Οι πρωθυπουργοί Μαρκ Κάρνεϊ του Καναδά και Άντονι Αλμπανέζε της Αυστραλίας
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
Η μείωση των μεταναστευτικών ροών, θα οδηγούσε σε μια κατάσταση ‘’κοινωνικής ειρήνης ’’στις κοινωνίες των πολιτών στις Ευρωπαϊκές χώρες και έτσι θα ελαχιστοποιούνταν οι δεύτερες σκέψεις τους, που με τη σειρά τους, τούς οδηγούν σε περισσότερον συντηρητικές πολιτικές επιλογές.
Οι κεντροαριστερές νίκες
Η αφορμή για το άρθρο αυτό, μας δόθηκε μετά τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα σε δύο μεγάλες Δημοκρατίες του Δυτικού κόσμου, τον Καναδά και την Αυστραλία. Στις εκλογές στον Καναδά στις 30 Απριλίου νικητής αναδείχτηκε το Φιλελεύθερο κεντροαριστερό κόμμα του Μαρκ Κάρνεϊ και ας προέβλεπαν περί του αντιθέτου οι δημοσκοπήσεις. Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε λίγες ημέρες αργότερα στην μακρινή Αυστραλία, όπου το Εργατικό κεντροαριστερό κόμμα του Άντονι Αλμπανέζε αναδείχτηκε νικητής παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις όλους τους προηγούμενους μήνες των δημοσκόπων.
Η έκπληξη
Και οι δύο αυτές χώρες, συνιστούν ώριμες σύγχρονες Δημοκρατίες με πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων τους, αλλά και με μεγάλη συμβολή στο πολιτισμό και τις νέες τεχνολογίες. Τα εκλογικά αποτελέσματα και για τις δύο Δημοκρατίες απετέλεσαν έκπληξη καθότι για μεν τον Καναδά το κεντροαριστερό κόμμα κερδίζει για 4η συνεχόμενη 4ετία , για δε την Αυστραλία το εργατικό κόμμα για 2η 4ετία. Επίσης οι πολιτικές εκτιμήσεις ήθελαν και για τα δύο κόμματα να περνούν στην αντιπολίτευση γεγονός που διαψεύστηκε παταγωδώς.
Στον αντίποδα τους, η Ευρώπη
Στον αντίποδα των πολιτικών αυτών εξελίξεων, βρίσκεται η Ευρώπη, όπου μια σειρά από χώρες έχουν εγκαταλείψει τις κεντροαριστερές τους κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών και έχουν στραφεί σε συντηρητικές κυβερνήσεις. Στις χώρες αυτές συμπεριλαμβάνονται η Ιταλία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Αυστρία, η Φινλανδία και εντελώς πρόσφατα η Γερμανία. Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως οι εξελίξεις αυτές μας αφήνουν πολλά ερωτηματικά στο πώς συμβαίνει αυτό, αν αναλογιστούμε τις πολύχρονες επιτυχημένες πορείες των εργατικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων των χωρών αυτών. Αν συγχρόνως θεωρήσουμε ότι τόσο για τον Καναδά των 40 εκατομμυρίων πολιτών όσο και για την Αυστραλία των 27 εκατομμυρίων, οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις αποτελούν μια επιβράβευση ων επιτυχημένων επιλογών των προοδευτικών τους κομμάτων , θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι στον Ευρωπαϊκό χώρο, κάτι παράδοξο συμβαίνει.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το ‘’Ευρωπαϊκό αυτό παράδοξο’’, της στροφής των Ευρωπαίων προς τις συντηρητικές πολιτικές , θα πρέπει να αποτολμήσουμε κάποιες εκδοχές, όπως:
Α. Σαν πρώτη εκδοχή μπορούμε να υποθέσουμε την αστοχία των εφαρμοζόμενων πολιτικών στις Ευρωπαϊκές αυτές χώρες εξ αιτίας των οποίων δυσαρεστήθηκαν οι πολίτες τους και στράφηκαν προς τα συντηρητικά κόμματα. Όμως εύλογα , δημιουργείται ένας προβληματισμός για το αν αυτή μπορεί να ήταν μια γενική συνθήκη που ίσχυσε για όλες αυτές τις χώρες!
