Ο Α΄ Σινοϊαπωνικός πόλεμος (1 Αυγούστου 1894 – 17 Απριλίου 1895) ήταν πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στην Ιαπωνική Αυτοκρατορία Μεΐτζι και την Κίνα των Τσινγκ, κυρίως για τον έλεγχο της Κορέας. Η ήττα των Κινέζων μετά από έξι μήνες, εξέπληξε τον κόσμο και αποκάλυψε τη δύναμη του ιαπωνικού στρατού, ο οποίος έδρασε με θαυμαστή ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.
Η Ιαπωνία αποκόμισε σημαντικά εδαφικά οφέλη, αλλά η παρέμβαση της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας την ανάγκασαν να παραιτηθεί από ορισμένα. Η ταπείνωση που ένιωσαν οι Ιάπωνες γέννησε ένα αίσθημα εθνικισμού που κατέκλυσε ολόκληρη τη χώρα και που ήταν πρωτεύων παράγοντας για την ιμπεριαλιστική πολιτική της Ιαπωνίας κατά τον 19ο και 20ό αιώνα.
Ιστορικό υπόβαθρο και αίτια
Μετά την Αναστήλωση Μεΐτζι, ο στρατός και ο στόλος της Ιαπωνίας είχε αναπτυχθεί σημαντικά σε δύναμη και αποτελεσματικότητα, κι έτσι οι Ιάπωνες ηγέτες άρχισαν να ενδιαφέρονται ενεργά για τις εξωτερικές υποθέσεις. Έτσι, έστρεψαν την προσοχή τους στην Κορέα, η οποία ως σαθρό και απαρχαιωμένο κράτος ήταν ευάλωτη σε οποιονδήποτε επιδρομέα. Ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς Ιάπωνες αντιλαμβάνονταν την απειλή για το έθνος τους, αν η Κορέα περιερχόταν στα χέρια εχθρικής δύναμης.Τα φιλοπόλεμα κόμματα τάχθηκαν υπέρ της άμεσης δράσης για την αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχομένου. Εκτός αυτού, η Ιαπωνία αναζητούσε ευκαιρίες επενδύσεων και στο εξωτερικό.
Από την άλλη μεριά, η Κίνα της Δυναστείας Τσινγκ έκανε προσπάθειες εκσυγχρονισμού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τις είχε καταφέρει στο επίπεδο της Ιαπωνίας. Εξάλλου, είχε αποδυναμωθεί σημαντικά μετά από τους Πολέμους του Οπίου (1839-1842 και 1856-1860) με τους Βρετανούς.
Το 1885, ο Ιάπωνας πολιτικός Ιτό Χιρομπούμι και ο Κινέζος αξιωματούχος Λι Χονγκζάν υπέγραψαν τη Σύμβαση του Τιεντσίν. Σύμφωνα με αυτή, σε περίπτωση ταραχών στην Κορέα, κάθε χώρα είχε το δικαίωμα να στείλει στρατεύματα, με την προϋπόθεση να ενημερωθεί η άλλη πλευρά. Επιπλέον, μετά την αποκατάσταση της τάξης, και οι δύο χώρες έπρεπε να αποσύρουν τις δυνάμεις τους.
Αφορμή
Η Κίνα από καιρό θεωρούσε την Κορέα ως δικό της υποτελές κράτος και τον Κορεάτη βασιλιά λίγο ανώτερο από έναν υπουργό της κινεζικής κυβέρνησης, μια κατάσταση που η Ιαπωνία δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί. Στις αρχές της άνοιξης του 1894 ξέσπασε η λαϊκιστική επανάσταση Τονγκάκ στην Κορέα, και η μοναρχία της χώρας έκανε έκκληση τόσο στην Κίνα όσο και στην Ιαπωνία για υποστήριξη. Τα ιαπωνικά στρατεύματα κατέλαβαν την πρωτεύουσα Σεούλ και καθαίρεσαν τον βασιλιά. Οι Κινέζοι κινήθηκαν έχοντας ως σκοπό να εκδιώξoυν τις εχθρικές δυνάμεις και να επαναφέρουν τον βασιλιά.
