- Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ
Ήταν από τους πρώτους ποιητές που διάβασα. Σε σπίτι παλαιών και αγαπημένων φίλων, καλλιεργημένων και φιλότεχνων στον Πειραιά,-στον περιβόητο «Πύργο»-άκουσα για πρώτη φορά ποιήματά του:
Τ’ ΑΠΛΟ ΠΑΙΔΙ, ΠΟΥ ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ…
Τ’ απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη
δεν έχει τρόπους να φερθή και μήτε να ντυθή,
-μά ΄ναι το πιο καλό παιδί, πού μές στην πλάση τούτη,
μπορεί ν’ απαντηθή!
Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά,
-μά το μεγάλωσε το φώς, αυτό πού μεγαλώνει
τά ξένοιαστα πουλιά…
Κι άλλοτε μου ‘τυχε ξανά, στο διάβα κάποιου δρόμου,
να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά,
-μ’ αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,
σα μια μικρή καρδιά…
Κι όταν των άλλων των παιδιών τα λούσα βλέπει πλάι,
κι αυτό δεν έχει πιο καλό κοστούμι να ντυθή,
τότε γυρίζει τη ματιά-και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθή…
Έμαθα απέξω την ΓΛΥΚΙΑ ΑΓΑΠΗ του:
Γλυκάθηκα, γλυκάθηκα από τ’ άλικό σου στόμα
και δε χορταίνω τα φιλιά κι όλο γυρεύω ακόμα.
Και σύ θυμώνεις και μου λές: «τι θέλεις πιά από μένα;
όλο φιλούν τα χείλη σου κι όλο είναι διψασμένα!»
Και μ’ αποπαίρνεις άπονα, και σκύβω το κεφάλι,
ώσπου να φύγουνε οι θυμοί, να φιληθούμε πάλι…
Και η η ζωή των νιάτων μας, τα έφερε έτσι, ώστε να επιβεβαιώσει την δική του προσωπική ποιητική μαρτυρία, το σκάνδαλο για την εποχή που δημοσιεύτηκε ποίημά του ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ, ιδιαίτερα, το δεύτερο τετράστιχό του:
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Μάτι δειλό, πού σε κοιτάζει
βαθιά, βουβά και σκοτεινά,
κ’ έτσι πιστά, σά να σου τάζη:
Θα σ’ αγαπώ παντοτινά.
Ψηλό, λιγνό, τρελό για χάδι,
δούλευε σ’ ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σαββάτο βράδι
και κοιμηθήκαμε μαζί.
Όταν πρωτοδημοσιεύτηκε το ποίημα αυτό, το προκλητικό για την εποχή του, η καλή κοινωνία της εποχής εξανέστη, οι τα φαιά φορούντες διανοούμενοι το θεώρησαν σκάνδαλο, παρότι στο λαϊκό οικογενειακό περιοδικό Μπουκέτο» που συνεργάζονταν ο ποιητής, διαβάζουμε διάφορα. Ήταν βλέπεις και μεσοπόλεμος, αρχές του περασμένου αιώνα, και η καταδίκη του άγγλου συγγραφέα και οπαδού του αισθητισμού, για ομοφυλοφιλία, του γνωστού μας Oscar Wilde, ήταν ακόμα νωπή, και φόβιζε τα ερωτικά πλήθη.
Τα Καβαφικά εικοσπεντάρικα αγόρια των καφενείων που έπαιζαν χαρτιά και των σκοτεινών χαμαιτυπείων, δεν είχαν ακόμα εδραιωθεί στην ερωτική συνείδηση του αθηναϊκού κοινού. Παρά την διάλεξη του κυρίου Φαίδωνα για τον ποιητή. Η Παλαμική κρίση ότι τα ποιήματα του Αλεξανδρινού μοιάζουν «ιατρικές συνταγές», υπερίσχυσε για μικρό χρονικό διάστημα. Τα παραλλαγμένα ερωτικά πρότυπα του ποιητή Αλέξανδρου Μπάρα και του Νίκου Χαντζάρα-και ορισμένων άλλων ποιητών της εποχής-γίνονταν περισσότερο αποδεκτά και αναγνώσιμα. Ιεροκρυφίως.
Οι αρές του «Πηδαλίου» παραμόνευαν να σε κατακεραυνώσουν αν παρέκλινες από την παραδοσιακή ερωτική και σεξουαλική ηθική της οικογένειας των χρηστών ηθών, που υπαγόρευαν οι Βικτωριανοί κανόνες της ηθικής και του στρατιωτικού Πρωσικού κώδικα. Οι άνθρωποι είχαν να επιλέξουν μεταξύ παρθενίας και παραδοσιακών οικογενειακών αρχών και επιταγών του φαίνεσθαι της κοινωνίας. Οι Τσαρουχικοί ναυτόμαγκες που χορεύουν την σεξουαλική τους ζεμπεκιά περίμεναν το πλήρωμα του χρόνου και την αλλαγή των ηθών και αντιλήψεων για να αποθεωθούν από το φιλότεχνο και φιλότεκνο κοινό της τέχνης.
Τα δε ελληνικά στρατιωτάκια με την σεξουαλική τους βαρβατίλα παρά πόδας, που γυάλιζε ακόμα και τις αρβύλες τους, αυτά τα άγρια λαϊκά παιδαρέλια που περιδιάβαιναν έξω από το Γεντί Κουλέ και το Καραμπουρνάκι, τα βυζαντινά τείχη και τα άλλα ερωτικά σημεία της συμπρωτεύουσας, που κοσμούν ερωτικά και εικονογραφούνται στους μικρής φόρμας στίχους του ποιητή της Θεσσαλονίκης Ντίνου Χριστιανόπουλου, έμεναν στο κάδρο των ερωτικών επιλογών των τυχερών Θεσσαλονικέων.
Σιμά και τα του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου μικρά χασαπάκια ανέμεναν την δική τους ποιητική δοξασία, όταν οι νέοι καιροί το επέτρεπαν. Ένα κέντρο ερωτικών διερχομένων η Ελλάδα του χθες, όπως την είδε το ποιητικό μάτι των πιο ευαίσθητων ερωτικά ποιητών της. Με τον Θάνο Βελούδιο από κοντά, να φωτογραφίζει ότι δεν μπορεί να καλυφθεί από την αρσενική φύση. Την πριαπική αντρική σεξουαλική λειτουργικότητα.
Και η ολοκλήρωση της ερωτικής αυτής «πανδαισίας», μας ήρθε από το πρώτο λιμάνι της χώρας, από τον ρεμπέτικο και ερωτικά δοτικό Πειραιά. Από τις γνωστές σεξουαλικές αντρικές τοιχογραφίες της ποίησης του Ανδρέα Αγγελάκη. Μόνο που ο Ανδρέας Αγγελάκης υμνεί με σύγχρονο ποιητικό βηματισμό και εικόνες σκοτεινές και ερεβώδεις και γεμάτες απελπισία καταστάσεις, τον παλαιό ερωτικό πειραιά της εποχής των νιάτων του. Γράφει για να μας μιλήσει για την πτώση του. Όταν πλέον η ερωτική συνεύρεση μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα των καπιταλιστικών κοινωνιών, η ερωτική συνεύρεση μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και η όποια σεξουαλική επιλογή τους μέσα στις άξενες πόλεις και τα ημιυπόγεια κέντρα διασκεδάσεων, τα καταγώγια των ριψοκίνδυνων παθών, δεν ήταν φάρμακο ίασης και ανακούφισης ψυχών και σωμάτων, κοινωνία ερωτικών σχέσεων μιας νέας ανθρωπότητας απαλλαγμένης από τα ταμπού και τις απαγορεύσεις, αλλά, φυλάκιση και αυτοστέρηση της προσωπικής ελευθερίας μέσα σ’ ένα εμπορικό πλαίσιο κανόνων και διεκδικήσεων.
Το ερωτικό σώμα εργαλειοποιήθηκε και εμπορευματοποιήθηκε σε όλες του τις φανερές και κρυφές πτυχές του και απόκρυφες επιθυμίες. Καθώς η ερωτική συνεύρεση ξέφευγε από τις ράγες του ανθρώπινου μέτρου και της αρμονίας της ικανοποίησης, (αν υπήρξε ποτέ, πέρα από τα Πλατωνικά κείμενα) και ακολουθούσε καταπόδας τους καπιταλιστικούς οικονομικούς ρυθμούς του εμπορίου και του εύκολου και ανέξοδου πλουτισμού. Ενώ οι ερινύες των διαφόρων μολυσματικών ασθενιών παραμόνευαν ύπουλα να εκδικηθούν κάθε είδους σωματικής και συνειδησιακής απελευθέρωσης των ανθρώπων.
Όταν δημοσιεύτηκε το ποίημα αυτό του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη, και μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσε, ο ευφυής εστέτ ποιητής το ξαναδημοσιεύει, προσθέτοντας ένα «δεν» στον τελευταίο στίχο «και δεν κοιμηθήκαμε μαζί». Με τον τρόπο αυτό, και η καλή αστική κοινωνία της εποχής του έκανε αποδεκτό το ποίημα, και εκείνος χωρίς αναστολές, απόλαυσε το ερωτικό σαββατοκύριακο. Αγκαλιά με το «κυπαρισσάκι αψηλό λένε το αγόρι που αγαπώ…» για να θυμηθούμε και έναν σύγχρονο πολλά αγαπημένο μελωδό μας.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Φθινόπωρο σ’ αγάπησα, την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν, κι αφήνουν τα κλαριά γυμνά για το χειμώνα,
πού βιάζονται τα δειλινά, κ’ είναι τα ρόδα μήλα,
-κ’ είναι τα βράδια μόνα…
Και τώρα στέκω και ρωτώ: Ποια μοίρα, και ποια μπόρα,
καθώς τραβούσα, μοναχός, το δρόμο της αβύσσου,
παράξενα κι ανέλπιστα, να μ’ έχει φέρει, τώρα,
ζητιάνο στην αυλή σου;…
Κι όταν το γιόμα χάνεται, κ’ η νύχτα κατεβαίνει,
και σιωπηλά, σαν τα βιβλία, το φως της μέρας κλείνει,
να ‘ρχουμαι, πάλι, να ζητώ μια ήσυχία χαμένη,
σαν μια ελεημοσύνη!
