Ο βομβαρδισμός του Ρότερνταμ (αποκαλούμενος και Rotterdam Blitz) ήταν ο αεροπορικός βομβαρδισμός του Ρότερνταμ από την Luftwaffe (γερμανική αεροπορία) στις 14 Μαΐου 1940 κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ολλανδία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στόχος ήταν να υποστηριχθούν τα γερμανικά στρατεύματα που μάχονταν στην πόλη, να καμφθεί η αντίσταση των Ολλανδών και να τους αναγκάσει να παραδοθούν. Ακόμα κι αν προηγούμενες διαπραγματεύσεις είχαν καταλήξει σε εκεχειρία, ο βομβαρδισμός παρ’ όλα αυτά πραγματοποιήθηκε, σε συνθήκες που παραμένουν αμφιλεγόμενες, και κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρο το ιστορικό κέντρο της πόλης, σκοτώνοντας σχεδόν 900 ανθρώπους και δημιουργώντας περίπου άλλους 85.000 άστεγους.
Η ψυχολογική και ουσιαστική επιτυχία της επιδρομής, από τη γερμανική σκοπιά, οδήγησε την Ανώτατη Διοίκηση της Luftwaffe (Oberkommando der Luftwaffe, OKL) να απειλεί να καταστρέψει την πόλη της Ουτρέχτης, εάν η ολλανδική κυβέρνηση δεν παραδινόταν. Οι Ολλανδοί συνθηκολόγησαν νωρίς το επόμενο πρωί.
Ιστορικό υπόβαθρο
Η θέση της Ολλανδίας, που βρίσκεται ανάμεσα στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, στρατηγικά την καθιστούσε ιδανικό στόχο για την εγκαθίδρυση βάσεων, από πλευράς ναζιστικής Γερμανίας, για την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης «Θαλάσσιος λέων», δηλ. την εισβολή της Γερμανίας στην Αγγλία. Η Ολλανδία είχε σταθερά επιλέξει την ουδετερότητα σε όλο τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε σχεδιάσει να κάνει το ίδιο για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε αρνηθεί να λάβει πολεμικό εξοπλισμό από τη Γαλλία, καθιστώντας σαφές ότι δεν ήθελε καμία εμπλοκή με οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές. Αύξησε ελαφρά την παραγωγή εξοπλιστικών αγαθών μετά την γερμανική εισβολή στη Δανία τον Απρίλιο του 1940: Η Ολλανδία διέθετε 35 σύγχρονα τροχήλατα θωρακισμένα οχήματα μάχης, δεν διέθετε ανάλογα ερπυστριοφόρα, ενώ είχε έτοιμα 135 αεροσκάφη και 280.000 άνδρες. Η Ναζιστική Γερμανία, από την άλλη, διέθετε 159 άρματα μάχης, 1.200 σύγχρονα αεροσκάφη και περίπου 150.000 άνδρες αποκλειστικά για το πεδίο μάχης στην Ολλανδία.
Έχοντας σαφή στρατιωτική υπεροπλία, οι Γερμανοί σκόπευαν να προβούν σε κατάκτηση της χώρας, αρχικά αποκτώντας τον έλεγχο στρατιωτικών και στρατηγικών στόχων, όπως αεροδρόμια, γέφυρες και δρόμοι και χρησιμοποιώντας τους στη συνέχεια προκειμένου να αποκτήσουν τον έλεγχο ολόκληρης της χώρας. Η εισβολή στην Ολλανδία πρωτοαναφέρεται στις 9 Οκτωβρίου 1939, όταν ο Χίτλερ ανέφερε ότι “πρέπει να γίνουν προετοιμασίες για επιθετική δράση στη βόρεια πλευρά του δυτικού μετώπου, διασχίζοντας τις περιοχές του Λουξεμβούργου, του Βελγίου και της Ολλανδίας. Η επίθεση αυτή πρέπει να διεξαχθεί το ταχύτερο και με τη μέγιστη δυνατή ισχύ”. Η προετοιμασία ξεκίνησε όταν ο Χίτλερ διέταξε Γερμανούς αξιωματικούς να βρουν στολές του ολλανδικού στρατού και να διεισδύσουν σε αυτόν, ώστε να αποκτήσουν εκ των έσω πληροφορίες σχετικά με την αμυντική τακτική των Ολλανδών.
