- Οσία Ελισάβετ η Θαυματουργή
- Άγιος Σάββας ο Στρατηλάτης, ο Γότθος
- Όσιος Ξενοφών κτήτορας της φερωνύμου μονής του Αγίου Όρους
- Άγιοι Εβδομήκοντα Στρατιώτες
- Άγιοι Πασικράτης και Βαλεντίων
- Άγιοι Δάναβος, Δημήτριος, Ευσέβιος, Λεόντιος, Λογγίνος, Νεστάβος, Νέων και Χριστόφορος
- Άγιος Δούκας ο ράπτης από τη Μυτιλήνη
- Άγιος Νικόλαος που μαρτύρησε στη Μαγνησία
- Όσιος Σάββας ο εν τω Σπηλαίω
- Όσιος Θαυμαστός
- Όσιος Θωμάς ο διά Χριστόν σαλός
- Όσιος Αλέξιος ο Έγκλειστος
- Άγιος Μελίτων Αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
- Όσιος Ιωσήφ ο Ομολογητής εκ Ρουμανίας
- Άγιος Ηλίας ο Ομολογητής εκ Ρουμανίας
- Άγιος Σάββας ο Ομολογητής εκ Ρουμανίας
- Άγιοι Αχιλλέας και Ευτέξιος ο ιερομάρτυρας
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Μόλχα της Ρωσίας
- Σύναξη της Παναγίας της Καμαριώτισσας στην Σαμοθράκη
- Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής
*********************************************************************************************************************
- Οσία Ελισάβετ η Θαυματουργή
Η Οσία Ελισάβετ καταγόταν από την Ηράκλεια της Θράκης και έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. Οι γονείς της, Ευνομιανός και Ευφημία, ήταν ξακουστοί και ονομαστοί, φημισμένοι για τα πλούτη τους και περίφημοι για την αρετή τους. Κατοικούσαν κοντά στην Ηράκλεια, στον τόπο που από παλιά ονομαζόταν Θρακοκρήνη και αργότερα Αβυδηνοί. Ζούσαν με ευσέβεια έχοντας ως πρότυπο τον Ιώβ. Ποθώντας δε με πάθος να μιμηθούν την φιλοξενία του Αβραάμ, απλόχερα βοηθούσαν όλους, όσοι είχαν ανάγκες υλικές.
Όμως είχαν περάσει δεκαέξι χρόνια από τότε που νυμφεύθηκαν και ήταν ακόμη άτεκνοι. Γι’ αυτό παρακαλούσαν αδιάκοπα τον Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί, διάδοχο του γένους τους και κληρονόμο του πλούτου τους. Ο Κύριος, που ικανοποιεί τα αιτήματα των πιστών Του, άκουσε με ευμένεια τη δέησή τους και δεν παρέβλεψε την προσευχή τους.
Υπήρχε στον τόπο εκείνο ένα παλαιό έθιμο να συγκεντρώνονται οι Χριστιανοί στην μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Γλυκερίας (τιμάται 13 Μαΐου) και να εορτάζουν μια ολόκληρη εβδομάδα. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν εκεί μαζί με τους άλλους Χριστιανούς και οι γονείς της Οσίας. Έκαναν λιτανείες και ολονύκτιες δοξολογίες και επισκέπτονταν τους ναούς της πόλεως, που σε αυτούς φυλάσσονταν τα ιερά λείψανα των σαράντα Αγίων Γυναικών, του διακόνου Αμώς (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου) και πολλών άλλων Αγίων. Λιτάνευαν τότε και την πολυσέβαστη κάρα της Αγίας Γλυκερίας. Όμως κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, την οποία τελούσε ο Επίσκοπος της πόλεως Λέων, ο πατέρας της Ελισάβετ, Ευνομιανός, έβλεπε την αγία κάρα πότε να χαμογελά και πότε να λυπάται. Αυτό το θεώρησε ως σημείο της πίστεώς του στη Μάρτυρα και η ψυχή του γέμισε με χαρά και λύπη μαζί. Μαζί με την σύζυγό του ικέτευσαν την αθληφόρο Αγία, να λύσει τα δεσμά της στειρώσεώς τους και να τους χαρίσει ένα παιδί. Έτσι, όταν τους πήρε για λίγο ο ύπνος, ο Ευνομιανός είδε σε όνειρο την Αγία Γλυκερία, η οποία του είπε: «Γι’ αυτό μου δημιουργείς κόπους, άνθρωπέ μου, και μου ζητάς αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να σου δώσει; Όμως, εάν στ’ αλήθεια δίνεις τον λόγο σου πως θ’ αποκτήσετε καρδιά και πνεύμα ταπεινό και πως ποτέ δεν θα καυχιέσαι σε βάρος των άλλων, ευχή κάνω να σου δώσει με τις πρεσβείες μου ο μεγαλόδωρος Κύριος, το γρηγορότερο, ένα κορίτσι. Αυτό θα το ονομάσεις Ελισάβετ, γιατί θα αναδειχθεί όμοια στην ψυχή με την μητέρα του Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτισθού».
Ο πατέρας της Οσίας συμφώνησε ότι θα κάνε αυτό που ζήτησε η Αγία Γλυκερία. Τότε εκείνη τον σφράγισε με το σημείο του Σταυρού και έφυγε. Η γυναίκα του συνέλαβε αμέσως και μετά από τη συμπλήρωση εννέα μηνών γέννησε κορίτσι.
Όταν η Ελισάβετ έγινε δώδεκα ετών, η μητέρα της έφυγε από την πρόσκαιρη ζωή. Μετά από τρία χρόνια έφυγε από την ζωή και ο πατέρας της. Η μακαρία Ελισάβετ απέμεινε ορφανή. Όμως αμέσως εμπιστεύθηκε τον εαυτό της στον Θεό και διακρίθηκε στη διακονία των φτωχών και των ελαχίστων αδελφών της. Χάρισε την περιουσία της στους φτωχούς και έτσι με τα χέρια τους την κατέθεσε στον Θεό, ενώ στους δούλους χάρισε την ελευθερία τους.