Σ’ αγάπησα φθινόπωρο, την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν, κι αφήνουν τα κλαριά, κ’ είναι τα βράδια μόνα…
Μ’ αλήθεια να σ’ αγάπησα, – ή μην είν’ η ανατριχίλα
του ερχόμενου χειμώνα;…
Ναπολέων Λαπαθιώτης, (Αθήνα 31/10/1888-Αθήνα 7/1/1944). Ποιητής, μεταφραστής, διηγηματογράφος, αρθρογράφος, μα πάνω από όλα εστέτ. Ένας «Ντόριαν Γκρέυ» της εποχής του όπως τον απεκάλεσαν. Ομοφυλόφιλος που δεν έκρυψε την ομοφυλοφιλία του. Άθεος, μια και είναι ο πρώτος αν δεν κάνω λάθος, επίσημα έλληνας συγγραφέας, που ζήτησε από τον τότε αρχιεπίσκοπο να τον διαγράψουν από τα δελτάρια της εκκλησίας. (επίσημα νομίζω πολύ μεταγενέστερα μόνο ο Ηλίας Πετρόπουλος και ίσως και ο Βασίλης Ραφαηλίδης το έχουν πράξει. Δηλωμένοι άθεοι).
Κομμουνιστής, βοηθούσε έμπρακτα τους Εαμίτες των Εξαρχείων που βρίσκονταν η οικία των προγόνων του, δίνοντάς τους ακόμα και τα όπλα του στρατιωτικού πατέρα του στην Κατοχή για να πολεμήσουν τους Γερμανούς εισβολείς και κατακτητές. Γνώρισε από κοντά τον εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο, μια και ο πατέρας του σαν υψηλόβαθμος στρατιωτικός του ελληνικού στρατού στάθηκε στο πλευρό του Ελευθέριου Βενιζέλου όταν έγινε το κίνημα της Θεσσαλονίκης, και ακολούθησε τον κρητικό πολιτικό μαζί με τον στρατιώτη γιό του. Ήσαν θα λέγαμε Βενιζελοτραφής με αριστερές καταβολάδες.
Χωρίς γνώσεις πολιτικής εμπειρίας ο Λαπαθιώτης στάθηκε σαν ευαίσθητος δέκτης με την πλευρά των αδικημένων. Πατριώτης και ανθρωπιστής, φιλόζωος και φυσιολάτρης αυθεντικός όπως και στις ερωτικές του επιλογές και προτιμήσεις. Μαύρη σελίδα της ατομικής του πορείας υπήρξε η εμπλοκή του στον κόσμο των παραισθήσεων και του δρόμου του χασισιού. Γνώρισε σε ταξίδι του στην Αίγυπτο τον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη αλλά, και προετοίμασε τον ατομικό του χαμό. Αιγύπτιοι φίλοι του τον μύησαν στον κόσμο του χασίς και άλλων παράξενων παραισθησιογόνων, που τον τσάκισαν βιολογικά, τον κατέστρεψαν ψυχικά και σωματικά.
Μουσικοτραφής και πιανίστας, νύκτιος τύπος και ερωτικά ριψοκίνδυνος πλάνης, έβγαινε από το σπίτι του μόνο τις νύχτες για να κάνει τους νυχτερινούς του περιβόητους περιπάτους. Ο κόσμος της νύχτας και οι άνθρωποί της ήσαν η συντροφιά του, από εδώ αντλούσε τους ερωτικούς του συντρόφους. Συναναστρέφονταν άτομα διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και ευαισθησίας από την δική του, άλλης ποιότητας και στάθμης, μακριά από τον κόσμο της τέχνης που σύχναζε τις υπόλοιπες ώρες του βίου του. Η νύχτα με τις φουρτούνες και τις μπουνάτσες της και όλο το ανθρώπινο επικίνδυνο δυναμικό της, ήταν ο σταθερός σύντροφός του από ένα χρονικό σημείο και έπειτα στην ζωή του.
Η θαυμάσια ταινία του φιλόλογου, συγγραφέα και σκηνοθέτη Τάκη Σπετσιώτη από τον Πειραιά «Μετέωρο και Σκιά» (1985) μας δίνει το κλίμα και την νύχτια ατμόσφαιρα στην οποία ζούσε και ανέπνεε ερωτικά ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. Συνήθως η ιστορία των σεξουαλικών ηθών και συνηθειών μας αποδεικνύει ότι, οι λεγόμενοι διανοούμενοι, οι πιο εκλεπτυσμένοι ερωτικά άντρες, επιλέγουν για ερωτικούς παρτενέρ τους, συντρόφους τους από τις λαϊκές τάξεις. Αγόρια και άντρες που έχουν σπουδάσει στο σχολείο της ζωής, του πεζοδρομίου όπως συνηθίζεται να λέγεται, και όχι σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο ομοφυλόφιλος έρωτας, ενώ ήταν μια επιλογή που εξυμνήθηκε και επικροτήθηκε από τα ανώτερα οικονομικά και εκπαιδευτικά κλιμάκια, τα αριστοκρατικά στρώματα της κοινωνίας, πάντοτε έρεπε προς την εργατική θα λέγαμε τάξη, την προλεταριακή (για να χρησιμοποιήσω έναν κάπως κοινόχρηστο πολιτικά όρο), ίσως γιατί αναζητούσε στον ερωτικό καθρέφτη αυτής της τάξης που ζητούσε ερωτικά να καθρεπτισθεί και να ικανοποιηθεί, μιας τάξης που δεν είχε περιτυλιχθεί από τα μπιχλιμπίδια του πολιτισμού, να ξαναβρεί το πρωταρχικό ανόθευτο πρόσωπό του. Ή στην καλύτερη περίπτωση το μυθικό του προσωπείο και συμβολιστική του διάσταση.
Ο ποιητής όντας από εύπορη οικογένεια, δεν χρειάστηκε να εργαστεί στην ζωή του. Η οικογένειά του παρείχε τα αναγκαία εφόδια της ζωής του, της εκπαίδευσής του και της καλής ανατροφής. Ο ίδιος σαν άτομο, έζησε μια ζωή περιπετειώδη και κάπως προκλητική για τους κανόνες συμπεριφοράς της εποχής του. Υπήρξε ίνδαλμα για ένα διάστημα για τους τότε έλληνες νέους, και αγαπήθηκε από τον γυναικείο πληθυσμό, παρά τον καλυμμένο ή μη κάπως μισογυνισμό του. Υπήρξε ένας θαρραλέος του έρωτα αλλά όχι μέχρι το τέλος τυχερός όπως μας δηλώνει το τέλος του. Στάθηκε πράγματι στον βίο του μεταξύ του Μετέωρου και της Σκιάς. Τα ευφυολογήματά και τα γνωμικά του που διαβάζουμε σε διάφορα έντυπα της εποχής που δημοσίευε, και που αντέγραφαν εκείνα του άγγλου ειδώλου του, του Όσκαρ Ουάϊλντ, χωρίς φυσικά να διαθέτουν την σπιρτάδα και την φρεσκάδα των ρήσεων του άγγλου ποιητή και θεατρικού συγγραφέα, αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό. Εμφανίστηκε στα γράμματα πολύ νωρίς, σε νεαρή ηλικία έγραψε και ανέβασε δικό του θεατρικό έργο. Λειτούργησε όχι τόσο σαν θεατρικός συγγραφέας, όσο για να εκφράσει τις απόψεις του για το κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο του καιρού του.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, έζησε και μεγαλούργησε ποιητικά και αισθητικά σε μια ελληνική ιστορική περίοδο που ανθός της ελληνικής νεολαίας βρίσκονταν συνεχώς ενδεδυμένος με την στρατιωτική στολή. Το περιβόητο χακί που το συναντούσες ακόμα και μέσα στις κρεβατοκάμαρες των καλών οικογενειών, όπως διαβάζουμε σε λαϊκά οικογενειακά περιοδικά. Πόλεμοι, δικτατορίες, στρατιωτικά κινήματα, εξεγέρσεις, δημοψηφίσματα, αλλαγές πολιτεύματος, αιματοβαμμένες αψιμαχίες για το γλωσσικό ζήτημα, κοινωνικές πολώσεις κάθε είδους, συχνές συνταγματικές αλλαγές, εμφύλιες διαμάχες και συγκρούσεις, μικρασιατική καταστροφή, διωγμοί ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες. Προσφυγικό πρόβλημα. Μια Ελλάδα που μεγάλωνε τα σύνορά της προσφέροντας ανεξέλεγκτα τον νεανικό της ανθό στα χαρακώματα, και αιματοβαμμένες θυσίες υπέρ βωμών και εστιών. Αναζητώντας τρόπους από ψωροκώσταινα να γίνει μια σύγχρονη μαντάμ Σουσού. Ήταν η Ελλάδα του 20ου αιώνα. Που παραπατούσε διαρκώς μεταξύ Δύσης και Ανατολής αναζητώντας το «χαμένο της κέντρο» κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Αυτό το διαρκές τραμπάλισμα του γένους μας και της φυλής μας.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Το δρομάκι το παλιό,
πού ευωδούν οι κρίνοι,
το δρομάκι το καλό
σε μια πόρτα κλείνει ΄
μέσα εκεί, που φύσημα,
δε σε φτάνει, ανέμου,
μακρυνός κι αθώρητος
κάθεσαι, ακριβέ μου…
Ήρθ’ απόψε, από νωρίς
για να σ’ ανταμώσω:
μά ήμουν, απ’ τις ευωδιές,
λαγγεμένος τόσο,
με τα μάτια έτσι τυφλά,
σαν από κραιπάλη,
-πού δε σ’ ηύρα πουθενά,
και θα φύγω πάλι…
Ποίηση παραδοσιακή η ποιητική δημιουργία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, κινείται μέσα στο κλίμα του συμβολισμού και του ρομαντισμού της εποχής. Η μουσικότητα πλεονάζει και καθιστά την ποίηση αυτή, ακόμα και σήμερα αγαπητή αναγνωστικά, ακουστικά σε ευφραίνει ακόμα και σήμερα-σαν να ακούς μια πιανιστική μελωδία του Φρεντερίκ Σοπέν, ένα πιανιστικό πρελούδιο, για χαμένους αλλά όχι λησμονημένους έρωτες,-που οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες άλλαξαν στην χώρα μας και διεθνώς, και τα δύο μας νόμπελ ποίησης, έδωσαν την «Στροφή» της αναγνωστικής μας ματιάς προς τον υπερρεαλισμό και τα διάφορα κινήματα του μοντερνισμού και κατά άλλους μεταμοντερνισμού. Βλέπε σχετική αρθρογραφία, ενδεικτικά αναφέρω του ποιητή Νάσου Βαγενά, της φιλολόγου και δοκιμιογράφου Μορφίας Μάλλης, τα κείμενα του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη και άλλων υπερρεαλιστών, των νέων ρευμάτων της σύγχρονης ποίησης. Τις σύγχρονες ελληνικές ποιητικές φωνές που έκοψαν τους δεσμούς τους με την παράδοση και καθιέρωσαν τον ελεύθερο στίχο και τις τεχνικές του. Η οραματική θεματογραφία του σύγχρονου ελληνικού ποιητικού λόγου έχει ανοίξει άλλους ορίζοντες, διερευνά άλλα της ζωής και του ονείρου μονοπάτια. Μακριά από αυτά που χάραξαν οι ποιητές του μεσοπολέμου και φυσικά της κατοχής με τον αντιστασιακό τους οραματισμό, αλλά και την ποίηση της ήττας. Την ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη οι γραμματολόγοι και οι ανθολόγοι την εντάσσουν στις «χαμηλόφωνες» ποιητικές περιπέτειες του μεσοπολέμου, και τον ίδιο, στους ελάσσονες δημιουργούς.
