Θράσος Καστανάκης: “Ερωτική ώρα” | Διήγημα

Όταν πια βρεθήκανε στην κάμαρή του κ’ η Νίτσα πήγε πίσω από το παραβάνι, ένα ξέθωρο παραβάνι, με μισόσβυστες εικόνες κινέζικες, ο Τωνάκης αιστάνθηκε κουρασμένος. Σίμωσε τον καθρέφτη...

by Times Newsroom

ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ

 

Ερωτική ώρα

 

Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ γινότανε κάθε μέρα και περισσότερο ανυπόφορη. Άνω ποταμών κ’ η φλυαρία της κι απ’ όλα πιο στενάχωρα εκείνα της τα καμώματα, τα κόλπα και τα ντυσίματά της για να νεάζει.

“Τα καμώματα, τα κόλπα και τα ντυσίματά της για να νεάζει… δε βαστάω πια!” έλεγε από μέσα του ο Τωνάκης περιμένοντας την κόρη της, τη Νίτσα. “Μια τέτοια πεθερά να ’χεις… και σου γίνεται η ζωή περβόλι! Δε βαστάω. Κατρακύλα. Ισόβια κατρακύλα. Και οι τετραετείς μου σπουδές εις τας Ευρώπας; Και δυο μήνες. Σε τι χρησίμεψαν, παρακαλώ;”

Με την τελευταία κουβέντα, το μούτρο του ξεκαθάρισε και καθώς ήτανε όμορφος ακόμη, και νέος ακόμη, και χαρούμενος ακόμη για τα κάθε λογής πράματα που περίμενε να του συμβούνε στη ζωή (δυο θείες του μελλοθάνατες, πάμπλουτες, και ζωντοχήρες χωρίς παιδί κανένα) κοίταξε ομπρός, στον έρημο μεσημεριάτικο δρόμο, και χαμογέλασε όπως όταν κοιτάζεις στον καθρέφτη κ’ η χωρίστα σου βγαίνει σα σπαθί.

Χαμογέλασε κοροϊδεύοντας τη φράση για τις “τετραετείς σπουδές”, που πάντα του την κοπανούσε η θειά του η Σοφίτσα (η πιο αγαπητή κ’ η πιότερο μελλοθάνατη από τις δυο που λέγαμε). Η φράση τον ικανοποιούσε πρώτα γιατί του θύμιζε τη θεία Σοφίτσα και τις τρεις της πολυκατοικίες στη στάση Αγγελοπούλου, δεύτερο γιατί του τις έφερνε πιο σιμά, σαν πιο δικές του τις σπουδές ανά τας Ευρώπας, και τρίτο και κυριότερο γιατί διαπίστωνε πως ο ίδιος τις κορόιδευε. Είτανε δηλαδή σε θέση να τις κοροϊδεύει. Να μην τις παίρνει καθόλου στα σοβαρά. Θέμα ειρωνίας! Λοιπόν τέτοιο πράμα δεν το κάνει ο καθένας, δεν είναι εύκολη δουλειά. Και για τούτο ίσα-ίσα τα τέσσερα αυτά περασμένα χρόνια, πλήθος θύμισες, και μικρά μεράκια, και κρυφά μεράκια μεγάλα, και χαρές καθημερνές, που φύγανε, τ’ αγαπούσε… Οι άλλοι όλοι να σου κάνουν το μεγάλο, να μη σου μιλάν παρά για το μοναδικό έτος που περάσανε κάποτες στο πανεπιστήμιο του Παρισιού ή του Βερολίνου, κι αυτός να ’χει τέσσερα χρονάκια ολόκληρα, τέσσερα και δυο μήνες, και να τα περγελάει… Σταυροπόδι απάνω τους. Να ακόμη ένα πράμα που τη δαιμόνιζε την κυρία Βερενίκη Ζορίτη, τη μητέρα της Νίτσας.