Στρατιωτική κατάσταση των δύο χωρών
Ιαπωνία
Η Ιαπωνική Αυτοκρατορία είχε εκσυγχρονίσει και αναδιοργανώσει το στρατό της, με μεγάλο οικονομικό κόστος. Τον είχε οργανώσει, αρχικά σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα και μετά το 1886, με βάση τα πρωσικά. Σύμφωνα με άρθρο της εποχής από τους New York Times, η ισχύς των ιαπωνικών δυνάμεων ξηράς ήταν περίπου 50.000 στρατιώτες. Στο ίδιο άρθρο, αναφέρεται ότι οι έφεδροι υπολογίζονταν επίσης στους 50.000, αλλά κατοπινές πηγές κάνουν λόγο για 200.000 εφέδρους, τη δεκαετία του 1890. Πάντως, οι Ιάπωνες ήταν καλά εξοπλισμένοι και εξαιρετικά πειθαρχημένοι. Για την εισβολή στην Κορέα, ο στρατός είχε χωριστεί σε δύο τμήματα, το Πρώτο και το Δεύτερο Σώμα.
Ο ιαπωνικός στόλος, αν και δεν ήταν πολυάριθμος, περιελάμβανε ορισμένα πλοία πρώτης κατηγορίας, ενώ οι διοικητές του ήταν εκπαιδευμένοι σε ευρωπαϊκές σχολές. Το ιαπωνικό ναυτικό είχε δημιουργηθεί με πρότυπο το αντίστοιχο βρετανικό.
Κίνα
Οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν στο πόλεμο ήταν γνωστές ως Στρατός Μπέιγιανγκ και Στόλος Μπέιγιανγκ[i] και ήταν επίσης εκσυγχρονισμένες.
Ο στρατός φαίνεται πως ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος του ιαπωνικού, ενώ ήταν και πολύ καλά εξοπλισμένος. Παρόλα αυτά, το ηθικό των Κινέζων στρατιωτών ήταν ιδιαιτέρως χαμηλό, εξαιτίας της έλλειψης μισθών, της χρήσης οπίου και της ανικανότητας των αξιωματικών.
Αν και ο κινεζικός στόλος ήταν ο ισχυρότερος της ανατολικής Ασίας πριν τον πόλεμο, τα ευρωπαϊκής κατασκευής πλοία ήταν κακοδιατηρημένα. Οι αξιωματικοί δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και η ανυπακοή των ναυτών ήταν συχνή.
Πόλεμος
Ναυμαχία του Πουνγκντό
Στις 25 Ιουλίου 1894, πριν την επίσημη κήρυξη του πολέμου,[ii] ιαπωνικά καταδρομικά και κανονιοφόροι βύθισαν κινεζικά σκάφη στα ανοιχτά του κόλπου Ασάν, στη σημερινή Νότια Κορέα. Ανάμεσα σε αυτά όμως υπήρχε το πλοίο Κόου-σινγκ, που ανήκε σε βρετανική εταιρεία και είχε εκμισθωθεί στην κινεζική κυβέρνηση για να μεταφέρει στρατεύματα στην Κορέα. Το συγκεκριμένο πλοίο διοικούσε ένας Βρετανός αξιωματικός μαζί με ένα πλήρωμα 64 ανδρών. Τελικά, 1.100 από τους 1.200 Κινέζους στρατιώτες πνίγηκαν όπως και τα περισσότερα μέλη του πληρώματος. Το γεγονός αυτό παραλίγο να δημιουργήσει εντάσεις στις σχέσεις Ιαπωνίας και Βρετανίας.