Οι αναγνώστες της συνέχειας της ελληνικής ποίησης, θα διακρίνουν μέσα στο χαμηλής θερμοκρασίας αυτό μουσικής ταυτότητας έργο, με έντονα ξεσπάσματα ερωτικού και φυσιολατρικού λυρισμού, ένα μεγάλο Καρυωτακικό υπόστρωμα, που διαχέεται σε πάρα πολλές ποιητικές μονάδες του ποιητή Λαπαθιώτη. Παρ’ ότι δεν αναφέρεται ούτε άμεσα ούτε έμμεσα το όνομά του, ούτε έχουμε νύξεις για τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, διαισθανόμαστε διαρκώς την παρουσία της φωνής του. Νιώθουμε μια ποιητική καρυωτακική αύρα να μας τυλίγει, ανιχνεύουμε μια θεματική και ίσως τεχνική, (εννοώ την λεπτή ειρωνεία και σαρκασμό του Λαπαθιώτη, δες την σύνθεση «Χωρίς τίτλο σ. 241) συγγενικής υφής που παραπέμπει άμεσα στον επίσης αυτόχειρα ποιητή της Πρέβεζας. Δες ενδεικτικά το ποίημα «Είμαι μόνος».
[ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ]
Το φέρετρό μου σανιδένιο
δε θα ‘χη καμιάν ομορφιά΄
θα το καρφώσουν μάνι-μάνι,
με τα κοινότερα καρφιά,
κι’ ύστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ)
θα πάρη σε δυό μέρες δρόμο
για το στερνό μου τα τσαρδί…
Θα είναι ο Άγγελος, ο Χάρης,
ο Κλέων, ο Τάκης, η Λιλή,
ο ιώργος ο Μυλωνογιάννης,
κι άλλοι πολλοί, πολλοί, πολλοί…
Και την επαύριο θ’ αρχινίσουν
κάποιες γραμμές, εδώ κ’ εκεί,
-κι αμέσως θα με παραλάβουν
οι κριτικές, κ’ οι κριτικοί:
«τεχνίτης», «μουσικός του στίχου»,
«πολύ λεπτός αισθητικός»,
-αυτά που γράφονται συνήθως
κι αυτά που γράφουν σχετικώς΄
«τύπος ανώμαλος εκφύλου»,
«γνωστή και συμπαθής μορφή»…
Μα εμέ για ό,τι θα μου γράψουν
δε θα μου καίγεται καρφί!
Γιατί από μένα, ό,τι θα μείνη
-κ’ εκεί που τώρα κατοικεί,-
δεν θ’ ασχολήται με τους άλλους,
δε θα διαβάζη κριτική…
Ο φίλτατός μου Πέτρος Χάρης
με σφίξιμο χεριού γερό
θα λέη αράδα στους γνωστούς του.
-Τι φοβερό! Τι φοβερό!…
Και παρατώντας τις δουλειές του,
βιβλία και πολιτική,
τη «Νέα Εστία» και τις «Τέχνες»,
θα μου σκαρώση κριτική!
Μα κι ο Βαγιάνος θα αρχίση
σ’ όλη, γραμμή, την Αττική,
μ’ αστούς, μ’ εργάτες, με χωριάτες,
καμπάνα λαπαθιωτική!
Και κυνηγώντας άρον-άρον
θα γράψη μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώμες των γαϊδάρων
της πολιτείας Αχαρναί!!!
Μόνο όσοι θήτευσαν στην Καρυωτακική σάτιρα θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα τέτοιο ποίημα. Αυτοσαρκασμού και σατιρικής διάθεσης. Που ξεφεύγει από την τυποποιημένη μανιέρα των καθωσπρέπει σατιρολόγων. Αν δεν γνωρίζαμε τον ποιητή, το μυαλό μας θα πήγαινε είτε στον Καρυωτάκη είτε στον Ανδρέα Λασκαράτο. Ο Γιώργος Σουρής έχει άλλες προδιαγραφές. Είναι ο ίδιος ποιητής(ο Ναπολέων Λαπαθιώτης), που γράψει ποιήματα που έχουν τον τίτλο «Θάνατος» δες σ.243, το «Βασίλεμα που πέφτει» σ. 232 και τόσα άλλα κατά κάποιον τρόπο θανατολάγνα ποιήματα, απαισιόδοξης διάθεσης ποιητικές συνθέσεις, ποιήματα που μιλούν για μοναξιά και ερήμωση. Που έχουν μια εμφανή ερασιθάνατη αναφορά. Ποιητικές μονάδες που θυμίζουν τον γάλλο ποιητή Σαρλ Μπωντλαίρ. Έναν αγαπημένο ποιητή στους έλληνες δημιουργούς τον προηγούμενο αιώνα.
Ο Κώστας Καρυωτάκης όπως και ο άλλος ποιητής, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος έχουν χαράξει βαθιά τα ίχνη τους στο έργο του Λαπαθιώτη. Το ποιητικό τους υνί έχει οργώσει σε βάθος το ποιητικό Λαπαθιωτικό ποιητικό υπέδαφος. Είναι εμφανές το κλίμα μέσα στο οποίο κινείται ο αυτόχειρ ποιητής. Λες και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης θέλησε να συνεχίσει τον ήχο του όπλου του Κώστα Καρυωτάκη. Βλέπε ακόμα το ποίημά του «Από τότε, πες, που ο νους μου» που αρχινά με τους στίχους του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου:«Αλλά δεν είναι αιωνία,/ δεν είναι θάνατος η δύσις’/ τις οίδεν, αν ως η πρωία/ δεν ανατείλωμεν επίσης;» Το κλίμα αυτό της απαισιοδοξίας και του πεσιμισμού, της νωχελικής υγρής ατμόσφαιρας, της μόνωσης και της μοναξιάς,, της αγιάτρευτης πλήξης, της ξήρανσης των σωματικών αισθήσεων με την πάροδο του χρόνου και την κυρίαρχη υγρασία της μνημονικής αίσθησης, που συγχέει το παρόν της ερημιάς με το παρελθόν της πλήρωσης και των ερωτικών γεύσεων και των ηδονικών στιγμών που δεν προμήνυαν το τέλος τους είναι διάσπαρτο μέσα σε αυτό το ποιητικό έργο.
Αυτή η περιρρέουσα ομίχλη νοσταλγίας για τα περασμένα, τα ανέμελα χρόνια, τα παιδικά κυριαρχεί στο έργο του πιο γνήσιου Αθηναίου εστέτ. Η νιότη «φτερούγιασε στην άβυσσο» και «ανάθεμά σας» οι «αναμνήσεις είναι κολασμένες», μόνη καταφυγή το όνειρο μέσα σε «ύπνο πλάνο». Τα παιδικά χρόνια της ξεγνοιασιάς έχουν παρέλθει ένδοξα και το φως τους πλέον ίσα που αχνοφαίνεται. Βλέπε το ποίημά του μεταξύ πολλών άλλων «Παιδικά γλυκά μου χρόνια». Στις ποιητικές αυτές καταθέσεις που δεν ξεφεύγουν ποτέ από τους κανόνες και τις αρχές που διέπουν τον παραδοσιακό ποιητικό μας λόγο και τη στιχουργική ρυθμοποιϊα της εποχής, με την έντονη μουσικότητα, η μουσική τροφοδοτεί τους στίχους και τους δίνει το ρυθμικό βηματισμό τους, τους κανοναρχεί τους τονισμούς, τους επιτονισμούς και τις ηχητικές καταλήξεις,-πολλές φορές τους μετατρέπει σε τραγουδιστική μελωδία- υπάρχουν στίχοι που είναι μουσικοί ψίθυροι εξαιρετικής ακουστικής μαγείας, ακούσματα της φύσης, θροίσματα φύλλων δέντρων, ελαφριές αδιόρατες ανάσες λουλουδιών που δεν τα έκοψε ακόμα ανθρώπινο χέρι.
Δημοσιεύει ποιητικές συνθέσεις αφιερωμένες στην Μουσική, δες, «Αποχαιρετισμοί στην Μουσική», το «Μικρό τραγούδι» «Σο κέντρο το νυχτερινό» όπου το βιολί όχι του Ιωάννη Πολέμη αλλά του έρωτα μαζί με το κρασί συνοδεύει τους δύο εραστές και πλημμυρίζει αισθήματα την καρδιά τους, και άλλα ποιήματα. Σε αυτό το μουσικό ποιητικό σύμπαν, που όλα ρυθμίζονται με χορδές νοσταλγίας και ονείρου έχουμε φυσικά αρκετές νησίδες προσωπικού του ερωτικού ομοφυλόφιλου περιεχομένου και αναλόγου νοσταλγικής θεματικής. Εμπειρίες ζωής του ποιητή που στοίχειωσαν μέσα στο έργο του, έρωτες νυχτερίδες που, ζουν ρουφώντας τις παλαιές του αναμνήσεις, από συναντήσεις σε πάρκα, σε σπίτια, σε σοκάκια, από χείλη που ακόμα στάζουν το νέκταρ τους, χείλη ποθητά και σώματα λάγνα. Βλέμματα αντρικά που σε κοιτούν από το παρελθόν και σου καθορίζουν το μέλλον. Χέρια που σαν δαγκάνες τύλιξαν το ερωτικό του σώμα. Αισθηματοποιήσεις νεανικών ερωτικών περιπετειών που εικονογραφούν την ομοφυλόφιλη τοιχογραφία της ζωής του. Ερωτικές ψηλαφίσεις που το αποτύπωμά τους γίνηκε ποιητική αίσθηση. Χάδια που δεν λησμονήθηκαν και τροφοδοτούν τους ποιητικούς του αρμούς. Φιλιά που άφησαν τα αποτυπώματά τους σε ολόκληρο το σώμα της ποίησή του και του ίδιου του κορμιού του ποιητή. Τίποτα δεν λησμονεί ο ποιητής, αρνείται να ξεχάσει, και γιατί άλλωστε, εξάλλου, μας το λέει ξεκάθαρα: «Καρδιά τρελή, πολύπαθη, γιατί θυμάσαι;» βλέπε το ποίημα «Στα περασμένα».