Η Βέρμαχτ τελικά επιτέθηκε στην Ολλανδία τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Μαΐου 1940. Η επίθεση ξεκίνησε με τη Λουφτβάφε να διασχίζει τον ολλανδικό εναέριο χώρο, δίνοντας την εντύπωση ότι τελικός στόχος ήταν η Βρετανία. Τα αεροσκάφη, όμως, έκαναν στροφή πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα και επέστρεψαν επιτιθέμενα από τα δυτικά, κάνοντας ρίψη αλεξιπτωτιστών στα αεροδρόμια της ναυτικής βάσης του Φάλκενμπουρχ (Valkenburg) και του Όκενμπουρχ (Ockenburg), κοντά στην έδρα της ολλανδικής κυβέρνησης και στο παλάτι στη Χάγη, εκκινώντας έτσι τη Μάχη της Χάγης. Ενώ οι Γερμανοί είχαν σχεδιάσει να καταλάβουν ταχύτατα τη χώρα με χρήση αυτής της τακτικής, οι Ολλανδοί προέβαλλαν σημαντική αντίσταση, καθυστερώντας έτσι τη γερμανική προέλαση.
Μάχη του Ρότερνταμ
Η κατάσταση στο Ρότερνταμ το πρωινό της 13ης Μαΐου 1940 ήταν στάσιμη, όπως και τις τρεις προηγούμενες ημέρες. Η ολλανδική φρουρά, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Σχάρροο (Scharroo) κρατούσε τη βόρεια όχθη του ποταμού Νιούε Μάας, ο οποίος διασχίζει την πόλη, και εμπόδιζε τη γερμανική προέλαση. Οι γερμανικές δυνάμεις ήταν οι αερομεταφερόμενες του στρατηγού Κουρτ Στούντεντ και οι νεοαφιχθείσες χερσαίες δυνάμεις του στρατηγού Ρούντολφ Σμιτ (Rudolf Schmidt), οι οποίες αποτελούνταν κυρίως από άνδρες της 9ης Μεραρχίας Πάντσερ και της Leibstandarte Adolf Hitler, ενός μηχανοκίνητου συντάγματος των Waffen-SS.
Η αντεπίθεση του λόχου των Ολλανδών πεζοναυτών για την ανακατάληψη της γέφυρας του Γουλιέλμου (Willemsbrug), της κυριότερης γέφυρας της πόλης, απέτυχε. Κάποιες προσπάθειες της ολλανδικής αεροπορίας να καταστρέψει τη γέφυρα επίσης απέτυχαν.
Το πρωί της 14ης Μαΐου ο Χίτλερ εξέδωσε την “οδηγία” (Weisung) αριθ. 11, σχετικά με το ολλανδικό θέατρο του πολέμου, στην οποία ανέφερε τα εξής:
-
- Η ικανότητα αντίστασης του ολλανδικού στρατού έχει αποδειχθεί ισχυρότερη από ό, τι αναμενόταν. Για πολιτικούς καθώς και για στρατιωτικούς λόγους απαιτούμε αυτή η αντίσταση να έχει καμφθεί το συντομότερο δυνατόν. Είναι καθήκον του στρατού για να κατακτήσει το φρούριο Ολλανδία μεταφέροντας αρκετές δυνάμεις από το νότο, σε συνδυασμό με μια επίθεση στο ανατολικό μέτωπο. Επιπλέον, η εναέρια δύναμη πρέπει, αποδυναμώνοντας τις δυνάμεις που μέχρι τώρα έχουν υποστηρίξει την 6η στρατιά, να διευκολύνει την ταχεία πτώση του φρουρίου Ολλανδία.
Ο στρατηγός Σμιτ είχε σχεδιάσει μια συνδυασμένη επίθεση την επόμενη ημέρα, 14 Μαΐου, χρησιμοποιώντας τα άρματα μάχης της 9ης Πάντσερ, υποστηριζόμενα από φλογοβόλα, στρατεύματα της SS και δυνάμεις Μηχανικού. Οι αερομεταφερόμενες δυνάμεις επρόκειτο να εκτελέσουν μια αμφίβια επιχείρηση μέσω του προαστίου Κράλινγκεν – Κροοσβάικ (Kralingen-Crooswijk) Της επίθεσης θα προηγείτο βομβαρδισμός πυροβολικού, ενώ ο στρατηγός Σμιτ είχε ζητήσει την υποστήριξη της Λουφτβάφε υπό τη μορφή ενός “σμήνους” (25 αεροσκάφη) από Στούκας, βομβαρδιστικών κάθετης εφόρμησης, ειδικά για επιδρομές ακριβείας.
