- Μεσοπεντηκοστή
- Άγιος Ισίδωρος που μαρτύρησε στη Χίο
- Άγιος Θεράπων επίσκοπος Κύπρου
- Άγιος Λεόντιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων
- Άγιος Αλέξανδρος που μαρτύρησε στις Κεντουκέλλες
- Άγιοι Αλέξανδρος, Βάρβαρος και Ακόλουθος
- Άγιος Μάρκος ο Νεομάρτυρας ο Κρής που μαρτύρησε στη Σμύρνη
- Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυρας ο Βούλγαρος ο χρυσοχόος
- Άγιος Cartage Επίσκοπος Λίσμορ
- Όσιος Νικήτας εκ Κιέβου
- Άγιος Ισίδωρος ο Θαυματουργός ο διά Χριστόν σαλός
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Ιαροσλάβλ
- Άγιος Ανδρέας ηγούμενος της μονής Ραφαήλ (Τομπόλσκ)
- Άγιοι Αριστοτέλης και Λέανδρος οι μάρτυρες
- Μεσοπεντηκοστή
Την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Τα βυζαντινά χρόνια, η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 μ.Χ. στον ναό του Αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτωρ το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μωκίου, όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο έπαιρνε μέρος και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.
Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδραση της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.
Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή ένας σταθμός, μία τομή. Ωραία το τοποθετεί το πρώτο τροπάριο του εσπερινού της εορτής:
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.
Δόξα σοι».
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».
«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».
Ἦχος πλ. δ’.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Μεσούσης ἐπέστης τῆς ἑορτῆς, Οἰκτίρμων διδάσκων, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Ἱεροῦ, δεῦτε οἱ διψῶντες, προσέλθετε καὶ ὕδωρ, ἐκ τῆς πηγῆς τῶν ὅλων, πάντες ἀρύσασθε.

- Άγιος Ισίδωρος που μαρτύρησε στη Χίο.
Ο Άγιος Ισίδωρος ήταν ναύτης του βασιλικού στόλου, στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, και καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Κάποια μέρα που η μοίρα του στόλου ήταν αγκυροβολημένη στη Χίο, καταγγέλθηκε από τον κεντυρίων Ιούλιο στο Ναύαρχο Νουμέριο ότι ο Ισίδωρος είναι χριστιανός. Ο Νουμέριος δεν άργησε να ακούσει το ίδιο και από τον ίδιο τον Ισίδωρο, όταν τον προσκάλεσε να ομολογήσει. Τότε τον έδειραν σκληρά και κατόπιν τον έριξαν στη φυλακή.
Ο πατέρας του μόλις έμαθε το γεγονός αυτό, αμέσως κίνησε για τη Χίο, πολύ στενοχωρημένος, διότι ο γιος του εγκατέλειψε την πατροπαράδοτη ειδωλολατρική θρησκεία. Όταν έφθασε στη Χίο, δε δυσκολεύτηκε να δει το γιο του. Ο Ισίδωρος, μόλις αντίκρισε τον πατέρα του, με πολλή ευλάβεια και στοργή τον ασπάσθηκε συγκινημένος. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας του, αλλά δεν άργησε να εκφράσει και τη θλίψη του γι’ αυτόν. Ο Ισίδωρος του είπε ότι μάλλον έπρεπε να χαίρεται, διότι είδε το φως που προσφέρει ο Ιησούς Χριστός. Ο πατέρας του τον παρακάλεσε θερμά να επιστρέψει στην ειδωλολατρία, αλλά ο Ισίδωρος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε, οργισμένος αυτός, τον καταράστηκε και παρότρυνε το Νουμέριο να τον θανατώσει το συντομότερο. Και πράγματι, ο Ισίδωρος μετά από διάφορα βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε. Έτσι, επαληθεύεται ο λόγος του Κυρίου, ότι «παραδώσει εἰς θάνατον πατὴρ τέκνον» (Ματθαίου Ι’ 21). Δε θα είναι, δηλαδή, μόνο οι ξένοι εναντίον των αγωνιζομένων χριστιανών, αλλά και οι άνθρωποι του σπιτιού τους. Και θα παραδώσει στο θάνατο ο άπιστος πατέρας το πιστό παιδί του.