Έπειτα αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Έφθασε στη μονή του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, που είχε το όνομα «Μικρός Λόφος» και που ηγουμένη εκεί ήταν κάποια θεία από τον πατέρα της. Στη μονή αυτή απαρνήθηκε τα εγκόσμια και τις βιοτικές μέριμνες και εκάρη μοναχή. Ζούσε με σκληραγωγία, νηστεία και άσκηση και περπατούσε ανυπόδητη. Το σώμα της ποτέ δεν δέχθηκε να το πλύνει με νερό. Το διατηρούσε όμως καθαρό λούζοντάς το καθημερινά με τις αστείρευτες πηγές των δακρύων της. Έτσι έφθασε στα ύψη της αγιότητας και ο Άγιος Θεός την αξίωσε του προορατικού χαρίσματος και αυτού της θαυματουργίας.
Δύο χρόνια αργότερα η ηγουμένη της μονής έφυγε από την παρούσα ζωή, αφού όρισε διάδοχό της την Οσία Ελισάβετ, την οποία εγκατέστησε ο Πατριάρχης Γεννάδιος Α’ (458 – 471 μ.Χ.).
Η Οσία γέμιζε με φως αυτούς που με πίστη την πλησίαζαν. Κάποτε, την ώρα που ετελείτο η Θεία Λειτουργία στο ναό, είδε να αστράφτει ένα απερίγραπτο φως και το Πανάγιο Πνεύμα να κατέρχεται μετά τον Χερουβικό ύμνο μέσα στο Θυσιαστήριο και να καλύπτει τον ιερέα που στεκόταν μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Η Οσία πλημμύρισε από θάμβος και έκπληξη. Όμως αυτό δεν το είπε σε κανένα, μέχρι που έφθασε ο καιρός της εκδημίας της στον Θεό. Όσο πλησίαζε η ώρα της, ο πόθος της – όπως έλεγε – να δει την πατρίδα της, περίσσευε. Ήλθε λοιπόν στην Ηράκλεια και προσκύνησε τους εκεί σεπτούς ναούς των Αγίων. Και εκεί, στο ναό της Θεοτόκου, είδε σε όραμα την Παναγία, που την υποδέχθηκε. Το πρόσωπο της Θεοτόκου το αναγνώρισε σε εικόνα, όταν έφθασε στο ναό του Ιερομάρτυρα Ρωμανού. Η φωνή της Παναχράντου την κάλεσε να επιστρέψει στο μοναστήρι της, γιατί ο καιρός της κοιμήσεώς της ήταν κοντά. Έτσι η Οσία Ελισάβετ, αφού επέστρεψε πίσω, κοιμήθηκε με ειρήνη. Το ιερό λείψανό της ενταφιάσθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου, μένοντας ακέραιο και ανέπαφο.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καὶ τοὶς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τᾶς ἀπαρχᾶς, ἀμέμπτω σου πολιτεία, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ἐλισάβετ τό πνεῦμά σου.
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς παρθενίας τέμενος, καὶ ἀρετῶν θησαύρισμα, τὴν τῶν θαυμάτων βλυσταίνεις χρηστότητα, ὥσπερ πηγὴ ἀκένωτος, καὶ ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἐλισάβετ καθαίρεις τὰ ἀρρωστήματα, τῶν εὐλαβῶς ψαλλόντων, τῷ Κτίσαντι· Ἀλληλούϊα.
Ἦχος πλ. γ’. Θείας πίστεως.
Πόνους ἤνεγκας, τῆς ἐγκρατείας, χάριν εἴληφας, τῆς ἀπαθείας, καὶ ἰαμάτων Ἐλισάβετ θεόπνευστε, τοῦ θεραπεύειν παντοῖα νοσήματα, καὶ ἀπελαύνειν δαιμόνων ἐνέργειαν· Ἀξιάγαστε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὡς ἐπαγγελίας δῶρον σεμνόν, τῶν ἐπηγγελμένων, κατηξίωσαι ἀγαθῶν, βίῳ καταλλήλῳ, Ὁσία Ἐλισάβετ, ὧν καὶ ἡμᾶς λιταῖς σου, Μῆτερ ἀξίωσον.
-
- Άγιος Σάββας ο Στρατηλάτης, ο Γότθος.
Ο Άγιος Σάββας ήταν στην καταγωγή Γότθος και έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ., στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270-275 μ.Χ.), και υπηρετούσε στη Ρώμη. Ο βασιλιάς δεν γνώριζε ότι ο Σάββας ήταν χριστιανός, αλλά και αυτός δεν θεώρησε ότι έπρεπε να προφυλαχθεί όταν διώκονταν και φυλακίζονταν οι χριστιανοί. Ο ίδιος πήγαινε τρόφιμα στους φυλακισμένους και τους πρόσφερε την αδελφική του αγάπη και συμπαράσταση. Όμως, οι αξιωματικοί των φυλακών τον κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα, που μάταια προσπάθησε να τον πείσει να θυσιάσει στα είδωλα. Τότε διέταξε και του έσχισαν τις πλευρές και τις πληγές του έκαψαν με αναμμένες λαμπάδες. Αλλά η καρτερία του Σάββα, φάνηκε αντάξια της πίστης του. Αφού είδαν ότι δεν μπορούσαν να κατορθώσουν τίποτα, αποφασίστηκε ο θάνατος του. Επειδή όμως είχε μεγάλο αξίωμα, η είδηση ότι θα θανατωθεί, έφερε στον τόπο της εκτέλεσης του πλήθη θεατών. Αφού έβρασαν λοιπόν ένα καζάνι με πίσσα, ο επικεφαλής του αποσπάσματος, διέταξε να ρίξουν τον μάρτυρα μέσα. Αλλά από θαύμα ο Άγιος παρέμεινε αβλαβής. Το θέαμα κίνησε μεγάλο θαυμασμό, και 70 από τους εκεί ειδωλολάτρες πίστεψαν στο Χριστό και επί τόπου αποκεφαλίστηκαν. Τον δε Σάββα, αφού του έδεσαν μεγάλη πέτρα στο λαιμό, τον έριξαν στον ποταμό Τίβερη και έτσι πήρε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου το έτος 272 μ.Χ..
- Όσιος Ξενοφών κτήτορας της φερωνύμου μονής του Αγίου Όρους.