Και την περίμενε τώρα τη Νίτσα, με το νου του στη μητέρα της, όλες τις αιτίες και τις αφορμές που ’χε για να τη βρίσκει άξια των αγριοτέρων θανάτων. Ωστόσο τον απασχολούσε η κυρία Βερενίκη. Τα θυμότανε γραμμή τα λόγια της, όπως δεν τα κατάφερε ποτές του να θυμηθεί τι ακριβώς είπε εκείνη η Αικατερίνη, η Μεγάλη, τη μέρα της ενθρόνισής της. Κ’ είχε διαβάσει πλήθος άρθρα, είχε διαβάσει και βιβλία για τη βιογραφία της. Του είτανε, μέσα από τα τόσα σύρε-φέρε της ιστορίας, συμπαθητικότατο πρόσωπο. Η Αικατερίνη. Προπάντων όταν είτανε πιο νέος. Πρι να φύγει εκείνο το καλοκαίρι, πρι να φύγει στο εξωτερικό, και που το ’χε πάρει απόφαση να καταγίνει με την ιστορία. Είτανε αλήθεια πολύ συμπαθητικιά η Αικατερίνη. Μα αδύνατο να του ξανάρθει στο νου η περίφημη φράση της, ενώ εκείνα τα “΄Ομορα και τα Σόμορα εσείς οι Παριζιάνοι”, “Ο δεν και ο μηδέν”, της κυρίας Βερενίκης του την ανοίγανε Βαγγέλιο τη μνήμη του. Ακόμη κι άλλη μια αφορμή για μίσος χαρούμενο και μίσος θανάσιμο. “Να εκτοπίζεται μέσα μου κοτζάμ Αικατερίνη πασών των Ρωσιών!…”

Και πάλι ξαστέρωσε το πρόσωπό του επειδή και του δόθηκε η ευκαιρία να κοροϊδέψει. “Κοροϊδεύω, άρα σκέπτομαι. Και άρα είμαι Έλληνας, αφού η ειρωνία είναι η μόνη μορφή της σκέψης για τον Έλληνα… Εν τάξει!” κατά που συνήθιζε να λέει, όπως έλεγε κι ένας συμφοιτητής του στη Λυώνα, Ευρεμόπουλος, ένας φοιτητής όψιμος που το πρώτο εξάμηνο τις παράτησε τις σπουδές στη μέση κ’ έφυγε στη Βόρειο Αφρική. Έφυγε και πέθανε κειπέρα, στα καταστήματα Πάττερσον – Ζοχόνη, από ουραιμία. Ο Ευρεμόπουλος είχε κάτι μαύρα μαλλιά πίσσα, κατσαρά. Και γελούσε πολύ. Και του αρέζαν πολύ κάτι Σέρβες φοιτήτριες, κι όλες οι γυναίκες γενικά του αρέζαν πολύ.

Είτανε τώρα ευχαριστημένος που τόνε θυμήθηκε.

“Πολλά πράματα έρχουνται μέσα μου, κατασταλάζουνε στ’ απροσδόκητα, κατατοπίζουνται, γίνουνται πολλά πράματα και θύμησες εξαιτίας της κυρίας Βερενίκης. Αν έλειπε η κυρία Βερενίκη… Δηλαδή ώρες-ώρες ρωτιέμαι, αν έλειπε η κυρία Βερενίκη, το μίσος μου, οι αντιπάθειές μου για κείνα τα ντυσίματά της, τα κόλπα της, τα λόγια της, αν όλα αυτά το λοιπόν έλειπαν, τι θ’ απόμενε κι από τη θυγατέρα της; Κάθουμαι τώρα και την περιμένω, θα μου πεις. Κι όμως είμαι άθρωπος ελεύθερος, ο νους μου λαγαρός και μπορώ να ρωτιέμαι, κύριε: τι θα απόμενε από την περίφημη Νίτσα μας;

“Θ’ απόμενε το καπέλο της, το ψάθινο καπέλο της με τους μεγάλους γύρους. Τους γύρους και τις ρουμπινιές κορδέλες. Θ’ απομέναν και τα χέρια της Νίτσας. Τα δάχτυλά της. Τα νύχια της. Κ’ η παλάμη. Η έξοχη παλάμη. Η σιντεφιά και ρόδινη παλάμη τής Νίτσας που δεν έχει σκέση καμία με τ’ άλλα χέρια. Καμία σκέση με τη ζωή. Καμία σκέση και με τις κουβέντες, τις ασήμαντες, μπούφικες κουβέντες της ίδιας της Νίτσας. Ναι, καμία σκέση. Πώς τυχαίνει και γίνουνται κάποτες κάτι τέτοια χέρια για ένα πρόσωπο που καθόλου δεν τα ταιριάζει; Αδικίες! Αυτό είναι: η Νίτσα με τα λόγια, και τα όνειρα, και τα σκέδιά της τα κουτά, μια μεγάλη αδικία για τα θαυμαστά χέρια της! Η Νίτσα και οι παλάμες της: Μια θλιβερή, αταίριαστη συμβίωση…

