- Άγιος Μάρκος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής
- Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος, Ειρήνη και οι συν αυτοίς
- Ανάμνηση του εν τω ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού επί Κωνσταντίου
- Άγιος Κοδράτος και οι μαζί μ’ αυτόν μαρτυρήσαντες
- Εύρεσις του Τιμίου Λειψάνου του Οσίου Νείλου του Νέου του Μυροβλήτη
- Άγιος Ακάκιος
- Άγιοι Ρουφίνος και Σατορνίνος
- Όσιος Ιωάννης ο Ψυχαΐτης
- Άγιος Μάξιμος
- Όσιος Ταράσιος ο θαυματουργός «ὁ ἐν Λυκαονίᾳ»
- Μετάθεση των ιερών λειψάνων του Οσίου Ευθυμίου του Μεγάλου
- Άγιος Ιουβενάλιος ο Μάρτυρας
- Άγιος Φλάβιος ο Ιερομάρτυρας και των συν αυτώ Αγίων Μαρτύρων Αυγούστου και Αυγουστίνου των αυταδέλφων
- Όσιος Ιωάννης και οι μαθητές αυτού
- Όσιος Νείλος εκ Ρωσίας
- Άγιος Αλέξιος Τοθ ο Υπερασπιστής της Ορθοδόξου Πίστεως στην Αμερική
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Λιούμπεχ Ρωσίας
- Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου εν Ζίροβιτς Ρωσίας
- Άγιος Κύριλλος ο μάρτυρας
********************************************************************************************************
- Άγιος Μάρκος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος ήταν ανεψιός του Αποστόλου Βαρνάβα και η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία. Η καταγωγή του ήταν μάλλον από την Κύπρο, αργότερα όμως εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα. Το ιουδαϊκό όνομα του ευαγγελιστού ήταν Ιωάννης. Μάρκος ήταν το Ρωμαϊκό του επώνυμο, που πήρε κατά τη συνήθεια που υπήρχε τότε. Και μ’ αυτό έμεινε γνωστός στον χριστιανικό κόσμο.
Ο Μάρκος από πολύ νωρίς μπήκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας, συνοδεύοντας το θείο του Βαρνάβα και τον Απ. Παύλο στις διάφορες περιοδείες τους. Επίσης, εργάσθηκε για πολύ καιρό κοντά στον Απ. Πέτρο. Κατά την παράδοση, ο Μάρκος κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Βαρβαρία, και είχε χρηματίσει πρώτος επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ο ευαγγελιστής Μάρκος πιστεύεται ακόμη ότι είναι εκείνος ο νεανίσκος, που, όπως αναφέρει ο ίδιος στο Ευαγγέλιο του (Μαρ. ιδ’, 51-52), ακολούθησε τον Ιησού μετά τον Μυστικό Δείπνο στον κήπο της Γεθσημανής τυλιγμένος σ’ ένα σινδόνι, Μετά τη σύλληψη του θείου Διδασκάλου οι υπηρέτες όρμισαν και προς αυτόν. Μα ο νεανίσκος, για να γλιτώσει, αφήκε το σινδόνι κι έφυγε γυμνός.
Για τον τρόπο του θανάτου του οι γνώμες διίστανται. Η μία αναφέρει ότι πέθανε ειρηνικά στην Αλεξάνδρεια, ενώ η άλλη, ότι πέθανε δια λιθοβολισμού από τους ειδωλολάτρες. Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή, ο Απόστολος Μάρκος, κάποια μέρα που κήρυττε, τον άρπαξαν οι εχθροί της πίστεως, οι εθνικοί κι οι ειδωλολάτρες, κι αφού τον έδεσαν με σχοινιά, τον έσυραν στους δρόμους της Αλεξανδρείας, όπου και πέθανε από τα τραύματα του στις πέτρες. Το άγιο λείψανο του το περιμάζεψαν με πόνο οι χριστιανοί και το έθαψαν σ’ ένα γειτονικό χωριό.
Το σπουδαίο είναι ότι ο Μακρός έγραψε το δεύτερο κατά σειρά στην Καινή Διαθήκη Ευαγγέλιο περί το 65 μ.Χ. και είναι και το συντομότερο από τα τέσσερα κι είναι γνωστό σαν το Ευαγγέλιο των θαυμάτων του Ιησού. Μέσα σ’ αυτό ο ιερός ευαγγελιστής, παρόλο που δεν ήταν από τον κύκλο των δώδεκα αποστόλων, έχει περιλάβει αρκετά από τα γεγονότα της ζωής του Κυρίου μας. Ολίγα από τη διδασκαλία Του, τα θαύματα Του, τα Πάθη και την Ανάσταση Του. Παραλείπει την επί του όρους Ομιλία και τις πιο πολλές από τις μακρές ομιλίες του Ιησού Χριστού. Πιο πολύ ο ευαγγελιστής διηγείται αυτά που έκανε ο θείος Διδάσκαλος κι όχι αυτά που είπε. Και τούτο, γιατί κύριος σκοπός της συγγραφής του ήταν με την έκθεση αυτή των θαυμάτων να αποδείξει τη θεϊκή του Ιησού καταγωγή και τη δύναμη Του, ιδιαίτερα δια των θαυμάτων. Γι΄ αυτό και οι αγιογράφοι τοποθετούν δίπλα στον ευαγγελιστή Μάρκο ένα λιοντάρι, που είναι σύμβολο της δύναμης.
Κατά τον 9ο αιώνα έμποροι Ενετοί μετέφεραν τα άγια λείψανα στη Βενετία και τα τοποθέτησαν σ’ ένα πολύ μεγάλο και ωραιότατο ναό, που έκτισαν προς τιμή του.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Πέτρου συνέκδημος, καὶ κοινωνὸς ἱερός, τοῦ Λόγου διάκονος, καὶ ὑποφήτης σοφός, ἐδείχθης Ἀπόστολε, ὅθεν τὸ τοῦ Σωτῆρος, Εὐαγγέλιον θεῖον, Μᾶρκε διαχαράττεις, ὡς οὐράνιος μύστης, διὸ Εὐαγγελιστὰ σέ, πόθω γεραίρομεν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε ἅγιε καὶ Εὐαγγελιστά Μάρκε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τὴν χάριν τὴν τοῦ Πνεύματος, ῥητόρων πλοκάς, διέλυσας Ἀπόστολε, καί τά ἔθνη ἅπαντα, σαγηνεύσας, Μᾶρκε ἀοίδιμε, τῷ Δεσπότῃ προσήγαγες, τό θεῖον κηρύξας Εὐαγγέλιον.