Ο Όσιος Ξενοφών έζησε κατά τα τέλη του 10ου αιώνος μ.Χ. και σκήτεψε στο Άγιον Όρος. Καταγόταν από περιφανή και πλούσια οικογένεια και είχε σπουδαία μόρφωση. Υπήρξε σύγχρονος του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, του δομήτορος της Μεγίστης Λαύρας, στο δε βίο του μαρτυρείται ότι ο Όσιος Αθανάσιος θεράπευσε τον αδελφό του Οσίου Ξενοφώντος, Θεόδωρο, ο οποίος έπασχε από την ανίατη νόσο του καρκίνου.
Όταν ήλθε ο Όσιος Ξενοφών στον χώρο όπου σήμερα υπάρχει η επ’ ονόματί του φερομένη μονή, βρήκε κατά την παράδοση μικρό ναΐσκο του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου και τη θαυματουργή εικόνα του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Η εικόνα αυτή βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο της εικονομαχίας, όταν οι άγιες εικόνες κατακαίγονταν από τους ασεβείς και αιρετικούς. Τότε η Αγία αυτή εικόνα, μαζί με άλλες, ρίχθηκε στη φωτιά. Αλλά, ω του θαύματος!, η φωτιά σβήστηκε και η εικόνα βρέθηκε σώα και αβλαβής προς καταισχύνην των ασεβών. Τότε ένας από αυτούς, ο θρασύτερος και τολμηρότερος από όλους, αφού έλαβε μάχαιρα χτύπησε την μορφή του Αγίου στον πώγωνα και αμέσως το αίμα που έτρεξε από την πληγή παρέστησε τον Άγιο ζωντανό και θαυμαστό, να ελέγχει δε τρανώς την πλάνη των αιρετικών. Αυτό δε, φαίνεται μέχρι σήμερα.
Μετά από ότι συνέβη, οι ασεβείς εκείνοι άνθρωποι τράπηκαν σε φυγή. Ένας δε ευσεβής και φιλόθεος Χριστιανός πήρε την εικόνα με φόβο και ευλάβεια και την έφερε στην παραλία. Εκεί, αφού προσευχήθηκε θερμά στον Πανάγαθο Θεό, για να διασώσει την εικόνα, την έριξε στη θάλασσα. Έτσι η εικόνα του Αγίου Γεωργίου έφθασε στη μονή Ξενοφώντος, για να καταστεί στήριγμα και παρηγοριά των μοναστών, οροθέτης και φύλακας του ευλογημένου εκείνου τόπου.
Όταν ο Όσιος Ξενοφών είδε την αγία εικόνα και έμαθε περί της παραδόξου επελεύσεως αυτής διά της θαλάσσης, ανήγειρε με δικά του έξοδα και πολύ κόπο νέα μεγαλοπρεπέστατη μονή, την οποία αφιέρωσε στον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο και κατέστησε αυτήν αρετής φροντιστήριο, ασκήσεως γυμναστήριο, υπακοής και ταπεινοφροσύνης θείο ενδιαίτημα, σωφροσύνης κατοικητήριο, μάλιστα δε ελεημοσύνης και αγάπης οίκο.
Ο Όσιος διά της διακρίσεως και της πλήρους αγάπης καρδίας αυτού, είλκυε πάνω του τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό τον βλέπουμε να έρχεται ειρηνοποιός στις διενέξεις και στις προστριβές μεταξύ ορισμένων μονών του Άθω, που συνέβησαν κατά τις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., με αφορμή εδαφικές διαφορές και καταπατήσεις, στις οποίες έδινε τη λύση επιτυγχάνοντας την εφαρμογή του δικαίου και την τακτοποίηση όλων των ενδιαφερομένων πλευρών. Βρίσκουμε δε και τις περίφημες «ασφάλειες» αυτού, δηλαδή τα συμβόλαια ή συμφωνητικά, στα οποία και σκιαγραφείται γλαφυρά το σοφότατο του νου του, το πραότατο της καρδιάς του, το ειρηνοποιό της διαθέσεώς του, το δικαιότατο της γνώμης του, η πλούσια και βαθύτατη μόρφωση και καλλιέργειά του. Και από όλους τους πατέρες απεκλήθη «ο δίκαιος». Ο Όσιος Ξενοφών, περί το τέλος του βίου του, παραιτήθηκε από την ηγουμενία υπέρ του αδελφού του Θεοδώρου και εφησύχαζε αναμένοντας ειρηνικά την ώρα της εκδημίας του προς τον Κύριο. ο Κύριος τον ανέπαυσε με ειρήνη μεταξύ των ετών 1018 – 1035 μ.Χ.
- Άγιοι Εβδομήκοντα Στρατιώτες.
-
- Άγιοι Πασικράτης και Βαλεντίων.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Πασικράτης και Βαλεντίων κατάγονταν από το Δορύστολο της κάτω Μοισίας (περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου) και ήταν στρατιώτες χριστιανοί, κατά την εποχή πού έπαρχος ήταν ο Αυλοζάνης. Επειδή δεν ανέχονταν την προσκύνηση των ειδώλων από τους εθνικούς, έκαναν δριμύτατη παρατήρηση σ’ αυτούς που τα πίστευαν και ομολόγησαν Θεό αληθινό τον Χριστό. Συνελήφθηκαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα, ο οποίος τους παρότρυνε να προσφέρουν θυσία στον Απόλλωνα. Ο μεν Πασικράτης αρνήθηκε και, αφού τον έδεσαν με αλυσίδες, τον έριξαν στη φυλακή. Εκεί ήλθε ο αδελφός του και τον συμβούλευσε να προσφέρει έστω λίγο θυμίαμα για να σωθεί. Αλλά ο Πασικράτης τον έδιωξε και δέχτηκε με χαρά την απόφαση του ηγεμόνα ν’ αποκεφαλιστεί. Ο δε Βαλεντίων, όταν ρωτήθηκε αν συμφωνεί με αυτά που πιστεύει ο Πασικράτης. απάντησε πώς και αυτός εμμένει στη Χριστιανική του πίστη και δεν πρόκειται να θυσιάσει ποτέ στα άψυχα είδωλα. Τότε και οι δύο αποκεφαλίστηκαν, σε ηλικία, ο μεν Πασικράτης 22 ετών, ο δε Βαλεντίων 30, το έτος 297 μ.Χ.