Η αίτηση του Σμιτ για αεροπορική υποστήριξη έφθασε στο Βερολίνο και στον “Στόλο αριθ. 2” της Λουφτβάφε. Αντί για βομβαρδισμούς ακριβείας, τα βομβαρδιστικά Heinkel He 111 προέβησαν στη ρίψη ενός “τάπητα βομβών”, υποβοηθούμενα από τα Στούκας εναντίον των ίδιων στρατηγικών στόχων.
Ο βομβαρδισμός
Ο Σμιτ χρησιμοποίησε την απειλή της καταστροφής της πόλης για να αναγκάσει τον συνταγματάρχη Σχάροο να παραδώσει την πόλη. Το Ρότερνταμ, που αποτελούσε τον μεγαλύτερο βιομηχανικό στόχο στην Ολλανδία και ήταν ζωτικής στρατηγικής σημασίας για τους Γερμανούς, επρόκειτο να βομβαρδιστεί. Ο Σχάρροο αρνήθηκε και αντέτεινε διαπραγματεύσεις. Η απαρχή του βομβαρδισμού είχε οριστεί για τις 13:20΄ ώρα Ολλανδίας.
Ο Σμιτ ανέβαλε ένα δεύτερο τελεσίγραφο για τις 16:20΄. Ωστόσο, ενώ ο Ολλανδός διαπραγματευτής διέσχιζε την Βίλεμσμπρουχ για να μεταδώσει τις πληροφορίες του, ακούστηκε ο ήχος των βομβαρδιστικών: Συνολικά 90 αεροσκάφη της Kampfgeschwader 54 (πτέρυγας μάχης αρ. 54) είχαν σταλεί εναντίον της πόλης.
Ο Στούντεντ επικοινώνησε μέσω ασυρμάτου για να αναβάλει την προγραμματισμένη επίθεση. Ωστόσο, όταν το μήνυμα έφθασε στη διοίκηση της 54ης πτέρυγας μάχης, ο σμηναγός Βάλτερ Λάκνερ (Walter Lackner) είχε ήδη προσεγγίσει την πόλη με το αεροσκάφος του και ήταν εκτός εμβέλειας: Καθώς η ομίχλη και ο καπνός μισόκρυβαν τον στόχο, ο Λάκνερ, θέλοντας να βεβαιωθεί ότι ο στόχος θα επλήττετο, έφερε το σμήνος του σε ύψος κάτω των 700 ποδών. Οι γερμανικές δυνάμεις στη Noordereiland έριξαν φωτοβολίδες σήμανσης για να εμποδίσουν τον βομβαρδισμό τους από φίλιες δυνάμεις και έτσι 24 αεροσκάφη, υπό τον υποσμηναγό Όττο Χένε (Otto Höhne), που έφθαναν από τα νότια, ανέκοψαν την επίθεσή τους. Ο μεγαλύτερος όμως σχηματισμός, που έφθανε από τα βορειοανατολικά, αδυνατώντας να επισημάνει τις ερυθρές φωτοβολίδες που είχαν ριφθεί στη νότια πλευρά της πόλης, πραγματοποίησε την επιδρομή του κανονικά. Πενήντα τέσσερα βομβαρδιστικά He-111s κατέβηκαν σε χαμηλό ύψος, εξαπολύοντας 97 τόννους βομβών, τις περισσότερες στο κέντρο της πόλης.