Το σεπτό λείψανό του το έριξαν σε φαράγγι, για να τον καταφάγουν τα όρνεα, λίγοι δε στρατιώτες φύλαγαν εκεί, μην τυχόν έλθουν οι Χριστιανοί και παραλάβουν το σώμα. Όμως, μία Χριστιανή, ονόματι Μυρόπη (βλέπε 2 Δεκεμβρίου), ήλθε τη νύχτα και με την βοήθεια δύο υπηρετριών, την ώρα που οι στρατιώτες είχαν πέσει και ησύχαζαν, παρέλαβε το ιερό λείψανο, το οποίο ενταφίασε. Την επομένη, ο Νουμέριος πληροφορήθηκε ότι το λείψανο του Μάρτυρος είχε αρπαχθεί. Υπέθεσε ότι οι στρατιώτες δελεάστηκαν με χρήματα και δώρα και επέτρεψαν στους Χριστιανούς να παραλάβουν το σώμα του Αγίου. Γι’ αυτό τους φυλάκισε, ενώ παράλληλα κυκλοφόρησε την είδηση ότι θα τους φονεύσει , αν δεν του πουν σε ποιον παρέδωσαν το λείψανο. Η Μυρόπη έκρινε ότι θα ήταν άδικο να εκτελεσθούν οι στρατιώτες. Γι’ αυτό παρουσιάσθηκε στον Νουμέριο και του δήλωσε την αλήθεια. Εκείνος έδωσε εντολή να την φυλακίσουν. Μετά το μαρτύριό της, οι Χριστιανοί έθαψαν με ευλάβεια το λείψανο της Παρθενομάρτυρος κοντά στον τάφο, όπου προηγουμένως αυτή είχε αποθέσει αυτό του Αγίου Ισιδώρου.
Η ύπαρξη των Λειψάνων του Αγίου Ισιδώρου στη Χίο, μαρτυρείται ήδη κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. από τον αγιολόγο Γρηγόριο Τουρώνη. Προηγουμένως, τον 5ο αιώνα μ.Χ., ο Άγιος Μαρκιανός, Οικονόμος της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης (βλέπε 10 Ιανουαρίου), είχε μεταφέρει στη Βασιλεύουσα την Κάρα και μέρος των Λειψάνων του Μάρτυρος, τα οποία κατέθεσε σε παρεκκλήσιο του Ναού της Παναγίας στο Πέραν. Τα υπόλοιπα Λείψανα του Μάρτυρος αφαιρέθηκαν από την Χίο το 1125 μ.Χ., με την βοήθεια του Βενετικού Στόλου, από τον Ελληνόφωνο Λατίνο Κληρικό Cebrano Cebrani, με την ευκαιρία στρατιωτικής αποστολής στην Ανατολή του Δόγη Δομηνίκου Michiel. Την 1η Μαΐου 1356 μ.Χ. τα Λείψανα του Μάρτυρος κατατέθηκαν σε Παρεκκλήσιο προς τιμήν του, μέσα στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μάρκου. Την 17η Σεπτεμβρίου 1626 μ.Χ. η Κάρα του Αγίου κλάπηκε από την Τουρκοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη με την βοήθεια ντόπιου Χριστιανού, ο οποίος πληρώθηκε αδρότατα από τις Βενετικές Αρχές. Η Κάρα έφθασε στη Βενετία την 1η Μαρτίου 1627 μ.Χ. και κατατέθηκε στο Θησαυρό του Αγίου Μάρκου.
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς στρατευθεὶς τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων, τῶν ἐπιγείων τὴν στρατείαν ἀπώσω, καὶ εὐθαρσῶς ἐκήρυξας Χριστὸν τὸν Θεὸν· ὅθεν τὸν ἀγῶνά σου, τὸν καλὸν ἐκτελέσας, Μάρτυς θεοδόξαστος, τοῦ Σωτῆρος ἐδείχθης· ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς σὲ τιμῶντας, παμμάκαρ Ἰσίδωρε.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κυβερνήτης μέγιστος τῇ οἰκουμένῃ σὺ ἐφάνης ἅγιε, ταῖς πρὸς Θεόν σου προσευχαῖς· διὸ ὑμνοῦμέν σε σήμερον, Μάρτυς θεόφρον, Ἰσίδωρε ἔνδοξε.
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἀγωνισάμενος, κατὰ τοῦ ὄφεως, ἔστησας τρόπαιον, Μάρτυς Ἰσίδωρε· ἐκ τῆς Αἰγύπτου γὰρ φωστήρ, αὐγάζων τὴν ὑφήλιον, πᾶσιν ἐξανέτειλας, τὰς κινήσεις ποιούμενος, πρὸς τὸν ἀνατείλαντα, ἐκ Παρθένου θεόπαιδος, δι’ ὃν σφαγιασθεὶς ἀθλοφόρε, θῦμα εὐῶδες γεγένησαι.