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης με τη στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού (Συλλογή Κ. Καζάζη)
Πάρα πολλά ποιήματά του έχουν ομοφυλόφιλο πρόσημο ή αίσθηση, ανεξάρτητα αν η ερωτική διάθεση παραμένει ακόμα ενεργή ή έχει αρχίζει να μπαίνει στα κιτάπια της μνήμης του: Δες πχ. «Alla C. Bot», «Δάκρυα», «Χριστουγεννιάτικη αγωνία», «Langueur D’ Amour”, «Στη φυλακή με κλείσανε», «Το μαντήλι», «Εμένα, την καρδιά μου δεν την θόλωσαν…», «Κι’ έπινα μεσ’ απ’ τα χείλια σου…», «Τα Σαββατόβραδα» που τελειώνει με τους στίχους: «κ’ είναι η ψυχή μου όλο ψυχές παλιές,/ χλωμές κι αρχαίες, πολύ θλιμμένες,/ και γνώριμες,-κι από ταφόπετρες/ λυμένες…», το «Τραγούδι το Φθινόπωρο», το «Γραμμένο σ’ ένα λεύκωμα», «Μάτια», το «Γράμμα», το δεύτερο ποίημα της σύνθεσής του «Μια νύχτα με φεγγάρι» Συμφωνία.
Τα τρία αυτά κάπως μακροσκελή ποιήματα, με την πεζόμορφη φόρμα τους, σαν πεζοτράγουδα μοιάζουν, έχουν ως μότο κάτω από τον γενικό τίτλο στίχο του αμερικανού ποιητή Edgar AllanPoe, “This some visitor”, I muttered, “tappingat my chamber door: Only this and nothingmore”, έναν ποιητή που λάτρευε ο Λαπαθιώτης. Και ακριβώς από κάτω, το «… εις του οποίου τους οφθαλμούς έλαμπε φως θαυμάτων,» ΑΝΩΤΕΡΑ ΕΠΙΣΚΙΑΣΗΣ ΕΠΙ ΑΘΩ. Στο ποίημα αυτό ξεχωρίζουν οι στίχοι: «Γιατ’ είμ’ Εκείνος που ζητούσες πάντα,/-κι ο Περασμένος, κι ο Παντοτινός./ Εκείνος που ποτέ δεν έχει ζήσει,/ κι όμως ο μόνος τόσο αληθινός,/-που ζώντας μες στα βάθη της καρδιάς σου,/δε ζη ποτέ στην όψη κανενός!». Και «Έρχομαι πάλι, και θα φύγω πάλι,/-θα φύγω πάλι, μές στα σκοτεινά ΄/ θα φύγω απαρηγόρητος και μόνος,/γιατί δεν έχω ζήσει πουθενά,/-γιατί δεν είμαι παρά το Σκοτάδι,/που κάποτε θα σμίξουμε ξανά!…»-. Το τραγουδισμένο από την τραγουδίστρια Ελευθερία Αρβανιτάκη «ΕΡΩΤΙΚΟ» ένα ωραιότατο ερωτικό τραγούδι που οι αρχικές του λέξεις σχηματίζουν ένα όνομα. Το Κώστας Γκίκας. Στενός πολύ στενός φίλος όπως φαίνεται και από το τραγούδι του ποιητή.
Οι δύο ποιητικές μονάδες που αποτελούν το ποίημα με τίτλο «Αποχαιρετιστήριο». Που η δεύτερη ποιητική μονάδα κλείνει με τα τρυφερά λόγια: «Μια και δεν ήταν να σταθής σ’ εκείνα που είχες τάξει,/ τότε γιατί, το λόγο αυτό, μ’ ανάγκασες να πώ;…/Τον όρκο σου τον πάτησε,-μα εγώ δεν έχω αλλάξει,/-κι ακόμα σ’ αγαπώ.» Είναι αν δεν κάνω λάθος, το μόνο όνομα στενού του φίλου που αναφέρεται επώνυμα μέσα στο έργο του. όλα τα άλλα ερωτικά γενικού ενδιαφέροντος και ατμόσφαιρας ποιήματά του και τα καθαρά ομόφυλά του, δεν αναφέρουν ονόματα. Περιγράφονται ερωτικές καταστάσεις, συναντήσεις, χάδια, τρυφερές στιγμές και ατέλειωτοι ασπασμοί και φιλιά, σώματα λυγρά και ποθητά, αγγίγματα και αποχωρισμοί, γράμματα χωρισμού και διαψεύσεις υποσχέσεων αλλά ποτέ δεν αναφέρεται ρητά το όνομα του αγοριού ή του άντρα που ο Λαπαθιώτης συσχετίστηκε μαζί του, πλάγιασε μαζί του, έκανε όνειρα για αιώνιες σχέσεις αγάπης. Όλα είναι χωρίς όνομα εκτός, από το «ΕΡΩΤΙΚΟ». Ξεχωρίζει ακόμα το «Με τι λαχτάρα σε προσμένω», το θεσπέσιο «ΕΡΩΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ»
ΕΡΩΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ
Κλείσε το παράθυρο, μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλησε και σβήσε το κερί.
Η αγκαλιά μου πύρωσε, σαν τη φωτιά, και λιώνει
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο σε καρτερεί.
Έλα, μη σε βλέπουνε λοξά οι ματιές του κόσμου ΄
δός μου το χειλάκι σου, πού είν’ απαλό, νωπό ΄
έχω κάτι ολόγλυκο, για σένα, απόψε φως μου,
έχω κάτι ολόγλυκο, σα μέλι, να σου πω.
Έλα… πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο ΄
το κερί μας έσβησε, δε μας θωρεί κανείς,
ξέχασε πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές στο δρόμο,
κ’ έλα να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.
Έλα… ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
ελα, κ’ είναι οι πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
πού το γλυκοχάραγμα θέ να μας εύρη ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί.
Κι όταν σε ρωτήσουμε, τη χαραυγή, οι γειτόνοι,
για πιο λόγο σφάλησες,-άχ, πές τους, να χαρής,
πές τους, πώς, στην κάμαρα, φοβάσαι σα νυχτώνη,
κ’ έπεσες και πλάγιασες νωρίς τ’ ακούς; Νωρίς!…
Είτε σαν μνημονική υπόμνηση είτε σαν ερωτική έκφραση μιας άλλης αισθητικής. Επίσης, αναγνωρίζουμε ένα καθαρά θρησκευτικό, κάπως εξομολογητικό και παρηγορητικό συνάμα στοιχείο, μια πολύ ατομική θρησκευτική επίκληση, που σε σημεία της, θυμίζει Δαυιδική κάπως υμνολογία (παρότι ο ίδιος δήλωνε άθεος), αν και, υπάρχουν αποσπάσματα στίχων από το ερωτικό τραγούδι «Άσμα Ασμάτων» της Παλαιάς Διαθήκης, σαν προάγγελος της θεματικής ποιητικών μονάδων του, που μας δηλώνουν προς τα πού ήθελε να στρέψει το ενδιαφέρον του ποιητικού του λόγου και τι ίσως συσχετισμούς όφειλε να κάνει το βλέμμα του αναγνώστη. Βλέπε το ποίημα «Κι’ έπινα μεσ’ απ’ τα χείλια σου…» («Ιδού ει καλός αδελφιδός μου και γε ωραίος προς κλίνη/ημών σύσκιος, δοκοί οίκων ημών κέδροι, φατνώματα ημών κυπάρισσοι»). Ή άλλα ποιήματα όπως το “MAYA” έχουν μότο από το βιβλίο της Γενέσεως: («Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου ΄ ούκ έσονταί σοι θεοί έτεροι-πλήν Εμού»). Το ποίημα «Η Προσμονή» («…Επί κοίτην εν νυξίν εζήτησα όν αγάπησε η ψυχή μου ΄/ εζήτησα αυτόν, και ούχ εύρον αυτόν ΄ εκάλεσα/ αυτόν, και ούχ υπήκουσέ μου.». Υπάρχει ακόμα στην σελίδα 161 των Απάντων του η σύνθεση «ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ» που ο Λαπαθιώτης, πέρα από το μότο που παραθέτει: «Ιδού εί καλός αδέφιδός μου και γε ωραίος προς κλίνη/ημίν σύσκιο, δοκός οίκην ημών κέδροι…» σχηματίζει ένα δικό του βασισμένο στο Άσμα Ασμάτων
Κ’ έφεγγαν τα μάτια Σου, Καλέ μου,
μές στη μαύρη νύχτα του Κυρίου,
κ’ ήτανε χυμένη στη μορφή Σου,
σά μια ηδονή του μαρτυρίου ΄
κ’ έλεγαν τα μάτια Σου, Καλέ μου,
σά για μιάν αλάλητη θυσία,
-κι όλη μας η κάμαρα, Καλέ μου,
φάνταζε βαθιά, σαν εκκλησία ΄
κ’ ήρθανε τα χέρια Σου, καλέ μου,
τα λευκά χεράκια τα γλυκά μου,
κ’ έμειναν ακίνητα, Καλέ μου,
σαν πουλάκια, μέσα στα δικά μου.
Κι όλη νύχτα, τρέμοντας, Καλέ μου,
μές στο βουβαμό του μυστηρίου,
λυώναμε, κ’ οι δυό, σα δυό λαμπάδες,
την Αιώνια Δόξα του Κυρίου…
Μέσα στην ικετήρια θρησκευτική ατμόσφαιρα κινείται και το ποίημα «ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ», που παραπέμπει στο γνωστό έργο του Oscar Wilde, De Profoundis, «Λυπήσου με, Θεέ μου, στο δρόμο που πήρα/ χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς,/ -χωρίς να ‘χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,/ ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!…». Τα ποιήματα «Επιστροφή» και «Σαν προσευχή» καθώς και ορισμένα άλλα
Διαβάζουμε ποιητικές του μονάδες που έχουν την ατμόσφαιρα Μοιρολογιού όπως η «Βάρβαρη Ωδή». Κυρίαρχο ρόλο στην ζωή του ποιητή βλέπουμε να παίζει η Μοίρα, η οποία μνημονεύεται σε αρκετά του ποιήματα και ο ίδιος πιστεύει ότι παίζει καθοριστικό και πρωτεύοντα ρόλο στον βίο των ανθρώπων. Είναι μια αρχαιοελληνική αντίληψη και πίστη, που την βλέπουμε να έχει την ιδιαίτερη σημασία της στα έργα των αρχαίων τραγικών ποιητών.