“Να συλλογιέσαι πως τα χέρια αυτά, έτσι καθώς θαρρείς και βγαίνουνε, στάζοντας χάδια, ηδονή κ’ αίμα, απ’ ένα ερωτικότατο θρύλο της Ανατολής, να συλλογιέσαι λέω πως ανήκουνε όχι το ένα τους, μα και τα δυο στη Νίτσα, στην οικογένεια της κυρίας Βερενίκης! Γίνεσαι φονιάς ή δε γίνεσαι;”

Εκεί που το ’βαζε το ρώτημα αυτό σα να παραληρούσε, φάνηκε κ’ η Νίτσα που ερχότανε κατά πάνω του.

Τα ίδια και τα ίδια, χειραμψίες, τα δόντια που χαμογελούν, κι ο ένας ο ώμος που λιγάκι ψηλώνει στενεμένος μέσα στην τιράντα της κομπιναιζόνας.

Στ’ αυτοκίνητο που τους πήγαινε για το Φάληρο, ο Τωνάκης γύρεψε να καταλάβει αν οι κάλτσες της είτανε το ίδιο μεταξωτές, αν αφίναν την ίδια εντύπωση. Την ίδια. Καμία διαφορά από την περασμένη Τρίτη. Και ξαναθυμήθηκε τον Ευρεμόπουλο που έλεγε: “Όταν οι κάλτσες αρχίζουνε να σου φαίνουνται ίδιες πάνω στα πόδια μιας γυναίκας, όταν ψάχνεις και σου φαίνουνται σαν και προχτές, τότες σημαίνει πως ήγγικεν το τέλος. Γύρεψε αλλού! Κάτι τέτοιο πάνω κάτω του ’λεγε ο Ευρεμόπουλος.

Η Νίτσα του ’χε αρχίσει μιαν ιστορία για κάποια ξαδέρφη της που τις προάλλες αποπειράθηκε ν’ αυτοχτονήσει στη Γλυφάδα… “Μα ευτυχώς πήρε μόνο δυο σωληνάρια κινίνης…” – “Άλλη φορά να παίρνει τέσσερα. Σου το ξανάπα: τα τέσσερα είναι απαραίτητα.”

Ο Ευρεμόπουλος του έγραφε, λίγο καιρό πρι να πεθάνει: “Οι δουλιές πηγαίνουν καλά. Μα χρειάζεται εξαιρετική πάλη, κ’ οι κίντυνοι ασταμάτηγοι. Και συλλογιέμαι συχνά το βράδυ τους παράδες, περιουσία ολόκληρη που μου ’φαγαν οι φαρμακοποιοί, το τι έχω ξοδέψει για φάρμακα ίσαμε σήμερα. Τους αγώνες που αντιπροσωπεύουνε… Γιατί το συλλογιέσαι, θα μου πεις; Το συλλογιέμαι. Παρατήρησα πως οι περισσότερες συλλογές μας γεννιούνται μέσα μας έτσι χωρίς καμιάν αιτία. Ιδίως το βράδι. Αν αξιωθώ μια μέρα και κερδίσω λεφτά, ύστερα από κάμποσα χρόνια, μα πολλά λεφτά, θα γυρίσω στην πατρίδα μου, θα χτίσω ένα σκολιό που θα το κρατάω αμπαρωμένο, μ’ ένα δάσκαλο στο κατώφλι, που θα του απαγορεύω κάθε είδους διδασκαλία ή άλλη δουλιά, θα χτίσω αντίκρι κ’ ένα σπίτι όπως το θέλω, με τρία πατώματα, ένα δωμάτιο για κάθε πάτωμα, θ’ αγοράσω και κάτι έπιπλα όπως τα θέλω, θ’ αγοράσω κατόπι τέσσερα σωληνάρια κινίνης, χωρίς να τα πληρώσω, θα ξαπλωθώ στο κατώφλι της πόρτας μου, και θα πω: “Νυν απολύεις τον δούλον σου, φαρμακοποιέ!” Μια ανοησία, το ξαίρω, κι όμως αυτό είναι τώρα το μέγα μου όνειρο. Ιδίως τα βράδια. Τέσσερα σωληνάρια κινίνης, που θα τα πάρω μπαταξίδικα. Και γι’ αυτό βρίσκω ακόμη το κουράγιο να εργάζουμαι μέσα σε τούτον το φριχτό τόπο. Ακόμη και να συλλογιέμαι… Ιδίως τα βράδια.”