Β. Σαν δεύτερη εκδοχή μπορούμε να σκεφτούμε την διαφορετικότητα στις πολιτικο- οικονομικές συνθήκες που επικρατούν ανάμεσα στην Ευρώπη και στις άλλες πλευρές του Ατλαντικού ή και του ημισφαιρίου. Όμως ούτε και αυτή η εκδοχή αποδεικνύεται και τόσο πειστική .
Γ. Και κατά μία τρίτη εκδοχή για την ερμηνεία του ‘’Ευρωπαϊκού αυτού παράδοξου’’, θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί ένας ισχυρός παράγοντας που να διαφοροποιείται αισθητά ανάμεσα στον Ευρωπαϊκό χώρο και εκείνο των δύο Δημοκρατιών.
Το μεταναστευτικό
Κατά την εκτίμησή μας, ο παράγοντας που διαφοροποιείται αισθητά ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους, είναι το μεταναστευτικό ζήτημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του . Πράγματι, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η περιοχή που θίγεται περισσότερο από κάθε άλλη στο διεθνή χώρο από το μεταναστευτικό, είναι ο Ευρωπαϊκός χώρος. Αυτό σίγουρα συμβαίνει τόσο λόγω της γεωγραφικής θέσης της Ευρώπης όπου το μαλακό της υπογάστριο που είναι η Μεσόγειος θάλασσα περιβάλλεται είτε απ΄ευθείας είτε από τα μετόπισθεν από δεκάδες χώρες από τις οποίες προέρχονται στην μεγάλη τους πλειοψηφία οι μετανάστες . Αντίθετα, τόσο ο Καναδάς όσο και η Αυστραλία βρίσκονται πολύ μακριά από τις ‘’κόκκινες ζώνες του μεταναστευτικού’’. Παράλληλα όμως και οι δύο αυτές χώρες έχουν πολύ ξεκάθαρες θέσεις και παράλληλα επίσης έχουν θεσμοθετήσει πολύ αυστηρούς όρους, για τους πολίτες τρίτων χωρών που επιθυμούν να εισέλθουν στη χώρα τους. Αντίθετα οι Ευρωπαϊκές χώρες χειρίζονται το μεταναστευτικό με ‘’ερασιτεχνικό’’ θα λέγαμε τρόπο, μεταβάλλοντας συνεχώς τις νομοθεσίες τους για την αντιμετώπισή του με αποτέλεσμα οι Ευρωπαίοι πολίτες να βρίσκονται συνεχώς σε αμήχανη θέση για τους μετανάστες που προσπαθούν να εισέλθουν ή και να παραμείνουν στη χώρα τους.
Η αμφιθυμία των Ευρωπαίων
Έτσι λοιπόν οι Ευρωπαίοι πολίτες που σχεδόν νομοτελειακά θεωρούν τους εαυτούς τους ως τους θεματοφύλακες τόσο της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο όμως και της πανανθρώπινης αξίας του αλτρουϊσμού, έρχονται συχνά σε θέση αμηχανίας κάθε φορά που θα πρέπει να εκφράσουν θέση για το μεταναστευτικό. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω του θρησκευτικού τους προσανατολισμού, όντες χριστιανοί στην πίστη τους, είτε όμως και λόγω της πεποίθησής τους για το πολιτισμικό και μορφωτικό τους επίπεδο. Αυτή βέβαια η θεώρησή τους, τους οδηγεί σε μια εσωτερική σύγκρουση. Οι Ευρωπαίοι λοιπόν, από τη μία πλευρά επιθυμούν να δείχνουν αλτρουϊστική συμπεριφορά απέναντι στους δύσμοιρους και σκληρά δοκιμαζόμενους Αφρικανούς ή Ασιάτες μετανάστες. Όμως από τη άλλη πλευρά επειδή δεν διαθέτουν την επιθυμητή κοινωνική και οικονομική επάρκεια, μπαίνουν στον πειρασμό να θεωρούν ότι σε αυτό συμβάλλει και η παρεχόμενη κρατική βοήθεια προς τους μετανάστες. Η βοήθεια αυτή παρέχεται είτε σαν θέσεις εργασίας αλλά και ως υπηρεσίες υγείας, είτε σαν απ΄ευθείας οικονομική βοήθεια. Ο ετήσιος δηλαδή εθνικός πλούτος, ή αλλιώς το ετήσιο ΑΕΠ, διαμοιράζεται και προς τους μετανάστες, ελαχιστοποιώντας τα δικά τους οφέλη αφού ‘’ η ίδια πίτα ’’ πλέον, αφορά πολύ περισσότερο πληθυσμό. Αυτή όμως η εσωτερική τους σύγκρουση τους φέρνει σε μια κατάσταση αμφιθυμίας και σύγχυσης που επηρεάζει και τις πολιτικές τους επιλογές. Πιθανολογείται λοιπόν πως αυτό έχει σαν μια καθοριστική τους αντίδρασή στο να στρέφονται σε πιο συντηρητικές πολιτικές επιλογές αφού τα συντηρητικά κόμματα τοποθετούνται σκληρά απέναντι στους μετανάστες.
