Παναγιώτης Κανελλόπουλος: Γεννήθηκα στο χίλια τετρακόσια δυο

Κανένας από τους μεγάλους σοφούς μας, που στα πεντακόσια τελευταία χρόνια έγραψαν για τόσα και τόσα πράγματα, δεν καταδέχθηκε να πει μια λέξη για το νόημα που έδιναν οι απλοϊκοί και ίσως αγράμματοι τεχνίτες μας στο ζωγραφικό τους έργο ή σ' ένα μωσαϊκό. Ούτε ο Μιχαήλ Ψελλός, ούτε ο Νικήτας ή ο Μιχαήλ Χωνιάτης, ούτε ο Νικηφόρος Γρηγοράς ή ο Δημήτριος Κυδώνης δε θεώρησαν αναγκαίο να προσέξουν το μόχθο των απλοϊκών τεχνιτών που, όπως διαπιστώνω τώρα, έκαμαν θαύματα.

by Times Newsroom

Ο Αλάριχος στην Αθήνα σε έργο του Ludwig Thiersch, 1894

Ο άνθρωπος που γεννήθηκε στην Πάτρα, στο έτος 1402, δηλαδή πεντακόσια ακριβώς χρόνια πριν γεννηθώ εγώ ο ίδιος, περιγράφει τα γεγονότα που σημειώθηκαν στον ΙΕ΄ αιώνα, όσα έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με το Ελληνικό Γένος. Η αυτοβιογραφία του ανθρώπου αυτού είναι, λοιπόν, ιστορία δεν είναι μύθος. Το μόνο μη ιστορικό στοιχείο είναι η ψυχή εκείνου που, ως ανώνυμο και ασήμαντο πρόσωπο, παρακολουθεί και ζει τα γεγονότα. Και η ψυχή αυτή είναι η δική μου. Η παρέμβαση αυτή της ψυχής μου και των ματιών μου στην εξέλιξη των φοβερών και μεγάλων γεγονότων, που σημειώθηκαν από το 1402 ως το 1472, είναι βέβαια, ένας αναχρονισμός. Είναι, όμως, αναχρονισμός μονάχα ως ένα σημείο. Μεταθέτοντας τον εαυτό μου στον ΙΕ΄ αιώνα, τον αφήκα να εκδηλωθεί (ζώντας τα διάφορα γεγονότα και αντιδρώντας σ’ αυτά) με τα ψυχικά μέσα που διαθέτω εγώ σήμερα και που ένας άνθρωπος, στον ΙΕ΄ αιώνα, δε μπορούσε ίσως να διαθέσει ωστόσο, τα στοιχεία των γνώσεων που χρησιμοποιεί ο «εαυτός μου», ζώντας πεντακόσια χρόνια πριν από μένα, είναι στοιχεία που μια θεωρητική υπόθεση μου επιτρέπει να ισχυρίζομαι ότι μπορούσε να διαθέσει ένας άνθρωπος τον καιρό εκείνο (αδιάφορο αν στην πράξη, χωρίς την ψυχική ατμόσφαιρα της εποχής μας, θάταν αδύνατο να τα διαθέσει). (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Γεννήθηκα στο χίλια τετρακόσια δυο

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΞΥΠΝΗΣΑ με δυνατό χτυποκάρδι. Το πρωινό εκείνο θα ξεκινούσαμε για τον Μαραθώνα. Και θα περνούσαμε και τη νύχτα εκεί. Κ’ ήθελα καλά και σώνει να διαπιστώσω αν είχε δίκιο ο Παυσανίας που έλεγε: “ενταύθα ανά πάσαν νύκτα και ίππων χρεμετιζόντων και ανδρών μαχομένων έστιν αισθέσθαι”.

Αν και έφιππος βρήκα ότι η απόσταση, που ο Αθηναίος Μαραθωνομάχος κατάφερε να διανύσει, τρέχοντας, για ν’ αναγγείλει τη μεγάλη είδηση της νίκης, ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι είχα φαντασθεί. Όσο προχωρούσαμε, τόσο απομακρυνόταν ο Μαραθών. Ποιος ξέρει, για το αίσθημα που με κατείχε μπορεί να μην έφταιγε η φυσική απόσταση· μπορεί να’φταιγε η ιστορική απόσταση των ημερών μου από τον Μαραθώνα. Χίλια εννιακόσια περίπου χρόνια με χώριζαν από την ημέρα που ξημέρωσε με τη μεγαλύτερη απειλή και που έδυσε με τον πιο μεγάλο θρίαμβο. Το Γένος μου ήταν, τότε, μικρό όπως και τώρα, τόσο μικρό που έπρεπε και οι δούλοι ακόμα να πολεμήσουν για ν’ αυξηθεί κάπως ο αριθμός των μαχητών (“εμαχέσαντο γαρ και δούλοι τότε πρώτον”). Είναι τόσο ωραίο τόσο Χριστιανικό πριν εμφανισθεί καν ο Χριστός- ότι πλάι στους τάφους των ελεύθερων Αθηναίων και Βοιωτών υπάρχουν και οι τάφοι των ηρωικών δούλων που έπεσαν μαζί τους! Πέφτοντας οι δούλοι στο πεδίο της μάχης, έγιναν εξίσου ελεύθεροι όσο και οι Αθηναίοι που τους έκαμαν την τιμή να τους πάρουν μαζί τους.