Μεγαλυνάριον
Πέτρω τω Θεόπτη μαθητευθείς, των υπερκοσμίων, εχρημάτισας μιμητής· όθεν του Σωτήρος, ημίν ευηγγελίσω, ώ Μάρκε θεηγόρε, την συγκατάβασιν.
- Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος, Ειρήνη και οι συν αυτοίς
Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη συγκαταλέγονται στη χορεία των Νεοφανών Αγίων και μάλιστα εκείνων που μαρτύρησαν σχεδόν αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά με τον βίο τους γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη των Αγίων ιστορούνται με θαυματουργικό και αποκαλυπτικό τρόπο από το έτος 1959 μ.Χ. Από μία ανασκαφή που έγινε στη Θερμή της Λέσβου, ανακαλύφθηκε ο τάφος ενός αγνώστου προσώπου, που όπως αποκαλύφθηκε σε συνεχή οράματα, ανήκε στον Άγιο Ιερομάρτυρα Ραφαήλ, ο οποίος μαρτύρησε μαζί με τον Άγιο Οσιομάρτυρα Νικόλαο και την Αγία Ειρήνη. Ο τάφος και το λείψανο του Αγίου Νικολάου ανακαλύφθηκε στις 13 Ιουνίου 1960 μ.Χ.
Ο Άγιος Ραφαήλ καταγόταν από τους Μύλους της Ιθάκης και γεννήθηκε το έτος 1410 μ.Χ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης και ο πατέρας του ονομαζόταν Διονύσιος. Πριν γίνει κληρικός είχε σταδιοδρομήσει στο βυζαντινό στρατό και έφθασε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Σε ηλικία τριάντα πέντε ετών γνώρισε ένα ασκητικό και σεβάσμιο γέροντα, τον Ιωάννη, ο οποίος τον προσείλκυσε στην εν Χριστώ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ο γέροντας κατέβηκε από τον τόπο της ασκήσεώς του, για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες και κήρυξε τον λόγο του Θεού. Τότε ο αξιωματικός Γεώργιος, όταν ο γέροντας κατέβηκε πάλι τα Θεοφάνεια, αποχαιρέτισε τους στρατιώτες και τον ακολούθησε.
Μετά την κουρά του σε μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, αλλά τιμήθηκε και με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη και του πρωτοσύγκελου. Μαζί δε με τις άλλες αποκαλύψεις, ο Άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε ότι απεστάλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Εσπερία, στην πόλη της Γαλλίας που ονομάζεται Μορλαί, για να εκπληρώσει την εντολή που του ανατέθηκε. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη απεκάλυψε ότι κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου στην Αθήνα, στο λόφο που είναι το μνημείο του Φιλοπάππου.
Λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, περί το έτος 1450 μ.Χ., ο Άγιος βρέθηκε μετά από περιπλανήσεις στην περιοχή της Μακεδονίας και μόναζε εκεί.
Κοντά στον Άγιο Ραφαήλ βρισκόταν εκείνο το διάστημα ο Άγιος Νικόλαος ως υποτακτικός. Ο Νικόλαος εκάρη μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Θεωρείται Θεσσαλονικεύς στην καταγωγή, αν και αναφέρεται ότι γεννήθηκε στους Ράγους της Μηδίας της Μικράς Ασίας. Ωστόσο μεγάλωσε και ανδρώθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μόλις έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλαν ορμητικά στη Θράκη και καταλύθηκε οριστικά η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο φόβος για γενικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών στάθηκε ως αφορμή να καταφύγει ο Άγιος Ραφαήλ με την συνοδεία του από το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως, στη Μυτιλήνη. Εκεί εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους μοναχούς στην παλαιά μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία στο παρελθόν ήταν γυναικεία και ήταν χτισμένη στο λόφο Καρυές, κοντά στο χωριό Θέρμη. Ηγούμενος της μονής εξελέγη στην συνέχεια ο Άγιος Ραφαήλ.
Έπειτα από μερικά χρόνια, το έτος 1463 μ.Χ., η Λέσβος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι σε μια επιδρομή τους στο μοναστήρι, συνέλαβαν τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τη Μεγάλη Πέμπτη του ιδίου έτους. Ακολούθησαν σκληρά και ανηλεή βασανιστήρια και ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε διά σφαγής με πολύ σκληρό τρόπο. Τον έσυραν βιαίως τραβώντας τον από τα μαλλιά και την γενειάδα, τον κρέμασαν από ένα δένδρο, τον χτύπησαν βάναυσα, τον τρύπησαν με τα πολεμικά τους όργανα, αφού προηγουμένως τα πυράκτωσαν σε δυνατή φωτιά και τελικά τον έσφαξαν πριονίζοντάς τον από το στόμα.
Σε μερικές εμφανίσεις του ο Άγιος Ραφαήλ φαίνεται να συνοδεύεται από πολλούς, δορυφορούμενους τρόπον τινά, οι οποίοι διάνυσαν πριν από αυτόν τον ασκητικό βίο στη μονή των Καρυών, όπως είπε σε εκείνους που τα έβλεπαν αυτά. Αποκάλυψε επίσης, ότι η μονή αυτή, η οποία είναι γυναικεία, υπέστη επιδρομή από τους αιμοχαρείς πειρατές κατά το έτος 1235 μ.Χ. Κατά την επιδρομή εκείνη αγωνίσθηκε μαζί με τις άλλες μοναχές τον υπέρ του Χριστού καλό αγώνα η καταγόμενη από την Πελοπόννησο ηγουμένη Ολυμπία και η αδελφή της Ευφροσύνη. Η Ολυμπία τελειώθηκε αθλητικώς στις 11 Μαΐου του έτους 1235 μ.Χ., εμφανίσθηκε δε μαζί με τον μεγάλο και θαυματουργό Άγιο Ραφαήλ.
Ο Άγιος Νικόλαος πέθανε μετά από βασανισμούς, από ανακοπή καρδιάς, δεμένος σε ένα δένδρο.
Μαζί με τους Αγίους συνάθλησε και η μόλις δώδεκα χρονών νεάνιδα Ειρήνη, θυγατέρα του Βασιλείου, προεστού της Θέρμης, η οποία και εμφανίζεται μαζί τους. Αυτή μαρτύρησε ως εξής: Οι ασεβείς αλλόθρησκοι της απέκοψαν το ένα χέρι και ακολούθως την έβαλαν σε ένα πιθάρι και κατέκαυσαν την αγνή αυτή παρθένο, υπό τα βλέμματα των δύστυχων γονέων της, οι οποίοι και θρηνούσαν γοερά για τον φρικτό θάνατο του παιδιού τους.
