Οι διαδηλώσεις οργανώθηκαν από το βασικό κόμμα της ισπανικής αντιπολίτευσης, το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο ανέφερε ότι συμμετείχαν περίπου 100.000 άτομα, με την κυβέρνηση να… κατεβάζει τη συμμετοχή στα 50.000 άτομα. Μιλώντας στη συγκέντρωση, ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό, δήλωσε ότι «η Ισπανία χρειάζεται μια επανάσταση αξιοπρέπειας και ελευθερίας» και προέτρεψε τον Σάντσεθ να παραιτηθεί, προκηρύσσοντας πρόωρες γενικές εκλογές (η Ισπανία δεν χρειάζεται να διεξαγάγει εκλογές μέχρι τα μέσα του 2027). Σε απάντηση, μέλη της ισπανικής κυβέρνησης υποτίμησαν τις διαμαρτυρίες, μιλώντας ειρωνικά για την υποτιθέμενη χαμηλή συμμετοχή.
Παρά την αυξανόμενη πολιτική πίεση, ο Σάντσεθ δεν είναι πιθανό να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, εκτός εάν η μεταβολή της πολιτικής δυναμικής ή επιπλέον σκάνδαλα το καταστήσουν στρατηγικά αναγκαίο. Τους επόμενους μήνες, το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα και το δεξιό κόμμα Vox θα συνεχίσουν να απαιτούν την παραίτηση Σάντσεθ και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Τα κόμματα αυτά ενδέχεται ακόμη και να καταθέσουν πρόταση μομφής κατά του πρωθυπουργού. Ωστόσο, το Λαϊκό Κόμμα και το κόμμα Vox δεν διαθέτουν τον απαραίτητο αριθμό εδρών στο Κοινοβούλιο για να ανατρέψουν τον Σάντσεθ, ειδικά καθώς τα καταλανικά και βασκικά κόμματα που υποστηρίζουν τον σημερινό πρωθυπουργό είναι απίθανο να στραφούν εναντίον του, καθώς αυτό θα άνοιγε τον δρόμο για μια συντηρητική κυβέρνηση που θα ήταν λιγότερο φιλική απέναντί τους. Επιπλέον, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι, ως επί το πλείστον, ευθυγραμμισμένο με τον Σάντσεθ, καθιστώντας εξαιρετικά απίθανη μια εσωκομματική κίνηση για την απομάκρυνσή του.
Ο Σάντσεθ δεν δείχνει διάθεση να παραιτηθεί, ειδικά καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ενδεχόμενες πρόωρες γενικές εκλογές θα οδηγήσουν σε ένα κατακερματισμένο Κοινοβούλιο, όπου ο Σάντσεθ θα χρειαστεί, για άλλη μία φορά, να βασιστεί σε μια πολύ ετερόκλητη συμμαχία, αν θέλει να επανεκλεγεί. Ωστόσο, υπάρχουν δύο σενάρια στα οποία ο Σάντσεθ μπορεί να αποφασίσει να προκηρύξει πρόωρες εκλογές.
Το ένα θα ήταν η έκρηξη νέων σκανδάλων διαφθοράς που θα αποδυνάμωναν την κυβέρνηση σε τέτοιο βαθμό που δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να προκηρύξει εκλογές. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν το σκάνδαλο ήταν τόσο μεγάλο που ο Σουμάρ θα αποχωρούσε από τον συνασπισμό ή αν τα μικρότερα κόμματα που τον στηρίζουν στο Κοινοβούλιο αποφάσιζαν ότι η υποστήριξή τους προς αυτόν έχει μετατραπεί σε βάρος παρά αποτελεί πλεονέκτημα.
Το άλλο σενάριο θα ήταν αν ο Σάντσεθ πιστεύει ότι οι πρόωρες εκλογές θα μπορούσαν πραγματικά να αυξήσουν την παρουσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Κοινοβούλιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις εκλογές, για να μετατοπίσει την προσοχή του εκλογικού σώματος από τα σκάνδαλα στους κινδύνους μιας δεξιάς συμμαχίας μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος και του Vox.
Εκτός από την επιβράδυνση της εφαρμογής των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, η συνεχιζόμενη πολιτική αστάθεια θα εμποδίσει την ικανότητα της κυβέρνησης να εγκρίνει τον προϋπολογισμό, γεγονός που πιθανότατα θα περιορίσει τις αυξήσεις των αμυντικών δαπανών, αλλά θα βοηθήσει, επίσης, την Ισπανία να μειώσει περαιτέρω το δημοσιονομικό της έλλειμμα. Η συνεχιζόμενη πολιτική αστάθεια στην Ισπανία θα έχει διάφορες επιπτώσεις. Πρώτον, η κυβέρνηση πιθανότατα θα αντιμετωπίσει συνεχιζόμενες δυσκολίες στην ψήφιση του εθνικού προϋπολογισμού. Ο τελευταίος εγκεκριμένος προϋπολογισμός ήταν στα τέλη του 2022, και τόσο το 2023 όσο και το 2024, η Μαδρίτη τον παρέτεινε λόγω ανεπαρκούς κοινοβουλευτικής στήριξης – ένα σενάριο που πιθανότατα θα επαναληφθεί και το 2025.
Από τη μία, η παράταση του προϋπολογισμού το 2025 θα επιτρέψει πιθανώς στη Μαδρίτη να μειώσει περαιτέρω το δημοσιονομικό της έλλειμμα, όπως έχει κάνει τα τελευταία χρόνια χάρη σε έναν συνδυασμό της σχετικά υψηλής οικονομικής ανάπτυξης, των υψηλότερων φόρων για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και των περιορισμένων αυξήσεων των δημόσιων δαπανών (εν μέρει λόγω της έλλειψης νέων ετήσιων προϋπολογισμών). Αυτό αποτελεί καλό νέο για την ισπανική οικονομία, όπου το χρέος ανέρχεται σήμερα σε περίπου 102% του ΑΕΠ.
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί έρχονται σε μια περίοδο που η Ισπανία δέχεται πιέσεις από τους εταίρους της στο ΝΑΤΟ να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες σε τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ φέτος, από το 1,3% το 2024. Αν και η Μαδρίτη έχει δεσμευτεί να αξιοποιήσει αχρησιμοποίητα κονδύλια από άλλους τομείς για να εκπληρώσει αυτήν τη δέσμευση το 2025, χωρίς νέο προϋπολογισμό, η κυβέρνηση θα δυσκολευτεί να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για τις αμυντικές δαπάνες τα επόμενα χρόνια.
Πέρα από τον προϋπολογισμό, άλλες πολιτικές που βρίσκονται επί του παρόντος στην ατζέντα της κυβέρνησης (οι οποίες περιλαμβάνουν τη μείωση της εβδομαδιαίας εργασίας από 40 σε 37,5 ώρες και την κατασκευή νέων κατοικιών για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης στη χώρα) θα εξαρτηθούν από την υποστήριξη των μικρών κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο. Αυτό θα αναγκάσει την κυβέρνηση του Σάντσεθ να διαπραγματευτεί κάθε νομοθετικό μέτρο, γεγονός που θα καθυστερήσει τη διαδικασία χάραξης πολιτικής και θα αυξήσει την αβεβαιότητα σχετικά με το αν οι μεταρρυθμίσεις θα υιοθετηθούν και με ποιες αλλαγές.