Πώς, όμως, κατάφερε το μικρό εκείνο Γένος των Ελλήνων να νικήσει τ’ αμέτρητα πλήθη των εχθρών, τις φοβερές εκείνες μάζες που γεννάει η Ασία και που σαν ογκόλιθοι κυλούν κάθε τόσο επάνω στον λεπτό φλοιό της Ελληνικής γης; Και πώς, δίχως να πιστεύουν ακόμα οι Έλληνες στον Χριστό που ήρθε πολύ αργότερα, έγινε για χάρη τους το μεγάλο θαύμα που σήμερα, μ’ όλες τις προσευχές και δεήσεις των ισαποστόλων αυτοκρατόρων και αγίων μας πατριαρχών, δε γίνεται;

Δεν αρκούσε, φαίνεται, να χτίζουμε εκκλησιές, να κάνουμε λιτανείες και να νηστεύουμε, για να γίνει το θαύμα που θα μας έσωζε. Φοβάμαι ότι η Χριστιανική μας πίστη έχει συνδυασθεί με μεγάλη παθητικότητα. Μήπως, επειδή κι ο Χριστός αφήκε να τον ραπίσουν και να τον σταυρώσουν, εκάναμε καλά που αφήκαμε  κ’ εμείς να μας ραπίζουν και να μας σταυρώνουν; Το ερώτημα τούτο σκαλώνει συχνά στη σκέψη μου. Κ’ έχει, χωρίς άλλο, κάποιο μεγάλο νόημα και ττο ερώτημα αυτό. Αλλά δε μπόρεσα ακόμα να βρω την απάντηση που θα μου’δινε ο Θεός το δικαίωμα να δώσω. Φαίνεται ότι ο Θεεός δε μας δίνει το δικαιωμα ν’ απαντούμε στα πολύ μεγάλα ερωτήματα. Πάντως, δεν το’δωσε σε μένα το δικαίωμα τούτο.

Τη νύχτα που πέρασα στον Μαραθώνα, άκουσα άλογα να χρεμετίζουν και άντρες να χτυπιούνται με τα όπλα τους…

***

Λίγες μέρες πριν φύγω από την Αθήνα για να γυρίωσω την αγαπημένη μου Πάτρα, ο Γεώργιος Χαλκοκονδύλης μου είπε ότι θα κάναμε έναν περίπατο στην Ελευσίνα. Είχα κάμποσες φορές βαδίσει στην Ιερά Οδό, αλλά δεν είχα φθάσει ώς εκεί. Αντικρίζοντας τα στενά της Σαλαμίνας, δεν μπόρεσα να εξηγήσω πώς το τεράστιο εκείνο γεγονός της ναυμαχίας χώρεσε μέσα σ’ αυτά τα στενά. Στην Ελευσίνα δε βρήκα τίποτε όρθιο. Από το έτος 396 που πέρασε από κει ο Αλάριχος, τα πάντα χάθηκαν. Όταν ο ανθύπατος της Αχαϊας Πραιτεξτάτος έγραψε στον αυτοκράτορα Ουαλεντινιανό ότι η απαγόρευση των νυχτερινών θυσιών και τελετών δεν έπρεπε να περιλάβει τα Ελευσίνια μυστήρια, γιατί αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα “αβίωτον τις Έλλησιν καταστήσειν τον βίον”, ο αυτοκράτωρ “επέτρεψεν, αργούντος του νόμου, πράττεσθαι πάντα κατά τα εξ αρχής πάτρια”. Ο Αλάριχος που στην επιδρομή του τον ακολουθούσε πλήθος μοναχών δε θεώρησε, φαίνεται, θεμιτή την εξαίρεση κ’ έβαλε τους Γότθους, και προπάντων τους Έλληνες μοναχούς, να γκρεμίσουν τα βέβηλα ιερά, να βάλουν φωτιά και ν’ ανασκάψουν ολόκληρη την περιοχή όπου η Ελλάς είχε μυήσει τους διαλεχτότερους άνδρες του κόσμου στην κρυφή αλήθεια της ζωής και του θανάτου. Την Ακρόπολη, όπου ήξερε ότι θα’βρισκε λείψανα Χριστιανών μαρτύρων, δεν την έθιξε ο Αλάριχος. Δεν είχε, λοιπόν, δίκιο ο Νεοπλατωνικός Ευνάπιος που, πενήντα περίπου χρόνια πριν από την επιδρομή του νεαρού και υπερήφανου Αλάριχου, έλεγε ότι, αν επικρατούσε ο Χριστιανισμός, “σκότος τυραννήσει τα επί γης κάλλιστα”. Ούτε ο αιρετικός Χριστιανισμός του Αλάριχου δεν έθιξε τον Παρθενώνα. Αν έθιξε κι αφάνισε την Ελευσίνα, σ’ αυτό έφταιγε το πείσμα των Αθηναίων που, τριακόσια πενήντα χρόνια μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Σωτήρος, προτιμούσαν τα βέβηλα μυστήρια από τα ιερά και άχραντα. Αφου ο Ουαλεντινιανός ήταν ανεκτικός, ήταν μοιραίο να’ρθει ο Αλάριχος για να συνδυάσει την απαγόρευση των άχρηστων πια μυστηρίων με την καταστροφή της Ελευσίνας.