Με τους Αγίους συνεμαρτύρησαν ο μνημονευθείς πατέρας της Αγίας Ειρήνης, Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, το μόλις πέντε ετών παιδί τους Ραφαήλ, η ανεψιά τους Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος και ο ιατρός Αλέξανδρος, των οποίων τα οστά βρέθηκαν κοντά στους τάφους των Αγίων, μέσα σε ξεχωριστούς τάφους. Το μαρτύριό τους συνέβη την Τρίτη της Διακαινησίμου, στις 9 Απριλίου του έτους 1463 μ.Χ.
Έπειτα από θαυματουργικές υποδείξεις των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έγινε γνωστή η ύπαρξη των λειψάνων τους και υποδείχθηκαν τα σημεία όπου βρίσκονταν οι τάφοι τους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
(Τοῦ Ἁγίου Ῥαφαήλ)
Τῆς Ἰθάκης τὸν γόνον καὶ τῆς Λέσβου τὸ καύχημα, Ὀσιομαρτύρων τὴν δόξαν, Ῥαφαὴλ εὐφημήσωμεν, ἀρτίως γὰρ ἡμῖν φανερωθείς, ἰάματα πηγάζει τοῖς πιστοῖς, καὶ κατ’ ὄναρ καὶ καθ’ ὕπαρ ὑπερφυῶς ὀπτάνεται τοῖς κράζουσι· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τὴ τῶν Μαρτύρων θαυμαστὴ προστασία, τῶν ἐν Θερμῇ ἠμὶν ἀρτίως φανέντων, ἀπὸ ψυχῆς προσπέσωμεν κραυγάζοντες· Ραφαὴλ μακάριε, καὶ Νικόλαε θεῖε, καὶ Εἰρήνη πάνσεμνε, πάσης ρύσασθε βλάβης, καὶ ἀναγκῶν καὶ πάσης ἀπειλῇς, τοὺς τὴ πρεσβεία ὑμῶν καταφεύγοντας.
Έτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐν Λέσβῳ, ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, αὐτὴν ἡγιάσατε, τῇ τῶν Λειψάνων ὑμῶν, εὑρέσει μακάριοι. Ὅθεν ὑμᾶς τιμῶμεν, Ῥαφαὴλ θεοφόρε, ἅμα σὺν Νικολάῳ καὶ παρθένῳ Εἰρήνῃ, ὡς θείους ἡμῶν προστάτας καὶ πρέσβεις πρὸς Κύριον.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ ἐμφανῶς ὑπὲρ Χριστοῦ ἠθληκοτες, καὶ ὑπὸ γῆν χρόνοις πολλοῖς κεκρυμμένοι, ξενοπρεπῶς ἡμῖν ἐφανερωθησαν, Ῥαφαὴλ Νικόλαος, καὶ Εἰρήνη ἡ θεία, καὶ οἱ συναθλήσαντες, μετ’ αὐτῶν θεοφρόνως, οὓς ὡς προστάτας καὶ θαυματουργούς, Ὁσιομαρτυρας, πάντες τιμήσωμεν.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, Ῥαφαὴλ τὸν θεῖον, καὶ Νικόλαον τὸν σεπτόν, ἅμα σὺν Εἰρήνῃ, τῆς Λέσβου τοὺς προστάτας, ὡς πᾶσι βοηθοῦντας, ὕμνοις τιμήσωμεν.
- Ανάμνηση του εν τω ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού επί Κωνσταντίου.
Ἦχος α’.
Τοῦ Σταυροῦ σου ὁ τύπος νῦν ὑπὲρ ἤλιον ἔλαμψεν, ὅνπερ ἐξ ὄρους ἁγίου, τόπῳ Κρανίου ἐφήπλωσας· καὶ τὴν ἐν αὐτῷ σου Σῶτερ ἰσχὺν ἐτράνωσας, διὰ τούτου κρατύνας καὶ τοὺς πιστοὺς Βασιλεῖς ἡμῶν· οὓς καὶ περίσωζε διαπαντὸς ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Ἦχος πλ. δ’.
Ὦ τρισμακάριστε Σταυρὲ καὶ Πανσεβάσμιε, σὲ ἀνυμνῶν καὶ προσκυνῶν νῦν ἁγιάζομαι, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀνυψούμενος κόσμον ἔσωσεν, ἀλλὰ πρόφθασον καὶ σῶσον τῇ δυνάμει σου, καὶ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε Ξύλον μακάριον.
Ἦχος πλ. δ’.
Ὁ διανύξας οὐρανοὺς κεκλεισμένους, ἐν οὐρανῷ περιφανεῖς τὰς ἀκτίνας, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέτειλεν ὁ ἄχραντος Σταυρός· ὅθεν οἱ τὴν ἔλλαμψιν, τῆς αὐτοῦ ἐνεργείας, δεξάμενοι πρὸς ἄδυτον, ὁδηγούμεθα φέγγος· καὶ ἐν πολέμοις ἔχομεν αὐτόν, ὅπλον εἰρήνης ἀήττητον τρόπαιον.
Ἀνοιξόν μου τὸ στόμα, Βασιλεῦ τῶν αἰώνων, καταύγασόν μου τὸν νοῦν καὶ τὰς φρένας, καὶ ἁγίασον μου τὴν ψυχήν, ἵνα ὑμνήσω Λόγε τὸ σεπτὸν ξύλον σου, κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου καὶ δίδαξον με, ἵνα πόθῳ κραυγάζω.
Χαῖρε, Σταυρὲ οἰκουμένης δόξα, χαῖρε, Σταυρὲ Ἐκκλησίας κράτος.
Χαῖρε, ἱερέων προπύργιον ἄσειστον, χαῖρε, βασιλέων διάδημα τίμιον.
Χαῖρε, σκῆπτρον τοῦ παντάνακτος Δημιουργοῦ τοῦ παντός, χαῖρε, ὅτι κατεδέξατο προσπαγῆναί σοι Χριστός.
Χαῖρε, τῶν θλιβομένων παραμύθιον μέγα, χαῖρε, τῶν ἐν πολέμοις τὸ ἀήττητον ὅπλον.
Χαῖρε, Σταυρέ, Ἀγγέλων εὐπρέπεια, χαῖρε, Σταυρέ, πιστῶν ἡ ἀντίληψις
Χαῖρε, δι’ οὗ κατεπόθη ὁ ᾍδης, χαῖρε, δι’ οὗ ἐξανέστημεν πάντες.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ὅλος ἡλιόμορφος ὁ Σταυρός, φέγγει ἀπροσίτῳ, ἀναλάμψας ἐν τῇ Σιών, τὴν τοῦ Σταυρωθέντος, Ἀνάστασιν κηρύττει, δι’ ἧς ἐκ τῆς κακίας, πάντες ἀνέστημεν.