Συγκρούσεις στην Κορέα
Ο υποστράτηγος Όσιμα Γιοσιμάσα οδήγησε τις ιαπωνικές δυνάμεις σθένους 4.000 ανδρών ενάντια σε κινεζική δύναμη που είχε στρατοπεδεύσει έξω από την πόλη Τσόναν, στη νοτιοδυτική Κορέα. Οι Κινέζοι στρατιώτες είχαν οχυρωθεί και περίμεναν ενισχύσεις, που όμως δεν έφτασαν ποτές λόγω της ναυμαχίας του Πουνγκντό. Οι δυο στρατοί συγκρούστηκαν στις 28 Ιουλίου του 1894 και μάχη κράτησε μέχρι το επόμενο πρωί. Τελικά, οι αμυνόμενοι δεν μπόρεσαν να νικήσουν τις ανώτερες ιαπωνικές δυνάμεις και υποχώρησαν στην πόλη Πιονγιάνγκ. Εκεί ενώθηκαν με ενισχύσεις από την Κίνα, σχηματίζοντας μια δύναμη 13.000 με 15.000 στρατιωτών.
Ο ιαπωνικός στρατός επιτέθηκε στην πόλη στις 15 Σεπτεμβρίου. Οι υπερασπιστές της πόλης πολέμησαν γενναία, αλλά παραδόθηκαν ύστερα από μια επίθεση στα νώτα τους. Εκμεταλλευόμενοι ωστόσο το σκοτάδι και τη βαριά βροχή, διέφυγαν προς τη σημερινή βορειοδυτική Βόρεια Κορέα. Οι απώλειες των Κινέζων έφτασαν τους 2.000 νεκρούς και 4.000 τραυματίες, ενώ οι Ιάπωνες έχασαν μόλις 102 άνδρες.
Ναυμαχία του ποταμού Γιαλού
Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1894 ο ιαπωνικός στόλος και ο Στόλος Μπέιγιανγκ συγκρούστηκαν στο δέλτα του ποταμού Γιαλού, σε μια ναυμαχία που κράτησε σχεδόν όλη μέρα. Τα οκτώ από τα δέκα πλοία των Κινέζων καταστράφηκαν. Με τη νίκη τη αυτή η Ιαπωνία απέκτησε τον έλεγχο των θαλασσών, αλλά οι Κινέζοι κατάφεραν να αποβιβάσουν 4.500 άντρες, κοντά στο δέλτα του ποταμού.
Εισβολή στην Μαντζουρία
Μετά την πτώση της πόλης Πιονγιάνγκ, τα κινεζικά στρατεύματα οχυρώθηκαν κατά μήκος του ποταμού Γιαλού, κοντά στην πόλη Τζουλιαντσένγκ. Στις 24 Οκτωβρίου, το Πρώτο Σώμα, υπό τις διαταγές του Γιαμαγκάτα Αριτόμο, επιχείρησε να σχηματίσει πλωτή γέφυρα, ακριβώς μπροστά από τις κινεζικές οχυρώσεις. Πέρασαν απαρατήρητοι και το απόγευμα της επομένης, επιτέθηκαν στην ανατολική προφυλακή του εχθρού. Οι Κινέζοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους το βράδυ και μέχρι το επόμενο πρωί είχαν υποχωρήσει πλήρως. Ακολούθως, οι Ιάπωνες κατέλαβαν την πόλη Άντουνγκ (σημερινό Ντάντονγκ). Οι απώλειες του ιαπωνικού στρατού ήταν μόλις τέσσερις νεκροί και 140 τραυματίες, ενώ οι Κινέζοι νεκροί έφτασαν τους 2.000.
Στη συνέχεια, το Πρώτο Σώμα χωρίσθηκε σε δύο τμήματα, υπό τους Νόζου Μιτσιτσούρα και Κατσούρα Ταρό. Ο πρώτος βάδισε προς την πόλη του Μούκντεν υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες, ενώ ο άλλος στάλθηκε προς καταδίωξη κινεζικών δυνάμεων, που κατευθύνονταν προς τη χερσόνησο Λιαοτούνγκ, μια νότια προέκταση της Μαντζουρίας. Μέχρι το Δεκέμβριο, ο Κατσούρα Ταρό είχε καταλάβει μέρος της βορειοανατολικής Κίνας, περίπου στη σημερινή επαρχία Λιαονίνγκ.