- Άγιοι Δάναβος, Δημήτριος, Ευσέβιος, Λεόντιος, Λογγίνος, Νεστάβος, Νέων και Χριστόφορος.
-
- Άγιος Δούκας ο ράπτης από τη Μυτιλήνη.
Ο Άγιος Δούκας καταγόταν από τη Μυτιλήνη και εργαζόταν ως ράπτης σε κάποιο ραφείο της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν κάποτε πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο σπίτι κάποιου Τούρκου μεγιστάνα, που έλειπε στον στρατό, δέχθηκε άμεση επίθεση από την ακόλαστη γυναίκα του, αλλά ως άλλος σώφρων Ιωσήφ απομακρύνθηκε από το σπίτι της. Τότε εκείνη για να αποσείσει την ντροπή από πάνω της πήγε και συκοφάντησε τον Δούκα στο Βεζίρη ότι ο μάρτυρας προσπάθησε να τη βιάσει στο σπίτι της. Ο έπαρχος αμέσως συνέλαβε το Δούκα και τον οδήγησε μπροστά στο Βεζίρη ο οποίος με κολακείες και υποσχέσεις προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί το Χριστό και να γλιτώσει τη ζωή του. Ο Δούκας πεισματικά αρνήθηκε και υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Οι Τούρκοι, αφού τον έγδαραν ζωντανό, έριξαν το δέρμα του στη θάλασσα και συνέχισαν τα βασανιστήρια τους στο άψυχο και άμορφο σώμα του νεομάρτυρα. Το γεγονός αυτό έγινε στις 24 Απριλίου 1564 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη αποδεικνύοντας τον θείο έρωτα του μάρτυρα στη Χριστιανική πίστη.
-
- Άγιος Νικόλαος που μαρτύρησε στη Μαγνησία.
Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος κατοικούσε μαζί με τον πατέρα του Χατζη-Κανέλο στην πόλη Γιαγιά Κιοΐ. Ο πατέρας του ήταν επιστάτης στα κτήματα του αγά της πόλεως, που ονομαζόταν Καρά Οσουμάνογλου και έχαιρε ιδιαιτέρας εκτιμήσεως από τους εκεί Τούρκους. Σε ηλικία είκοσι δύο ετών ο Νικόλαος, αφού είχε νυμφευθεί, έλαβε την άδεια του πατέρα του και του αγά, για να μεταβεί προς τακτοποίηση διαφόρων υποθέσεων στη Μαγνησία. Εισερχόμενος στην πόλη φορούσε τουρκικά υποδήματα και φέσι στην κεφαλή. Οι υπηρέτες του δικαστού της Μαγνησίας, παρ’ ότι τον γνώριζαν, τον συνέλαβαν και τον προσήγαγαν στον δικαστή. Ο δικαστής, προσποιούμενος και αυτός ότι δεν τον γνώριζε, ρώτησε τον Μάρτυρα μήπως επιθυμούσε να ασπασθεί την θρησκεία του Μωάμεθ και προτιθέμενος να το πράξει φόρεσε, ως σημείο του πόθου του, τα τουρκικά υποδήματα και το φέσι. Ο Νικόλαος τότε απάντησε με πνευματική ανδρεία, λέγοντας: «Ο Θεός να με φυλάξει και να μην γίνει σε εμένα ποτέ να αρνηθώ την πίστη μου. Εγώ τα ρούχα αυτά τα φοράω με δική σας άδεια, επειδή ο πατέρας μου είναι υπηρέτης και δουλευτής δικός σας». Ο δικαστής τότε διέταξε να τον ραβδίσουν και όταν διαπίστωσε το άκαμπτο φρόνημα του νέου, έδωσε εντολή να τον μαστιγώσουν πολύ. Μετά την μαστίγωση ακολούθησαν κολακείες και μεγάλες υποσχέσεις για τιμές και αξιώματα, αλλά ο Νικόλαος παρέμεινε αμετάθετος στην απόφασή του να μαρτυρήσει για την αγάπη του στον Χριστό. Αφού υπέμεινε και τρίτη και τέταρτη μαστίγωση, τον έριξαν στη φυλακή, όπου ομολογώντας τον Χριστό και χαίροντας για τα παθήματά του, παρέδωσε το πνεύμα του, το έτος 1776 μ.Χ. (κατ’ άλλους 1769 μ.Χ ή 1796 μ.Χ).
- Όσιος Σάββας ο εν τω Σπηλαίω.
- Όσιος Θαυμαστός.
- Όσιος Θωμάς ο διά Χριστόν σαλός.
- Όσιος Αλέξιος ο Έγκλειστος.
Ο Όσιος Αλέξιος έζησε κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ. στη Ρωσία και μόνασε, ως έγκλειστος, στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Κοιμήθηκε με ειρήνη. Τα ιερά λείψανά του ξαναβρέθηκαν το έτος 1675 μ.Χ., χάρη σε μια κατολίσθηση που επακολούθησε ενός σεισμού που εκείνο τον χρόνο χτύπησε το Κίεβο. Στην συνέχεια τοποθετήθηκαν δίπλα σε εκείνα του Αγίου Σάββα της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου. Ο βίος του Αγίου δεν καταγράφηκε. Η μνήμη του Οσίου Αλεξίου μνημονεύεται, επίσης, στις 28 Σεπτεμβρίου, στην κοινή εορτή των Αγίων μοναχών της Λαύρας των κοντινών Σπηλαίων και τη δεύτερη εβδομάδα της Τεσσαρακοστής, στην κοινή μνημόνευση των θαυματουργών Πατέρων της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου.
-
- Άγιος Μελίτων Αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας.