Ξίφει ἐκτμηθείς σου τὴν κεφαλήν, ἔτεμες τῆς πλάνης, Ἀθλοφόρε τὰς μηχανάς, καὶ Χριστῷ ἡνώθεις, τῇ κεφαλῇ τῶν ὅλων, ὡς κοινωνὸς τοῦ πάθους, τούτου Ἰσίδωρε.

- Άγιος Θεράπων επίσκοπος Κύπρου.
Από που καταγόταν ο Άγιος Θεράπων δεν το γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Κατ’ άλλους καταγόταν από την Ανατολή, «ἐκ τῆς Ἑῴας» όπως σημειώνει ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης και κατ’ άλλους «ἐκ τῆς τῶν Ἀλαμάνων χώρας», δηλαδή από περιοχή της σημερινής Γερμανίας. Τον ακριβή χρόνο της γεννήσεως του τον αγνοούμε παντελώς. Από πληροφορίες που μας παρέχουν τα διάφορα συναξάρια, όπως π.χ. η δράση του κατά της αίρεσης του θεοπασχητισμού και της εικονομαχίας, μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πως ο Άγιος Θεράποντας έζησε τον 7ο ή αρχές του 8ου μ.Χ. αιώνα, όχι όμως μετά το 740 μ.Χ., ημερομηνία που κοιμήθηκε ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο Ιεροσολυμίτης, ο οποίος – πιθανότατα κατά το τέλος της ζωής του – εκφώνησε θαυμάσιο εγκωμιαστικό λόγο προς τιμή του Αγίου Θεράποντος. Η αγιογραφία μας, τον ιστορεί ότι άνηκε στην τάξη των μοναχών, εκείνων πού απαρνούνται στ’ αλήθεια το δικό τους θέλημα και κουβαλάνε ευχάριστα το σταυρό του Κυρίου.
Η παράδοση, αναφέρει ότι ο Θεράπων έζησε ένα διάστημα στα Ιεροσόλυμα και στην συνέχεια έγινε επίσκοπος Κιτίου στην Κύπρο. Εκεί, συνέχισε να τελεί θαύματα και να ποιμαίνει τον λαό μέχρι που τελείωσε μαρτυρικά η ζωή του, όταν τον κατέσφαξαν πάνω στην Αγία Τράπεζα την ώρα που λειτουργούσε Άραβες πειρατές. Το τίμιο λείψανο του, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αρχικά στον Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες και στην συνέχεια σε ναό που έφερε το όνομα του. Σήμερα, εντός των τειχών της Κωνσταντινούπολης, υπάρχει μικρό εκκλησάκι-προσκύνημα, όπου αναβλύζει μύρο και πραγματοποιεί θαύματα, σ’ αυτούς που προστρέχουν σ’ αυτό με ειλικρινή πίστη.
Άγια λείψανα του Αγίου Θεράποντος φυλάσσονται στην Κοινοβιακή Ιερά Μονή Ζωγράφου του Αγίου Όρους, στον Ιερό Ναό Αγίου Θεράποντος Ζωγράφου Αθηνών και στον Ιερό Ναό του στην Μυτιλήνη. Ακολουθία του Αγίου συνέγραψε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και επιδιορθώθηκε το 1785 μ.Χ. από τον αρχιδιάκονο Αγάπιο τον Πάριο. Ένα από τα πολλά θαύματα του Αγίου Θεράπων είναι και το εξής: Όταν βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, συνάντησε μια Εβραία που έκλαιγε γοερά, καθώς πήγαινε να ενταφιάσει το νεκρό γιό της. Μόλις την είδε ο Άγιος, τη λυπήθηκε και προσευχόμενος στον Κύριο ανέστησε το νεκρό παιδί της. Ύστερα από αυτό, μάνα και γιός, αφού ευχαρίστησαν τον Θεό και τον Άγιο Θεράποντα, βαπτίστηκαν Χριστιανοί.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´.
