Ρίτσαρντ Άβεντον (1923 – 2004) Αμερικανός φωτογράφος μόδας και πορτρέτων

Εργάσθηκε για τα περιοδικά Harper's Bazaar και Vogue. Η νεκρολογία του στους New York Times έγραφε ότι «οι φωτογραφίες του, μόδας και πορτρέτου, βοήθησαν στον ορισμό της αμερικανικής εικόνας για το στιλ, την ομορφιά και τον πολιτισμό τον τελευταίο μισό αιώνα.»

by Times Newsroom

Ο Ρίτσαρντ Άβεντον (Richard Avedon, 15 Μαΐου 1923 – 1 Οκτωβρίου 2004) ήταν Αμερικανός φωτογράφος μόδας και πορτρέτων. Εργάσθηκε για τα περιοδικά Harper’s Bazaar και Vogue. Η νεκρολογία του στους New York Times έγραφε ότι «οι φωτογραφίες του, μόδας και πορτρέτου, βοήθησαν στον ορισμό της αμερικανικής εικόνας για το στιλ, την ομορφιά και τον πολιτισμό τον τελευταίο μισό αιώνα.»

Ο Άβεντον γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από γονείς Ρωσοεβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του, ο Γιακόβ, ξεκίνησε από χειρωνακτικές εργασίες και έφθασε να ανοίξει το δικό του επιτυχημένο κατάστημα ενδυμάτων στην περιζήτητη 5η Λεωφόρο, το «Avedon’s Fifth Avenue». Η μητέρα του, η Άννα, ανήκε σε οικογένεια που είχε επιχείρηση κατασκευής ενδυμάτων και ενθάρρυνε την αγάπη του Ρίτσαρντ για τη μόδα και την τέχνη. Το ενδιαφέρον του Ρίτσαρντ για τη φωτογραφία εμφανίσθηκε σε ηλικία 12 ετών και η πρώτη κάμερα που χρησιμοποίησε ήταν η οικογενειακή «Brownie» της Kodak. Η πρώτη του «μούσα» υπήρξε η μικρότερη αδελφή του Λουίζ, η οποία όμως στην εφηβεία της παρουσίασε ψυχολογικά προβλήματα, μέχρι που τελικώς διαγνώσθηκε με σχιζοφρένεια.

Ο Ρίτσαρντ Άβεντον πήγε στο Γυμνάσιο «DeWitt Clinton» του Μπρονξ, όπου από το 1937 έως το 1940 συνεργαζόταν στη σχολική εφημεριδούλα The Magpie με τον Τζέιμς Μπόλντουιν. Μετά το σχολείο εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια για να σπουδάσει φιλοσοφία και λογοτεχνία, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές αυτές μετά από ένα ετος. Από το 1944 μέχρι το 1950 έμαθε φωτογραφία με τον Αλεξέι Μπρόντοβιτς στο εργαστήριο του ντιζάιν της «Νέας Σχολής».

Το 1944 ο Άβεντον άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος διαφημίσεως για ένα πολυκατάστημα, αλλά καθώς ο Μπρόντοβιτς ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του περιοδικού μόδας Harper’s Bazaar, σύντομα οι φωτογραφίες του εμφανίσθηκαν αρχικώς στο Junior Bazaar και ένα έτος αργότερα στο κυρίως περιοδικό.

Το 1946 ο Άβεντον έστησε το δικό του στούντιο και από το 1950 άρχισε να παρέχει φωτογραφίες και σε άλλα περιοδικά, όπως το Look. Ο Άβεντον άρχισε να γίνεται γνωστός ως ένας καινοτόμος φωτογράφος μόδας, που φωτογράφιζε τα μοντέλα του σε κίνηση, σε ανεπιτήδευτες αλλά εκφραστικές και γεμάτες συναίσθημα στάσεις, συχνά στην ύπαιθρο (κάτι επαναστατικό την εποχή εκείνη). Ωστόσο, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 απογοητεύθηκε με τη φωτογραφία με φυσικό φως της ημέρας και από τους εξωτερικούς χώρους, κι έτσι στράφηκε στη φωτογραφία σε στούντιο.

Όταν η Νταϊάνα Βρήλαντ παραιτήθηκε από το Harper’s Bazaar και πήγε στο Vogue το 1962, ο Άβεντον την ακολούθησε εκεί ως μόνιμος συνεργάτης από το 1966. Αργότερα έγινε ο επικεφαλής φωτογράφος του Vogue και δικά του ήταν τα περισσότερα εξώφυλλα του περιοδικού από το 1973 μέχρι την εποχή που ανέλαβε αρχισυντάκτρια η Άννα Γουίντουρ, το 1988, αν και εξακολούθησε να συνεργάζεται με το περιοδικό μέχρι το 1990. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη διαφημιστική φωτογραφία, με αξιοσημείωτες τις επανειλημμένες αναθέσεις από τον Τζιάνι Βερσάτσε, που άρχισαν με την εκστρατεία για την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1980. Επίσης φωτογράφισε την καμπάνια για τα τζηνς του Καλβιν Κλάιν με μοντέλο τη 15χρονη Μπρουκ Σιλντς, την οποία και σκηνοθέτησε στη συνοδευτική τηλεοπτική διαφήμιση. Εξάλλου την είχε φωτογραφήσει και παλαιότερα, το 1974, για μια διαφήμιση οδοντόκρεμας.