Ο Άγιος Μελίτων έζησε κατά τα τέλη του 6ου και τις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ. Ήταν μέλος της δευτέρας ομάδας των μοναχών, τους οποίους απέστειλε στη Βρετανία ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, Επίσκοπος Ρώμης (τιμάται 12 Μαρτίου), προς ενίσχυση του Αρχιεπισκόπου Αυγουστίνου. Το έτος 604 μ.Χ. ο Άγιος χειροτονήθηκε Επίσκοπος των Ανατολικών Σαξόνων με έδρα το Λονδίνο. Είλκυσε στην ορθόδοξη πίστη τον βασιλέα Σάμπερτ, ο οποίος τον βοήθησε πολύ στο ιεραποστολικό του έργο. Ο Άγιος Μελίτων εξελέγη, το έτος 619 μ.Χ., Αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 624 μ.Χ.
- Όσιος Ιωσήφ ο Ομολογητής εκ Ρουμανίας.
Ο Όσιος Ιωσήφ είναι ο πρώτος ησυχαστής του όρους Μπιζερικάνι της Μολδαβίας, στη Ρουμανία, αλλά και ο ιδρυτής της τοπικής μονής. Γεννήθηκε κατά τον 15ο αιώνα μ.Χ. σε ένα χωριό της περιοχής του Νέματ και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχικό βίο. Εκάρη μοναχός στη μονή της Μπιστρίτα και, επειδή επιθυμούσε περισσότερη ησυχία, ζήτησε την ευλογία του ηγουμένου Δομετιανού και αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους. Επισκέφθηκε τον Πανάγιο Τάφο και έπειτα αποσύρθηκε στην έρημο του Ιορδάνη. Η αυστηρή ασκητική ζωή, οι αγρυπνίες, οι προσευχές και η νηστεία του Οσίου, άρχισαν να συγκεντρώνουν γύρω του πλήθος μοναχών και μαθητών. Η νέα αδελφότητα αποτελούνταν από δεκαπέντε Ρουμάνους και δύο Έλληνες και ακολουθούσε πιστά το παράδειγμα του ασκητικού βίου του στάρετς. Κατά την διάρκεια της εβδομάδος ο καθένας ζούσε κατά μόνας στο κελλί του και έτρωγε ελάχιστα μία φορά την ημέρα μέχρι τη δύση του ηλίου. Την Κυριακή, την ημέρα της Αναστάσεως, όλοι συνάγονταν στη μονή του Οσίου Γερασίμου του Ιορδανίτου για να εκκλησιασθούν και να κοινωνήσουν. Αυτή την ημέρα έτρωγαν όλοι μαζί και ο χρόνος περνούσε με ψαλμωδίες και πνευματικές συζητήσεις. Το βράδυ ο καθένας επέστρεφε στο κελλί του για μια ακόμη εβδομάδα ασκήσεως και σιωπής.
Όμως οι επιδρομές των Αράβων στους Αγίους Τόπους ανάγκασαν τον Όσιο Ιωσήφ και τους μαθητές του να καταφύγουν στη Μολδαβία, στη μονή Μπιστρίτα και στην συνέχεια στο όρος Μπιζερικάνι. Εδώ ο Όσιος έχτισε ένα ξύλινο ναό και ένα κελλί, ενώ οι μαθητές του Σίμων, Μεθόδιος, Βαρνάβας, Αβέρκιος, Γερμανός και Πύρρος εγκαταστάθηκαν στους γύρω λόφους. Την παρουσία τους εκεί, μαρτυρούν σήμερα τα τοπωνύμια, όπως «όρος του Σίμωνος», «όρος του Μεθοδίου», «όρος του Βαρνάβα». Οι κανόνες του ασκητικού βίου στη νέα ασκητική παλαίστρα, ήταν οι ίδιοι με αυτούς που εφάρμοζαν και στον Ιορδάνη. Αδιάλειπτη προσευχή, σιωπή, εξομολόγηση, αγρυπνίες, Θεία Κοινωνία. Ο Όσιος προσπαθούσε να εφαρμόσει την ακοίμητη ζωή των Νηπτικών Πατέρων σύμφωνα με την παράδοση της μονής Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Όσιος Ιωσήφ έζησε στο ασκητικό του όρος περισσότερο από τριάντα χρόνια και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1711 μ.Χ.
-
- Άγιος Ηλίας ο Ομολογητής εκ Ρουμανίας.
Ο Άγιος Ηλίας, ο Ομολογητής, γεννήθηκε το έτος 1600 μ.Χ. στην Τρανσυλβανία και καταγόταν από πτωχή και ευσεβή οικογένεια. Από νεαρή ηλικία αγάπησε τον μοναχισμό και έγινε μοναχός στη μονή Πούτνα. Λόγω της θεοφιλούς πολιτείας του, μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Τρανσυλβανίας Γενναδίου (κοιμήθηκε 3 Σεπτεμβρίου 1640 μ.Χ.) και με τη συγκατάθεση του βοεβόδα της Μολδαβίας Βασιλείου Λούπου, εξελέγη Επίσκοπος Τρανσυλβανίας. Ο Άγιος υπερασπίσθηκε, ως Επίσκοπος, την ορθόδοξη πίστη με όλη του τη δύναμη. Γι’ αυτό φυλακίσθηκε και υπέφερε τα πάνδεινα. Μετά από εννέα μήνες έγκλειστου βίου στη φυλακή, απελευθερώθηκε και πήγε στη Μολδαβία. Κατά το έτος 1656 μ.Χ. εξελέγη Επίσκοπος στο Χους και πάλι αγωνίσθηκε σκληρά για την υπεράσπιση της Εκκλησίας και της ορθοδόξου πίστεως. Ο Άγιος Ηλίας κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1678 μ.Χ.
-
- Άγιος Σάββας ο Ομολογητής εκ Ρουμανίας.
Ο Άγιος Σάββας, ο Ομολογητής, κατά κόσμον Συμεών, έζησε τον 17ο αιώνα μ.Χ. στην Τρανσυλβανία. Αφού πέρασε κάποιο διάστημα στη μονή Κομάνα, όπου διδάχθηκε τα ιερά γράμματα, διορίσθηκε ως ιερέας στην περιοχή Αράντ. Το έτος 1656 μ.Χ. εξελέγη Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας και ποίμανε το ποίμνιό του με ιερό ζήλο και αγάπη. Για τον λόγο αυτό, το έτος 1680 μ.Χ. , εκθρονίσθηκε και φυλακίσθηκε. Επί τρία ολόκληρα χρόνια υπέφερε στη φυλακή, για την αγάπη του Χριστού, πάνδεινα βασανιστήρια. Αποφυλακίσθηκε το έτος 1683 μ.Χ. και μετά από λίγο καιρό, λόγω των κακουχιών και των βασάνων, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Θεό.