Ἀσκήσει μὲν τὸ πρῶτον λάμψας Ὅσιε, πάσας δαιμόνων φάλαγγας κατετρόπωσας, ἀθλήσει δὲ τὸ δεύτερον ἀριστεύσας τὰς τῶν τυράννων ἀπειλὰς κατεφρόνησας. Διὸ διπλοῦν παρὰ Θεοῦ στέφος λαβών, συγχαίρεις τῶν ἀγγέλων τοῖς χοροῖς, καὶ τρυφᾶς Θεράπων μάρτυς, σὺν τοῖς ὁσίοις καὶ ἱερομάρτυσι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, Δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, Δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
- Άγιος Λεόντιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων.
Ο Άγιος Λεόντιος καταγόταν από την Τιβεριούπολη της Φρυγίας και γεννήθηκε από γονείς πλούσιους και ευσεβείς περί το β’ ήμισυ του 12ου αιώνα μ.Χ. Όταν πέθανε ο πατέρας του, αφού εγκατέλειψε την γενέτειρά του και φοίτησε κοντά σε ευλαβή ιερέα, προσήλθε στη μονή του Πτελιδίου, όπου έγινε μοναχός. Αργότερα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και συνδέθηκε με τον Μητροπολίτη Τιβεριάδος, στον οποίο και υπετάγη. Αφού ακολούθησε τον γέροντά του, ο οποίος επέστρεφε στην Επισκοπή του, κατέπλευσε μαζί του στην Πάτμο, για να προσκυνήσει στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Ξεκίνησε το ταξίδι του για την Κύπρο, αλλά η βουλή του Θεού τον οδήγησε και πάλι πίσω στην Πάτμο. Εκεί, με πνευματική καθοδήγηση του ηγουμένου της μονής Θεοκτίστου, ανδρός έμπειρου στα πνευματικά, κατέστη υπόδειγμα αδελφικής αγάπης και ταπεινοφροσύνης. Όταν ο ηγούμενος Θεόκτιστος πέθανε, ο Λεόντιος εξελέγη διάδοχός του με ομόφωνη απόφαση των μοναχών.
Ο Άγιος Λεόντιος επισκεπτόταν για τις υλικές ανάγκες της μονής και τη νήσο της Κρήτης. Είχε δε ορμητήριο στην Κρήτη το μονύδριο του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου, εντός της αρχαίας πόλεως Άπτερα, επάνω από το τουρκικό φρούριο Ισδεζίν (Καλάμι), που ήταν τότε μετόχι της μονής Πάτμου.
Μεριμνώντας για τις υποθέσεις της μονής, ο Άγιος Λεόντιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί είλκυσε τον σεβασμό και την εκτίμηση του αυτοκράτορα Μανουήλ του Κομνηνού (1143- 1180 μ.Χ.) ο οποίος του πρότεινε να γίνει Επίσκοπος στη Ρωσία ή στην Κύπρο αλλά ο Άγιος Λεόντιος αρνήθηκε από ταπεινότητα. Όταν όμως του προτάθηκε ο θρόνος των Ιεροσολύμων, ο Λεόντιος δε μπορούσε να αρνηθεί και έγινε Πατριάρχης Ιεροσολύμων το 1170 μ.Χ., σε καιρούς κατά τους οποίους η Σιωνίτιδα Εκκλησία δοκιμαζόταν από την κυριαρχία των Λατίνων. Εξαιτίας του ελέγχου που άσκησε στο νέο αυτοκράτορα Ανδρόνικο Κομνηνό, ο Λεόντιος εξορίστηκε και πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 14 Μαΐου 1190 μ.Χ. Η μνήμη του εορτάζεται στην Πάτμο και στα Ιεροσόλυμα στις 14 Μαΐου. Ασματική Ακολουθία του εκδόθηκε στα Ιεροσόλυμα το 1912 μ.Χ.
- Άγιος Αλέξανδρος που μαρτύρησε στις Κεντουκέλλες.
Ο Άγιος Αλέξανδρος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Γαλερίου Μαξιμιανού (286 – 305 μ.Χ.) και ήταν στρατιώτης στο τάγμα του κόμη Τιβεριανού. Διακρινόταν για το ωραίο του παράστημα και για την άψογη ηθική ζωή του. Όταν κάποτε ο Τιβεριανός θυσίαζε στα είδωλα, ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να συμμετάσχει στις θυσίες αυτές και δήλωσε με θάρρος ότι ήταν χριστιανός. Τότε υποβλήθηκε σε σκληρά βασανιστήρια. Η δε μητέρα του Ποιμενία, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, έτρεξε και ζήτησε την άδεια να δει τον γιο της. Όταν τον είδε τον ενθάρρυνε να φανεί αληθινός χριστιανός και να πεθάνει με την γενναιότητα που αρμόζει στους στρατιώτες του Χριστού. Και ο γιος δεν διέψευσε τις ελπίδες της μητέρας του. Αφού του άνοιξαν τις πλευρές, κατόπιν τις έκαψαν με αναμμένες λαμπάδες, αλλά εκείνος δεν υποχώρησε στο τόσο σκληρό βασανιστήριο, ένισχυόμενος από τη θεία χάρη. Τελικά τον αποκεφάλισαν και έτσι κατατάχθηκε στον ένδοξο χορό των μαρτύρων του Χριστού.