Είτανε ένα γράμμα που το κρατούσε πάνω του ο Τωνάκης, πάντα, σα γκόλφι, και το διάβαζε όταν δεν είχε να κάνει τίποτις άλλο, μα το διάβαζε επίσης, κι ότα βρισκότανε σε μια ζόρικη στιγμή, μπρος σε μια δουλιά μεγάλη. Και χωρίς να ξαίρει το πώς και το γιατί, γέμιζε τότες η καρδιά του μια βαρύτατη θλίψη και παράξενη που αντίς να τον τσακάει του ’δινε ατέλειωτο θάρρος για τα πιο δύσκολα κι απίθανα πράματα.

Τώρα είχε κοντά του τη Νίτσα. Κι όμως ο Ευρεμόπουλος… Έφερε τη ματιά γελαζούμενη, επίμονη, λαγωνιάρικη από την κορφή ώς κάτω στα σγτρφαφτερά λουστρινάκια του κοριτσιού. Τίποτες. Κανένα αποτέλεσμα.

Κ’ είτανε ωστόσο πολί όμορφα εδώ στο φαληρικό καφενεδάκι όπου καθήσαν. Καφενεδάκι, εστιατόριο και τόπος για λουτρά. “Θα κάνουμε μπάνιο; Από κάτω, ξαίρεις, φορώ το μαγιό μου. Η θάλασσα είναι…” –“Να κάνουμε”, είπε κ’ εκείνος. Η θάλασσα είτανε ένα ατέλειωτο περβόλι γλύκας, κι ο αέρας…

“Ο αέρας είναι σαν τη σαμπάνια!” Θυμήθηκε μέσα του ο Τωνάκης και δεν τον έβλεπε, δεν τον ένιωθε διόλου το φαληρικό αέρα, μα στην ψυχή του έπαιζε η φωνή εκείνης της ξένης θεατρίνας, στη Δρέσδη, ένα Κυριακάτικο απόγεμα που απάγγελνε στο θέατρο: “Ο αέρας είναι σαν τη σαμπάνια!..”

Κολυμπούσανε όμορφα κ’ οι δυο τους. Ξεχάστηκαν και κολυμπούσανε. Το νερό στραφτάλιζε, ο ήλιος έγερνε σα μιαν αιματερή πανσέληνο και τα σύννεφα τριγύρω παίρνανε φωτιά. Στην Καστέλλα άχνιζε η δίψα της Αττικής πάνω από τα μουγγά κουκλίστηκα σπίτια, γεννοβολούσε νάρκη ο αέρας ώς εδώ χάμου, μα μόλις που πήγαινε να θρέψει η σιωπή και να φτουρίσει περνούσε το τραμ, μέσα από τις πικροδάφνες, και με τη χλαπαταγή του θαρρείς πως μεμιάς το ξέσκιζε, σα χαρτοσακούλα, ολόκληρο το τοπίο.

Η Νίτσα τον είχε προπεράσει. Ανάσκελος μέσα στο νερό ξεχώριζε το κεφάλι της, το λαστιχένιο σκουφί, τα ξέχειλα μαλιά στους κροτάφους. Έκανε χάζι να πηγαίνει έτσι και να κοιτάζει ανάποδα μέσα στη μπλάβα νεροφεγγιά. Ένας ξελυμός, μια μωρουδιακή αλαφράδα συγκλώθουνταν απάνω στο κορμί του σα δίχτι. Ανατραβήχτηκε, γύρισε, οι πατούσες του πιάνανε στον άμμο. Στηλώθηκε αγάλια και βγήκε να καθήσει στη μεγάλη λακουβωτή βραχόπετρα. Η Νίτσα του έκανε νοήματα. Πέρα, όξω από το λιμάνι, ένα καράβι έστεκε με τα πανιά του λειψά, ασάλευτο, κεραυνωμένο από το λιοπύρι, σα δράκος θαλασσινός πο’σκασε και βαστιέται ακόμη στην όψη του πελάγου. Ο Τώνης κοίταζε τα γυμνά κατάρτια. Κοίταζε, στην απάνεμη μάκρητα, τις θαμπές κορφές της Σαλαμίνας, και πάλι το σκουφί του κοριτσιού που πλησίαζε.