- Άγιοι Αχιλλέας και Ευτέξιος ο ιερομάρτυρας.
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Μόλχα της Ρωσίας.
- Σύναξη της Παναγίας της Καμαριώτισσας στην Σαμοθράκη
Στο χωριό Καμαριώτισσα της Σαμοθράκης, το λιμάνι του νησιού και στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Καμαριωτίσσης. Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο την Πέμπτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος.
Στα χρόνια της εικονομαχίας αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονική στιγμή, αλλά στα μέσα της Άνοιξης και μάλιστα την Πέμπτη της Διακαινησίμου εκείνης της χρονιάς, συνέβη το θαυμαστό γεγονός της εύρεσης της ιεράς εικόνας της Παναγίας στο νησί της Σαμοθράκης.
Το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη κατά προσέγγιση μεταξύ πρώτης ή στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 9ου μ.Χ. αιώνα.
Κατά τα ξημερώματα κάποιοι ψαράδες ήταν μαζεμένοι στον ορμίσκο στα βορειοδυτικά του νησιού εκεί που είναι το σημερινό επίνειο και ασχολούνταν με την τακτοποίηση των διχτύων όταν διέκριναν στο βάθος του ορίζοντα ένα φως λαμπερό χωρίς όμως να βλέπουν κάτι να επιπλέει στη θάλασσα.
Όσο περνούσε η ώρα το φως γινόταν πιο ζωηρό και μαζί του μεγάλωνε η περιέργεια και η απορία τους καθώς δε μπορούσαν να εξηγήσουν τι ήταν αυτό το φως που έβλεπαν και που συνεχώς τους πλησίαζε.
Πράγματι, δεν έπεσαν έξω. Ενώ το φως ολοένα και ερχόταν πιο κοντά τους, οι αχτίδες που σκόρπιζε γίνονταν πιο διακριτές και οι αντανακλάσεις έμοιαζαν με πλεούμενο που κατευθυνόταν στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες σταμάτησαν τη δουλειά τους κι άρχισαν να συζητάνε για το παράξενο φαινόμενο κάνοντας υποθέσεις ανάλογα με τη φαντασία που διέθετε ο καθένας τους.
Η περιέργεια τους έφτασε στο αποκορύφωμα όταν το περίεργο θέαμα έφτασε πολύ κοντά και παρά τις προσπάθειες τους να το δουν καθαρά δεν τα κατάφερναν παρ’ όλο που σκαρφάλωναν άλλοι στα βράχια κι άλλοι στα δέντρα και τούτο γιατί τους εμπόδιζε να δουν καθαρά η λάμψη που εξέπεμπε καθώς και ο μικρός όγκος του σε σύγκριση με τα κύματα.
Έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να το πλησιάσουν και να λυθεί το μυστήριο. Στη μια βάρκα μπήκαν δύο βαρκάρηδες και στην άλλη ένας μονάχος του και κωπηλατώντας άρχισαν όλοι μαζί να πλέουν προς το παράξενο και μυστηριώδες πλεούμενο που τώρα βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη από μισό μίλι.
Η μια βάρκα ακολουθούσε την άλλη σε μικρή απόσταση όταν φθάνοντας περίπου σε απόσταση εκατόν οργιές από τη στεριά και σα να υπήρξε κάποιο σύνθημα μεταξύ τους σταμάτησαν να κωπηλατούν και περίμεναν να φτάσει το πλεούμενο.
Έτσι ακριβώς κι έγινε. Ένα μικρό αντικείμενο που χρύσιζε από τις ακτίνες του ήλιου, σπρωγμένο από το ρεύμα της θάλασσας, αφού έκανε έναν κύκλο ήρθε και σταμάτησε ανάμεσα στις δύο βάρκες.
Οι βαρκάρηδες μόλις το είδαν το πλεύρισαν, τραβώντας γρήγορα κουπί, και τότε αντίκρυσαν εμπρός τους ένα μεταλλικό κουτί κλεισμένο ερμητικά. Αφού το περιεργάστηκαν με προσοχή θέλησαν να μάθουν τι ήταν αυτό που έκρυβε. Στην πρώτη βάρκα ο ένας ψαράς κρατούσε το κιβώτιο όσο ο άλλος τραβούσε κουπί, ενώ ο δεύτερος ψαράς ακολουθούσε ώστε να φτάσουν στην ακτή όπου τους περίμεναν οι υπόλοιποι γεμάτοι αγωνία. Αφού έφτασαν επιτέλους στην ακτή και τους περιτριγύρισαν όλοι, έδεσαν γρήγορα τις βάρκες τους όπως – όπως κι επιδόθηκαν με βιασύνη στο άνοιγμα του μεταλλικού κουτιού ενώ όλοι τους έκαναν διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κρυμμένο θησαυρό.
Πράγματι, θησαυρός υπήρχε και μάλιστα ανυπολόγιστης αξίας. Αντίκρυσαν μιαν εικόνα με τη σεβάσμια μορφή της Θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το Υιό της και Κύριο μας, Ιησού Χριστό, που στα χέρια του κρατούσε το σύμπαν. Η δε εικόνα έφερε τον τίτλο «Παναγία η Καμαριώτισσα».
Μεγάλο δέος κατέλαβε τις ψυχές όλων και με χαρά κι ανέκφραστη αγαλλίαση δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό. Αφού έβγαλαν από τις αποσκευές τους ένα καθαρό υφαντό, το έστρωσαν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και πάνω του απόθεσαν τη σεβάσμια εικόνα αφού με φόβο και ευλάβεια προσκύνησαν εμπρός της. Ύστερα αποφάσισαν μόλις βραδυάσει να τη μεταφέρουν στα φτωχόσπιτά τους καθότι στα μέρη τους δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο οίκημα.