- Άγιοι Αλέξανδρος, Βάρβαρος και Ακόλουθος.
- Άγιος Μάρκος ο Νεομάρτυρας ο Κρής που μαρτύρησε στη Σμύρνη.
- Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυρας ο Βούλγαρος ο χρυσοχόος.
- Άγιος Cartage Επίσκοπος Λίσμορ.
- Όσιος Νικήτας εκ Κιέβου.
Ο Όσιος Νικήτας καταγόταν από την Ρωσία και ήταν κατά σάρκα αδελφός του Οσίου Νίκωνος (τιμάται 23 Μαρτίου), ηγουμένου της Λαύρας του Κιέβου. Μόνασε στη μονή των Σπηλαίων του Κιέβου, αλλά το ανυπάκουο του χαρακτήρα του τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει την κοινοβιακή ζωή και τους Πατέρες και να ζήσει, ως μοναχός, απομονωμένος σε ένα κελί που έφτιαξε για τον εαυτό του. Ο Όσιος Νίκων, που δεν έδωσε την ευλογία του για την απομάκρυνση του μοναχού Νικήτα είδε με θλίψη την πράξη του και περίμενε με φόβο την τιμωρία της παρακοής του. Πράγματι, η δοκιμασία δεν άργησε να έλθει. Μια μέρα και ενώ ο Όσιος Νικήτας προσευχόταν, ο διάβολος μεταμορφωμένος σε Άγγελο Κυρίου, παρουσιάσθηκε μπροστά του και του είπε να μην προσεύχεται πλέον, αλλά να μελετά τις Αγίες Γραφές. Το έργο της προσευχής θα αναλάμβανε αντί του Οσίου ο ψευτοάγγελος. Ο Όσιος υπέκυψε στον πειρασμό. Νόμισε ότι κατά θεία παραχώρηση και λόγω των ασκητικών του αγώνων ο Θεός του χάρισε αυτή τη μεγάλη δωρεά. Έτσι σταμάτησε την προσευχή και άρχισε τη μελέτη. Μελέτη όμως του λόγου του Θεού χωρίς προσευχή δεν γίνεται. Έτσι η καρδιά του περιέπεσε σε ακηδία και πνευματικό λήθαργο, γι’ αυτό δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε τη μελέτη της Αγίας Γραφής.
Ο Όσιος άρχισε ξαφνικά να προφητεύει μόνο τα μέλλοντα κακά: κλοπές, εγκλήματα, κακές ενέργειες και πράξεις, όλα δηλαδή εκείνα που κατεργάζεται ο διάβολος, ο πατέρας του ψεύδους και της κακίας. Η φήμη του απλώθηκε παντού και όλοι τον θαύμαζαν για την ακριβή εκπλήρωση των προφητικών του λόγων. Οι Πατέρες της μονής άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι ο Όσιος Νικήτας είχε πέσει σε πλάνη και είχε οδηγηθεί από τον σατανά σε οδό απωλείας. Έτσι ξεκίνησαν θερμή προσευχή για να φωτισθεί ο νους του Οσίου και να σωθεί. Χάρη στην προσευχή των συνασκητών του, των Αγίων εκείνων Πατέρων, που από αγάπη για τον άνθρωπο προσεύχονταν και για τον αδελφό τους, ο νους του Οσίου φωτίσθηκε και άρχισε πάλι να προσεύχεται και να βιώνει τους αληθινούς καρπούς της μοναχικής πολιτείας, της αρετής και της ασκήσεως. Ο Θεός όχι μόνο έκανε δεκτή τη μετάνοιά του, αλλά και τον αξίωσε του χαρίσματος της θαυματουργίας. Λόγω της οσιακής ζωής του ο Άγιος Νικήτας, το έτος 1096 μ.Χ., εξελέγη Επίσκοπος Νόβγκοροντ. Αφού ποίμανε αξίως και θεοφιλώς το ποίμνιό του, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1109 μ.Χ. και το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στον ιερό ναό των Αγίων και Δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης του Νόβγκοροντ.