Γυρίζοντας από τον τόπο της καταστροφής που δε θυμίζει πια τίποτε, μου είπε ο Γεώργιος Χαλκοκονδύλης ότι, στο δρόμο μας, θα σταματήσουμε για λίγο σ’ ένα μοναστήρι. Το μοναστήρι του Δαφνίου -μου είπε- βρίσκεται πια στα χέρια των Λατίνων, αλλά ιδρύθηκε στις μέρες του Ιουστινιανού, και το ναό του τον έχτισαν, γύρω στο έτος 1100, οι δικοί μας στο ίδιο ακριβώς μέρος όπου οι παλαιοί μας πρόγονοι είχαν υψώσει το ναό του Απόλλωνος. Στην οχυρωμένη αυτή μονή των Κιστερκιανών μοναχών -στη Santa Maria di Dalphino, όπως την ονόμαζαν- έδειξαν ιδιαίτερη αγάπη οι Φράγκοι δούκες Δελαρός. Εκεί βρίσκονται οι τάφοι δουκών και άλλων Φράγκων ευγενών. Αφότου, όμμως, πήρα την Αττική οι Καταλανοί, το Δαφνί (όπως το λέει ο λαός) έχασε τη φήμη του, που ο ίδιος ο Πάπας την είχε κατακυρώσει, και ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε. Πίσω από τα ισχυρά του τείχη δε ζούσαν πια, όταν ο Γεώργιος Χαλκοκονδύλης μου αποκάλυψε τον κρυφό θησαυρό που υπάρχει εκεί μέσα, παρά μόνο μερικοί αδιάφοροι Λατίνοι μοναχοί που δεν ήξεραν καλά-καλά σε ποιο τάγμα ανήκουν.

Τώρα θα ιδείς -μου λέει ο Γεώργιος Χαλκοκονδύλης, ενώ μπαίναμε στην εκκλησία του μοναστηριού- ότι ο Ευνάπιος είχε πέρα για πέρα άδικο, όταν έλεγε ότι με την επικράτηση του Χριστιανισμού “σκότος τυραννήσει τα επί γης κάλλιστα”. Όχι μόνο δε χάλασαν οι Χριστιανοί (έτσι συμπλήρωσε ο Χαλκοκονδύλης τη σκέψη του) όσα ωραία έπλασαν οι παλαιοί Έλληνες, αλλ’ ανακάλυψαν και μια νέα μορφή του ωραίου, μια μορφή που ενώνει σ’ ένα γάμο απόρρητο την ομορφιά που είναι προσιτή στις αισθήσεις με την ομορφιά της αγνής ψυχής.  Τα μωσαϊκά που θα ιδείς και που ανώνυμοι τεχνίτες τα’γτιαξαν εδώ και τριακόσια χρόνια, δε θα τα ιδείς σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου.

Πρώτη φορά, την ημέρα εκείνη, άκουσα να μου μιλούν για τη μορφή και την ομορφιά της Χριστιανικής τέχνης. Αλλά κι αυτός ο Γεώργιος Χαλκοκονδύλης αρκέσθηκε σ’ αυτές τις λίγες λέξεις. Μονάχα στην Ιταλία, όταν πήγα εκεί αργότερα, διαπίστωσα ότι κ’ η Χριστιανική τέχνη συζητείται, είναι αντικείμενο θεωρίας που ασχολείται με τους ρυθμούς και τις διάφορες μορφές που πήρε στην αρχιτεκτονική, στη γλυπτική και στη ζωγραφική. Μονάχα εκεί -στην Ιταλία- μου έγινε απόλυτα συνειδητό το γεγονός ότι η ζωγραφική είν’ ένα μεγάλο βήμα του Χριστιανισμού -ένα βήμα που οι αρχαίοι Έλληνες δε μπόρεσαν ή δε θέλησαν να επιχειρήσουν- και ότι η δική μας ζωγραφική είναι πολύ διαφορετική από την Ιταλική, είναι η πηγή της Ιταλικής, αλλά και ταυτόχρονα ο φραγμός που οι Ιταλοί βάλθηκαν να ξεπεράσουν. Και λένε -το λένε οι ίδιοι- ότι τον ξεπέρασαν.

