Ο κίνδυνος που ελλοχεύει να διέλθουμε από τη «νεο-πραγματικότητα» σε έναν «νεο-πραγματικό» εαυτό

Αυτό που ίσως, θα έπρεπε να μας απασχολήσει περισσότερο, είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, δηλαδή το πώς ανταποκρίνεται μέσα σε αυτόν τον «νέο-πραγματικό» κόσμο, όπου αυτό που μας παρουσιάζεται δεν είναι τίποτα άλλο, παρά «ψευρο-ιστορίες», «ψευτο-συμβάντα», «ψευτο-αντικείμενα» και γενικά μια γενικευμένη «αντιγραφή του προτύπου».

by Times Newsroom

Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ, στο βιβλίο του με τίτλο: «Η καταναλωτική κοινωνία», αναφέρεται στον ρόλο που διαδραματίζουν τα ΜΜΕ στις σύγχρονες κοινωνίες, υπογραμμίζοντας ότι οι: «Δημοσιογράφοι και διαφημιστές είναι οπερατέρ του μυθικού: σκηνοθετούν, μυθοποιούν το αντικείμενο ή το συμβάν. Το ‘παραδίδουν ερμηνευμένο εκ νέου’, το κατασκευάζουν σκόπιμα».

Η επισήμανση αυτή του Μποντριγιάρ και κυρίως η χρήση της λέξης «κατασκευή» δεν είναι καινούργια, μας πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του ’60 και πιο συγκεκριμένα, σε δύο σπουδαίους κοινωνιολόγους, τον Πήτερ Μπέργκερ και τον Τόμας Λούκμαν, οι οποίοι συνέγραψαν το αξιόλογο πόνημά τους με τίτλο: «Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας». Ο τίτλος του βιβλίου προφανώς παραπέμπει στο πώς υποκειμενικά νοήματα μπορούν να μετατραπούν σε αντικειμενικές, πραγματικές καταστάσεις, αναλύοντας φυσικά τη διαδικασία με την οποία γίνεται αυτό, στα κεφάλαια του εν λόγω βιβλίου.

Η έννοια της «κατασκευής», λοιπόν, του κόσμου και της πραγματικότητας που μας περιβάλλει δεν είναι καινούργια. Εν προκειμένω, το ζητούμενο ίσως είναι κατά πόσο ο μέσος άνθρωπος το γνωρίζει αυτό ή κατά πόσο το έχει συνειδητοποιήσει. Τα ΜΜΕ έχουν αποκτήσει τεράστια δύναμη αναδεικνύοντας θέματα της επικαιρότητας. Στα καπιταλιστικά συστήματα οργάνωσης, κυρίως των δυτικών κοινωνιών, τα πάντα επηρεάζονται από το κέρδος, οπότε γίνεται εύληπτο και κατανοητό το γεγονός ότι τα θέματα που θα αναδειχθούν από τα ΜΜΕ θα πρέπει και να πουλούν.

Τόσο η είδηση, όσο και η διαφήμιση, δεν γίνεται να πουλήσουν απλά ανακοινώνοντας κάτι, αλλά θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένο ύφος, τόνο, δραματικότητα και οπωσδήποτε ξύλινη γλώσσα βερμπαλιστικών και βαρύγδουπων λέξεων κι εκφράσεων, ώστε να εντυπωσιάσουν, να καταπλήξουν και να καθηλώσουν τις μάζες. Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να θορυβήσουν, αν το θέσουμε ήπια ή να τρομοκρατήσουν, αν το θέσουμε πιο αυστηρά. Ευτυχώς, το τοπίο δεν είναι παντού το ίδιο, καθώς πλέον υφίστανται και διαρκώς μεγαλώνει κι αυξάνεται μια πληθώρα διαύλων επικοινωνίας και μέσων, με ταυτοχρόνως διευρυμένες δυνατότητες επιλογής, ειδικά με την ανάπτυξη των κοινωνικών μέσων δικτύωσης (social media).

