Ακίρα Κουροσάβα (1910 – 1998) Ιάπωνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος

Θεωρείται ένας απο τους καλύτερους και πιο σημαντικούς σκηνοθέτες όλων των εποχών, έχοντας γυρίσει πάνω απο 30 ταινίες και έχοντας επηρεάσει πολλούς γνωστούς σκηνοθέτες

by Times Newsroom

Ο Ακίρα Κουροσάβα (Kyūjitai: 黒澤 明, Shinjitai: 黒沢 明, 23 Μαρτίου 1910 — 6 Σεπτεμβρίου 1998) ήταν Ιάπωνας σκηνοθέτης ταινιών και σεναριογράφος. Θεωρείται ένας απο τους καλύτερους και πιο σημαντικόυς σκηνοθέτες όλων των εποχών, έχοντας γυρίσει πάνω απο 30 ταινίες και έχοντας επηρεάσει πολλούς γνωστούς σκηνοθέτες. Είναι αναμφίβολα ο γνωστότερος στην Δύση Ιάπωνας σκηνοθέτης. Έλαβε τον Χρυσό Λέοντα για την ταινία Rashômon, δύο Χρυσούς Φοίνικες για τις ταινίες Kagemusha και Ran και ένα τιμητικό Όσκαρ το 1990. Το 1999, το CNN τον ονόμασε “Ασιάτη του Αιώνα” στην κατηγορία “Τέχνες, Λογοτεχνία και Κουλτούρα”. Ανάμεσα στις πιο αναγνωρισμένες του ταινίες είναι τα Οι Επτά Σαμουράι (1954), Ρασομόν (1950), Ραν (1985), Ikiru (1952), Yojimbo (1961), High and Low (1963), Ο Θρόνος του Αίματος (1957), Το Μυστικό Φρούριο (1958) και Kagemusha (1980).

Ο Ακίρα Κουροσάβα γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910 στην Όμορι (Τόκιο), τελευταίο των οκτώ παιδιών του Ισαμού (Isamu) και της Σίμα (Shima) Κουροσάβα. Αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά δεν έγινε δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών. Το 1936 γίνεται βοηθός του σκηνοθέτη Γιαμαμότο Κατζίρο (Yamamoto Kajirô), που δούλευε σε μια γιαπωνέζικη εταιρεία παραγωγής ταινιών.

Στην εταιρεία αυτή ο Κουροσάβα γυρίζει την πρώτη του ταινία: “Σουγκάτα Σανσίρο” (Sugata Sanshiirô) (1943), μια ταινία δράσης που σύντομα έγινε δημοφιλής. Στα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα παράγει ταινίες πιο απλές και εμπορικές, όπως η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο (1945), οι οποίες γεννιούνται υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, που λογοκρίνει αυστηρά ολόκληρη την πνευματική δημιουργία της εποχής και ευνοεί κυρίως την παραγωγή λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων με πατριωτικό περιεχόμενο. Η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο είναι, εξ’ αιτίας αυτής της πίεσης εκ μέρους της κυβέρνησης, μια πατριωτική ταινία που σκοπεύει να δείξει στο κοινό την υπεροχή της γιαπωνέζικης πολεμικής τέχνης (τζούντο) απέναντι σ’ εκείνη των εχθρών των Ιαπώνων, των Αμερικανών (μποξ). Για τον Κουροσάβα, που συμπορευόταν με την αριστερά, η οποία στην Ιαπωνία της δεκαετίας του ’20 είχε παίξει μεγάλο ρόλο κυρίως για την νέα γενιά, η εμπειρία της αντίδρασης εκ μέρους των συντηρητικών τάξεων και ομάδων της Ιαπωνίας, της έλλειψης ελευθερίας και του πολέμου υπήρξε σημαντικότατη.