Κανένας από τους μεγάλους σοφούς μας, που στα πεντακόσια τελευταία χρόνια έγραψαν για τόσα και τόσα πράγματα, δεν καταδέχθηκε να πει μια λέξη για το νόημα που έδιναν οι απλοϊκοί και ίσως αγράμματοι τεχνίτες μας στο ζωγραφικό τους έργο ή σ’ ένα μωσαϊκό. Ούτε ο Μιχαήλ Ψελλός, ούτε ο Νικήτας ή ο Μιχαήλ Χωνιάτης, ούτε ο Νικηφόρος Γρηγοράς ή ο Δημήτριος Κυδώνης δε θεώρησαν αναγκαίο να προσέξουν το μόχθο των απλοϊκών τεχνιτών που, όπως διαπιστώνω τώρα, έκαμαν θαύματα. Όπως δεν πρόσεξαν τη γλώσσα του λαού, έτσι δεν πρόσεξαν και τσ έργα των χεριών του. Τους άρεσαν, ίσως, μόνο σα μια διακόσμηση που είχε έναν υποδεέστερο και υπηρετικό χαρακτήρα. Και θα τους άρεσαν, ίσως, περισσότερο το πολύ χρυσάφι και οι πολύτιμοι λίθοι που είχαν συνδυαστεί στην Κωνσταντινούπολη, στο Άγιον Όρος και αλλού, με τις ζωγραφικές διακοσμήσεις, παρά η ίδια η ζωγραφική. Θα τους άρεσε, ίσως περισσότερο η λάμψη παρά το σεμνό νόημα των χρωμάτων και γραμμών. Κι αυτός ο Μιχαήλ Χωνιάτης που θαυμάζει τα μνημεία των αρχαίων Ελλήνων δε λέει ούτε λέξη για τα μωσαϊκά του Δαφνιού που, χωρίς άλλο, θα τα είδε -αφού το μοναστήρι ήταν στη δικαιοδοσία του- πολλές φορές.

Όταν μπήκα στο ναό του Δαφνιού, κυριεύθηκα αμέσως από ττο αίσθημα ότι ένας απόλυτα νέος κόσμος αποκαλύφθηκε στα μάτια μου. Τέτοιες παραστάσεις δεν είχα ιδεί στην Πάτρα, δεν είχα ιδεί ούτε στον μεγάλο ναό του Πρωτοκλήτου. Κοίταξα επάνω, κοίταξα γύρω μου, και ζαλίστηκα από ττο πλήθος των θαυμαστών παραστάσεων. Ο Παντοκράτωρ που βρίσκεται στο θόλο με τρόμαξε κάπως. Οι άγγελοι, όμως, που παρακολουθούν τη γέννηση του θείου βρέφους, και προπάντων εκείνοι που παρακολουθούν τη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη, ο Εσταυρωμένος και οι δυο μορφές που στέκονται στα πόδια του Σταυρού και που παριστάνουν “την μητέρα και τον μαθητήν… ον ηγάπα” ο Ιησούς, τα πρόσωπα όλων των Αποστόλων στον Μυστικό Δείπνο, όλες αυτές οι παραστάσεις έκαμαν τα μάτια μου να μαγευτούν και την ψυχή μου να αισθανθεί επάνω της το γλυκό βάρος μιας υπερκόσμιας ομορφιάς. Και σκέφθηκα: Γιατί, τάχα, ο Φειδίας και ο Πραξιτέλης είχαν ονόματα που θα μείνουν γνωστά και ένδοξα ώς τη συντέλεια του κόσμου, κ’ οι πλάστες των θαυμάσιων αυτών μορφών στο ναό του Δαφνιού δεν είχαν κανένα όνομα και θα μείνουν, έτσι, αιώνια άγνωστοι;

Όταν γύρισα στην Αθήνα κ’ έπεσα να κοιμηθώ, βρήκα την απάντηση. Και είπα: Ο ίδιος ο Σωτήρ, ο ίδιος ο Κριτής, στη Δευτέρα Παρουσία, θ’ απαγγείλει τα ονόματά τους και θα τους πάρει κοντά τους.

  • Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεννήθηκα στο Χίλια Τετρακόσια Δύο

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com