Μετά ασχολήθηκαν πάλι με το φαινόμενο και κυρίως με τον παράδοξο τρόπο άφιξης της εικόνας κι όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος. Πάλι οι τρεις βαρκάρηδες άρχισαν να περιγράφουν με περισσή λεπτομέρεια τα συμβάντα, αναφέροντας κι επισημαίνοντας ότι κατά την πορεία σταμάτησαν να κωπηλατούν γιατί τα χέρια τους είχαν παραλύσει και κανείς από τους τρεις δεν τολμούσε να ανακοινώσει στον άλλον τι ακριβώς του συνέβαινε. Έδιναν την εντύπωση ότι σταμάτησαν γιατί βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής. Τα ονόματα τους που σώθηκαν προφορικά, σύμφωνα με την παράδοση, αφού δε γνώριζαν γραφή είναι Παύλος ο μεγαλύτερος, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του τον Ραξή, ο οποίος πήρε την εικόνα και τη μετέφερε στην ακτή, ενώ στην άλλη βάρκα επέβαινε κάποιος ονόματι Λάμπρος. Στο δε γεύμα που ακολούθησε το μεσημέρι, συζητούσαν το πότε και που θα τοποθετούσαν την ιερή εικόνα της Αειπαρθένου Θεοτόκου. Η αρχική τους σκέψη να διαφυλάξουν την εικόνα σε κάποιο σπίτι άλλαξε στη συνέχεια και αποφάσισαν από κοινού να την εγκαταστήσουν στον αρχικό τόπο που έφτασε, για να γίνει η Προστάτιδα τους. Αφού όλοι συγκατατέθηκαν, ανέβηκαν σαράντα βήματα πιο πάνω από το σημείο αυτό και στα ερείπια που είχαν απομείνει από κάποιο Ναό έφτιαξαν μια θέση σαν θρόνο στην Κυρία του Ουρανού και τοποθέτησαν εκεί πάνω την Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας την Πέμπτη μετά το Πάσχα.
Γι’ αυτό και προς τιμήν Της εκείνη την ημέρα τελείται πανήγυρις όπου συμμετέχει όλος ο λαός του νησιού στη γιορτή που είναι πασίγνωστη με το όνομα «Το πανηγύρι της Καμαριώτισσας».
Οι παραπάνω ψαράδες και όλοι οι άλλοι κάτοικοι του νησιού παρά τις ασχολίες τους για την καθημερινή διαβίωση φρόντισαν με λατρεία την Πανάχραντο, ώστε ποτέ να μην Της λείψει το θυμίαμα, το κερί και το λάδι, και το κανδήλι Της να μη παύσει ποτέ να αναδίδει το φως το ιλαρό που παρέχει ελπίδα και παρηγοριά σε όλους μας.
Με το πέρασμα του χρόνου χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι που στη συνέχεια ευπρεπίσθηκε ώστε όλοι Σαμόθρακες να προσέρχονται και να ασπάζονται ευλαβικά την θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία Της σε δύσκολες στιγμές και χαλεπούς καιρούς. Γιατί η Παναγία αποδείχτηκε προστάτιδα σε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο, φύλακας για τους ανάπηρους, συγκυβερνήτης αυτών που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Και από τότε όλοι συνήθιζαν να λένε «πάμε να ανάψουμε μια λαμπάδα, ν’ ανάψουμε το κανδήλι και να προσκυνήσουμε την Καμαριώτισσα». Για τα άπειρα θαύματα Της δεν υπάρχει γλώσσα που μπορεί να τα αναφέρει και να τα απαριθμήσει. Γιατί Αυτή είναι για το νησί μια ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων και θεραπειών για όλον τον κόσμο. Χαρίζει το φως στους τυφλούς, απελευθερώνει τους δαιμονισμένους, θεραπεύει τους αρρώστους και τους γεμίζει δύναμη. Εισακούει τα παρακάλια από τις άτεκνες γυναίκες και τις χαρίζει το παιδί που επιθυμούν. Τους ναυτικούς που Την επικαλούνται, όταν είναι σε κίνδυνο, τους διασώζει και όλους τους ανθρώπους, σε θάλασσα και στεριά, όταν υποφέρουν απαλύνει τον πόνο τους. Κι έγινε ελπίδα και παρηγοριά, στολίδι και κόσμημα του νησιού. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας και προστάτιδα υπέρμαχος όλων. Ας είναι ευλογημένη η Χάρη Της.
«Τη αυτή ήμερα, τη Πέμπτη της Διακαινησίμου, έκκλησιαστικήν εορτήν και πανήγυριν τελούμεν εις τιμήν και μνήμην της Παναγίας Θεοτόκου εν τω φερωνύμω Ναώ και τη κώμη Καμαριωτίσση, εις ανάμνησιν της εκ των εικονομάχων διασώσεως, της ιεράς και σεβάσμιας εικόνος, της Παναγίας της Καμαριωτίσσης· ήτις δια θαυμάσιου και παραδόξου τρόπου, εν τη Σαμοθράκη αφίχθη, των θαλασσίων κυμάτων επιβαίνουσα. Κατέστη δε εν ημίν, Προστάτις υπέρμαχος, αγλάισμα και κλέος λαμπρότατον έτι δε και την προσωνυμίαν τω τόπω προσήνεγκε».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι, ἀξιωθῶμεν, καὶ ὑμνήσωμεν, τὴν Πολιοῦχον, Καμαριωτίσσης εἰκόνα τὴν πάνσεπτον. Τῶν θλιβομένων ἐστὶ παραμύθιον, καὶ ἰαμάτων πηγὴ ἀνεξάντλητος. Μῆτερ Πάναγνε, ἀεὶ τῷ Υἱῷ σου ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον Συνάναρχον Λόγον.
Σεβασμίαν εικόνα της Θεομήτορος, την εν θαλάσση οφθείσαν, την επισκέπτιν ημών, προσκυνούμεν ευλαβώς και ασπαζόμεθα˙ ότι ηυδόκησεν ελθείν, απαλλάξαι των δεινών και χάριτας δωρ.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Εἰ καὶ ἐν τάφῳ.