- Άγιος Κοδράτος και οι μαζί μ’ αυτόν μαρτυρήσαντες.
Ο Άγιος Κοδράτος έζησε στα χρόνια των βασιλέων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) και Ουαλεριανού (251 – 259 μ.Χ.) στη Νικομήδεια. Συνελήφθη σαν Χριστιανός, οδηγήθηκε στον ανθύπατο Περίνιο και όταν τον ανέκρινε, ο Κοδράτος, ομολόγησε με θάρρος ότι είναι χριστιανός. Τότε τον άπλωσαν κατά γης, τον μαστίγωσαν με μαστίγια από νεύρα βοδιών και αιμόφυρτο τον έριξαν στη φυλακή.
Από τη Νικομήδεια, με προσταγή του ανθύπατου, μεταφέρθηκε στη Νίκαια, όπου δι’ αυτού πολλοί πίστεψαν στον Χριστό και θανατώθηκαν άλλοι με φωτιά και άλλοι με μαχαίρια. Εκεί αφού τον κρέμασαν, έγδαραν τις σάρκες του, τον μαστίγωσαν και τον έστειλαν στην Aπάμεια, όπου και εκεί υπέστη πολλά και ποικίλα μαρτύρια.
Από εκεί ο ανθύπατος τον οδηγούσε δέσμιο στην Καισαρεία. Στο δρόμο, πολλές φορές προσπάθησε να πείσει τον Κοδράτο να προσφέρει θυσία στους θεούς, αλλά ο μάρτυρας παρέμεινε άκαμπτος στην πίστη του. Τότε κοντά στην Ερμούπολη, διέταξε να τον βάλουν επάνω σε πυρακτωμένη σχάρα και έπειτα τον αποκεφάλισαν. Γίνεται δε η σύναξη του κοντά στην Ξηροκίρκου.
- Εύρεσις του Τιμίου Λειψάνου του Οσίου Νείλου του Νέου του Μυροβλήτη.
Ο Όσιος Νείλος καταγόταν (σύμφωνα με την Ακολουθία του που εκδόθηκε το 1847 μ.Χ.) από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας και έζησε κατά το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα μ.Χ. Από νεαρή ηλικία παρελήφθη από τον θείο του, ιερομόναχο Μακάριο, στην εκεί ιερά μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την καλουμένη του Μαλεβή, όπου και αφού εκπαιδεύθηκε με θεοσέβεια, χειροτονήθηκε διάκονος. Ποθώντας όμως και οι δύο ακόμη πιο ασκητικό βίο, μετέβησαν στο Άγιον Όρος, όπου, αφού για λίγο χρόνο ασκήτεψαν στο σπήλαιο που είχε ασκητέψει ο Όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης (τιμάται 12 Ιουνίου), στη συνέχεια μετέβησαν σε έρημη έκταση κοντά στη Λαύρα του Οσίου Αθανασίου, έκτισαν ναό τιμώμενο στο όνομα της Υπαπαντής και παρέμειναν εκεί ασκητεύοντας με αυστηρότητα.
Αργότερα ο Όσιος Νείλος, για μεγαλύτερη άσκηση, κατέφυγε σε σπήλαιο που βρισκόταν σε πολύ απόκρημνο βράχο, όπου, αφού ανήγειρε μικρό ναό, παρέμεινε ασκούμενος και νυχθημερόν προσευχόμενος καθ’ όλο τον υπόλοιπο βίο αυτού.
Ο Όσιος Νείλος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 12 Νοεμβρίου του 1651 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του σπηλαίου του. Μετά την οσία ταφή του, μύρο ευώδες ανέβλυσε από τον τάφο του, που παρείχε την ίαση σε όσους ασθενείς προσέφευγαν εκεί με πίστη.
Αργότερα, λόγω εδαφικών μεταβολών, ο τάφος του Οσίου εξαφανίσθηκε και παρέμεινε άγνωστος για πολλά χρόνια. Το 1815 μ.Χ., ο Όσιος Νείλος παρουσιάσθηκε σε κάποιον μοναχό, που ονομαζόταν Αιχμάλωτος και αφού του προείπε πολλά μέλλοντα, στην συνέχεια τον πρόσταξε να καταστήσει βατή τον οδό προς το σπήλαιό του, για να μεταβαίνουν οι μοναχοί να προσκυνούν και να λειτουργούν το ναό που είχε ιδρύσει. Αμέσως ο μοναχός Αιχμάλωτος ανακοίνωσε στους υπόλοιπους πατέρες όσα προστάχθηκαν από τον Όσιο, αυτοί δε έσπευσαν με προθυμία όχι μόνο να διανοίξουν την οδό, αλλά και να οικοδομήσουν νέο ναό προς τιμήν του Οσίου. Κατά την εκσκαφή των θεμελίων του ναού, ανευρέθη ο τάφος του και τα σεπτά λείψανά του, τα οποία ανέδιδαν άρρητη ευωδία.
Προφητεία του Οσίου Νείλου του Νέου και Μυροβλύτου
Προφητεία τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου τοῦ καὶ Μυροβλύτου, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσαντος, πρὸ 600 ἐτῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τῶν ἐν τέλει τοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων.
«Κατὰ τὸ 1900 ἔτος βαδίζοντες πρὸς τὸν μεσασμὸν τοῦ 8ου αἰῶνος ἄρχεται ὁ κόσμος τοῦ καιροῦ ἐκείνου, νὰ γίνεται ἀγνώριστος. Ὅταν πλησιάσῃ ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ σκοτισθῆ ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκὸς καὶ θὰ πληθυνθῆ σφόδρα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἀνομία. Τότε ἔρχεται ὁ κόσμος νὰ γίνεται ἀγνώριστος, μετασχηματίζωνται αἱ μορφαὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ γνωρίζωνται οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας διὰ τῆς ἀναισχύντου ἐνδυμασίας καὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς· οἱ τότε ἄνθρωποι θὰ ἀγριέψουν καὶ θὰ γενοῦν ὡσὰν θηρία ἀπὸ τὴν πλάνην τοῦ Ἀντιχρίστου. Δὲν θὰ ὑπάρχει σεβασμὸς εἰς τοὺς γονεῖς καὶ γεροντότερους, ἡ ἀγάπη θὰ ἐκλείψη, οἱ δὲ Ποιμένες τῶν Χριστιανῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, θὰ εἶναι τότε ἄνδρες κενόδοξοι, παντελῶς μὴ γνωρίζοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀριστεράν, θὰ ἀλλάξουν τὰ ἤθη, αἱ παραδόσεις τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σωφροσύνη θὰ ἀπολεσθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ βασιλεύση ἡ ἀσωτεία. Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ φιλαργυρία θὰ φθάσουν εἰς τὸν μέγιστον βαθμόν, καὶ οὐαὶ εἰς τοὺς θησαυρίζοντας ἀργύρια. Αἱ πορνεῖαι, μοιχείαι, ἀρσενοκοιτίαι, κλοπαὶ καὶ φόνοι, θὰ πολιτεύωνται, ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ διὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς μεγίστης ἁμαρτίας καὶ ἀσελγείας, οἱ ἄνθρωποι θέλουν στερηθῇ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπου ἔλαβον εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὡς καὶ τὴν τύψιν τῆς συνειδήσεως.