Τράωηξαν και καθήσανε στο εστιατόριο, στο τραπεζάκι που του κρατούσε ένα γνωστό του γκαρσόνι. Τους φέρανε κάτι ολόφρεσκα θαλασσινά για τη μπίρα. Η Νίτσα χαχάνιζε. Τρώγανε. Φορούσανε ακόμη τα μαγιό τους, όπως που το συνείθιζαν περιμένοντας να σκοτεινιάσει.

Η Νίτσα χαχάνιζε ολοένα περισσότερο. Τον κοίταζε περισσότερο. Τα μαλιά της ξεχειλούσαν περισσότερο από το κόκκινο λαστιχένιο σκουφί. Έβαζε μια ασύστολη πρόκληση στο κορμί της – όπως το ’χε κάμει πολλές φορές ώς τώρα, κι όπως το’δειξε μυριάκις η μητέρα της το πώς πρέπει να γίνεται με τους σημερινούς. “Είναι άντρες που πρέπει να περάσουν από την Εκκλησία για να πάνε στο κρεβάτι”, έλεγε η σοφή κυρία Βερενίκη και άλλοι πάλε που πρέπει αν τους περάσεις από το κρεβάτι για να τους κουβαλήσεις ώς την Εκκλησία. Ο δικός μας είναι από τους δεύτερους”. Κ’ η Νίτσα έκανε το κατά δύναμιν. Μα στ’ άδικα. Ο Τωνάκης είπε δυνατά: “Ο αέρας είναι σαν τη σαμπάνια!” –“Πού τη θυμήθηκες τώρα τη σαμπάνια; Ψοφάω, ξαίρεις, για σαμπάνια! Η μαμά μού λέει πως όταν είχε πάει στη Βιέννη…” Ο Τωνάκης γύρισε αλλού, με τη ματιά αδιάφορη σε δυο πασατεμπάδες που συζητούσανε, περνούσε κ’ ένα τραμ, κι αυτοκίνητα γραμμή. Το καράβι στεκότανε πάντα ασάλευτο στ’ ανοιχτά. Κάτι ζευγάρια ερχόντανε ακόμη και τώρα για να κολυμπήσουνε, κατεβαίνανε στις καμπίνες.

Εκείνη τη στιγμή έγινε το απροσδόκητο θάμα. Πίσω από τα ζευγάρια, πίσω από τους πασατεμπάδες, πίσω από το γκαρσόνι π’ ερχότανε τρεχάτο από την κουζίνα και σαν πίσω από τον οποιοδήποτε άνθρωπο που θα του κατέβαινε τώρα η ιδέα να περάσει από κει, φάνηκε ένα περίεργο υποκείμενο, σαν άντρας ή και σα γριά, μισότυφλη από τα γερατιά της, που ξεγελάστηκε κ’ έβαλε ρούχα αντρίκια. Είτανε ένας Κινέζος απ’ αυτούς που βαστάνε μπροστά τους, σε μια μισάνοιχτη κασέλα την πραμάτια τους, χάντρες μικροσκοπικούς ελέφαντες κοκκαλένιους, Βούδες, γουρουνάκια σαν κοχλύδια, κάθε λογής τέτια ξενωτικά γκόλφια, βεντάλιες, πίπες που γυρνάνε από τη μια την άκρια της Ευρώπης ώς την πιο αλαργινή της ούγια να βρούνε αγοραστές.

Τους ξέκρινε τους δικούς μας, σίμωσε και στάθηκε. Τα μάτια του μικρά και γυαλιστερά όπως αν τα ζάλιζε απ’ αντίκρα μια φλόγα αβάσταγη, και το μούτρο τρύπα-τρύπα από τη βλογιά σα να το ’χε δουλέψει κατσαμπρόκος. Γι’ αυτόν τον άθρωπο το ψωμί, μια φέτα, μια μπουκουνιά ψωμί θα ’μοιαζε σαν ολονυχτίες με πολυέλαιους και φαναράκια, εκείνο το ψωμί που το πετάς στο σκύλο σου και δεν το τρώει.

