοτεχνικές καντέντσες για σόλο όργανα, ο ρυθμός στα κρουστά κλπ, εν προκειμένω στοιχειοθετούν την ουσία της σύνθεσης αυτής καθ’ αυτήν και όχι απλά την επένδυσή της».
Το έργο αποτελείται από πέντε σύντομα και συναπτά μέρη. Η αρχική Alborada («τραγούδι της αυγής») συνιστά μία ζωηρή, πανηγυρική εισαγωγή σε λα μείζονα με δύο χαρακτηριστικά σολιστικά περάσματα του κλαρινέτου. Στη συνέχεια, τα κόρνα εκθέτουν ένα αργό και αισθαντικό θέμα, που γίνεται αντικείμενο παραλλαγών, καθώς επανεμφανίζεται με ολοένα και πληθωρικότερη μορφή από διαφορετικές οικογένειες οργάνων της ορχήστρας. Η αρχική Alborada ξανακούγεται αλλά σε άλλη τονικότητα (σι ύφεση μείζονα) και με διαφορετική ενορχήστρωση, ενώ το βιολί αναλαμβάνει το σολιστικό ρόλο, που είχε προηγουμένως το κλαρινέτο. Το επόμενο μέρος ανοίγει με πέντε καντέντσες: κόρνα και τρομπέτες, σόλο βιολί, φλάουτο, κλαρινέτο και άρπα κινούνται με ραψωδικό τρόπο οδηγώντας σταδιακά στη διάσημη μελωδία του «τσιγγάνικου τραγουδιού», που εκτίθεται δυναμικά από όλη την ορχήστρα και ολοένα με μεγαλύτερη ένταση. Χωρίς διακοπή ξεκινά το φινάλε, που στηρίζεται στον γρήγορο, παραδοσιακό χορό του φαντάνγκο με τις χαρακτηριστικές καστανιέτες που υποστηρίζουν ρυθμικά. Στην πορεία, θέματα και μοτίβα που έχουν ακουστεί επανέρχονται σποραδικά, έως ότου το θέμα της Αλμποράντα έρθει για να δώσει ένα θριαμβευτικό τέλος.