Αἱ Ἐκκλησίαι δὲ τοῦ Θεοῦ θὰ στερηθοῦν εὐλαβῶν καὶ εὐσεβῶν Ποιμένων καὶ ἀλλοίμονον τότε εἰς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ στερηθοῦν τελείως τὴν πίστιν, διότι θὰ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον εἰς τὰ ἱερὰ Καταφύγια διὰ νὰ εὕρουν ψυχικὴν ἀνακούφισιν τῶν θλίψεών των καὶ παντοῦ θὰ εὑρίσκουν ἐμπόδια καὶ στενοχώριας. Κὰ πάντα ταῦτα γεννήσονται διὰ τὸ ὅτι ὁ Ἀντίχριστος θέλει κυριεύσῃ τὰ πάντα, καὶ γεννήσεται ἐξουσιαστὴς πάσης τῆς Οἰκουμένης καὶ θὰ ποιῇ τέρατα καὶ σημεῖα κατὰ φαντασίαν, θέλῃ δὲ δώσῃ πονηρᾶν σοφίαν εἰς τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον, διὰ νὰ ἐφεύρῃ, νὰ ὁμιλῇ ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν της γῆς, ἕως τὴν ἄλλην, τότε θὰ πέτανται στὸν ἀέρα ὡς πτηνὰ καὶ διασχίζοντες τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ὡς ἰχθύες.
Καὶ ταῦτα πάντα ποιοῦντες οἱ δυστυχεῖς ἄνθρωποι, διαβιοῦντες ἐν ἀνέσει, μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι ὅτι ταῦτα ἐστὶ πλάνη τοῦ Ἀντιχρίστου. Καὶ τόσον θὰ προοδεύση τὴν ἐπιστήμην κατὰ φαντασίαν ὁ πονηρός, ὥστε ἀποπλανῆσαι τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὴ πιστεύῃ εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ τρισυποστάτου Θεοῦ.
Τότε βλέπων ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θέλει κωλοβώσῃ τὰς ἡμέρας, διὰ τοὺς ὀλίγους σῳζόμενους, διότι θέλει πλανῆσαι εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Τότε αἰφνιδίως θέλει ἔλθῃ ἡ δύστομος ῥομφαῖα καὶ θὰ θανατώση τὸν πλάνον καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ».
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἄνθη πανεύοσμα, τῆς αἰδίου ζωῆς, τὰ θεία σου λείψανα, ἐκ τῶν ταμείων τῆς γῆς, ἠμὶν ἀνεφάνησαν. Ὅθεν μνείαν τελοῦντες, τῆς εὑρέσεως τούτων, μέλπομεν Πάτερ Νεῖλε, τὴν δοθείσαν σοι χάριν, δι’ ἧς πάσι προστάτης, εὑρίσκῃ θερμότατος.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὰ σεπτά σου λείψανα περικυκλοῦντες, ἐξ αὐτῶν λαμβάνομεν, ἁγιασμοῦ τὰς δωρεάς, Μυροβλυτῶν ἐγκαλλώπισμα, Νεῖλε θεόφρον, Ἀγγέλων ὁμόσκηνε.
Μύρου ἀποπνέοντα τὴν ὀσμήν, καὶ μελλούσης δόξης, ἐκδηλοῦντα τᾶ ἀγαθά, ὤφθησαν τοῖς πᾶσι, τὰ θεῖα λείψανά σου· διό σε Μυροβλῦτα, Νεῖλε γεραίρομεν.
- Άγιος Ακάκιος.
Ο Άγιος Ακάκιος καταγόταν από την Καππαδοκία και έζησε στα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα. Έλαμψε και αυτός μεταξύ των απειραρίθμων ηρώων της χριστιανικής πίστης, στον διωγμό κατά της Εκκλησίας επί Γαλερίου Μαξιμιανού (286-305 μ.Χ.).
Ο Άγιος Ακάκιος υπηρετούσε στις στρατιωτικές τάξεις, και είχε διοικητή τον εκατόνταρχο Φήρμο. Κάποια μέρα αυτός, με ανωτέρα διαταγή, ανέκρινε τους στρατιώτες του για να εξακριβώσει, πόσοι και ποιοι απ’ αυτούς ήταν χριστιανοί. Μεταξύ αυτών που ομολόγησαν το Χριστό, ήταν και ο Ακάκιος. Ο Φήρμος προσπάθησε να τον μεταπείσει, αλλά μάταια. Ο Φήρμος τότε, τον έστειλε στον ανθύπατο Βιβιανό. Αυτός προσπάθησε με πολλούς και διαφόρους τρόπους – καλούς και σκληρούς- να αλλαξοπιστήσει τον Ακάκιο. Μάταια όμως. Τον έστειλε τότε στην πιο σκοτεινή φυλακή του Βυζαντίου, αφού ανελέητα τον μαστίγωσε. Αλλά και πάλι δεν κατάφερε τίποτα. Κατόπιν, ανέλαβε τον Ακάκιο ο ανθύπατος Φαλακιανός (ή Φυλακιανός). Αυτός στην αρχή τον φυλάκισε, αλλά όταν είδε την άκαμπτη εμμονή του, διέταξε και τον αποκεφάλισαν. Ήταν ο Ακάκιος τότε 25 χρονών. Η Σύναξη του Αγίου Ακακίου ετελείτο στην περιοχή του Επτασκάλου, όπου είχε ανεγερθεί ναός από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
- Άγιοι Ρουφίνος και Σατορνίνος.
- Όσιος Ιωάννης ο Ψυχαΐτης.