Υπάρχει δίκαιη λύση στο μεταναστευτικό
Εκτίμησή μας λοιπόν είναι, ότι είναι πολύ δύσκολο αν όχι και αδύνατο να υπάρξει δίκαιη λύση στο μεταναστευτικό ζήτημα. Μια λύση δηλαδή που να ευφορείται τόσο από ανθρωπιστική συμπεριφορά προς τους μετανάστες, αλλά παράλληλα και να μην θίγονται τα ατομικά ή τα συλλογικά συμφέροντα των πολιτών. Θεώρησή μας είναι ότι η προσπάθεια θα πρέπει να ακολουθήσει την αρχή ‘’της μείωσης της βλάβης’’ . Μείωση της βλάβης τόσο όσον αφορά τις επιπτώσεις προς τους δοκιμαζόμενους πληθυσμούς, όσο όμως και της μείωσης του βάρους που επιφέρουν στους εθνικούς πληθυσμούς οι μεταναστευτικές ροές. Θεωρούμε λοιπόν πως πέραν των κάθε λογής Εθνικής προσπάθειας της κάθε χώρας, ενεργό ρόλο θα πρέπει να αναλάβει ο ΟΗΕ και ότι εκείνος εποπτεύει, όπως ο Όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας,[8] ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το Παγκόσμιος Οργανισμός τροφίμων (FAO), η UNESCO και η UNICEF. Θα πρέπει δηλαδή να αναλαμβάνονται εκ μέρους του πολύ πιο δραστήριες πρωτοβουλίες στις μαστιζόμενες περιοχές είτε από εμφύλιες συρράξεις ή πολέμους είτε ακόμη και από λιμούς και φυσικές καταστροφές. Αυτές οι πολύ δυνατές και καλά σχεδιασμένες πρωτοβουλίες θα μπορούν να δίδουν ανακούφιση και βοήθεια στους χειμαζόμενους πληθυσμούς ώστε να οδηγούνται σε άλλες λύσεις πέραν της μετανάστευσης.
Για μια ‘’κοινωνική ειρήνη’’ στη Δύση
Κλείνοντας την αναφορά μας αυτή, εκτίμησή μας είναι ότι η μεγάλη μείωση των μεταναστευτικών ροών προς τις Δυτικές χώρες θα ανέτρεπε τα πολιτικά δεδομένα στις περισσότερες Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Σαν παράδειγμα κοινωνιών όπου τοποθέτησή τους απέναντι στους μετανάστες είναι κορυφαίο ζήτημα και το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα η γενική πολιτική κατάσταση της χώρας τους να καθορίζεται από αυτό, είναι η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Ιταλία, και τελευταία μάλιστα στην κατεύθυνση αυτή οδεύει και η Γερμανία. Η μείωση αυτή των μεταναστευτικών ροών, θα οδηγούσε σε μια κατάσταση ‘’κοινωνικής ειρήνης ’’στις κοινωνίες των πολιτών στις Δυτικές χώρες και έτσι θα ελαχιστοποιούνταν οι δεύτερες σκέψεις τους, που με τη σειρά τους, τούς οδηγούν σε περισσότερον συντηρητικές πολιτικές επιλογές. Η ‘’κοινωνική αυτή ειρήνη’’, θα απήλλασσε εκείνους τους πολίτες από αυτό τους το άγχος, υπαρκτό ή υποτιθέμενο, για τη μείωση του αναλογούντος στον κάθε ένα τους, προσωπικού τους μερίσματος από την ‘’κοινωνικο-οικονομική εθνική τους πίτα’’ .