Το γιατί ο σχηματισμός δεν έλαβε τη διαταγή να σταματήσει τον βομβαρδισμό νωρίτερα, παραμένει αμφιλεγόμενο. Ο σμηναγός Λάκνερ, του μεγαλύτερου σχηματισμού, ισχυρίστηκε ότι τα πληρώματα των αεροσκαφών του αδυνατούσαν να εντοπίσουν τις κόκκινες φωτοβολίδες λόγω χαμηλής ορατότητας που οφειλόταν τόσο στην υγρασία της ατμόσφαιρας όσο και στον καπνό που αναδυόταν από τις καιόμενες κατασκευές και, συνεπώς, έπρεπε να κατέβουν στα 2.000 πόδια. Αλλά οι κόκκινες φωτοβολίδες, που ο Λάκνερ δεν κατάφερε να δει, μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί από τις επίγειες γερμανικές δυνάμεις για να αποφύγουν φίλια πυρά. Επίσημη γερμανική διαταγή είχε ορίσει αυτό το χρώμα φωτοβολίδων για παρόμοιο σκοπό.
Συνολικά στην πόλη έπεσαν 1.1.50 βόμβες των 50 λιβρών και 158 βόμβες των 250 λιβρών, κυρίως στο κατοικημένο προάστιο Κράλινγκεν και στο μεσαιωνικό κέντρο της πόλης. Οι περισσότερες από αυτές κτύπησαν και πυρπόλησαν κτίρια, προκαλώντας ανεξέλεγκτες πυρκαϊές, που επιδεινώθηκαν τις επόμενες ημέρες από τους αυξανόμενους σε ένταση ανέμους και τελικά οδήγησαν σε θύελλα. Ο Έντουαρντ Χούτον (Edward Hooton) αναφέρει ότι από τις βόμβες ανεφλέγησαν δεξαμενές πετρελαίου στις αποβάθρες, προκαλώντας την εξάπλωση της πυρκαϊάς στο κέντρο της πόλης, προξενώντας τεράστια καταστροφή. Αν και οι ακριβείς αριθμοί δεν έχουν γίνει γνωστοί, περίπου 1.000 άτομα σκοτώθηκαν και 85.000 έμειναν άστεγα. Περίπου 2,6 km2 της πόλης ισοπεδώθηκαν. 24.978 οικίες, 24 εκκλησίες, 2.320 καταστήματα, 775 αποθήκες και 62 σχολεία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ο Σμιτ απέστειλε ένα συμφιλιωτικό μήνυμα στον Ολλανδό διοικητή Χένρι Βίνκελμαν (Henri Winkelman), ο οποίος λίγο αργότερα παραδόθηκε στο χωριό Ράισοορντ (Rijsoord), στα νοτιοανατολικά της πόλης. Το σχολείο στο οποίο υπογράφηκε η παράδοση είναι σήμερα μικρό μουσείο.
Συνέπειες
Οι Ολλανδοί δεν διέθεταν αποτελεσματικά στρατιωτικά μέσα για να εμποδίσουν τον βομβαρδισμό: Η Ολλανδική Πολεμική Αεροπορία πρακτικά είχε εκμηδενιστεί και όλα τα αντιαεροπορικά μέσα είχαν μετακινηθεί στη Χάγη. Όταν οι Γερμανοί επέδωσαν τελεσίγραφο ότι επρόκειτο να επαναλάβουν παρόμοιο βομβαρδισμό στην Ουτρέχτη, η ολλανδική κυβέρνηση αποφάσισε να παραδοθεί από το να διακινδυνεύσει τον βομβαρδισμό μιας ακόμη πόλης.