Από την ποίηση του Λαπαθιώτη απουσιάζει παντελώς το στοιχείο της πολιτικής, είτε σαν θεματική διερεύνηση είτε σαν έκφραση κρίσης και θέσεών του. Έχουμε όμως μια ποιητική του μονάδα που μας κάνει λόγο για τα πολεμικά γεγονότα. Βλέπε ποίημά του, «Το τραγούδι του πολέμου», η συνθέτει ποιήματα για την «Ιστορία». Η φύση και το περιβάλλον είναι αυτά που κυριαρχούν μέσα στα ποιήματά του. Κυρίαρχο είναι και το Μουσικό στοιχείο που με τον έναν ή άλλον τρόπο, ο ποιητής δεν παύει να μας αναδεικνύει. Η τεχνική των στίχων του, η φόρμα πολλών από αυτές, «στηρίζονται» πάνω σε μουσικούς κανόνες και ρυθμούς. Οι λέξεις του είναι μουσικές και πολλές ρέουν σαν μουσικές μελωδίες, σαν πιανιστικά κομμάτια, μικρά μεν αλλά που διαθέτουν την αυτοτέλειά τους και την μουσική τους φρεσκάδα. Ίσως είναι ο πλέον μουσικός ποιητής του μεσοπολέμου. Ακόμα και όταν δεν τελειώνει αρμονικά το ποίημα, δεν βρίσκει ο ποιητής τον κατάλληλο ρυθμό, τον μουσικό εκείνο βηματισμό, τις λέξεις που θα του συνεχίσουν τον ήχο των προηγούμενων, το ποίημα δεν χάνει την μουσικότητά του.
Δεν υπάρχει τίποτα το υψιπετές στην ποίησή του, είναι τόσο χαμηλόφωνη, όσο ο ερωτικός εξομολογητικός λόγος δύο ερωτευμένων υπάρξεων. Είναι η καθημερινή αλήθεια της ζωής όπως την ονειρεύτηκε ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης και γεύτηκε την σκληράδα της. Είναι το όνειρο της ζωής που δεν κατόρθωσε να το επαληθεύσει. Η ονειροφαντασία που συνεχώς αναφέρει. Γιαυτό καταφεύγει στο σύνηθες όπλο των ποιητών, την νοσταλγία και την μόνωση, την αναπόληση και το όνειρο . Ο νοσταλγικός τόνος της ποίησης αυτής πλεονάζει αλλά δεν κουράζει. Ο ποιητής αθλείται μνημονικά και ηττάται αλλά απολαμβάνει την ήττα μέχρι αυτή να τον οδηγήσει σε αδιέξοδο και να κατεβάσει τα στόρια της ίδιας του της ζωής. Τα λουλούδια, οι γάτες και οι γατούλες επίσης, βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στο έργο του.
Φιλόζωος πραγματικός και στοργικός απέναντι στις γάτες ζούσε στο σπίτι του συντροφιά με έναν γατόκοσμο που τον θαυμάζεις. Δεν είναι οι Γάτες του Άη Νικόλα του Γιώργου Σεφέρη, δεν είναι το βιβλίο με τις Γάτες του Νίκου Δήμου, δεν είναι οι Γάτες του άγγλου ποιητή Τόμας Στερν Έλλιοτ, είναι οι ναζιάρες και παιχνιδιάρες γάτες του Μάνου Χατζιδάκι, οι ατίθασες, οι ανεξάρτητες, οι ελεύθερες, οι αναμικιόρες, οι κεραμιδόγατες που τραγουδά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Οι ιερές γάτες των Αιγυπτιακών Θεοτήτων που μετανάστευσαν μέσα στην ποίηση και κυρίως, το σπίτι του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Δεν του κάνουν μόνο συντροφιά, αλλά συντρέχουν στα προβλήματα που αντιμετωπίζει με μόνη την παρουσία τους και τις αθώες τρέλες του.
Υπάρχει μια ενότητα θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ποιημάτων που είναι αφιερωμένη στους πεθαμένους γονείς του-όπως η «Ωδή», και ιδιαίτερα στην μητέρα του. Τα ποιήματα αυτά που μνημονεύουν την παρουσία της μητέρας του είναι εξαιρετικά, συγκινητικά, τρυφερά, ευαίσθητα, αποπνέουν έναν φορτισμένο συγκινησιακό λυρισμό, μια τρυφεράδα που ξεχειλίζει, ο πόνος του γίνεται και δικός μας πόνος.
ΠΡΟΣΜΟΝΗ
Τις βαριές τις ώρες που είμαι μόνος,
και δεν είναι γύρω μου κανείς,
πού δεν είμαι παρά μόνο πόνος,
-περιμένω, Μάνα, να φανής!
Κι όπως ήξερα όλες σου τις πράξεις,
πρίν, σα ρόδο, σπάσης και σαπής,
σχεδόν ξέρω πώς θα με κοιτάξης,
και τα λόγια, ακόμα, που θα πης…
Ξέρω ακόμα, πώς θα με χαϊδέψης,
μ’ έναν τρόπο τόσο τρυφερό,
πού θα σβήσης όλες μου τις σκέψεις,
πού με βάραιναν, τόσον καιρό…
Κι άμα νιώσης όλο μου τον πόνο,
τι μεγάλος είναι και βαθύς,
φτάνει τη ματιά μου να δης μόνο,
-δε θα φύγης… θα με λυπηθής!
Η ΣΤΟΡΓΗ ΣΟΥ ΜΕ ΠΡΟΣΜΕΝΕΙ
Μέσ’ απ’ τ’ άφωνα τα βάθη της απύθμενης αβύσσου,
νιώθω, Μάνα, ν’ ανεβαίνη, την Αγάπη τη βουβή Σου,
-και στ’ ανήσυχο, φτωχό μου, ταλαιπωρημένο εγώ μου,
κάθε μέρα, να την έχω στυλοβάτη κι οδηγό μου!
Ξέρω, Θέ μου, πώς το ξέρω!-πώς δε χάθηκες, για μένα,
κ’ είναι πάντα Σου τα μάτια στην καρδιά μου στυλωμένα,
-και στο καθετί που θέλω, και στο καθετί που κάνω,
κάθε σκέψη Σου, με πάθος, είναι γύρω κι αποπάνω…
Ξέρω, Θέ μου,-πώς το ξέρω!-, και την πιο μικρή μου πράξη,
πώς απ’ τ’ άγρυπνό Σου μάτι, τίποτα δεν έχει φράξει,
-κ’ έτσι μόνος που παλεύω, μές στου κόσμου τα συμβάντα,
με λατρεύεις, όπως πάντα, και με νιώθεις, όπως πάντα!
Ξέρω, ακόμα,-πώς το ξέρω!-, πώς κι αν ζούμε, τώρα, μόνοι,
μές στην ίδια τη λαχτάρα, κάποιο τι μας ανταμώνει,
-και πως αν η Μοίρα θέλη να ‘μαστ’ έτσι χωρισμένοι,
καταλύτρα των Θανάτων, η Στοργή Σου με προσμένει…
ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ
Και να που μια βραδιά Σε βρήκα πάλι,
μ’ όλη την Ομορφιά που είχες στη γη,
ξανανειωμένη σε μια πλάσην άλλη,
μά μ’ όλη την παλιά Σου τη στοργή.
Δε Σ’ είχε αγγίξει η Νύχτα, μήτε ο Χρόνος,
κ’ ήταν σα να μην ήταν οι Καιροί.
Το Σύμπαν Σου παράστεκε σα θρόνος,
κ’ ήσουν, κ’ Εσύ, σαν άστρο, φεγγερή.
Με γνώρισες αμέσως μόλις με είδες,
αν και βαθιά αλλαγμένο και βουβό
κι από της γης, ακόμα, τις φροντίδες,
-και μού άπλωσες τα χέρια ν’ ανεβώ.
Κ’ έπεσα και Σου ζήτησα συγγνώμη,
πού δεν ήρθα να Σ’ εύρω πιο μπροστά,
γιατί έτσι θέλαν οι Μεγάλοι Νόμοι!
Και μου ‘γνεψες πώς έκανα σωστά…
Κι ανέβηκα. Κι ό,τι είχα για χαμένο
το ξαναβρήκα δίπλα Σου να ζη!
Και μες στο φώς, που γύρω ήταν χυμένο,
με βήμα αργό βαδίσαμε μαζί.
Και συμπληρωματικά για τον ποιητή:
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
- Του Τάκη Κ. Παπατζώνη
περιοδικό Γράμματα τχ. 1/1, 1944, σ. 21-22
Μιλούμε για τον θάνατο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Αλλ’ αμφισβητώ πώς ένα τέτοιο πράγμα συνέβηκε. Ο Λαπαθιώτης είχε περάσει στην αντιπέραν όχθη εδώ και τριάντα σχεδόν χρόνια. Ύστερ’ από μια θαμπωτική φωτοβολία μετεώρου, που διάρκεσε λιγότερο από δέκα χρόνια, ο Λαπαθιώτης μονομιάς νωρίτερ’ από τα 1918, χωρίς να χαμηλώσει, ξαφνικά, έσβυσε μονομιάς. Γιατί, ό,τι έμενε βέβαια δεν ήταν της ζωής΄ κάτι ήταν της αγάπης, αυτό δηλαδή που μένει και σήμερα και που για τους φίλους του δεν θα σβύσει ποτέ.
Ο Λαπαθιώτης και το έργο του… Αλλά ποιο είναι το έργο του; Κοντεύω ν’ αμφισβητήσω και την ύπαρξη του έργου του. Από την πλευρά της ζωτικότητας, της πορείας προς τα εμπρός, του φωτισμού και της δυναμικής ανάτασης, μπορεί κανείς να πη, πως το έργο Λαπαθιώτη δεν υπάρχει. Και αυτό που υπάρχει, κάτι τόσο αέρινο, δάκρυ γινόμενο υδρατμός, φευγαλέα ηδυπάθεια και προπάντων, και κυριώτατα, αντίδραση, αναδρομή, απελπισμός, διαρκής ανάκρουση της λύρας της ματαιότητας΄ και αν πάει κάτι προς τα εμπρός στο έργο του, είναι μονάχα η πορεία προς το θάνατο. Είναι κυριολεξία να πω ότι από τα 1918 ο Λαπαθιώτης δεν ζούσε την ζωή μας. Τι μας έδωκε από το τέλος του μεγάλου πολέμου ως με τα χτές; Μιάν απέραντη σιωπή του΄ και αν κάτι ακούγαμε από τη διεύθυνσή του, από την κρυφή τροχιά του, υπόκωφος ψόφος ήταν από σκερπάνια και φτυάρια πού ανοίγαν τάφο. Ως που εδώ και τέσσερα κάπου χρόνια φάνηκε το μοναδικό του βιβλίο, η αναμενόμενη απαρχή της έκδοσης του έργου του. Και τι βρήκαμε σ’ αυτό το βιβλίο; Απόκοσμες φωνές θανάτου, θρήνο και κλάψα οδυρμό πολύν και δόση ελπίδας λυπητερής, τοποθετημένης και αυτής πέραν του τάφου. Πώς έναν τέτοιο Λαπαθιώτη μπορώ να τον λογαριάσω για ζωντανόν και ποιος θα με πείσει πώς τα σφαλισμένο φέρετρο, που αντίκρυσα προχτές, περιέχει μέσα τον Λαπαθιώτη!