- Άγιος Ισίδωρος ο Θαυματουργός ο διά Χριστόν σαλός.
Ο Άγιος Ισίδωρος Τβερντίσλοβ (= πιστός του Λόγου), γεννήθηκε στην Γερμανία από πλούσιους γονείς. Μεγαλωμένος σε Ρωμαιοκαθολικό περιβάλλον, μεταστράφηκε αργότερα στην Ορθόδοξη πίστη. Από τη νεότητά του έζησε ασκητικό βίο και είχε στην καρδιά του μεγάλη ευσπλαχνία για τους ανθρώπους. Επιθυμώντας τη Βασιλεία του Θεού ο Άγιος εγκατέλειψε την πατρική οικία, διαμοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και άρχισε να ζει περιπλανώμενος. Τελικά έφθασε στη Ρωσία και αποφάσισε να ζήσει στο Ροστώβ. Εδώ ο Άγιος Ισίδωρος ζούσε μέσα στο χιόνι και στο κρύο, υπομένοντας κάθε προσβολή. Εγκαταστάθηκε σε μία σαθρή ξύλινη καλύβα, την οποία έφτιαξε ο ίδιος. Επέλεξε ένα ακατανόητο τρόπο ζωής για το Όνομα του Χριστού, τον οποίο ο Απόστολος Παύλος περιγράφει στην Α’ Επιστολή του προς Κορινθίους.
Ο Άγιος Ισίδωρος περνούσε τον καιρό του με αδιάλειπτη προσευχή, μη επιτρέποντας στον εαυτό του πολύ ύπνο ή ξεκούραση. Στεκόταν όλη τη νύχτα άγρυπνος και δοξολογούσε τον Θεό. Την ημέρα ο Άγιος έκανε τους γύρους της πόλεως, ενεργώντας ως σαλός. Όπως ο Ιώβ ο παλαιός στην υπομονή του, έτσι και ο Άγιος Ισίδωρος, ενώ ήταν ακόμα ζωντανός, ήταν μαζί επίγειος Άγγελος και ουράνιος άνθρωπος, μια φιλεύσπλαχνη ψυχή, αγνός στη σκέψη, με άγρυπνη καρδιά, πίστη ακαταίσχυντη και αληθινή αγάπη χωρίς υποκρισία. Κατά την διάρκεια του βίου του αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα. Ο Άγιος Ισίδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1474 μ.Χ. Οι Χριστιανοί πληροφορήθηκαν την κοίμησή του μόνο όταν περνώντας έξω από την καλύβα του ένιωσαν την ευωδία, που ανέδιδε το ιερό λείψανό του. Στον τόπο του ενταφιασμού του Αγίου, κτίσθηκε ο ναός της Αναλήψεως του Κυρίου, στον οποίο φυλάσσονται τα λείψανά του. Ο Άγιος Ισίδωρος ονομάζεται Τβερντίσλοβ (πιστός του Λόγου), επειδή ομιλούσε συνεχώς για τον Ιησού Χριστό.
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Ιαροσλάβλ.
Η ιερή εικόνα της Θεοτόκου του Ιαροσλάβλ (Πετσέρκ) υπήρχε στην ομώνυμη πόλη. Η Αλεξάνδρα Ντομπίτσκινα, που υπέφερε τρομακτικά για δεκαεπτά χρόνια από ψυχική και σωματική ασθένεια, είδε το 1823 μ.Χ. σε όραμα μία εκκλησία με την εικόνα της Θεοτόκου. Αποφάσισε να ψάξει για ο ναό του Ιαροσλάβλ και την εικόνα που είχε δει στο όραμα. Όταν εισήλθε στο ναό, η λυπημένη Αλεξάνδρα είδε στον τοίχο την απεικόνιση της Θεοτόκου των Σπηλαίων. Ξαφνικά είχε μία ισχυρή κρίση πυρετού, μετά την οποία ήλθε η ανακούφιση και η πλήρης θεραπεία από την πολύχρονη ασθένεια. Από τότε η εικόνα επιτελεί πολλά θαύματα σε εκείνους που προστρέχουν με πίστη και ευλάβεια προς την Υπεραγία Θεοτόκο.