Τον έβλεπε ο Τωνάκης και το συλλογιζότανε. Στη μνήμη του ανέβαινε τετραποδίζοντας, σερνάμενη, θολή η εικόνα ενός σκυλιού, σ’ ένα μακρυνό ασήμαντο λιμάνι επαρχίας, δίπλα στο πραχτορείο… Το σκυλί εκείνο λεγότανε Φραντζ.

Μηχανικά άπλωσε το χέρι του στην κασέλα του Κινέζου, χωρίς περιέργεια, ένα χέρι άβουλο όπως το στόμα που χασμουριέται. Έπιασε, την τράβηξε και την κοίταξε μια λουρίδα πανί, πο’μοιαζε πετραχήλι και που ’χε κεντημένους πάνω της κάτι γερανούς παραμυθιού, με κόκκινα μάτια, με τρία πόδια, μ’ έξη φτερά χρυσά που το καθένα τους άνοιγε κ’ ένα χοντρό γύρο, ένα ακατανόητο περιθώριο καταπράσινο.

Τόση ώρα που ’χε να της μιλήσει της Νίτσας και γύρισε, με το πετραχήλι στο χέρι του, και της είπε:

– Για σκέψου τώρα εδώ που ’μαστε… μια Κινέζα χωριάτισα που θα τ’ αγόραζε αυτό το κέντημα. Θα το ’βαζε στην κρεβατοκάμαρά της. Θα το κοίταζε τα πρωινά. Το βράδι. Αυτά, ξαίρεις, τα κάνουνε για τις Κινέζες χωριάτισες. Δεν το ξαίρεις; Μα ναι σου λέω, το αγοράζουν οι πλούσιες χωριάτισες, κ’ οι φτωχές για να τ’ αποχτήσουνε μπορεί να πάνε να πουληθούν… Τώρα, εδώ, εδώ στο Φάληρο. Ν’ αγοράσουμε κ’ εμείς. Το θέλω… Είναι, αυτό το κέντημα, σαν ένα ταξίδι στην Κίνα, μια λαχτάρα ίσαμε την Άπω Ανατολή. Κι ακριβώς επειδή δε σου καίεται καρφί για όλην αυτήν την υπόθεση, για το μούτρο του, για το κέντημά του, για την κινέζα χωριάτισα, ακριβώς για όλα αυτά, αγάπη μου, το ταξίδι μέχρι Κίνας μου είν’ ακόμη ωραιότερο. Κουν-Λιάο, Σαν-τζεν-τζου, Νεν-αχ-φουκ…

– Μα τι λες επιτέλους; Ξαναμωράθηκες;

– Λέω ονόματα κινέζων στρατηγών, ηρώων που πεθάνανε μέσα σε φρικαλέα βασανιστήρια. Διάβασα τη ζωή και το θάνατό τους. Ξαίρεις πώς πέθαναν; Εσύ έχεις το Φρέλιχ, το Βίλυ Φριτς. Εγώ έχω τον Κουν-Λιάο, το Σαν-τζεν-τσου. Ο καθένας…

– Πάψε, καημένε!

Ο Τωνάκης δεν την άκουσε. Χάδευε, κοίταζε τη λουρίδα το πανί με το κέντημα.

– Πόσο κάνει; ρώτησε. Κι ο Κινέζος, σα να μην την περίμενε την ερώτηση, δεν κατάλαβε. Μόνο το μούτρο του ολόκληρο άστραψε όπως που αστράβαν και τα μικρά του μάτια.

– Δραχμές εκατός… ακούστηκε σε λίγο η φωνή του πουλητή. Δραχμές εκατός, μα το Θεός!

Είτανε μια φωνή πο’βγαινε σαν απ’ ένα στόμα που πνίγεται μεσοπέλαγα και φωνάζει βοήθεια.

– Εκατό δραχμές, είπε ο Τωνάκης. Θα το πάρω χωρίς παζαρέματα. Δεν είναι ακριβά για ένα τέτιο ταξίδι! Και κοίταζε το μούτρο του Κινέζου που’ χε γίνει ένα παράξενο πράμα χαράς, τα δάχτυλά του. Κοίταζε τα γόνατά του. Τα πόδια. Και όσο μπορούσε πιο γρήγορα ο Τωνάκης, έβαλε το χέρι να βγάλει το πορτοφόλι του. Μα την ίδια εκείνη στιγμή ένιωσε τις δυο χούφτες της Νίτσας να τον αδράχνουν όπως δεν τον άδραξε ποτές μια αγκαλιά:

– Δε θέλω! Ακούς; Αυτοί οι παλιαθρώποι μας κοροϊδεύουν, δε θέλω να τα ξοδεύεις τα λεφτά σου! Αν τ’ αγοράσεις… φεύγω. Δε θέλω!