Τότε όμως γιατί μιλούμε για έναν άνθρωπο, πού ούτε της ζωής μέτοχος ήταν, ούτε έργο αφήκε; Ετούτο είναι ακριβώς το περιεργότερο των πραγμάτων: η ύπαρξη που κατά τα πρώτα λίγα χρόνια μας αποκαλύφθηκε σαν φωτεινό μετέωρο και που όλα τα υπόλοιπά της χρόνια στάθηκε δίπλα μας αλλ’ απόμερ’ από μας σαν σκιά θανάτου, κατόρθωνε εντούτοις κ’ ενσάρκωσε ολόκληρη τη Λύρα. Αν ο Λαπαθιώτης` δεν ήταν ο ιδανικός Ποιητής, αναρωτιέμαι ποιος άλλος τότε είναι ή θα είναι ποτέ. Μιάν άρρητη ποίηση, αερικές φτερούγες, κραδασμοί χορδών παθητικών, τραγουδιστής παραμυθένιος και βασιλόπουλο παραμυθένιο, πεσμένο από τον ουρανό και παραπλανημένο σ’ ένα βασίλειο ξένο του. Εξωτικό φυτό του θερμοκηπίου, της χλιαρής ατμόσφαιρας, από τα ιριδοειδή και τα ορχιοειδή ή νούφαρο της ατάραχης, ίσως και μολυσμένης λίμνης «άνθος του κακού» ενσαρκωμένο. «Κακού» για τη ζωή του και τη δημιουργία του, γιατί κατά τ’ άλλα η παιδική καλοσύνη και η λεπτότερη δυνατή ευγένεια ψυχής δεν εγκατέλειψαν τον Λαπαθιώτη ποτέ του. Αν μιλώ τόσο για την ιδιάζουσα προσωπική του θέση στη ζωή μας, το κάνω γιατί αυτή ακριβώς είναι το κύριο έργο του. Αυτήν και μόνο καλλιέργησε, πρόσφορη καθώς ήταν από τη φύση της για λεπτές, περίτεχνες φροντίδες και αυτοκαλλιέργεια. Απάνω από όλα προικισμένος με μιάν υπερόξυνση του μουσικού αισθητήριου, ήρθε φυσικό προς τη μουσική και την αρμονία κυρίως να στραφή. Έτσι τον βλέπουμε από την πρώτη του παιδικήν ηλικία να ρεμβάζει εκτελώντας τις πιο απόκοσμες και νοσταλγικές συνθέσεις των Σοπέν, Γκρήγκ, Βάγκνερ στο πιάνο. Ο «Θάνατος της Aaz” η “Fileuse, ηSolveig, η «Ρεμάνς προς το Άστρο». Τα «ρετσιτατίβα» που προετοιμάζουν το χορικό των «Προσκυνητών», κάτι λυρικάτου Λίστ. Μαθητής ακόμη είχε συγγράψει, τυπώσει σε τομίδιο και ανεβάσει και παίξει ένα θεατρικό του έργο΄ ένα σπάνιο αντίτυπο βρίσκεται στα χέρια μου. «Μοναχογιός και μοσκαναθρεμένος», καθώς λέει ο λαός, εύκολα εύρισκε πάντα την ατμόσφαιρα του θερμοκήπιου στο σπιτικό του περίγυρο. Πρόωρα εκλεπτυσμένος σε ό,τι αισθητικό άρτιο είχαν δώσει οι εποχές, παιδί-θαύμα, πεσμένο σε άμετρη και αποκλειστική ωραιοπάθεια, βρέθηκε στην πρώτη του ήβη με πνευματικούς δασκάλους και παραστάτες τον Πόε, τον Μπωντελαίρ, τον Μαλαρμέ, τον Ντε Κουϊνσι, τον Ρεμύ ντε Γκουρμόν, τον Ντ’ Αννούντσιο, τον Μαίτερλινκ, τον Βεράρεν και τον Χουϊτμαν, τον Ντ’ Ορεβιγύ, τον Βιλλιέ ντέ Λίλ Αντάν. Αρκεί και μονάχα τούτη η απαρίθμηση των πριγκήπων της περίκλειστης στον εαυτό της Τέχνης (με μόνη την εξαίρεση των Βεράρεν και Χουϊτμαν, πού είχαν μέσα τους την υγεία), του υπερσυμβολισμού, της υπερμουσικότητας, και της παρέκλισης από τον υγιεινό κανόνα, ή της αναδρομής στα πίσω, στην αποξένωση της ζωντάνιας, για να καταλάβεις κατά πού η ίδια του η ιδιοσυγκρασία οδηγούσε τον νέο ποιητή. Προστέθηκαν και ο Βερλαίν και ο Αρθούρος Ρεμπώ και οι αισθητικές θεωρίες του Καρλάϋλ από τη μια μεριά και του Ράσκιν και Ροσσέττι από την άλλη. Σφραγίστηκαν δε όλα με την φυσιογνωμία του Κλωντέλ. Θαρρώ πώς δεν θέλει κάν άλλο σχόλιο, ένας τέτοιος κατάλογος. Άρχισε ύστερα να διαγράφεται καθαρότερα και ο πραγματικός καρπός (εξωτερικός, διεστραμμένος, με φανερές ροπές προς τη σηπεδόνα) ο κύριος σκοπός της πορείας: η αποκλειστική και φανατική λατρεία της μορφής του αρσενικού παιδιού, λατρεία που βρήκε το ίνδαλμά της κυριαρχικό, εφιαλτικό, μανιακό, απόλυτο και μόνο στο πρόσωπο του γόητα του τραγικού Όσκαρ Ουάϊλντ. Δάσκαλος υπέροχος της ωραιοπάθειας μαζί και διαφθορέας ψυχών με τον απαλώτερο τρόπο, αυτός ο ιρλανδός στάθηκε το απόλυτο μέτρο προς μίμηση στον Λαπαθιώτη. Τον εθεοποίησε κ’ έστησε το θρόνο του, με όλα τα συναφή μολύσματα στην αθώα ψυχή μου. Στη θρησκεία του αυτή στάθηκε πιστός σαν τους μυστικούς του μεσαίωνα. Ταυτισμός σε όλα της ψυχής, σε όλα του σώματος, σε όλα της ζωής, σε όλα της δυστυχίας, σε όλα της αγέρωχης στάσης αντίκρυ στην κοινωνία, σε όλα της ελεεινής τελευτής, σε όλα του θανάτου. Η σωματική και ψυχική κατάρρευση του Λαπαθιώτη, κατέρρευσε συνειδητή από χρόνια στο ίδιο και για τούτο τραγικώτατη, τι άλλο ήτανε παρά μια καταπλήττουσα επανάληψη μέσα στη ζωή του φανταστικού συμβάντος στον Ντόριαν Γκραίυ και στην εικόνα του. Εδώ πιά μόνον ο οραματισμός των Μυστικών μπορεί να δώσει εξήγηση. Έτσι, στις φαινομενικές αντιφάσεις, εξηγέται και μια τάση στον μυστικοπαθή σατανισμό του Αντρέγιεφ και του «Πέρα κεί» του Χουϊσμάν.
Όσο για την ελληνική τέχνη, η ροπή του ήταν προς τους stulistes σαν τον Χρηστομάνο, τον Ροδοκανάκη΄ η αγάπη του όμως στον Παπαδιαμάντη, τον Σικελιανό και τον Καβάφη.
Τα λιγοστά χρόνια που φανερώθηκε φωτοβόλος ο Λαπαθιώτης, καταχτητής και κυρίαρχος της ζωής μαζί και της τέχνης, σκορπούσε, δανδής κομψότατος, άψογος, πριγκηπικός, ανθοστολισμένος, arbiterelegantiarum, γόητας, όλα τα άνθη της πρωτοποριακής, της επαναστατημένης, της τολμηρότατης τέχνης του σε όλα τα περιοδικά της εποχής του. Κάθε του τραγούδι ή πεζοτράγουδο ήταν και μία πέτρα σκανδάλου στο κατάπληχτο, ειρωνικό, ή αγανακτισμένο κοινό, και μια λαμπηδόνα γοητείας στο στενό κύκλο των θαυμαστών. Ωσότου έφθασε η πολεμική περίοδο του 1912-1913, σημειώθηκε μια περίεργη στάση του στην ενεργό στρατιωτική υπηρεσία και, ύστερ’ από την έκρηξη του παγκόσμιου πολέμου, τότε πού φάνηκε η Ελλάδα να τραβάει μια πολιτική αντίθετα από τους αισθητικούς του θαυμασμούς, κυκλοφόρησε, κατά το 1916, εκείνο το ύστατο έμμετρο μανιφέστο του «Γαλλία, Γαλλία, χαρά της οικουμένης», που μπορεί κανείς να πή πώς ήταν και το κύκνειό του άσμα.
Χρόνια σιωπής, χρόνια ζωής στο περιθώριο, χρόνια εσωτερικής κατάρρευσης, χωρίς ακόμη να εξωτερικεύονται, ακολουθήσαν. Χρόνια που του στάθηκαν ό,τι δημιούργημα είχε φανερές και θαρραλέες εκδηλώσεις προς τον υπεραισθητικόν εκφυλισμό, σαν και τούτα: «Ο αδελφός μου Ύβ» του Λοτί, «Οι αδερφοί Ζεμγκανό» του Γκονκούρ, ο γλυκύτατος «Ντεντέ» του Αχιλλέα Εσσεμπάκ, οι βιογραφίες, οι αλληλογραφίες, οι φωτογραφίες, τα πρακτικά της δίκης του Ουάϊλντ, τα πιο εκφυλισμένα από τα μυθιστορήματα του Μιρμπώ΄ και από την άλλη μεριά οι «Εξομολογήσεις ενός οπιοφάγου», η πραγματεία για το «Κρασί και το Χασίς σαν μέσα πολλαπλασιασμού των παραστάσεων» του Μπωντελαίρ και του Κουϊνσυ, και οι ασφυχτικές ατμόσφαιρες των πιο καταθλιπτικών σελίδων του Ντοστογέφσκι. Παράλληλα οι τεχνικοί αυτοί κόσμοι βρίσκαν την άμεση κ’ ευλαβή εφαρμογή στην καθημερινή ή καλλίτερα στην ολονύχτια ζωή του Λαπαθιώτη. Εξωτερικά τον καταβρόχθιζαν, ενώ εξωτερικά η παιδική του ευγένεια και ο ψυχικός αριστοκρατισμός φαίνονταν να μην τραυματίζονται από τίποτα. Ό,τι ταπεινώτερο, ό,τι άσχημο, αρκούσε να περάσει απ’ επάνω του και να γίνει ωραίο. Σαν να κρατούσε ένα ραβδί των παραμυθιών που μεταμορφώνει. Κάτι απόλυτα άδολο που του έμεινε ως το τέλος ήταν η αγάπη του για τη μητέρα του, μιάν υπέροχη γυναίκα. Και κατά κάποιο μέρος, τολμώ να το πω, η φιλία του για μένα, που ερχόταν από τα βάθη της ψυχής και των χρόνων, άμετρη και αμείωτη. Ο θάνατος των γονιών του στάθηκε η απαρχή της τελειωτικής κατάρρευσης. Το ό,τι ακολούθησε δεν ήταν παρά μόνο μιάν αναπόφευκτη ραγδαία συνέπεια του ιλίγγου και του κατρακυλίσματος. Προσπάθησα μια φορά να τον σταματήσω με την αναζωπύρωση των περασμένων΄ στάθηκε μάταιο: ο θάνατος τον είχε περικυκλώσει και γοητεύσει. Αλληλοεποθούντο. Και καταβρόχθισε ο αιώνιος δυνατός τον πιο λεπταίσθητο άνθρωπο του καιρού μας.