- Άγιος Μάξιμος.
- Όσιος Ταράσιος ο θαυματουργός «ὁ ἐν Λυκαονίᾳ».
- Όσιος Ιωάννης και οι μαθητές αυτού.
Ο Όσιος Ιωάννης καταγόταν από τη Συρία και έζησε περί τα τέλη του 5ου αιώνα μ.Χ. Σπούδασε την κατά κόσμο σοφία στην Αντιόχεια. Η πνευματική του πρόοδος συμβάδιζε με το πέρασμα του χρόνου. Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τον ασκητικό βίο και έγινε μοναχός. Η ταπείνωσή του ήταν τόσο βαθιά, ώστε θεωρούσε τον εαυτό του σκώληκα και όχι άνθρωπο. Ημέρα και νύχτα παρακαλούσε τον Θεό να τον ευλογεί, για να πολεμά τα πάθη της ψυχής και του σώματος. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του και του χάρισε την απάθεια και το χάρισμα της θαυματουργίας. Η φήμη της αγιότητάς του άρχισε να απλώνεται σε όλη τη Συρία. Ο κόσμος που συνέρρεε στον Άγιο Γέροντα ήταν πολύς και αυτό διατάρασσε τη μοναχική του ησυχία. Γι’ αυτό φεύγει από τον τόπο που ασκήτευε και κρύβεται βαθιά στην έρημο.
Ο Θεός, όμως, αλλιώς οικονόμησε τα πράγματα. Βλέπει, λοιπόν, ο Άγιος σε όνειρο την Παναγία, η οποία του έδωσε εντολή να επιλέξει δώδεκα μαθητές του και να μεταβούν στην Ιβηρία, για να εδραιώσουν την χριστιανική πίστη του λαού της. O Άγιος κάλεσε τους υποτακτικούς του και τους ανέφερε το γεγονός. Όλοι επιθυμούσαν να τον ακολουθήσουν. Τότε εκείνος έγραψε τα ονόματα όλως σε ξεχωριστά χαρτιά και τα έβαλε επάνω στην Αγία Τράπεζα. Όλοι τη νύχτα οι Πατέρες προσεύχονταν. Το πρωί, μετά την Θεία Λειτουργία, ο Όσιος τους είπε να υψώσουν τα χέρια τους στον ουρανό λέγοντας «Κύριε, ἐλέησον». Κατά την ώρα της προσευχής Άγγελος Κυρίου πήρε ενώπιον όλων δώδεκα χαρτιά από την Αγία Τράπεζα και τα έβαλε στα χέρια του Οσίου.Οι εκλεγέντες μαθητές ήταν οι Σίω, Δαβίδ, Αντώνιος, Θαδδαίος, Στέφανος, Ισήδωρος, Μιχαήλ, Πύρρος, Ζήνων, Ισέ, Ιωσήφ και Άβιβος. Στη συνέχεια εξέλεξε για ηγούμενο της σκήτης κάποιο μοναχό Ευθύμιο και ξεκίνησε με τους μαθητές του το ταξίδι. Άγγελος Κυρίου εμφανίσθηκε στον Επίσκοπο της πρωτεύουσας της Γεωργίας Ευλόγιο και του είπε για τον ερχομό του δούλου του Θεού Ιωάννου και των μαθητών του. Τότε ο μακάριος εκείνος Επίσκοπος ξεκίνησε συνοδευόμενος από τον κλήρο και τον λαό, για να τους υποδεχθεί. Ο Όσιος Ιωάννης έβαλε μετάνοια στον Επίσκοπο και πήρε την ευλογία του. Και τότε συνέβη το θαύμα που μοιάζει με εκείνο που έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους. Ο Όσιος μιλούσε τη γεωργιανή γλώσσα.
Ο Όσιος και οι μαθητές του κήρυξαν σε όλη την Γεωργία και προσκύνησαν όλους τους ευλογημένους τόπους από τους οποίους είχε περάσει η Αγία Νίνα (βλέπε 14 Ιανουαρίου). Μετά το πέρας του ιεραποστολικού τους έργου ζήτησαν από τον Θεό να τους υποδείξει μόνιμο τόπο ασκήσεως και διαμονής. Ο τόπος αυτός ήταν το όρος Ζάντεν. Ο Άγιος εγκαταστάθηκε σε ένα σπήλαιο και άρχισε να μιμείται την ισάγγελη πολιτεία του Ιωάννου του Βαπτιστού. Από εκεί πολλοί από τους μοναχούς, αφού στερεώθηκαν στην πίστη και στην ανδρεία, ξεκίνησαν να κηρύξουν τον Χριστό σε όλη την χώρα. Ο Όσιος είχε μαζί του και ιερά λείψανα Αγίων, τα οποία τους προσέφερε ως ευλογία, για να εμπνέονται από την μνήμη των Αγίων και να ακολουθούν το παράδειγμά τους. Εκείνος συνέχισε την άσκηση και το μονήρη ησυχαστικό βίο. Ακόμη και τα άγρια θηρία του όρους έκαναν υπακοή στον Όσιο. Έφθασε, όμως, ο καιρός για να αναπαυθεί στην αγκαλιά του Θεού. Ο Κύριος του αποκάλυψε την ώρα του θανάτου του. Κάλεσε τους μαθητές του, τους νουθέτησε πατρικά, τους ευλόγησε, μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και παρέδωσε το πνεύμα.
- Όσιος Νείλος εκ Ρωσίας.
Ο Όσιος Νείλος του Σόρκιυ καταγόταν από την ευγενή οικογένεια των Μάικωφ και γεννήθηκε στη Μόσχα το 1433 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς. Όταν ήταν νέος, εργάσθηκε ως ταχυγράφος στην υπηρεσία του μεγάλου ηγεμόνος της Μόσχας. Η αγάπη του προς τον μοναχικό βίο οδήγησε τα βήματά του στη μονή της Λευκής Λίμνης, που είχε ιδρύσει ο ασκητής Κύριλλος. Λίγο αργότερα μεταβαίνει στο Άγιον Όρος, με το συμμοναστή του μοναχό Ιννοκέντιο και ασκητεύει στη «Σκήτη του Ξυλουργού». Υπάρχει βέβαια η πληροφορία ότι έμεινε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη μονή του Αγίου Διονυσίου του Αγίου Όρους, η οποία εκείνη την εποχή βρισκόταν σε μεγάλη ακμή.