Μάχη του Λιουσούνκου
Ένα μέρος του Δεύτερου Σώματος, υπό τον Ογιάμα Ιβάο, αποβιβάσθηκε στη νότια ακτή της χερσονήσου Λιαοτούνγκ, στις 24 Οκτωβρίου του 1894. Κινήθηκε γρήγορα και κατέλαβε τις πόλεις Κιν-τσόου και Ταλιεγούαν, στις 6-7 Νοεμβρίου. Στη συνέχεια, πολιόρκησε το στρατηγικό λιμάνι του Πορτ Άρθουρ, το οποίο και κατέλαβε στις 21 Νοεμβρίου. Ακολούθησε η φόνευση χιλιάδων Κινέζων κατοίκων και η θηριωδία αυτή έγινε γνωστή ως η Σφαγή του Πορτ Άρθουρ.
Μάχες του Γουεϊχάι και του Γινγκού
Μετά την ήττα στο Πορτ Άρθουρ, ο Κινεζικός στρατός και στόλος υποχώρησε στην οχυρωμένη πόλη Γουεϊχάι. Οι Ιάπωνες πολιόρκησαν την πόλη από ξηρά και θάλασσα, από τις 20 Ιανουαρίου ως τις 12 Φεβρουαρίου του 1895. Η σύγκρουση εκτυλίχθηκε υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες και για τις δύο πλευρές, αφού οι δυο στρατοί πολεμούσαν μέσα στο χιόνι και τις ιδιαίτερα χαμηλές θερμοκρασίες. Τελικά όμως, ο στρατός των Ιαπώνων υπερκέρασε τις άμυνες της πόλης, κατακτώντας την από στην στεριά.
Μετά την πτώση του Γουεϊχάι και την καλυτέρευση των καιρικών συνθηκών, οι ιαπωνικές δυνάμεις προχώρησαν κι άλλο στη νότια Μαντζουρία και την βόρεια Κίνα. Μέχρι το Μάρτιο του 1895, οι Ιάπωνες διέθεταν οχυρώσεις που έλεγχαν την πρόσβαση στο Πεκίνο, μέσω της θάλασσας. Ακολούθησε η νικηφόρα για του Ιάπωνες μάχη του Γινγκού, στις 5 Μαρτίου. Αυτή η σύγκρουση ήταν και η τελευταία σημαντική μάχη του πολέμου, αν και ακολούθησαν πολλές αψιμαχίες.
Επίθεση στα Νησιά Πεσκαδόρες
Το Μάρτιο του 1895, ιαπωνικές δυνάμεις εισέβαλαν στις νήσους Πεσκαδόρες, κοντά στην ακτή της Ταϊβάν. Ύστερα από μια σύντομη και σχεδόν αναίμακτη εκστρατεία, οι Ιάπωνες νίκησαν την κινεζική φρουρά και κατέλαβαν την κύρια πόλη Μακούνγκ. Η κίνηση αυτή, ουσιαστικά επέτρεψε στου Ιάπωνες να απαιτήσουν στην επικείμενη συνθήκη του Σιμονοσέκι, την Ταϊβάν.
Συνθήκη Σιμονοσέκι και επακόλουθα
Μετά από τη σύγκρουση αυτή, το ιαπωνικό έθνος καταλήφθηκε από έναν πατριωτικό πυρετό. Μπροστά στην ευφορία της νίκης, σίγησαν οι φωνές μετριοπάθειας στο κοινοβούλιο. Σύμφωνα με τον υπουργό εξωτερικών, Μούτσου Μουνεμίτσου, ο λαός «ενδιαφερόταν μόνο για το πότε η ιαπωνική σημαία θα περνούσε τις πύλες του Πεκίνου». Χαρακτηρισική είναι η επιρροή του πολέμου στην ιαπωνική τέχνη: οι νίκες επί της Κίνας υμνήθηκαν κατά δυναμικό τρόπο από τους Ιάπωνες καλλιτέχνες του ουκίγιο-ε, το ύφος των οποίων επηρέασε την ανάπτυξη της γραφιστικής τέχνης του 20ού αιώνα.