Το έργο του αποτελείται από τραγούδια και από πεζά τραγούδια δουλεμένα όλα μουσικά και ανάγλυφα με τη φροντίδα μανιακού τεχνίτη. Ολόκληρο ανέκδοτο, εκτός από τα σκόρπια τραγούδια σε περιοδικά, που όσο και αν είναι άφθονα, όμως είναι μικρό μέρος του έργου του. Ο τόμος που εξέδωσε τα τελευταία χρόνια έχει τραγούδια μιάς και μόνης ατμόσφαιρας, που μελετάνε το θάνατο, ποσοτικά ασήμαντο μέρος του έργου του. Δύο τρία μόνο τραγούδια στο τέλος είναι από τα παληά του. Η κριτική του δουλειά νομίζω πώς μονάχα συμπτωματικά φανερωνόταν στις εφημερίδες, πάντα φωτεινή, ευαίσθητη και προπάντων ευγενική. Τελευταία, που και πού, δημοσιεύονταν και σύντομοι στοχασμοί του, λυρικοί πάντα, απαισιόδοξοι και λυπητεροί. Άς ελπίσουμε, πώς η αδιαφορία, η στενοκεφαλιά ή η κακή πίστη δεν θα σαρώσουνε στην εξαφάνιση τέτοιο έργο, πληρωμένο με μιάν ακέρια ζωή και μια ψυχή δοσμένη εξ ολοκλήρου σε μια κάτοψη του Ωραίου, την πιο μάταιη ίσως, την πιο ανώφελη, αλλά και την πιο ανιδιοτελή, με το βάρος και την αγιότητα μιάς βαρειάς συνειδητής θυσίας, κάτι παραπάνω, ενός ολοκαυτώματος.
Νομίζω πως η καλλίτερη επιτάφια ρήση για τον Λαπαθιώτη θα ήταν τα δύο τρίστιχα από το γνωστό μοναδικό λατινικό ποίημα του Μπωντελαίρ «Αίνοι προς την Φραντζέσκα μου», που λένε περίπου: «Όταν η τρικυμία των ψυχικών διαστροφών-συντάραζε όλες τις οδούς-τότε αναφάνηκες, Θεότητα,-σαν σωτήριον άστρο-σε πικρά ναυάγια.- Άς κρεμάσω στους βωμούς σου΄ την καρδιά μου». Θ’ απευθυνόταν η αποστροφή του ύμνου μυστικά στο Θάνατο- Λυτρωτή, αυτόν που στάθηκε ο λιγότερο σκληρός από τους λιγοστούς θεούς που λάτρευσε ο αλησμόνητος Ναπολέων Λαπαθιώτης.
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Με το θάνατο του Ναπολέων Λαπαθιώτη έσπασε μια μελωδική-ίσως η μελωδικώτερη πού της έμεινε ήδη-χορδή της ελληνίδας λύρας, χορδή που ο ειλικρινής και μουσικός της εκ βαθέων αναπαλμός, σε λεπτούς τόνους υποβολής για αισθήματα γλυκειάς λύπης και για ρεμβασμούς περιπαθείς, πότε ανάμεσα σε μονήρη τοπία της φθινοπωρινής ψυχής και πότε υπό το δέος της ανθρώπινης μοίρας, συχνά εξυπνούσεν εντός μας την ηχώ αληθινής συγκίνησης. Του θανάτου γίνεται τραγικώτερη η αίσθηση όταν αναλογιστούμε πώς η ευπαθής αυτή φυσιογνωμία της ευγένειας και της καλωσύνης, γεννημένη υπό τόσο κοινωνικά ευμενείς όρους και μ’ εγγυήσεις ικανή χρησιμότερα να δράση για τον πνευματικό της πατρίδας της πολιτισμό, έμελλε, μετά ένα οικτρό βίο ιδιόρρυθμων περιπετειών, να έχη και το ανάξιο τέλος της αυτοκτονίας, τέλος ελεεινό και όχι, βέβαια, «ηρωικόν», όπως το νομίζουν οι εντόπιοι esthetes…- Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης εγεννήθηκεν εδώ το 1888. Εσπούδασε νομικά, αλλά η εσωτερική του ορμή τον ώθησε προς τον κύκλο του πνεύματος και της τέχνης. Η ζωγραφική και η μουσική τον εκράτησαν για αρκετό και σοβαρά, ώσπου οριστικά τον εκέρδησε η λυρική μούσα. Η ποιητική του εμφάνιση έγινε από την «Ηγησώ» και τα «Παναθήναια» έκτοτε δε συνεργάστηκε σε όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά ως τα σήμερα, με στίχους και πεζογραφήματα, εδημοσίευσε δε και στον ημερήσιο τύπο αισθητικά άρθρα και κριτικά σημειώματα. Γνώστης ξένων γλωσσών, έκανε πολύ επιτυχείς μεταφράσεις ποιημάτων ιδίως γάλλων συμβολιστών. Σχεδόν όλο το έργο του είναι σποραδικά τυπωμένο ή μένει ανέκδοτο, μόνο δε μια συλλογή του με τίτλο «Τα ποιήματα» εξεδόθηκε το 1939.
Περιοδικό Γράμματα τχ. 1/1,1944, σ.37. Ανώνυμο κείμενο στην σελίδα ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ.
Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ
- Του Σπύρου Παναγιωτόπουλου
Περιοδικό Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 15ος/1957, σ.47-
Το πεζογραφικό έργο του Λαπαθιώτη δεν είναι μήτε μικρό σ’ έκταση, μήτε ασήμαντο. Μένει όμως πάντα σε δεύτερο πλάνο γιατί το πρώτο γεμίζει με το άλλο του έργο, το ποιητικό.
Ιδιοσυγκρασία ρωμαντική, καθαρά ποιητική στόφα ο Λαπαθιώτης, δε ζούσε παρά για την ποίηση, την ποίηση τη μουσική του αυστηρού ρυθμού, της καλοδιαλεγμένης ρίμας, των εσωτερικών παρηχήσεων. Εκαλλιέργησε, ωστόσο, και τον πεζό λόγο με ξεχωριστήν αγάπη κ’ εδοκίμασε τα φτερά του στη λυρική πρόζα, στην αισθητική μελέτη, στο γνωμικό στο διήγημα, ακόμα και στο ρωμάτζο.
Από τα παλιά χρόνια που πρωτοφάνηκε μικρός-μικρός στα γράμματα με δημοσιεύματά του στη «Δάφνη» του Τρικούπη και στην «Ελλάδα» του Ποταμιάνου (1909-1910) παρουσίασε πλάι στους στίχους του και πεζά. Κάτι πεζά παράξενα, υποβλητικά, όπου ήταν φανερή η επίδραση των αγαπημένων του ποιητών, του Μαίτερλιγκ, του Γουάιλντ και του Πόε. Για τον τελευταίο έχει γράψει πώς, τον θέτει στην πρώτη-πρώτη ίσως θέση μεταξύ των κορυφαίων λογογράφων.
Κι’ όμως, μ’ όλες τις επιδράσεις τι γοητεία, τι μεθύσι των πνευματικών ανθρώπων της εποχής εκείνα τα πεζογραφήματα τα μουντά τα λαγγεμένα, τα μουσκεμένα από τον πόνο! Και τι θρίαμβος για τον ποιητή που ανάμεσα στα νέα φιντάνια της τέχνης είχε την πρωτοπορία και που τραβούσε το δρόμο του νωχελικά, γεμάτος αυτοπεποίθηση και ναρκισσισμό, χαμογελώντας με συγκατάβαση στα πλήθη που τον χειροκροτούσαν!
Εκείνο τον καιρό ο Λαπαθιώτης έμοιαζε με το Γουάιλντ την εποχή που μεσουρανούσε, καθώς μας τον δίνει στις αναμνήσεις του Αντρέ Ζιντ: «Η επιτυχία του ήταν τόσο βέβαιη, που φαίνονταν σα να προπορεύονταν κι’ εκείνος δεν είχε παρά απλώς να προχωρεί ξοπίσω της…».
Τα πρώτα εκείνα πεζογραφήματα, τα νεανικά, ακολούθησαν άλλα, πιο μεστά και πιο προσωπικά. Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζουν τα πεζά τραγούδια που είναι γεμάτα ρεμβασμό και μουσική.
Στα κοινωνικά του διηγήματα-κ’ έχει κάμποσα τέτοια-ο ποιητής προσπαθεί να σκιτσάρει χαρακτήρες, προ πάντων προσπαθεί να δώσει όσο μπορεί ρεαλιστικώτερα μιάν ατμόσφαιρα συγκαιρινή, μα βλέπει κανείς καθαρά πώς σπάνια ξεπερνάει τα όρια της προσπάθειας. Οι ήρωές του δύσκολα κινούνται στο δυνατό φως της πραγματικότητας, ένας ίσκιος ονείρου τους τυλίγει σιγά-σιγά. Ανετώτερα τους βλέπουμε ν’ αναπνέουν στη νουβέλα «Κάπου περνούσε μια φωνή..» τη δημοσιευμένη στη «Νέα Εστία» το 1940. Πρόκειται για ένα μεγάλον ηθογραφικό πίνακα πολύχρωμο παρδαλό κάπως, που ιστορεί χαρακτηριστικούς τύπους της Αθήνας, κάτι που, δεν ξέρω πως, μου θυμίζει το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν, με τη μιζέρια, τη μικρόχαρη ζωή, το συμπαθητικό λαϊκό περιβάλλον. Εκεί ο Λαπαθιώτης ξεφεύγει λίγο από το «Κλίμα» του. Γίνεται ρεαλιστής με κάποια δόση σαρκασμού, με πολλήν όμως ανθρωπιά πάντα και με πολλή ζωγραφικότητα. Ο Σωτηράκης το τσαγγαράκι, η Ρηνούλα, η μάνα της η Κύρα-Λένη κι’ ο Λάκης της, ο φίλος του Σωτήρη, είναι τύποι ζωντανοί, σύγχρονοί μας, πού από τις πρώτες σελίδες μας γίνονται γνώριμοι.