Όμως, αν η «τρομο-λαγνεία» πουλάει, ο καταναλωτής-θεατής-αναγνώστης-ακροατής αυτής, δεν συνηθίζει μέσω της καθημερινής έκθεσής του σε αυτή; Κι αν ο καταναλωτής-θεατής-αναγνώστης-ακροατής, συνηθίζει σε κάτι τόσο νοσηρό, τότε δε θα πρέπει διαρκώς να αυξάνονται οι δόσεις-ποσότητες από το ίδιο το νοσηρό αντικείμενο ή την τοξικότητα αυτού, προκειμένου να μην στραφεί η προσοχή των μαζών αλλού; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση δεν είναι εύκολη, και σίγουρα αποτελεί πρόκληση, που όμως είναι πιθανό να απαντηθεί πολύ γρηγορότερα από όσο πιστεύουμε.

Στο σημείο αυτό, ας επανέλθουμε στον Μποντριγιάρ, καθώς αναφέρεται επίσης, σε έναν κόσμο του ψευτο-συμβάντος, της ψευτο-ιστορίας, όπως τον ονομάζει. Ο Μπωντριγιάρ κάνει λόγο και για make – up, ψευτο-αντικείμενα, ψευτο-συμβάντα που μας κατακλύζουν καθημερινά. Ακόμη, αναφέρει ότι όλα έχουν αλλάξει στη μορφή κι έχουν αντικατασταθεί, δίνοντας, ή αν θέλετε, παραχωρώντας τη θέση τους στο «νέο-πραγματικό», και όλη αυτή την αλλαγή, την περιγράφει ως μια «τεράστια διαδικασία προσομοίωσης». Επιπροσθέτως, ο Μποντριγιάρ θεωρεί ότι όπως η «φύση απομιμείται την τέχνη, έτσι και η καθημερινή ζωή καταλήγει ν’ αντιγράφει το πρότυπο».

Αυτό που ίσως, θα έπρεπε να μας απασχολήσει περισσότερο, είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, δηλαδή το πώς ανταποκρίνεται μέσα σε αυτόν τον «νέο-πραγματικό» κόσμο, όπου αυτό που μας παρουσιάζεται δεν είναι τίποτα άλλο, παρά «ψευρο-ιστορίες», «ψευτο-συμβάντα», «ψευτο-αντικείμενα» και γενικά μια γενικευμένη «αντιγραφή του προτύπου». Παράλληλα, ας αναλογιστούμε το εξής: αν εξοικειωνόμαστε με τα αντίγραφα, με τα αντικατάστατα και με τα ψεύτικα, τότε μήπως συνηθίζουμε ή ακόμη χειρότερα, μήπως εθιζόμαστε σε έναν νέο-πραγματικό κόσμο που μεταφέρεται ασυναίσθητα και σταδιακά ή ύπουλα στις στενές διαπροσωπικές μας σχέσεις;

Με άλλα λόγια, το make – up, ως μια απόκρυψη του πραγματικού, του αληθινού, του αυθεντικού μας προσώπου, αυτή η συνήθεια μεταμφίεσης, μήπως μας ωθεί στο να οδηγηθούμε σε μια αντίστοιχη απόκρυψη ή μεταμφίεση ή αντιγραφή του πραγματικού, του αληθινού, του αυθεντικού μας εαυτού; Μήπως τελικά, έχουμε οδηγηθεί δίχως να το συνειδητοποιούμε στο να καλλιεργούμε και να προβάλλουμε ή να παρουσιάζουμε πρώτα σε εμάς κι έπειτα στους άλλους, έναν μακιγιαρισμένο εαυτό; Έναν ψευτο-εαυτό  που θα «πουλήσουμε», όπως ακριβώς μας πωλούν κι εμείς αγοράζουμε όλα εκείνα τα ψευτο-αντικείμενα, τα ψευτο-συμβάντα, τις ψευτο-ιστορίες που μας κατακλύζουν και που καταναλώνουμε καθημερινά;

  • Πηγή: Ζαν Μπωντριγιάρ, 2000, Η καταναλωτική κοινωνία, Νησίδες, Θεσσαλονίκη.

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Posted by Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc 

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com