Πέρα από το έργο του στον κόσμο της μόδας, από τη δεκαετία του 1960 ο Άβεντον φωτογράφιζε σε στούντιο πρόσωπα από το Κίνημα δικαιωμάτων των πολιτών, πολιτικούς, και πρόσωπα από τον χώρο του ρηξικέλευθου πολιτισμού, φθάνοντας έως διαδηλωτές κατά του Πολέμου του Βιετνάμ και αργότερα στη φωτογράφηση της πτώσεως του Τείχους του Βερολίνου.

Το 1964 εμφανίσθηκε στο παραπάνω πλαίσιο ενδιαφερόντων ένα βιβλίο του με τίτλο Nothing Personal και κείμενα του παλιού του γνώριμου από το γυμνάσιο Τζέιμς Μπόλντουιν Περιείχε φωτογραφίες από το κίνημα δικαιωμάτων των πολιτών, μορφές του εν γένει αμερικανικού πολιτισμού (π.χ. Μέριλιν Μονρόε, Μπίλλυ Γκράχαμ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ) και πολιτικής ζωής (π.χ. Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, Αντλάι Στήβενσον) και πολλές φωτογραφίες ασθενών σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Μαζί με το καυστικό κείμενο του Αφροαμερικανού συγγραφέα, το βιβλίο υπήρξε ένα κτυπητό σχόλιο πάνω στις ΗΠΑ της εποχής και αναδεικνύει μια πλευρά του ταλέντου του Άβεντον που ήταν αόρατη στις φωτογραφίες μόδας τους. Την ίδια περίοδο ο φωτογράφος δημιούργησε και δύο γνωστά σετ φωτογραφιών των Beatles: το πρώτο σετ, που λήφθηκε το 1967, περιελάμβανε πέντε ψυχεδελικά πορτρέτα του συγκροτήματος (4 έγχρωμα του κάθε μέλους και μια ασπρόμαυρη ομαδική φωτογραφία), ενώ το δεύτερο (1968) περιείχε τα πολύ πιο συμβατικά πορτρέτα που συνόδευαν τον ομώνυμο δίσκο τους. Ο Άβεντον φωτογράφησε και πολλά άλλα συγκροτήματα της ροκ μουσικής, όπως την Electric Light Orchestra το 1973.

Ο Άβεντον ενδιαφερόταν πάντοτε στο πώς η φωτογράφηση προσώπων συλλαμβάνει την προσωπικότητα και την «ψυχή» του φωτογραφιζόμενου. Καθώς η φήμη του ως φωτογράφου μεγάλωσε, μπόρεσε να απαθανατίσει πολλούς γνωστούς Αμερικανούς μέσα στο στούντιό του με μια μεγάλου φορμά κάμερα 8×10. Μεταξύ αυτών ήταν οι Μπάστερ Κίτον, Μάριαν Άντερσον, Έζρα Πάουντ, ο Πρόεδρος Αϊζενχάουερ για ακόμα μία φορά, ο Άντι Γουόρχολ, οι «Επτά του Σικάγου», αλλά και η Δανή συγγραφέας Κάρεν Μπλίξεν. Το στιλ εδώ είναι μινιμαλιστικό, ο φωτογραφιζόμενος κοιτά κατευθείαν τη μηχανή και το φόντο είναι απλό ολόλευκο, ενώ δεν υπάρχουν πηγές «μαλακού» φωτισμού. Ο Άβεντον μπορούσε έτσι να προσηλωθεί στους εσωτερικούς κόσμους των ανθρώπων που φωτογράφιζε, ξυπνώντας συναισθήματα και αντιδράσεις. Κάποιες φορές προκαλούσε άμεσα τις αντιδράσεις τους οδηγώντας τους σε άβολα για αυτούς θέματα συζητήσεως ή ρωτώντας τους ψυχολογικά διεισδυτικές ερωτήσεις. Δημιουργούσε έτσι εικόνες που απεκάλυπταν πλευρές του χαρακτήρα και της προσωπικότητας των θεμάτων του που δεν συλλαμβάνονταν συνήθως από άλλους φωτογράφους.

Το 1992 ο Άβεντον έγινε ο πρώτος μόνιμος φωτογράφος του περιοδικού The New Yorker

Πηγές

  • Το ομώνυμο λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, έκδ. 2006, τόμος 1, σσ. 92-93

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com