Ο Τωνάκης τ’ άφησε το πορτοφόλι του. Χωρίς να τον κοιτάξει, έκανε νόημα του πουλητή να φύγει. Δεν έφευγε.

– Πήγαινε σου λέω.

Κι ακόμη δεν τον κοίταζε. Μόνο άμα ακούστηκαν τα βήματα, τα τόσο αλαφρά βήματα να φεύγουν, κι όταν αμέσως ξανασταθήκανε, σήκωσε ο Τωνάκης το κεφάλι. Να ιδεί τι γίνεται παρακάτω.

Είτανε ένα μεγάλο δέντρο εκεί στη μέση, ένας ευκάλυπτος, που ο Τωνάκης κάθε φορά πήγαινε, με τα δυο νερά που του απομέναν, και το πότιζε. Κάθε καλοκαίρι, όταν πιάνανε οι ζέστες κι αποφάσιζε να κατεβεί για μπάνιο, τονέ συλλογιζότανε εκείνον τον ευκάλυπτο, και τα δυο ποτήρια νερό, και το πότισμα. Του είτανε μια σκέψη ευχάριστη. Σαν ένας σκοπός που δικαιολογούσε και το μπάνιο, το χάσιμο της ώρας. “Φεύγοντας, θα ποτίσω τον ευκάλυπτο!” και πλέρωνε πιο πρόθυμα το εισιτήριό του στο λεωφορείο.

Τώρα το λοιπόν, απάνω σ’ αυτό το δέντρο είχε ακουμπήσει ο Κινέζος και κοίταζε τη Νίτσα. Όχι. Τον Τωνάκη. Κοίταζε τη Νίτσα και μουρμούριζε. Έβλεπες τα χείλια του που παίζαν κι ανοιγόκλειναν. Κατάρες κι υποσχέσεις για τρομερούς θανάτους, ύστερις από ολόκληρο μυθιστόρημα βασανιστήρια. Μια παράδοση, μια επιστήμη για βασανιστήρια. Κι όλα αυτά για τη Νίτσα μας… Κάτι θύμησες τρομερές. Αυτά που αφηγούνται οι τουρίστες, οι ιεραπόστολοι. Μια επιστήμη βασανιστήρια. Τα χείλια του ανοιγόκλειναν. Κι όλα αυτά τώρα για τη Νίτσα μας.

Έπαιρνε υπόσταση. Η Νίτσα μας.

“Αν έπεφτε στα χέρια του, μέσα σ’ ένα χωριό της Κίνας, σε μια κάμαρη που θα ’τανε όλο με γερανούς κεντημένους… Σ’ όλους τους πέντε τοίχους. Αχ! έλα μάνα μου, όλο με γερανούς! Το στήθος της στα χέρια του.” Ο Τωνάκης σηκώθηκε. Μέσα του πονούσε κάτι πολί δυνατό κι ανατρίχιασε. Όπως στο θέατρο, προσεχτικά, κοίταξε το μούτρο του Κινέζου. Τα γόνατα, τα πόδια, τα δυο του αυτιά κάτω από το τσακισμένο ψαθάκι. Είτανε σα μια εικόνα τρόμου που ξεθηκαρώνει από το χάος της νύχτας κι από τη σιωπή, κι από τις θύμησές σου τις πιο φευγατερές, προβέλνει ομπρός σου, στέκει, ψηλώνει, στέκει πάλι και σε λιανίζει μέσα σε μια χειμαρρωτή πνιγούρα φρίκης.

Γύρισε ο Τωνάκης στη Νίτσα. “Κι όλα αυτά για τη Νίτσα μας! Το πρόσωπό της. Ανάμεσα στο στήθος και στα χείλια της είναι ένα μυστηριακό κρεβάτι ηδονής.”

– Πάμε, Νίτσα, πάμε να ντυθούμε.

Και σηκωθήκανε να πάνε να ντυθούν.