Εἰ καὶ ἐν πόντῳ ἐτέθης Πανάχραντε, ἀλλὰ πελάγους διῆλθες τήν ἔκτασιν· καὶ κατέστης ναυτιλλομένων ἡ πλοηγός, τὸ σεπτὸν Σαμοθράκης καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα· καὶ τοὺς σοῦς δεομένους φυλάττεις Ἀπείρανδρε· ἡ τοῖς νοσοῦσι, παρέχουσα ἴασιν.
Μεγαλυνάριον
Ἃσπίλε ἀμόλυντε καὶ ἁγνή, θείαν σου εἰκόνα ἐπισκέπτιν τὴν προσφιλῆ· τὴν διασωθεῖσαν, ἐκ τῶν εἰκονομάχων, ἐν πίστει προσκυνοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.
- Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής
O Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής, καταγόταν από το χωριό Γρανίτσα Αγράφων. Γονείς του ήταν ο ευσεβής Δημήτριος και η ενάρετη Στατήρα, οι οποίοι ανέθρεψαν τον Μιχαήλ «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Μετά τον θάνατο του πατέρα του έφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου εξάσκησε το επάγγελμα του αρτοποιού, όλα δε τα χρήματα του τα μοίραζε στους πτωχούς και αδύνατους αδελφούς του.
Όταν προσπάθησε να κατηχήσει ένα τουρκόπουλο στη χριστιανική πίστη, εκείνο τον κατήγγειλε και ο Μιχαήλ οδηγήθηκε βίαια στο κριτήριο. Στην ανάκριση, όπου με παρρησία και βαθιά θεολογική γνώση απάντησε στις ερωτήσεις του κριτή, προσπάθησε να προσηλυτίσει και αυτούς τούς δικαστές του. Με συγκίνηση και θάρρος τόνισε στον δικαστή: «Μή χάνεις καιρόν ἀλλά παράδοσόν με εἰς τόν Θεόν μίαν ὥραν πρότερον ὅτι θέλω καί ἀγαπῶ νά γίνω θυσία τοῦ Κυρίου μου, νά ψηθῶ ὡς ἄρτος ἡδύς, νά βαλθῶ εἰς τήν Τράπεζαν τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί νά προσφερθῶ ὡς εὐῶδες θυμίαμα εἰς αὐτόν». Τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο και τον έκαψαν ζωντανό στη Θεσσαλονίκη στις 21 Μαρτίου 1547 μ.Χ., ημέρα Πέμπτη και ώρα ενάτη, στο προαύλιο του Ιερού Ναού της Υπαπαντής του Σωτήρος.
Το μαρτύριο του Αγίου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται και στον υπ’ άριθ’ 727 Κώδικα του XVIII αιώνα στη Μονή Ξενοφώντος Άγιου Όρους, και στον υπ’ αριθ. 2142(129) Κώδικα του XVIII αιώνα της Μονής Εσφιγμένου. Το Μ. Ευχολόγιο αναφέρει τη μνήμη του στις 10 Μαρτίου 1544 μ.Χ.
Ο Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής εορτάζει την Πέμπτη της Διακαινησίμου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν ἀγγελώνυμον Μιχαὴλ ἅπαντες καὶ Νεομάρτυρα ἀνευφημήσωμεν, Γρανίτσης γόνον ἐκλεκτόν, Θεσσαλονίκης τὸ σέβας τιμῶντες· ὃς ἐναθλησάμενος ὡς οἱ παῖδες εἰς κάμινον, ῥείθροις τῶν αἱμάτων του ἀσεβείας πῦρ ἔσβεσεν· Χριστὸν οὖν ἐν αὐτῷ ἱκετεύσωμεν, αὐτοῦ πρεσβείαις βοῶντες πυρῶσαι εὐλαβείας τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μιχαὴλ Νεομάρτυρα νῦν τιμήσωμεν, Ταξιάρχου συνώνυμον μακαρίσωμεν καὶ Χριστὸν τὸν Λυτρωτὴν ἡμῶν δοξάσωμεν· ὅτι ἀθλήσει καὶ πυρὶ οὗτος μετήλλαξε τὸ ζῆν τῇ πόλει τοῦ Δημητρίου, πορείαν Γένους φωτίζων, ὡς ἄστρον θεῖον ἀεὶ δεικνύμενος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σοφίᾳ τῇ θεόθεν δεδομένῃ κοσμούμενος, ἐξήρυξας εὐτόλμως τοῦ Σωτῆρος τὸ ὄνομα, καὶ τούτῳ ὡς θυσία καθαρά, προσήχθης τῷ πυρὶ τελειωθείς· διὰ τοῦτο Νεομάρτυς σε Μιχαήλ, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀθλητής θεόσοφος, καὶ στατιώτης γενναῖος, Μιχαὴλ μακάριε, Χριστοῦ ἀθλήσας ἐδείχθης· πᾶσαν γάρ, καταπατήσας ἐχθροῦ μανίαν, ἤνεγκας, τὸν ἐν πυρὶ θάνατον χαίρων, καὶ ὡς θεῖον ἱερεῖον, Χριστῷ προσήχθης, τῷ σὲ δοξάσαντι.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ Γρανίτσης θεῖος βλαστός, ὁ Χριστὸν δοξάσας, δι’ ἀθλήσεως θαυμαστῆς· χαίροις ὁ Κυρίῳ προσενεχθεὶς ὡς θῦμα, ὦ Μιχαὴλ ἐνέγκας, πυρὸς τὴν ἔκκαυσιν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Πρῶτον τῆς Δωδεκάδος τὸν ἀθλητὴν καὶ νεομαρτύρων Εὐρυτάνων τὴν ἀπαρχήν, τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα, Μιχαὴλ τὸν θεῖον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Γρανίτσης τὸ γέρας τὸ θαυμαστὸν καὶ Θεσσαλονίκης θρέμμα ἅμα τε τὸ σεπτόν, Μιχαὴλ τὸν νέον, Χριστοῦ τὴν εὐωδίαν σὺν Δημητρίῳ πάντες νῦν εὐφημήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Δωδεκάδος ἁγίων τὴν ἀπαρχὴν καί τοῦ Ταξιάρχου τὸν ὁμότροπον ἀθλητήν, τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα ᾠδαῖς, ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις νῦν εὐφημήσωμεν.
ΠΗΓΉ: https://www.saint.gr/1254/saint.aspx