Ο Όσιος Νείλος και ο μοναχός Ιννοκέντιος επιστρέφουν στη Ρωσία περί το 1480 μ.Χ. Η αναζήτηση της ησυχίας τον κάνει να αποσυρθεί σε ένα μικρό ερημικό μέρος, λίγο μακρύτερα από τη μονή Λευκής Λίμνης, στον ποταμό Σόρα. Εκεί κτίζει και ένα μικρό ναό προς τιμήν της Δεσποτικής εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου και επιδίδεται στο θεωρητικό βίο και την αδιάλειπτη προσευχή. Αλλά και εδώ ο Όσιος Νείλος συνιστά προσοχή και διάκριση. Γνωρίζει ότι δεν πρέπει να μπει κάποιος πρόωρα σε ανώτερες πνευματικά περιοχές. Γνωρίζει ότι κάθε μύηση στην πνευματική ζωή πρέπει να είναι προσεγμένη και να γίνεται προοδευτικά. Το κύριο χαρακτηριστικό της πνευματικότητας του Οσίου Νείλου είναι το «μέτρο» στην ασκητική ζωή και η διάκριση στη συμπεριφορά και στη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους.
Ο βίος του Οσίου χαρακτηρίζεται από την ταπείνωση. Είναι ο κατ’ εξοχήν Όσιος της κενώσεως, δηλαδή της ταπεινής ασκητικής ζωής και στάσεως. Ένα άλλο χάρισμά του ήταν η αγάπη. Για να είναι χρήσιμος στους αδελφούς δεχόταν να γίνει σαλός, αποκαλύπτοντας σε αυτούς τα μυστικά της πνευματικής ζωής. Όμως η αγιότητα και η θεολογική κατάρτιση του Οσίου Νείλου ελκύουν την προσοχή των εκκλησιαστικών αρχών και των κρατικών παραγόντων. Την εποχή αυτή στην πόλη Νόβγκοροντ ξεσπά η αίρεση των Ιουδαϊζόντων, οι οποίοι μεταξύ των άλλων έλεγαν ότι το 7000 από τη δημιουργία του κόσμου, δηλαδή το 1492 μ.Χ., θα γίνει η συντέλεια του κόσμου. Ο Όσιος βοήθησε την Εκκλησία και την Πολιτεία να μορφώσουν ορθή αντίληψη για την αίρεση και να την καταδικάσουν.
Ένα άλλο θέμα που αντιμετώπισε ο Όσιος ήταν αυτό της περιουσίας των μονών. Ο Άγιος γνώριζε καλά τον μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε τους μοναχούς από τη συσσώρευση πλούτου στις μονές, έστω και αν ο πλούτος αυτός δεν ανήκε στους μοναχούς αλλά στη μονή. Το θέμα συζητήθηκε σε Σύνοδο που συγκλήθηκε το 1503 μ.Χ. στη Μόσχα, αλλά φαίνεται ότι για ποιμαντικούς λόγους η Σύνοδος δεν υιοθέτησε το πνεύμα του Οσίου Νείλου. Παρ’ όλα αυτά το πνεύμα αυτό του Οσίου επηρέασε θετικά το Ρωσικό μοναχικό βίο. Το συγγραφικό έργο του Οσίου Νείλου είναι πολύ πλούσιο. Τα κυριότερα έργα του είναι ασκητικά και αφορούν τον ασκητικό βίο και την ερημική ζωή. Ο Όσιος Νείλος κοιμήθηκε με ειρήνη την Κυριακή των Μυροφόρων του 1508 μ.Χ.
- Άγιος Αλέξιος Τοθ ο Υπερασπιστής της Ορθοδόξου Πίστεως στην Αμερική.
Ο Άγιος Αλέξιος, ο Υπερασπιστής της Ορθοδόξου πίστεως, γεννήθηκε στην Αυστροουγγαρία στις 18 Μαρτίου του 1854 μ.Χ. από μία φτωχή οικογένεια Καρπαθορώσων. Όπως πολλές άλλες οικογένειες στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, η οικογένεια του Αλεξίου Τοθ ήταν αρχικά συνδεδεμένη με τους Ουνίτες. Ο πατέρας και ο αδελφός του Αλεξίου ήταν «ιερείς» και ο θείος του ήταν «Επίσκοπος» των Ουνιτών. Έλαβε εξαιρετική μόρφωση και έμαθε πολλές γλώσσες (καρπαθορωσικά, ουγγρικά, ρωσικά, γερμανικά, λατινικά και ελληνικά μόνο για ανάγνωση). Νυμφεύθηκε τη Ροζαλί Μιχάλιτς, την θυγατέρα ενός «ιερέως» και χειροτονήθηκε «πρεσβύτερος» στις 18 Απριλίου 1878 μ.Χ. Η γυναίκα του πέθανε σύντομα και μετά από λίγο και το μονάκριβο παιδί του. Ο Αλέξιος άντεξε τις δοκιμασίες αυτές με την υπομονή του Ιώβ.
Τον Μάιο του 1897 μ.Χ. ο Αλέξιος ανεδείχθη γραμματέας του Επισκόπου Πρέσωβ και υπεύθυνος του διοικητικού τομέα της Επισκοπής. Επίσης, του ανατέθηκε η διεύθυνση ενός ορφανοτροφείου. Στο σεμινάριο του Πρέσωβ ο Αλέξιος Τοθ δίδαξε εκκλησιαστική ιστορία και κανονικό δίκαιο, γνώσεις που τον βοήθησαν πάρα πολύ στην μετέπειτα ζωή του στην Αμερική.
Τον Οκτώβριο του 1889 μ.Χ. ανέλαβε ιερατικά καθήκοντα σε μία ουνιτική ενορία στη Μινεάπολη της Μινεσότας. Όμως, μέσα από διάφορες εκκλησιαστικές περιπέτειες, αποφάσισε να απευθυνθεί στον Ρώσο Ορθόδοξο Επίσκοπο Βλαδίμηρο. Στις 25 Μαρτίου του 1891 μ.Χ., ο ιερέας Αλέξιος Τοθ και 3.614 ενορίτες του προσήλθαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και την πίστη των προγόνων τους. Οι ενορίτες, θεωρώντας αυτό το γεγονός ως ένα νέο θρίαμβο της Ορθοδοξίας, αναφώνησαν με χαρά: «Δόξα Σοι, ο Θεός, για το μεγάλο Του έλεος».