Μέσα στην καμπίνα, μονάχος και περνώντας το παντελόνι του ο Τωνάκης ξανάβλεπε το μούτρο του Κινέζου. Το παραμιλητό, την απελπισία του.

“Κι όλα αυτά για τη Νίτσα μας. Αν είτανε, αν έπεφτε τώρα στα χέρια σου!”

Κ’ η φράση μέσα του δίπλωνε, ρίζωνε, κλάδωνε σαν αρρώστεια και σα ζουγραφιές αμαρτίας, και σα μια πλατέα κολασμένης νύχτας μ’ ουρλητά, το αίμα του ζεματιούνταν κ’ έβλεπε μιαν άλλη όψη της γυναίκας.

“Η Νίτσα μας παίρνει απόσταση. Τα τερτίπια της μάνας της από τη μια, αυτά από τη μια, κι από την άλλη ο Κινέζος, με την ιστορία, τους θρύλους, με τη χώρα του… Εν τάξει! Μια τέτια ώρα την πρόσμενε το κορμί μου πολί καιρό. Τούτος ο Κινέζος. Κι όλα αυτά για τη Νίτσα μας.” Έβαλε το παντελόνι. Κατόπι τη γραβάτα του. Την έσιαξε. Και ξανά μια επθεώρηση για το πουκάμισο και το γιλέκο.

“Η μάνα της, συσωρεύοντας ανοησίες ελλαδίτικες, ο Κινέζος, συσωρεύοντας αγριάδα, τρομάρες ασιατικές… Κι όλα για τη Νίτσα μας. Κι αυτό ένα είδος υπόστασης. Φιλολογίες… Φιλολογία, βέβαια! Ωστόσο τη λαχταράω τώρα…”

Βγαίνοντας στην πόρτα του, ανταμώθηκε με το μουτράκι της Νίτσας που κι αυτή είχε ντυθεί κ’ έκανε να τραβήξει για όξω.

Την άρπαξε, τη φίλησε δαγκωτά.

Έσφιξε το μπράτσο της και κοιτάζοντάς την κάθε τόσο στα μάτια προχώρησε.

Ένα λεωφορείο, σαν καράβι όπερας, έφτανε κείνη την ώρα. Τους πήρε, ξεκίνησε. Ο αέρας φυσούσε σα μπρος σε πυρκαγιά.

– Η μαμά ξαίρει. Να κάνουμε τις τσιγκούνες για κοσμήματα ή για τουαλέτες, να μην τους αφίνουμε ν’ αγοράζουν… Οι άντρες αγαπούνε τις τσιγκούνες γυναίκες. Έχει δίκιο η μαμά. Ποτέ του δε με φίλησε όπως τώρα. Αγαπούνε την τσιγγουνιά μας πιότερο κι από τα βυζά μας… Τέτιοι είναι όλοι τους.

Στο γύρισμα, εκεί που είναι το αεροδρόμιο, ο Τωνάκης έσκυψε, μύριζε τον αέρα που φυσούσε:

– Φιλολογίες. Ευάρεστο πράμα η φιλολογία και κάποτε… Κάποτε είναι κι αφροδ΄λισιο πράμα.

Δεν τραβήχτηκε μέσα. Σκυμένος έτσι, ώς που φτάσανε στην Αθήνα. Συνήρθε, κατέβηκε, έδωσε το μπράτσο του να κατεβεί κ’ η Νίτσα. Του χαμογελούσε. Κι εκείνος την έσφιγγε και τα μάτια του παίζανε γρήγορα.

Όταν πια βρεθήκανε στην κάμαρή του κ’ η Νίτσα πήγε πίσω από το παραβάνι, ένα ξέθωρο παραβάνι, με μισόσβυστες εικόνες κινέζικες, ο Τωνάκης αιστάνθηκε κουρασμένος. Σίμωσε τον καθρέφτη. Κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη τις τρεις καρέγλες της κάμαρης. Ήθελε να καθήσει.

“Το σκυλί λεγότανε Φραντς!” είπε μέσα του και σαν κρυφά ο Τωνάκης.

Αθήνα, Αύγουστος 1934

_______________________________________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: “Τα Νέα Γράμματα”. Μηνιαία Λογοτεχνική Επιθεώρηση. Διευθυντής: Αντρέας Καραντώνης. Χρόνος Α΄, Αριθμός 3, Μάρτης 1935
  • Τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com