Εκεί που ο ποιητής κινείται ελεύτερα, είναι η μυστηριακή ατμόσφαιρα του παραμυθιού, ο κόσμος ο φανταστικός. Εκεί είναι ο Λαπαθιώτης 100 στα 100. Ο πονεμένος τροβαδούρος, ο μυστικός προσκυνητής της Εκάτης, ο αλλοπαρμένος αισθησιακός. Το «Γυαλένιο Μάτι», το καλύτερό του, πιστεύω, διήγημα, ανήκει στον κύκλον αυτό των πεζογραφημάτων του. Το ίδιο και τα «Μικρά τραγούδια σε πεζό ρυθμό» τ’ αμέτρητα που ‘χει σκορπίσει σε λογής περιοδικά, από τα πιο βαριά («Παναθήναια», «Νέα Εστία») ως τα ελαφρότερα, τα λαϊκά. Όλα αυτά τα πεζοτράγουδα έχουν ένα ελεύτερο περπάτημα της φράσης, μια λυρική νότα, και τα περισσότερα είναι έμμετρα «…. Λατρεύω τα χιμαιρικά, θανάσιμα φεγγάρια, τ’ απόκοσμα, τα πένθιμα, τα παραπονεμένα, που περπατάνε ψάχνοντας ανάμεσα στους τάφους, απάνω στα φανταχτερά, θλιμμένα κυπαρίσσια΄ τις στέρνες με τ’ ακίνητα νερά, που καθρεφτίζουν δειλινά τεφρά κ’ ετοιμοθάνατα, γιομάτα φύλλα κίτρινα, νεκρά του φθινοπώρου’ τ’ άρρωστα ρόδα τα χλωμά με τους αργούς θανάτους…» (Το συναπάντημά μας).
Αυτά τα σύντομα πεζοτράγουδα, τ’ αυθόρμητα, που τα περισσότερα, καθώς ο ίδιος σημειώνει στα χειρόγραφά του γράφτηκαν νύχτα, στο δρόμο με το φεγγάρι, μου δίνουν την εντύπωση των νωπογραφιών, των φρέσκων όπως συνηθίζουν να τα λένε οι ζωγράφοι, που γίνονται μ’ αλαφρή πινελιά, γοργά και δίχως επαναλήψεις μα μόνο από χέρι σίγουρο κ’ επιδέξιο γιατί δε σηκώνουν διορθώματα.
Όμοια με φρέσκα μοιάζουν τα μικρά φιλοσοφικά, αισθητικά, ακόμα και λυρικά κομμάτια που ‘χουν τον τίτλο «Μονόλογοι κ’ Ερωτηματικά»-στα χειρόγραφά του δοκιμάζει πολλούς τίτλους»: «Σκέψεις», «Ερωτηματικά και Παρενθέσεις». «Μονόλογοι κ’ Ερωτηματικά», «Φράσεις απλές, μονόλογοι κ’ ερωτηματικά» για να σταθεί στον τελευταίο: Είναι οι βινιέτες οι ποικιλόχρωμες, οι χαριτωμένες, υποβλητικές συχνά, που κοσμούνε το ιερό της τέχνης του, όχι πάντα περίφημες και πρωτότυπες, μα ποτέ κακοδουλεμένες. Μ’ αυτά μας γίνεται περισσότερο οικείος ο Λαπαθιώτης. Είναι μια βραχύπνοη, ελλειπτική εκμυστήρευση το κομπολόϊ αυτό των στοχασμών. Τα γατιά-πού και στίχους και διηγήματα του ‘χουν εμπνεύσει, πού τόσο τα νοιάζονταν ως τη στερνή του ώρα, που τις αναμνήσεις τους, τούφες δεμένες με κορδελάκια και βαλμένες σε μικρά κουτιά, ποτέ δεν αποχωρίστηκε-πάνω από 50 τέτοια κουτιά βρέθηκαν στην κάμαρά του με σημειώσεις όπως αυτή: «Η Πεπουλίτσα, πέθανε στο 1936»- Τα βιβλία, οι νυχτερινοί του περίπατοι, οι οδυνηροί έρωτές του, ό,τι τον έδενε με τη ζωή, ό,τι ήτανε το πάθος του, εμπνέουν τους στοχασμούς αυτούς, τον κάνουν να εξομολογείται τις αδυναμίες του.
«Αγαπώ τόσο πολύ τα ζώα, ώστε να φτάνω ν΄ αγαπώ και τους ανθρώπους», λέει κάπου.
Σ’ εκείνη τη σειρά προβάλλει ζωηρά και η αμφιβολία που τον βασανίζει σ’ όλη του τη ζωή η αμφιβολία για την αθανασία της ψυχής:
Όχι ο θάνατος δεν μπορεί να σβήνει τα πάντα, δεν μπορεί να εξαφανίζει τον άνθρωπο λέει συχνά. «Δεν ξέρω ποια φωνή μυστηριώδης με ειδοποιεί κάθε στιγμή και μ’ έναν τρόπο κατηγορηματικό που δεν χωρεί ενδοιασμούς ή αντίρρηση ότι ο θάνατος πρέπει να είναι κάτι το τόσο κατ’ ουσίαν αφιστάμενο όχι μόνο από τ’ απλοϊκά, τα παιδαριώδη και τ’ αυθαίρετα προγνωστικά των διαφόρων πίστεων, αλλά κι’ απ’ αυτές τις θετικές και βασικές προβλέψεις της φιλοσοφημένης επιστήμης-κάτι το τόσο ριζικά διαφορετικό απ’ όλα όσα είναι δυνατόν υπό τις τωρινές συνθήκες να φανταστούμε και να προεικάσουμε….» γράφει.
Υπάρχει, δίχως άλλο υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Το λέει και το ξαναλέει, ίσως για να πνίξει κάθε αντίθετη σκέψη, να πείσει τον ίδιο τον εαυτό του, σε μια τραγική στιγμή του βίου του γράφει τούτα τα σπαραχτικά λόγια στην πεθαμένη μάνα του: «Μητέρα σε παρακαλώ, ξέροντας την αγωνία που με κατέχει, να ‘ρθεις και να μου λύσεις τα προβλήματα της επιβιώσεως. Σημείωσέ μου στη θέση αυτή ένα ναι ή ένα όχι. Σε φιλώ ο γιός σου Ναπολέων».
Τέσσερα χρόνια αργότερα ο ωραιοπαθής «εστέτ», που περιφρονούσε το φυσικό φως και τον «χύδην όχλο» νικημένος από το πάθη του έδωσε τέλος με μια πιστολιά στην πρόσκαιρη ζωή ζητώντας να βρει τη γαλήνη στην άλλη, που τόσο λαχταρούσε την αιώνια.
ΕΡΩΤΙΚΟ
Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα, πάλι το στενό,
ώσπου να πέση η σκοτεινιά, μια μέρα, του θανάτου,
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει, στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.
Άς είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώση…
Ίσως, μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας, πάλι, στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
αυτό τ’ ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρη!
Αυτό είναι το ερωτικό, λυρικό, τρυφερό, ποιητικό σύμπαν του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ενός εστέτ ποιητή του μεσοπολέμου, που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής του, ενός συμβολιστή ποιητή που αρνήθηκε τον μοντέρνο ποιητικό λόγο που είχε αρχίσει να αχνοφέγγει και να κατακτά τις συνειδήσεις των αναγνωστών. Μια ποίηση που φέρει μέσα της το βάρος των αδιεξόδων των ανθρώπων της εποχής του. Τα πάντα σχεδόν περιέχονται μέσα της. Τρυφερότητα, αγάπη, έρωτας, συναισθήματα απλοϊκά, ονειροφαντασία, ονειρική διάθεση, θρησκευτικότητα, πίστη, μηδενισμός, απάρνηση των εγκοσμίων, εστετισμό, ρυθμική μελωδία, απαισιοδοξία, θρηνητική διάθεση, προσευχή, ικετήριες εκκλήσεις, έντονη φιλοζωϊα, υπερβολική αγάπη για το φυσικό περιβάλλον, για τα φυτά, τα άνθη, τα φύλλα των δέντρων. Μοναξιά, αυτοαπομόνωση αλλά και στιγμές έπαρσης, εγωτική, και ελεήμονα πτώση, πεσιμισμός και απαισιοδοξία, ανασφάλεια και ένας πανθεϊσμός του φυσικού περιβάλλοντος ιδιαίτερος και προσωπικός, και έναν θάνατο να υμνείται να αναφέρεται πλείστες φορές, που παραμονεύει διαρκώς. Να διακόψει τους μουσικούς και ερωτικούς ρυθμούς της ίδιας της ζωής. Ένας θαλάσσιος βυθός καταγωγικός του ανθρώπινου είδους, που ζητά να βυθιστεί και να εξαφανιστεί ο ποιητής. Μια υγρή ασφάλεια της πρωταρχικής μήτρας. Όλες οι εποχές του χρόνου περνάν και αφήνουν το στίγμα τους μέσα στα ποιήματα αυτά. Σαν τις τέσσερεις εποχές του Αντόνιο Βιβάλντι. Κάθε εποχή, έχει και την δική της ατμόσφαιρα, τις δικές της εικόνες, τους δικούς της συμβολισμούς.
Τα ποιήματα του Ναπ. Λαπαθιώτη που για πρώτη φορά εκδόθηκαν συγκεντρωμένα από το εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Φέξη στην Αθήνα το 1964, σε επιμέλεια, σχόλια και εισαγωγή του ποιητή Άρη Δικταίου, και δέκα σχέδια του Δ. Μεζίκη, έχουν αρχή αλλά δεν έχουν τέλος, τα πλείστα εξ αυτών δεν τελειώνουν, ο ποιητής τα συνεχίζει με τελείες (….). Μας τα αφήνει ανοιχτά στο χρόνο που έρχεται. Είναι οι ποιητικές νότες που χάνονται μέσα στο χρόνο. Η έντονη μουσικότητά τους, τα κάνει τραγούδια που βρίσκονται στα χείλη των ανθρώπων, όχι μόνο των ερωτευμένων, αλλά των ευαίσθητων και ρομαντικών. Έχουν τόσο μεγάλο φορτίο μουσικότητας και λυρισμού, σαν να ακούς μια συνεχή πιανιστική μελωδία που έρχεται από το παρελθόν και πλημμυρίζει όχι το δωμάτιο που βρίσκεσαι αλλά το «σύμπαν». Είναι ο μουσικός ρυθμός που τα καθοδηγεί και τους δίνει όλες τις δυνατές τονικές και χρωματικές αποχρώσεις. Ακούγονται παραπάνω από ευχάριστα στα αυτιά μας, ακόμα και αυτά που είναι μακροσκελή, αυτά που καταφεύγουν στην πεζολογία, αυτά που κουβαλούν μέσα τους εικόνες ερωτικές προσωπικές του, ιδιαίτερες.
Ναι χαμηλόφωνη φωνή η ποίησή του. Αλλά τι ποιητική φωνή!