Στη Συνθήκη του Σιμονοσέκι, που υπογράφηκε στις 17 Απριλίου 1895, η Ιαπωνία δε ζήτησε το Πεκίνο, αλλά απέσπασε πολεμική αποζημίωση, ύψους 200.000.000 τάελ[iii] αργύρου. Επίσης, η Κίνα συμφώνησε να σεβαστεί την ανεξαρτησία της Κορέας και να παραχωρήσει το νησί της Φορμόζας στην Ιαπωνία. Το μεγαλύτερο όμως κέρδος της Ιαπωνίας ήταν η στρατηγικής σημασίας χερσόνησος Λιαοτούνγκ. Στο άκρο της βρισκόταν το Πορτ Άρθουρ, ναυτική βάση που έλεγχε την προσπέλαση στη βόρεια ακτή της Κίνας.
Οι γιορτές της νίκης δεν κράτησαν πολύ για τους Ιάπωνες. Μία μόλις εβδομάδα μετά την επικύρωση της συνθήκης, η Ρωσία, η Γερμανία και η Γαλλία (ή Τριπλή Παρέμβαση όπως έγινε γνωστή) «συμβούλεψαν» την Ιαπωνία να εγκαταλείψει την χερσόνησο Λιαοτούνγκ, με αντάλλαγμα 30.000.000 επιπλέον τάελ αργύρου από την Κίνα. Δυο μέρες αργότερα, η Ρωσία διατύπωσε αυτή τη συμβουλή σαφώς ως απειλή. Σύμφωνα με τη Ρωσία ο έλεγχος της Ιαπωνίας στη χερσόνησο Λιαοτούνγκ θα αποτελούσε μόνιμο εμπόδιο για την ειρήνη στην Άπω Ανατολή. Αντιλαμβανόμενοι ότι μια διπλωματική γλώσσα σαν κι αυτή σήμαινε σχεδόν κήρυξη πολέμου, οι ηγέτες της Ιαπωνίας εγκατέλειψαν την διεκδίκηση της χερσονήσου.
Η Ιαπωνία δεν αντιστάθηκε στην Τριπλή Παρέμβαση και ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το αίσθημα ανασφάλειας στη χώρα. Ταυτόχρονα ωστόσο, γεννήθηκε ένα νέο κύμα εθνικισμού και οι Ιάπωνες δέχτηκαν στωικά την αύξηση τις φορολογίας για τις ένοπλες δυνάμεις. Το 1898 η Ιαπωνία ένιωσε βαθιά ταπείνωση, όταν η Ρωσία κατέλαβε για λογαριασμό της χερσόνησο Λιαοτούνγκ. Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν αργότερα στο ξέσπασμα του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου (1904-1905), που έληξε με βαριά ήττα των Ρώσων.
Σημειώσεις
i. ^ Μπέιγιανγκ (北洋軍 Běiyáng) κατά λέξη σημαίνει Βόρειος Ωκεανός. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε γιατί από τις βόρειες περιοχές της Κίνας προέρχονταν οι φόροι που χρηματοδότησαν τον Στόλο Μπέιγιανγκ και αργότερα τον Στρατό Μπέιγιανγκ.
ii. ^ Επίσημα ο πόλεμος κηρύχθηκε την 1 Αυγούστου του ίδιου έτους.
iii. ^ Το τάελ αποτελούσε μονάδα βάρους στην Κίνα. Ένα τάελ αντιστοιχεί σε 40 γραμμάρια. Επομένως, τα 200.000.000 τάελ είναι 8.000 τόνοι. Τα ετήσια έσοδα των Τσινγκ ήταν 89.000.000 τάελ αργύρου.
Πηγές
- Άτλας Παγκόσμιος Ιστορικός. Τεύχος 9. Εκδόσεις: Ελεύθερος Τύπος/Dorling Kindersley. ISBN 960-6610-74-5
- Cultural China:First Sino-Japanese War – A Major Event in The Modern History of China or Even The World
- Time-Life Παγκόσμια Ιστορία. Τόμος 18. Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος. Αθήνα 1993
- Japan Anxious for a Fight; The Chinese Are Slow and Not in Good Shape to Go to War, The New York Times, 30 Ιουλίου 1984
- Zhaojin Ji. A History of Modern Shanghai Banking: The Rise and Decline of China’s Capitalism. M.E. Sharpe Inc. 2003. ISBN 0-7656-1002-7