Ολλανδικές και βρετανικές πηγές ενημέρωσαν το κοινό μέσω συμμαχικών και διεθνών μέσων ενημέρωσης ότι ο βομβαρδισμός έγινε ενάντια σε ανοχύρωτη πόλη και σε αυτόν σκοτώθηκαν 30.000 άτομα και χαρακτήρισαν την καταστροφή μιας παλιάς πόλης από τους Γερμανούς ως πράξη “υπέρτατης βαρβαρότητας”. Ο αριθμός των απωλειών ήταν σχετικά μικρός, επειδή χιλιάδες πολίτες είχαν καταφύγει σε ασφαλέστερα σημεία της πόλης κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ημερών μαχών που προηγήθηκαν. Η εβδομαδιαία γερμανική εφημερίδα Die Mühle (Ο μύλος) έγραψε ότι αυτός που έπρεπε να κατηγορηθεί ήταν η ολλανδική κυβέρνηση, καθώς είχε μετατρέψει την πόλη σε φρούριο, παρά τις προειδοποιήσεις για την εκκένωσή της. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η παλαιά πόλη ανεφλέγη χάρη σε ολλανδικές βόμβες και εμπρηστικούς μηχανισμούς.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε την πολιτική να βομβαρδίζονται μόνο στρατιωτικοί στόχοι και υποδομές, όπως λιμάνια, σιδηροδρομικοί σταθμοί κτλ. που είχαν στρατιωτική σημασία. Ενώ είχε γίνει δεκτό ότι ο βομβαρδισμός της Γερμανίας θα προκαλούσε και απώλειες μεταξύ των πολιτών, η βρετανική κυβέρνηση ανήγγειλε βομβαρδισμούς πολιτικών ιδιοκτησιών εκτός πολεμικών ζωνών (πράγμα που, μετά την πτώση της Πολωνίας σήμαινε γερμανικές ζώνες ανατολικά του Ρήνου) ως στρατιωτική τακτική. Η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε στις 15 Μαΐου 1940, μια ημέρα μετά τον βομβαρδισμό του Ρότερνταμ , όταν η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία επιτέθηκε σε εγκαταστάσεις στην περιοχή Ρουρ, στην οποία υπήρχαν διυλιστήρια πετρελαίου και άλλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, οι οποίες υποβοηθούσαν τη γερμανική στρατιωτική προσπάθεια, όπως υψικάμινοι, οι οποίες ήταν ορατές κατά τη νύχτα. Η πρώτη βρετανική επιδρομή της RAF κατά της Γερμανίας έγινε τη νύκτα μεταξύ 15ης και 16ης Μαΐου 1940.
-
- Όταν έγινε η εισβολή στην Ολλανδία, ανακλήθηκα από την άδειά μου και ανέλαβα την πρώτη μου αποστολή στις 15 Μαΐου 1940 στη γερμανική ενδοχώρα. Στόχος μας ήταν το Ντόρτμουντ και κατά την επιστροφή η πορεία μας μάς έφερε πάνω από το Ρότερνταμ. Η Λουφτβάφε είχε βομβαρδίσει την πόλη την προηγούμενη ημέρα και ακόμη καιγόταν. Τότε μόνο κατάλαβα ότι ο “ψεύτικος πόλεμος” είχε τελειώσει κι αυτό ήταν κάτι το πραγματικό. Μέχρι εκείνη την ώρα η πυροσβεστική υπηρεσία είχε κατασβέσει κάποιες από τις πυρκαϊές, αλλά υπήρχαν ακόμη αρκετές σε ολόκληρη την πόλη. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα καταστροφή από πυρκαϊά σε τέτοια κλίμακα. Πετάξαμε πάνω από τις νότιες παρυφές του Ρότερνταμ σε ύψος μεταξύ 6.000 και 7.000 ποδών και μπορούσε κανείς να μυρίσει την οσμή της πυρκαϊάς που μαινόταν στο έδαφος. Σοκαρίστηκα βλέποντας μια πόλη στις φλόγες. Η καταστροφή ήταν μιας κλίμακας που δεν είχα ξαναδεί. Air Commodore Wilf Burnett.
Ανασυγκρότηση της πόλης
Λόγω της έκτασης των καταστροφών από τον βομβαρδισμό και τις πυρκαϊές που προκλήθηκαν, ήταν σχεδόν άμεση η απόφαση κατεδάφισης σχεδόν ολόκληρης της πόλης, εξαιρουμένων των κτιρίων του Καθεδρικού ναού (Laurenskerk), του εμπορικού κέντρου Beurs, του Postkantoor (κτίριο του Ταχυδρομείου) και του Δημαρχείου.
Παρά την καταστροφή, η κατεδάφιση της πόλης συχνά θεωρείται ως ευκαιρία επίλυσης πολλών από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το βιομηχανικό προπολεμικό Ρότερνταμ, όπως τις πυκνοκατοικημένες και υποβαθμισμένες γειτονιές, ενώ δόθηκε η δυνατότητα εκσυγχρονισμού του αστικού ιστού, ο οποίος είχε υπερβολικά ριζοσπαστικοποιηθεί κατά το παρελθόν. Δεν υπήρξαν σκέψεις για νοσταλγική επαναφορά της παλιάς πόλης, καθώς κάτι τέτοιο θα απέβαινε εις βάρος ενός πιο σύγχρονου μέλλοντος.