Το παράδειγμα του Αγίου Αλεξίου και της ενορίας του, που επέστρεψαν στην Ορθοδοξία, ήταν ενθαρρυντικό για εκατοντάδες άλλους Ουνίτες. Ο πατήρ Αλέξιος ήταν φως επί τη λυχνία και αποτελούσε φωτεινό παράδειγμα για τους πιστούς. Με το τολμηρό κήρυγμά του εξέθεσε την κακόπιστη διδασκαλία που είχε παραπλανήσει τους ανθρώπους, αλλά ήταν πολύ διακριτικός, για να μην καλλιεργήσει στο ποίμνιό του τη μισαλλοδοξία. Αναδείχθηκε κήρυκας της θεοσεβούς θεολογίας και του ορθού δόγματος και συνέγραψε αρκετά συγγράμματα για την ορθόδοξη πίστη και τον ορθόδοξο βίο.
Ο ενάρετος ιερέας, για να ανταπεξέλθει στις βιοτικές ανάγκες, ήταν αναγκασμένος να εργάζεται σε ένα φούρνο. Αν και τα χρήματά του ήταν λίγα, δεν παράλειπε να δίνει ελεημοσύνη στους φτωχούς και τους ενδεείς. Μοιραζόταν τα χρήματα με άλλους κληρικούς που ήταν σε χειρότερη κατάσταση από αυτόν και συνέφερε στην ανοικοδόμηση εκκλησιών και στην εκπαίδευση των φοιτητών Θεολογίας. Δεν ήταν ανήσυχος σχετικά με την ζωή του, για το τι θα έτρωγε και τι θα ενδυόταν. Έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύριο ακολουθούσε την προτροπή του Ευαγγελίου: «ζητεῖτε δὲ πρώτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμίν». Με αυτό τον τρόπο υπέφερε τη θλίψη, τη συκοφαντία και τις φυσικές επιθέσεις με υπομονή και πνευματική χαρά, υπενθυμίζοντάς μας ότι «παντὸς δυνατοτέρα ἐστὶν ἡ εὐσέβεια» και όπως και ο Ιωσίας «κατευθυνόταν ἐν ἐπιστροφῇ λαοῦ».
Ο Άγιος Αλέξιος συνέβαλε στη δημιουργία και στην επιστροφή πολλών ουνιτικών κοινοτήτων στην Ορθοδοξία. Από το 1909 μ.Χ., την περίοδο της μακαρίας κοιμήσεώς του, χιλιάδες Καρπαθορώσοι και Γαλισιανοί Ουνίτες είχαν επιστρέψει στην Ορθοδοξία. Αυτό ήταν ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία της ιεραποστολής στην Αμερικής, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην εκεί εδραίωση της Ορθοδοξίας. Το 1907 μ.Χ. ο Άγιος αρνήθηκε την υποψηφιότητά του για τον επισκοπικό βαθμό προτείνοντας κάποιον νεότερο για τη θέση αυτή. Ο Άγιος Αλέξιος κοιμήθηκε με ειρήνη την Παρασκευή 7 Μαΐου 1909 μ.Χ. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται στη μονή του Αγίου Τύχωνος στη νότια Καναάν της Πενσυλβανίας.
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Λιούμπεχ Ρωσίας.
- Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου εν Ζίροβιτς Ρωσίας.
Η ιερή εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου του Ζίροβιτς βρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο το 1470 μ.Χ. στην περιοχή Ζίροβιτς, στα σύνορα του Γκρούνεγκ. Μέσα στο δάσος, το οποίο ανήκε στον Ορθόδοξο Λιθουανό τιτλούχο Αλέξανδρο Σόλτον, οι βοσκοί αντίκρισαν ένα υπερφυσικό λαμπρό φως και όταν πλησίασαν είδαν την ακτινοβόλο εικόνα της Θεοτόκου επάνω σε ένα δένδρο. Με σεβασμό οι βοσκοί έδωσαν την εικόνα στον Αλέξανδρο Σόλτον, ο οποίος, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία, την τοποθέτησε σε ένα προσκυνητάρι. Την επόμενη ημέρα ο Σόλτον είχε επισκέπτες και ήθελε να τους δείξει τι είχε βρεθεί. Προς μεγάλη έκπληξή του δεν βρήκε την εικόνα στο προσκυνητάρι, αν και την είχε δει εκεί πριν από λίγο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα οι βοσκοί πάλι βρήκαν την εικόνα στο ίδιο μέρος και την πήγαν πάλι στον Αλέξανδρο Σόλτον. Αυτή τη φορά, όμως, παρέλαβε την εικόνα με μεγάλο σεβασμό και υποσχέθηκε να χτίσει μία εκκλησία προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου στο μέρος που βρέθηκε η εικόνα. Γύρω από την ξύλινη εκκλησία, σύντομα δημιουργήθηκε ένας οικισμός και αργότερα δημιουργήθηκε μία ενορία.
Περί το 1520 μ.Χ. η εκκλησία καταστράφηκε από φωτιά, παρά τις προσπάθειες των κατοίκων να σβήσουν την πυρκαγιά και να σώσουν την εικόνα. Όλοι νόμιζαν ότι η εικόνα είχε καταστραφεί. Όμως, μερικά παιδιά από το χωριό, γυρνώντας από το σχολείο, είδαν ένα θαυμαστό όραμα. Η Παρθένος Μαρία, εξαιρετικά όμορφη και ακτινοβόλος, καθόταν πάνω σε μία πέτρα στην καμένη εκκλησία και στα χέρια της κρατούσε την εικόνα της. Τα παιδιά δεν τόλμησαν να την πλησιάσουν, αλλά έτρεξαν για να αναφέρουν το γεγονός σε συγγενείς και φίλους.
Όλοι μαζί οι πιστοί μαζί με τον ιερέα πήγαν στο λόφο και βρήκαν την εικόνα της Παναγίας τελείως ανέπαφη από τη φωτιά, τοποθετημένη επάνω σε μία πέτρα με ένα αναμμένο καντήλι μπροστά της. Έκτισαν μία πέτρινη εκκλησία και τοποθέτησαν εντός αυτής τη θαυματουργή εικόνα. Αργότερα, εκεί, αναπτύχθηκε ένα ανδρικό μοναστήρι που κατηύθυνε τον αγώνα της Ορθοδοξίας κατά της Ουνίας και των Λατίνων. Το 1609 μ.Χ. η μονή κατελήφθη από Ουνίτες και παρέμεινε υπό την κατοχή τους μέχρι το 1839 μ.Χ. Το ίδιο έτος η μονή περιήλθε και πάλι στους Ορθοδόξους. Κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου η εικόνα της Παναγίας του Ζίροβιτς μεταφέρθηκε, προς πνευματική ενίσχυση του λαού, στην Μόσχα και στις αρχές του 1920 μ.Χ. επεστράφη στη μονή.
- ΠΗΓΗ: http://www.saint.gr