Η πρώτη ταινία του μετά τον πόλεμο ήταν το Δεν λυπόμαστε την νεολαία μας. Το 1948, κυκλοφόρησε το Μεθυσμένος Άγγελος , το οποίο γνώρισε μεγάλη κριτική αναγνώριση, και εδραίωσε τον Κουροσάβα ως έναν από τους πιο σημαντικούς νέους σκηνοθέτες της Ιαπωνίας. Στην ταινία πρωταγωνιστούσε ο τότε άγνωστος Τοσίρο Μιφούνε, που έπειτα έγινε ένας από τους πιο γνωστούς και αναγνωρισμένους Ιάπωνες ηθοποιούς, και πρωταγωνίστησε σε 15 ακόμα ταινίες του Κουροσάβα.

Η διεθνής καταξίωση

Το 1950 κυκλοφόρησε η ταινία που έκανε τον Κουροσάβα γνωστό έξω από την Ιαπωνία, το Ρασομόν. Η ταινία παρουσιάζει τέσσερις διαφορετικές και αντικρουόμενες εκδοχές του πως εξήχθη μια συγκεκριμένη δολοφονία από την οπτική γωνία τεσσάρων διαφορετικών μαρτύρων. Η ταινία ήταν τεράστια κριτική και εμπορική επιτυχία, και ακόμα και σήμερα θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Ήταν ο αναπάντεχος νικητής του Χρυσού Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας του 1951 και προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας. Η επιτυχία της ταινίας οδήγησε τις δυτικές κινηματογραφικές αγορές στο να εστιάσουν για πρώτη φορά στα προϊόντα της ιαπωνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, κάτι το οποίο οδήγησε σε διεθνή αναγνώριση για πολλούς άλλους Ιάπωνες σκηνοθέτες.

Στην δεκαετία του 1950 και στις αρχές τις δεκαετίας του 1960, ο Κουροσάβα σκηνοθετούσε περίπου μία ταινία την χρονιά. Σε αυτήν την περίοδο της καριέρας του έφτιαξε μερικές από τις πιο αναγνωρισμένες και σημαντικές του ταινίες. Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες εκτυλίσσονταν στην εποχή των Σαμουράι, και ως αποτέλεσμα, ο Κουροσάβα είναι πλέον γνωστός για τις “jidaigeki” ταινίες του (ο Ιαπωνικός όρος για ταινίες με Σαμουράι). Ανάμεσα σε αυτές τις ταινίες είναι τα: Γιοτζίμπο (1961), μια εξαιρετικά δημοφιλής ταινία δράσης η οποία έπειτα αποτέλεσε την βάση για το γουέστερν Για Μια Χούφτα Δολάρια, Σαντζούρο (1962), το σίκουελ του Γιοτζίμπο, Ο Θρόνος του Αίματος (1957), μια προσαρμογή του Μακβέθ στην εποχή των Σαμουράι, Ο Κοκκινογένης (1965), Το Μυστικό Φρούριο (1958), το οποίο πολλοί θεωρούν ότι αποτέλεσε την βάση για την ταινία Star Wars, και Οι Επτά Σαμουράι (1954), το οποίο πολλοί θεωρούν ως το αριστούργημα του Κουροσάβα και μια απο τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Στην ίδια περίοδο σκηνοθέτησε και ταινίες που εκτυλίσσονταν στο παρών, όπως το φιλμ νουάρ The Bad Sleep Well (1960), μια προσαρμογή του Άμλετ στην σημερινή εποχή, το High and Low (1963) ένα αστυνομικό δράμα που εξερευνά την Πάλη των Τάξεων και το Ikiru (1952), ένα δράμα για έναν άνδρα που μαθαίνει ότι σύντομα θα πεθάνει και καταλαβαίνει ότι δεν έζησε πραγματικά την ζωή του.