Ο Β. Βίττεφέεν (W.G. Witteveen) διευθυντής της λιμενικής αρχής, έλαβε εντολή να καταστρώσει σχέδια ανακατασκευής μόλις τέσσερις ημέρες μετά τον βομβαρδισμό και παρουσίασε το σχέδιό του στο δημοτικό συμβούλιο σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα.[39] Το σχέδιο αυτό κατά βάση έκανε χρήση της δομής και διάταξης της παλιάς πόλης, αλλά εξελίχτηκε σε νέο σχέδιο, με φαρδύτερους δρόμους και πεζοδρόμια. Η κύρια και πλέον δραστική αλλαγή στο διάταξη της πόλης ήταν η μετακίνηση του κεντρικού αναχώματος (φράγματος) της πόλης, κατά μήκος της όχθης του ποταμού, ώστε να προστατευτεί η περιοχή Βάτερσταντ (Waterstad) από πλημμύρα. Η μετακίνηση αυτή αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από το νεοσχηματισμένο “εσώτερο κύκλο της λέσχης του Ρότερνταμ”, που πρότεινε την ενσωμάτωση της πόλης στον ποταμό Νιούε Μάας και ισχυρίστηκε ότι το ανάχωμα θα αποτελούσε ένα σημείο διαχωρισμού της πόλης.
Με το σχέδιο του Βίττεφέεν, κάποια από τα ως τώρα μισοτελειωμένα έργα αλλά και ένας αριθμός από νέα, επρόκειτο να υλοποιηθούν, όπως η κατασκευή της σήραγγας του Μάας (Maastunnel) και της Rotterdamsche bank. Η υλοποίηση αυτή κράτησε απασχολημένους τους Ολλανδούς κατοίκους της πόλης καθ’ όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, μέχρις ότου δόθηκε εντολή κατάπαυσης των εργασιών. Το ντοκιμαντέρ του Χέρμαν φαν ντερ Χορστ (Herman van der Horst) Houen zo! του 1952 παρουσιάζει το όραμα μερικών από αυτά τα έργα.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο διάδοχος του Βίττεφέεν Κορνέλιους φαν Τράα (Cornelius van Traa) συνέταξε ένα εντελώς νέο σχέδιο ανασυγκρότησης – το «Basisplan voor de Herbouw van de Binnenstad» – που υιοθετήθηκε το 1946. Το σχέδιο του φαν Τράα ήταν πιο ριζοσπαστικό, εγκαταλείποντας την παλαιά διάταξη της πόλης και αντικαθιστώντας τη περισσότερο με ένα πλαίσιο αρχών παρά με δομικό σχεδιασμό. Το Basisplan έδινε ισχυρή έμφαση σε μεγάλους ανοικτούς χώρους και προωθούσε την ενσωμάτωση της πόλης με τον ποταμό μέσω δύο σημαντικών στοιχείων: Την κατασκευή της “λεωφόρου Μάας” (Maas Boulevard), η οποία έδινε νέα όχη στο μετακινηθέν ανάχωμα, υπό τη μορφή μιας ανοικτής λεωφόρου με δένδρα πλάτους 80 μ. και του “παραθύρου στον ποταμό”, έναν “οπτικό” διάδρομο από το λιμάνι ως το κέντρο της πόλης. Και τα δύο έργα αποσκοπούσαν να αναδείξουν τις εργασίες του λιμανιού στους κατοίκους της πόλης.
Επειδή οι εργασίες ανασυγκρότησης ξεκίνησαν αμέσως μετά τον βομβαρδισμό, μέχρι το 1950, το λιμάνι της πόλης ανέκτησε τη φήμη του ως το ταχύτερο, σε εργασίες φορτοεκφόρτωσης, λιμάνι του κόσμου.
Κατά την ίδια περίπου περίοδο, το κέντρο της πόλης στράφηκε προς τα βορειοδυτικά, ως αποτέλεσμα της εγκατάστασης εμποριών κέντρων στο άκρο της κατεστραμμένης πόλης και νέα σχέδια εμπορικών κέντρων, όπως αυτό της Λάινμπάαν (Lijnbaan) εξέφρασαν τις ριζοσπαστικές νέες ιδέες του Basisplan με χαμηλούς, ιδιαίτερα φαρδείς δρόμους πλάι σε πολύ ψηλά, πλακοειδούς μορφής κτίρια.
Στην πράξη, η αστική μορφή του Ρότερνταμ ήταν συγκριτικά πολύ περισσότερο αμερικανική σε σχέση με τις υπόλοιπες ολλανδικές πόλεις, βασισμένη σε αμερικανικά σχέδια, με ομάδες ψηλών κτιρίων και τις λεωφόρους “Maas boulevard” και “παράθυρο στον ποταμό” να λειτουργούν περισσότερο ως αρτηρίες για την κυκλοφορία οχημάτων. Λίγα χρόνια αργότερα, ο αρχιτέκτονας από το Ρότερνταμ Κέες Κρίστιαανσε έγραψε:
-
- Το Ρότερνταμ όντως μοιάζει με επαρχιακή αμερικανική πόλη. Μπορείς να οδηγείς άνετα ένα μεγάλο αυτοκίνητο στους φαρδείς δρόμους και να απολαμβάνεις τις αντιθέσεις μεταξύ κενών χώρων και πυκνής δόμησης. Η αστυνομία του Ρότερνταμ οδηγούσε τις τεράστιες “Chevrolet” και ο Witte Huis (λευκός οίκος) ήταν το πρώτο ψηλό κτίριο στην Ευρώπη με ατσάλινο σκελετό σε στιλ Σικάγου και πρόσοψη από πλακάκια.
Αυτή η μεγάλης κλίμακας προσέγγιση χρησιμοποιήθηκε τόσο για νοσοκομεία όσο και για τα πάρκα (όπως το νοσοκομείο Dijkzigt Ziekenhuis και το πάρκο Zuider Park) αλλά έχει δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα (και ακόμη δίνεται) στη δημιουργία χώρων αναψυχής σε “ανθρώπινη κλίμακα”, όπως έχει γίνει στον εμπορικό δρόμο Λάινμπάαν (Lijnbaan) η οποία αποτελεί χώρο για βόλτα για όσους ψωνίζουν ή απλά βλέπουν τις βιτρίνες, ενώ δοκιμάστηκαν εκεί και νέες τεχνικές, όπως οι “γυάλινοι τοίχοι” ώστε να συγχωνεύονται αρμονικά το εσωτερικό των χώρων με το εσωτερικό περιβάλλον.
Παρά το ότι η αστική ανασυγκρότηση μπορεί να βρίθει από πολυπλοκότητες και διενέξεις, το “στάτους” του Ρότερνταμ ως πόλης-λιμάνι σήμαινε ότι δεν υπήρξαν οι ίδιες ενστάσεις στην ανακατασκευή του, όπως αντιμετώπισαν το Άμστερνταμ ή η Χάγη. Εντούτοις, υπήρξαν σημαντικά κινήματα ατόμων που έμεναν μακριά από το κέντρο της πόλης και αντιτίθονταν στην κατασκευή ορισμένων συνοικιών όπως η De Horsten και η Hoogvliet που σήμερα κατοικούνται κυρίως από νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων, όπου το κοινωνικό κεφάλαιο αποτιμάται περισσότερο τοπικά σε σύγκριση με την αντίστοιχη αποτίμηση σε μια πόλη ή γειτονιά.
Σήμερα το αρχικό σχέδιο του φαν Τράα έχει σχεδόν εξ ολοκλήρου αντικατασταθεί με νέα έργα. Για παράδειγμα, το Ναυτικό Μουσείο (Maritiem Museum) μπλοκάρει σχεδόν εξ ολοκλήρου τη λεωφόρο-“παράθυρο στον ποταμό” ενώ τα “κυβόσπιτα” (kubuswoningen) του Πιίτ Μπλομ (Piet Blom) σχηματίζουν ένα ακόμη “φράγμα” μεταξύ της πόλης και του ποταμού, ενώ το αρχικό Basisplan προέβλεπε ότι αυτά τα δύο στοιχεία έπρεπε να συνδέονται. Ο πύργος Euromast, που κατασκευάστηκε το 1960, αποτελεί μια προσπάθεια δημιουργίας οπτικού συνδέσμου μεταξύ πόλης και λιμανιού, μιας από τις τελευταίες προσπάθειες του σχεδίου του φαν Τράα, πριν από κατοπινές προσπάθειες, όπως η Boompjes Boulevard το 1991.