Τα τελευταία χρόνια

Μετά την δεκαετία του 1960, ο Κουροσάβα δεν έφτιαχνε πλέον ταινίες σε τόσο τακτική βάση (έφτιαξε μόνο 8 ταινίες μετά το 1965), μα οι ταινίες που έφτιαξε σε αυτήν την περίοδο της ζωής του συχνά κατατάσσονται ανάμεσα στις καλύτερες του. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ταινίες του, οι ταινίες του αυτής της περιόδου ήταν έγχρωμες, και ο Κουροσάβα αναγνωρίστηκε για την χρήση του των χρωμάτων.

Ο χαμηλός αριθμός ταινιών που έφτιαξε σε αυτήν την περίοδο της ζωής του δεν οφειλόταν σε έλλειψη δημιουργικότητας εκ μέρους του Κουροσάβα, άλλα σε ανικανότητα να βρει χρηματοδότηση, παρά το πόσο δημοφιλής και αξιοσέβαστος ήταν ως σκηνοθέτης. Αυτή η αδυναμία να χρηματοδοτήσει τα έργα του και ορισμένα θέματα υγείας οδήγησαν τον Κουροσάβα σε μια απόπειρα αυτοκτονίας στις 22 Δεκεμβρίου 1971. Ο σκηνοθέτης ανάρρωσε γρήγορα αλλά παρέμενε αβέβαιος για το αν θα έφτιαχνε ποτέ ξανά άλλη ταινία. Αυτές οι αμφιβολίες αποδείχθηκαν λανθασμένες όταν το 1973 ένα Σοβιετικό στούντιο προσέγγισε τον Κουροσάβα, προτείνοντας μια συνεργασία. Αυτό οδήγησε στην Σοβιετική ταινία του 1975 Dersu Uzala, την μόνη μη-Ιαπωνική ταινία που ο Κουροσάβα σκηνοθέτησε. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας και το Χρυσό Βραβείο στο Φεστιβάλ της Μόσχας.

Οι δύο πιο αξιοσημείωτες ταινίες αυτής της περιόδου της φιλμογραφίας του Κουροσάβα ήταν οι τελευταίες επικές ταινίες σαμουράι του, Καγκεμούσα (1980) και Ραν (1985). Και οι δύο αυτές ταινίες κέρδισαν τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών, προτάθηκαν για Όσκαρ και γνώρισαν διεθνή επιτυχία. Το Καγκεμούσα αφηγείται την ιστορία του σωσία ενός ισχυρού άρχοντα σαμουράι, ενώ το Ραν, το οποίο θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες του Κουροσάβα και του χάρισε την μοναδική του υποψηφιότητα για το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας, είναι μια προσαρμογή του Βασιλιά Ληρ. Το Καγκεμούσα χρηματοδοτήθηκε από τους διάσημους Αμερικάνους σκηνοθέτες Φράνσις Φορντ Κόπολα και Τζορτζ Λούκας, οι οποίοι ήταν μεγάλοι θαυμαστές του Κουροσάβα και είχαν επηρεαστεί πολύ από τις παλιότερες ταινίες του. Άλλοι γνωστοί Αμερικάνοι σκηνοθέτες που θαύμαζαν τον Κουροσάβα και τον βοήθησαν στις τελευταίες του ταινίες ήταν οι Στίβεν Σπίλμπεργκ και Μάρτιν Σκορσέζε.

Το 1990, ο Κουροσάβα σκηνοθέτησε το σουρεαλιστικό Όνειρα, μια προσαρμογή αληθινών του ονείρων για την μεγάλη οθόνη. Το 1991, σκηνοθέτησε το Ραψωδία τον Αύγουστο , με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Γκήρ, που εξερευνούσε τις συνέπειες της ατομικής επίθεσης στο Ναγκασάκι. Το 1993 κυκλοφόρησε η τελευταία ταινία του, Madadayo, που αφηγόταν την ιστορία ενός γηραιού καθηγητή. Ο επικείμενος θάνατος ήταν μεγάλο θέμα της ταινίας.

Ο Κουροσάβα πέθανε στις 6 Σεπτεμβρίου 1998, σε ηλικία 88 ετών, από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή